Συνέντευξη με τον ποιητή Ηλία Τσάπε.

 

Επιμέλεια: Βάσω Β. Παππά.

Vas_nikpap@yahoo.gr

 

Ο Ηλίας Τσάπες, Θεσπρωτός στην καταγωγή, σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και εργάζεται ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το 1999 κυκλοφoρεί στην Ηγουμενίτσα η ποιητική συλλογή του «Ποιήματα από τον κύκλο του χειμώνα». Η συλλογή αυτή επανεκδίδεταHlias079ι με την προσθήκη έξι ποιημάτων, το 2009 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Ακολουθεί το 2010 η συλλογή «Με τα όνειρα του ήλιου», το 2012 «Ένας άγγελος μέσα στη νύχτα» ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε η συλλογή «Ποιήματα του βάλτου». Νεοτερικός ή μοντέρνος ποιητής και άξιος συνεχιστής της γενιάς του ’30, που με το Γιώργο Σεφέρη κυρίως παρουσιάζεται αυτό το νέο είδος ποίησης. Όπως γράφει ο επίτ. Σχολικός Σύμβουλος Δ. Φίλης “ο αναγνώστης της ποίησης του Η. Τσάπε θα συναντήσει δυσκολίες στην προσέγγιση του νοήματος, αλλά ο καθένας μας πρέπει να χαίρεται το ποίημα με τα δικά του μέτρα και τις δικές του εμπειρίες. Δεν έχει σημασία ποιο νόημα θα δίνει στους στίχους κάθε φορά, σημασία έχει να προσπαθεί με το δικό του τρόπο να δέχεται τα μηνύματα, που στέλνει ο ποιητής σαν άνθρωπος του καιρού μας”.

 

 

Κύριε Τσάπε, η τελευταία ποιητική συλλογή σας φέρει τον τίτλο «Ποιήματα του Βάλτου». Από πού πηγάζει ο τίτλος της συλλογής; Ποιες είναι οι επιρροές σας;

 

  Ο κάμπος του χωριού μου, όταν πλημμύριζε το χειμώνα, σε παλιότερους καιρούς – μιλάμε για τη δεκαετία του ’50 -, γινόταν βαλτότοπος. Γεννήθηκα στο Καστρί, μια κοινότητα, στημένη στην κορυφή ενός λόφου, βόρεια της Ηγουμενίτσας. Οι αποστάσεις από την πρωτεύουσα του νομού και από το «Βάλτο», τον κάμπο δηλαδή του χωριού μου που βρίσκεται δυτικά, είναι περίπου ίδιες, δηλαδή έξι έως εφτά χιλιόμετρα.

   Στα σκοτεινά χρόνια μέχρι την ενηλικίωσή μου, σημασία για μένα είχε η ζωή στο χωριό και στο «βάλτο». Ο πατέρας μου, προερχόμενος καθαρά από γεωργοκτηνοτροφική οικογένεια, εκεί είχε τις δραστηριότητές του. Στον κάμπο βρέθηκα κι εγώ από πολύ νωρίς. Ο φυσικός χώρος ήταν το «σπίτι» μου. Εξάλλου, η Ηγουμενίτσα ήταν μια νεοσύστατη πόλη, «μακρινή», «ακαθόριστη», «απρόσωπη» που ακόμα και σήμερα δεν έχει αποκτήσει ταυτότητα. Στο χωριό, βέβαια, η φτώχεια και το «βαρύ» του χαρακτήρα των ανθρώπων, από τις πολλές στερήσεις, σημάδεψαν  τη ζωή μου.

   Τα παραπάνω αναφέρω για δύο λόγους. Και γιατί έχουν σχέση με το πρώτο ερώτημά σας αλλά και μια που δίνω την πρώτη μου συνέντευξη, θέλω ταυτόχρονα να δώσω και κάποια στοιχεία της βιογραφίας μου.

  Όταν έφυγα για σπουδές στα Γιάννενα, πήρα μαζί μου το «βάρος» του κοινωνικού μου περιβάλλοντος και της δύσκολης ζωής στο χωριό. Το δέσιμο με τη φύση, που ήταν η κύρια χαρά μου, αντικαταστάθηκε από μια αίσθηση ξεριζωμού. Είχα, όμως, μεγάλη  ανάγκη να απομακρυνθώ από ανθρώπους συναισθηματικά και πνευματικά  επιβαρυμένους. Εκεί, στα Γιάννινα, βρήκα τη διέξοδο που ήθελα και άρχισα να γράφω τα πρώτα ποιήματά μου.

  Η πόλη αυτή, αρχές της δεκαετίας του ’80, ήταν ένα σπουδαίο εμπορικό κέντρο. Συνάμα, η πληθώρα σχολών ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, μαζί και  η σημαντική στρατιωτική δύναμη  που φιλοξενούσε, την καθιστούσε «σταυροδρόμι, θα έλεγα, πολιτισμών» από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Μπροστά, βέβαια, στην πρωτεύουσα της Ηπείρου, η Θεσπρωτία έμοιαζε «χωριό» εγκαταλειμμένο, από τους ανθρώπους και το ελληνικό κράτος.

  Παρά ταύτα, γρήγορα διαπίστωσα ότι οι Έλληνες μεταξύ μας δε διαφέραμε ουσιαστικά, όσες κοινωνικές και οικονομικές εναλλαγές κι αν παρουσιάζαμε, λόγω, κυρίως,   της άνισης ανάπτυξης στην ελληνική επικράτεια μετά την οθωμανική περίοδο. Και ότι ο «βάλτος», που πια είχε υπαρξιακή οντότητα και  κουβαλούσα μέσα μου, ήταν περισσότερο μια ψυχοπνευματική κατάσταση, με καθολικό χαρακτήρα, μια στέρηση εσωτερική, με ρίζες ασφαλώς οικονομικές και ιστορικές για μας τους Έλληνες.

  Έκτοτε, αρχίζει ένας αγώνας συνεχούς αναζήτησης για το όνειρο. Που δεν είναι μονάχα προσωπικός αλλά ελληνικός και πανανθρώπινος. Γιατί ο «Βάλτος» στην ουσία είναι ο σύγχρονος κόσμος με τα ποικίλα προβλήματά του, με το βεβαρυμμένο του παρελθόν, που ασφαλώς μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, με τη σκοτεινή του υπόσταση, που δε λέει, ούτε θέλει, ο άνθρωπος να αλλάξει, εμμένοντας αρρωστημένα στις «λογικές» της απληστίας, της βίας και της ζωώδους εν γένει συμπεριφοράς.

  Τότε, στα φοιτητικά μου χρόνια δηλαδή, έγραψα αρκετά από τα ποιήματα που σήμερα περιέχονται στην τέταρτη αυτή συλλογή. Το βιβλίο, λοιπόν, πήρε την ονομασία του από το φυσικό χώρο, στον οποίο έζησα, από  τη λέξη «βάλτος», που συχνά κάνει την εμφάνισή της στα ποιήματά μου, και,  επιπλέον, γιατί γεννήθηκα, μέσα από τον προσωπικό, κοινωνικό και ανθρώπινο «Βάλτο», διασώζοντας, με πολύ κόπο, μεγάλα κομμάτια του εαυτού μου. Αυτό το «Βάλτο» φανερώνω στην τέταρτη συλλογή. Αυτές είναι οι… «επιρροές» μου. Λογοτεχνικές επιδράσεις δεν υπάρχουν για το είδος των ποιημάτων που εμπεριέχονται στη συλλογή αυτή.

 

Τι συναισθήματα θα θέλατε να νιώθει κάποιος, όταν διαβάζει τα βιβλία σας; Τι επιδιώκετε με τους στίχους σας;

 

  Θέλω πρώτα  απ’ όλα να αρέσει η γλώσσα των ποιημάτων μου. Ένιωσα ικανοποίηση, όταν μια σχολική Σύμβουλος των Φιλολόγων έκανε λόγο για «δυνατή γλώσσα». Ή, όταν μια γηραιά κυρία ογδόντα έξι ετών, βασανισμένη στη ζωή της, – από τους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, τώρα ζει στην Αθήνα – σε μια επιστολή πρόσφατη μου γράφει, μεταξύ άλλων: «Τι όμορφες λέξεις…», «Αγαλλίασε η ψυχή μου διαβάζοντάς το», εννοώντας το τέταρτο βιβλίο που της έστειλα.  Οι λέξεις, σαφώς, αντλούν δύναμη κι από το περιεχόμενο. Κι επειδή πιστεύω ότι, αν έχει κάποια αξία η ποίησή μου, αυτή βρίσκεται, κυρίως, στο ότι φανερώνει ένα δρόμο από το «ίσκιο στο όνειρο», όπως λέω στο πρώτο ποίημα της συλλογής, θέλω να δείξω στους νέους, κυρίως,  ανθρώπους που υποφέρουν μέσα τους, γιατί ξεκινούν τη ζωή τους και η ποιότητα δε βρίσκει σ’ αυτόν τον κόσμο μια κυρίαρχη διάσταση, ότι δεν είναι μόνοι τους. Και ότι, αν θέλουν, μπορούν να βρουν τη δική τους μοίρα, πρέπει όμως να ξέρουν ότι αυτός ο δρόμος , μέσα στο γενικότερο κλίμα, είναι  κακοτράχαλος, επικίνδυνος, θανάσιμος.

  Θα ’θελα, δηλαδή, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να δημιουργηθούν συναισθήματα ψυχικής συγγένειας, ώστε να αμβλυνθεί το συναίσθημα της μοναξιάς σ’ έναν τόσο δύσκολο δρόμο, όπως είναι αυτός της αναζήτησης του εαυτού μας, της ευτυχίας μας της προσωπικής αλλά και της  πανανθρώπινης. Να τονίσω ότι, όταν ξαφνικά ξεκίνησα να γράφω στίχους  στα είκοσί μου χρόνια, και από το πρώτο μάλιστα ποίημα, είχα την περίεργη αίσθηση πως, ό,τι θα έγραφα, από εκείνη την ώρα και για όλη μου τη ζωή, θα το έγραφα όχι μόνον για μένα αλλά ταυτόχρονα και για τους άλλους ανθρώπους. Γιατί κατάλαβα αμέσως ότι ξεκινούσα τότε ένα ποιητικό, ανθρώπινο  ταξίδι μέσα στη νύχτα, που θα τελείωνε με τη ζωή μου και με το οποίο θα μπορούσα να βοηθήσω και άλλους ανθρώπους, αφού πρώτα βοηθούσα και  φώτιζα τον κατασκότεινο εαυτό μου.

  Έτσι, με τους στίχους μου επιδιώκω να κινήσω, επιπλέον, συναισθήματα ελπίδας και αγωνιστικής διάθεσης που θα οδηγήσουν σε αφύπνιση του εαυτού μας και στην έξοδο από τη βαλτώδη κατάσταση στην οποία ζούμε σήμερα. Δυστυχώς η ποίηση στις μέρες μας έχει, επιπρόσθετα, μια δύσκολη αποστολή, να φανερώσει δηλαδή, πόσο χαλάσαμε τη ζωή μας  με τα «χεράκια» μας, με την «ιερή» προσήλωση, κυρίως, στο «θεό» της οικονομίας.  Πόσο ξεχάσαμε τον εαυτό μας! Ότι πρέπει να ξαναβρούμε μαζί μ’ αυτόν και την ευτυχία μας.

 

Τι είναι για εσάς η ποίηση; Αληθεύει ότι οι ποιητές είναι μοναχικά άτομα και σε ποιο σημείο πιστεύετε ότι βρίσκεται η ποίηση στην Ελλάδα;

 

  Η ποίηση είναι η τέχνη που πλησιάζει, όσο καμιά άλλη τον πυρήνα της Δημιουργίας. Ούτε το χρώμα, ούτε οι νότες, ούτε ο ίδιος ο φυσικός κόσμος μας φέρνει τόσο κοντά στο Θεό όσο ο αληθινός ποιητικός λόγος. Που, όσο απλά κι αν είναι κάποτε γραμμένος, βγαίνει, συχνά, από ένα μυστηριακό υπαρξιακό βάθος που συχνά είναι ακατάληπτο. Είναι η πηγή κάθε τέχνης, η κύρια δύναμη έκφρασης του εσωτερικού μας κόσμου και της φύσης γύρω μας, που παρουσιάζει, θα έλεγα, τα ίδια προβλήματα κατανόησης με το μυστήριο που υπάρχει μέσα μας.

  Γι’ αυτό και οι ποιητές πρέπει να προσέχουν ιδιαίτερα, όταν χειρίζονται το Λόγο. Μέσα σ’ αυτόν «αποθηκεύονται» συναισθήματα πανανθρώπινα και αιώνια, ιδέες μεγάλες και καθημερινές της ζωής όλων των ανθρώπων. Η χρήση του λόγου από τους ποιητές πρέπει να γίνεται με πλήρη σεβασμό σ’ αυτόν, γιατί είναι η κινητήρια δύναμη της ζωής, η κύρια «γέφυρα» που πρέπει να βαδίσουμε για να βρούμε το Θεό. Δε χωράνε εδώ  η επιδειξιομανία, ο φτηνός εντυπωσιασμός, η ματαιοδοξία να γίνεις μέγας και τρανός. Αλλά επειδή στις μέρες μας εξασθένησε ο λόγος ως μέθοδος κύρια της επικοινωνίας των ανθρώπων, λόγω της εικόνας και της τρέλας που έπιασε τους ισχυρούς της γης με το χρήμα και την υλική δύναμη, εξασθένησε ταυτόχρονα  η ψυχή και το πνεύμα μας. Αυτό έχει ως συνέπεια την ανάγκη του ευαίσθητου ανθρώπου να εκφραστεί οπωσδήποτε δια του λόγου, και μάλιστα του ποιητικού, το αποτέλεσμα όμως, για τους παραπάνω λόγους,  δεν είναι το προσδοκώμενο. Η πληθώρα ποιητικών κειμένων είτε εγκεφαλικών είτε ρηχά συναισθηματικών – ο γνωστός «σωρός» –  κάνει εν τέλει ζημιά, γιατί δεν αφήνει να βγει κάτι που θα μας ταρακουνήσει συθέμελα ή που θα αναδείξει το πιο ποιοτικό.

  Εκτός αυτού, για να απαντήσω και στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, λόγω της κυριαρχίας του υλιστικού τρόπου ζωής, της κοινωνικής και πολύπλευρης βαρβαρότητας που υπάρχει, οι ποιητές είτε χάνονται πριν ακόμα υπάρξουν είτε, όταν καταφέρνουν να επιβιώσουν, είναι υποχρεωτικά μοναχικοί. Εκ φύσεως, για να επικοινωνούν με το βαθύτερο λόγο που κλείνουν μέσα τους, είναι μόνοι. Η σύγχρονη όμως εποχή με τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε ή τους εξοντώνει ή επιτείνει επώδυνα τη μοναξιά τους.

  Γιατί, όσοι είναι αληθινοί, είναι αισθαντικοί και, επειδή βλέπουν πολλά, δεν αντέχουν την περιδίνηση στο σκληρότατο αυτό κόσμο. Χωρίς να αποκλείονται βέβαια και οι πιο δυνατές περιπτώσεις ποιητών που είναι  θωρακισμένοι με κάποιον τρόπο ή έχουν βρεθεί στο κατάλληλο περιβάλλον και διανθίζουν την εσωτερική τους μοναξιά με περισσότερη ανθρώπινη επικοινωνία. Εγώ για την ώρα – είναι λίγο προχωρημένη, αφού είμαι πια πενήντα τριών ετών –  δυστυχώς δεν ανήκω σ’ αυτούς. Αλλά σκοπεύω να ζήσω ως τα… εκατό για να κάνω πολλά πράγματα, σε πείσμα αυτών που θέλουν να μας πεθάνουν γρήγορα!

  Όσον αφορά στην ποίηση στην Ελλάδα, νομίζω ότι βρίσκεται σε μια φάση κάμψης αλλά και καμπής. Η ποίηση δεν εκφράζει μόνον τον ποιητή και την εποχή του. Καίτοι «υποκειμενική» στα νεότερα χρόνια, είναι εξάπαντος διαχρονική, όπως και ο άνθρωπος. Το υποκειμενικό στοιχείο έχει ασφαλώς την κλασική του διάσταση. Έχει καθολικό χαρακτήρα, γιατί είναι, απλά, ένα μέρος του ανθρώπινου συνόλου.    

    Νομίζω ότι ήρθε η ώρα ν’ αφήσουμε το μοντέρνο τρόπο γραφής σε δεύτερη μοίρα και να μιλήσουμε πιο απλά για τα ανθρώπινα πράγματα. Να τα πούμε δηλαδή με το όνομά τους. Όχι γιατί πολλοί κρύφτηκαν πίσω από τον υπερρεαλιστικό τρόπο γραφής και με τη δυνατότητα αυτή, αν και αρχικά εξέπληξαν τον κόσμο στη συνέχεια όμως τον απομάκρυναν από την ποίηση, αλλά γιατί η προαναφερθείσα εξασθένιση του ψυχικού κόσμου δεν επιτρέπει πια την αποκρυπτογράφηση των ποιημάτων, καθώς ζητά κάτι πιο εύπεπτο και προσιτό. Αν θέλουμε βέβαια να φτιάξουμε μια ποίηση για πολλούς αναγνώστες, χωρίς να ξεχνούμε, φυσικά, και την ποίηση για λίγους. Η τέταρτη συλλογή μου είναι προς αυτήν την κατεύθυνση, αν και απλά είναι μια τάση  σε μια ποικιλία ρευμάτων ή τρόπων γραφής που έχω.

 

Από τότε που ξεκινήσατε την καριέρα σας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, μέχρι σήμερα, έχετε διανύσει πολλά  και διαφορετικά στάδια, σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο. Σε όλη αυτήν τη διαδρομή, υπήρξε μια στιγμή που είπατε «δεν μπορώ άλλο, σταματάω…;». Σε ποια φάση της ζωής σας έχετε νιώσει πιο πλήρης;

 

  Γι’ αυτό δε θα ’θελα να μιλήσω πολύ. Ίσως κάποια άλλη φορά, αν και το θέμα είναι φλέγον. Η εκπαίδευση στην Ελλάδα δε «βαίνει κατά κρημνόν», είναι στο γκρεμό! Κι αυτό δεν είναι καινούργιο. Απλά, διογκώνεται το πρόβλημα στην εκπαίδευση, γιατί πλέον οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες  στη χώρα μας επιτείνουν και αποκαλύπτουν πια το χρόνιο αυτό πρόβλημα.

  Έγκειται στην έλλειψη πίστης στην αξία της εκπαίδευσης και από την πλευρά των ιθυνόντων, που περί άλλα και πολλά τυρβάζονται διαχρονικά, και από την πλευρά των περισσοτέρων πολιτών που τη βλέπουν ως μέσο, κυρίως, για την επαγγελματική κατάσταση των παιδιών τους ή και για τη… «φύλαξή τους» αλλά και από την πλευρά  των εκπαιδευτικών που δεν πίστεψαν, όσο χρειαζόταν στις αξίες που υπηρετούν, ώστε να προστατέψουν το χώρο από την εγκατάλειψη και την απαξίωση πρώτα των πολιτικών και ακολούθως από την εμπάθεια απέναντί τους της κοινωνίας των πολιτών.

   Η κατάσταση στην εκπαίδευση, όπου δεν κυκλοφορούν ιδέες ούτε κάποια ιδανικά έχουν θέση, όπου το υλοκεντρικό σύστημα κυριαρχεί και η παπαγαλία δυστυχώς επιβάλλεται εκ των άνω,  ακόμα και σήμερα με ανυπολόγιστες συνέπειες, όπου, κυρίως, η μικρόψυχη συμπεριφορά ορισμένων εκπαιδευτικών γίνεται, με τις ευλογίες του «συστήματος», δυναστική μειοψηφία σ’ αυτόν το χώρο, έπαιξε, θεωρώ, σημαντικό ρόλο στη δημιουργία μιας επικίνδυνης φάσης στη ζωή μου.

  Στα σαράντα πέντε μου χρόνια, το 2005 δηλαδή, κατέρρευσα από κατάθλιψη. Ήταν αρχικά μια κατάσταση φρίκης.  Δεν το έβαλα κάτω. Εξάλλου, από μένα εξαρτιόταν η οικογένειά μου και αυτό μου έδωσε μεγάλη δύναμη ν’ αντέξω. Ο όγκος, βέβαια, της θλίψης ήταν τέτοιος και το «ρεύμα» της τόσο δυνατό, που συχνά έχανα την οικογένεια από τα μάτια μου. Έτσι, ενώ στις χειρότερες στιγμές έλεγα «δεν μπορώ άλλο τα παρατάω» η σκέψη της οικογένειας μου έδινε δύναμη να νικώ κάθε φορά το βάρος της κατάθλιψης που είχε φυσικά πολλές ρίζες, στο ελληνικό και – μη σας κάνει εντύπωση – στο παγκόσμιο περιβάλλον.

   Έκανα  πολύ καιρό να στήσω ξανά τον εαυτό μου, μέσα σε αντίξοες συνθήκες και με την πολεμική των ανθρώπων να είναι πάντοτε παρούσα. Η κατάθλιψη, τελικά, αποδείχτηκε ευεργετική. Ξεκαθάρισα πολλά πράγματα στη ζωή μου σε σχέση με το περιβάλλον και έθρεψε ταυτόχρονα και την πένα μου. Είδα στον κόσμο πράγματα, που, ίσως, αλλιώς δε θα τα έβλεπα. Και για να ολοκληρώσω την απάντησή μου, στο πρώτο σκέλος της ερώτησής σας, έχω να πω πως και τώρα σκέφτομαι να εγκαταλείψω την εκπαίδευση, με μειωμένες, φυσικά, συντάξιμες αποδοχές, γιατί νομίζω ότι το καθήκον μου σ’ αυτήν το έκανα και άλλη φθορά δεν πρέπει να επιτρέψω στον εαυτό μου.

  Αν και είπα πως δε θα μιλήσω πολύ για την εκπαίδευση και τη διαδρομή μου στο χώρο της, εντούτοις το ερώτημα με παρέσυρε να πω, ίσως, περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε στην παρούσα περίοδο. Να απαντήσω, όμως, στο δεύτερο μέρος της ερώτησής σας. Στιγμές πληρότητας – όχι φάση – έχω νιώσει σε ώρες λογοτεχνικής δημιουργίας. Ασχολούμαι, παρεμπιπτόντως, και με το πεζό – από το 2000 και μετά – λόγο. Σε ώρες, επίσης, οικογενειακές – η οικογένειά μου έγινε ο κύριος λόγος ύπαρξης, όταν την ξεκίνησα – και, επιπλέον, σε ώρες χειρωνακτικής εργασίας στη φύση, από την οποία, αν και ξεριζώθηκα, δεν απομακρύνθηκα στην ουσία ποτέ. Είμαι σε μια διαρκή αναζήτηση της πληρότητας που ταυτίζεται με τη χαρά ή τον ίδιο το Δημιουργό.

 

Δεδομένης της εποχής, οι αρχαίοι Κινέζοι πίστευαν πως σε κάθε κρίση ενυπάρχει μια ευκαιρία. Ποια είναι η δική μας ως Έθνους και με ποιο τρόπο η κρίση έχει επηρεάσει τη ζωή σας;

 

  Την πολιτική κρίση – την έχω επισημάνει από τα φοιτητικά μου χρόνια, τότε που η κοινωνία μας άρχισε να ζει στον «αστερισμό» μιας τεχνητής «ευδαιμονίας». Έχω, από την εποχή εκείνη, ένα αδημοσίευτο ποίημα εξήντα περίπου στίχων, σε απλό λόγο γραμμένο, όπου επικρίνω την πολιτική στάση και τις κατευθύνσεις της. Η πολιτική κρίση, που θεμελιώνεται, ως συνήθως, επάνω στην ηθική παρακμή κάθε εποχής, αποτέλεσε στα χρόνια μας τον προάγγελο της οικονομικής κρίσης. Εδώ να σημειώσω ότι αρκετά από τα ποιήματα των βιβλίων μου είναι της δεκαετίας του 1980, ενώ το πρώτο  βιβλίο κυκλοφόρησε το 1999. Για διάφορους λόγους άργησαν να δημοσιευτούν. Ο κυριότερος είναι ετούτος: ότι τώρα γίνονται επίκαιρα για τον πολύ κόσμο. Ό,τι ζει πρώτα ο ποιητής, έρχεται αργότερα για τους άλλους ανθρώπους. Το έχουν πει και άλλοι αυτό. Προσθέτω και εγώ την περίπτωσή μου.

 Το Έθνος μας, στις δεκαετίες της ευρωπαϊκής δανειακής αφθονίας αλλά και βοήθειας, έχασε μια κλασική ευκαιρία για ανάπτυξη. Τα χρήματα δυστυχώς έγιναν καλή ζωή για τους έχοντες πρόσβαση σ’ αυτό και φυσικά κατασπαταλήθηκαν στον αγώνα των προσώπων και των κομμάτων για εξουσία. Ο σκοπός αυτός, όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων, οδήγησε σε διαφθορά τον ελληνικό λαό που ακαθοδήγητος σκόπιμα, έκανε ό,  τι έκαναν και οι πολιτικοί του δάσκαλοι. Έκλεβαν δηλαδή ό ένας τον άλλο και όλοι μαζί την πατρίδα. Ο νοσοκομειακός γιατρός τον ασθενή, ο επιχειρηματίας τον πελάτη. Οι πολιτικοί τα ταμεία, που τα παρέδωσαν, συν τοις άλλοις, και στον κόσμο της Οικονομίας και η… αρρώστια δεν έχει τέλος.  Είναι, γι’ αυτό, άδικο  να κατηγορούμε τους Γερμανούς ως πρωταίτιους της κρίσης. Εκείνοι φυσικά έκαναν τα δικά τους οικονομικά παιχνίδια και βρήκαν στην Ελλάδα σαθρό πολιτικό έδαφος για να τα υλοποιήσουν. Φυσικά και μια τέτοια στάση είναι αξιοκατάκριτη και δείχνει τη βαθιά πολιτική κρίση που υπάρχει σ’ όλη την Ευρώπη, αφού η ηγεμονική της δύναμη, που λέγεται Γερμανία, συμπεριφέρεται όχι ως δύναμη ενωτική και ανυψωτική αλλά αρπακτική και δυναστική. Αυτό δεν είναι Ευρώπη, φυσικά.

 Το Έθνος μας έχει μια ευκαιρία μέσα από την κρίση να ορθοποδήσει. Αν κοιτάξει δηλαδή τον εαυτό του που έχει χάσει, λόγω της στροφής του σε ό, τι ποτέ δεν τον καταξίωσε ως Έθνος, δηλαδή της στροφής του στον υλιστικό τρόπο ζωής. Θα ξαναβρούμε την αγάπη για την πατρίδα; Θα ξαναβρούμε την ψυχή και το πνεύμα  μας; Πρέπει ν’ αλλάξουμε γραμμή πλεύσης. Κι αυτό εξαρτάται από μας. Μόνο που αυτή τη φορά θα είναι πιο δύσκολα τα πράγματα, καθόσον η χώρα έγινε πια πιο εξαρτημένη από τις άλλες χώρες και είναι πια εξασθενημένη. Και τούτο είναι  δημιούργημα, πρωτίστως, των ανεγκέφαλων πολιτικών μας και, κατά δεύτερο λόγο, της δεσποτικής και ληστρικής συμπεριφοράς των  Ευρωπαίων και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

  Προσωπικά αισθάνομαι ευχαριστημένος που έσπασε επιτέλους η παγκόσμια «φούσκα», δηλαδή η ψευδαίσθηση μιας ανερχόμενης Οικονομίας που, δήθεν, θα έλυνε τα προβλήματα του κόσμου, ενώ αυτή συνοδευόταν από μια αλόγιστη στροφή στην υπερκατανάλωση και σε μια ασυναίσθητη αιχμαλωσία σ’ έναν κόσμο υλισμού, που στερούσε την ευτυχία μέσα μας. Αυτό που συμβαίνει είναι προϋπόθεση για να δούμε καλύτερα τον εαυτό μας, τον κόσμο γύρω μας και να ιεραρχήσουμε τις αξίες του. Τώρα, όλα είναι θέμα επιλογών. Έχουμε την ευκαιρία να διαλέξουμε ανάμεσα στο ποταπό και το αξιοπρεπές, ανάμεσα στο κίβδηλο και το αληθινό, ανάμεσα στη δουλικότητα και την ελευθερία. Δεν ξέρω αν θα κλωτσήσουμε και αυτήν την ευκαιρία.

 

Ο Λεβί Στρως σε μια συνέντευξη, όταν τον ρώτησαν «τι δε θα ’θελε να χαθεί, απάντησε: «Ένα φυτό, ένα έντομο που σε πενήντα χρόνια θα χαθεί εξαιτίας μας, αυτό που σήμερα μας ευχαριστεί και στην πορεία χάνεται». Εσείς τι δεν θα θέλατε να χαθεί από τον κόσμο;

 

  Με μια λέξη η ανθρωπιά. Τίποτε άλλο. Όλα τα άλλα θα σωθούν, αν σώσουμε την καλή πλευρά της ύπαρξής μας.

 

Γεννηθήκατε και ζείτε στη Θεσπρωτία. Τι θα αλλάζατε στην Ηγουμενίτσα και στους κατοίκους της; Θα μπορούσατε να ζήσετε μόνιμα εκτός Ελλάδας ή έστω εκτός Ηγουμενίτσας;

 

  Η Ηγουμενίτσα είναι ένα μικρό αντίγραφο των μεγάλων πόλεων της Ελλάδας δίχως να έχει τα πλεονεκτήματά τους. Υπάρχει λογοτεχνική ερημιά και ο όποιος πολιτισμός, όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ελλάδα, είναι καθοδηγούμενος από κόμματα και αιχμάλωτος. Θεσπρωτία βέβαια δεν είναι μόνον η Ηγουμενίτσα. Αν δε εξετάζαμε, από την πλευρά της Ιστορίας και του πολιτισμού,  τον τόπο, θα διαπιστώναμε ότι Θεσπρωτία είναι πρώτα οι Φιλιάτες και η Παραμυθιά παρά η Ηγουμενίτσα που είναι μια νέα πόλη, δίχως κοινούς αγώνες που θα της έδιναν την πολυπόθητη ενότητα και ταυτότητα, που δεν έχει. Τα μυαλά όμως των ιθυνόντων δεν έχουν τη δύναμη ούτε τη βούληση να στραφούν προς αυτήν την κατεύθυνση.

  Επειδή φοβάμαι ότι σας έχω κουράσει θα προσπαθήσω να είμαι πιο σύντομος στη συνέχεια. Στη Θεσπρωτία θα άλλαζα πρώτα τα πρόσωπα της πολιτικής κορυφής που δεν αφουγκράζονται τον πόνο των ανθρώπων και της βεβαρυμμένης ιστορίας του τόπου αλλά κοιτούν το ίδιον και κομματικόν όφελος. Δυστυχώς, αναπτύχθηκε και στον τόπο μας μια πολιτικοοικονομική «ελίτ», όλων των «χρωμάτων», που δεν έχει ουσιαστική καλλιέργεια και παίδευση και για τούτο είναι αποκομμένη από τις πραγματικές ανάγκες της περιοχής και των ανθρώπων της.

  Θα άλλαζα ακόμα και την πολιτική αντίληψη που εκφράζεται με την ακόλουθη στάση: παίρνω την ψήφο από το λαό, αντλώ δύναμη και εξουσία από αυτόν αλλά μετά τον… ξεχνώ και δεν τον υπηρετώ ούτε τον εκπροσωπώ, ως οφείλω, στα αρμόδια όργανα του κράτους. Υπηρετώ απλά το κόμμα μου και τον εαυτό μου! Είναι η γνωστή «πεπατημένη» που έχει ασφαλώς πανελλήνια απήχηση.

  Όσο για τους κατοίκους της Ηγουμενίτσας θα έλεγα ότι πρέπει να πάψουν να εφησυχάζουν, γιατί οι κίνδυνοι είναι πολλοί, εσωτερικοί και εξωτερικοί. Θα τους έλεγα να αντιστέκονται σε ό,τι τους κρατά στην πολύπλευρη υστέρηση. Και μια αιτία βασική είναι τα κόμματα που τους κρατούν μαντρωμένους και διαιρεμένους. Να βγούμε γρήγορα από τα κόμματα και το εγώ μας, να αναζητήσουμε ξανά τις ιδέες και  τις αξίες που χάσαμε – μαζί μ’ αυτές και τον εαυτό μας – να αναζητήσουμε, στον υψηλότερο βαθμό,  την ελληνικότητά μας.

  Επειδή με κούρασε η πραγματικότητα στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, σκέφτομαι κάποια στιγμή να φύγω. Βέβαια για κάποιον λόγο, πέρα από τη δύναμή μου, έμεινα σ’ αυτόν τον τόπο. Πιστεύω στη δύναμη της μοίρας που την ταυτίζω με το Θεό. Ταυτόχρονα, έχω τη συναίσθηση ότι την τύχη μας, στο μεγαλύτερο ποσοστό, τη δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι. Η μοίρα, όποτε θέλει, επεμβαίνει και, βέβαια, ως ένα βαθμό έχει προκαθορίσει την τύχη μας, έτσι όπως μας έφτιαξε.

   Όταν φύγω, δεν ξέρω, αν θα μείνω μόνιμα αλλού. Θα μπορούσα να ζήσω και στο εξωτερικό, μάλλον όχι για πάντα. Αν δεν αλλάξει βέβαια η κοινωνική και πολιτισμική κατάσταση στην Ελλάδα μακάρι να βρω τις δυνατότητες για μόνιμη εγκατάσταση εκτός πατρίδος. Έχω, όμως, στο «τσεπάκι» και τον ασκητικό τρόπο ζωής εν Ελλάδι, στον οποίο μάλλον με καταδικάζει η νοσηρή πραγματικότητα, ελληνική και διεθνής.

 

Κατά τη γνώμη σας ένας ποιητής επιβάλλεται να παίρνει θέση στη δημόσια ζωή ή θεωρείτε ότι η ποίηση αρκεί;

 

   Ήρθε η ώρα νομίζω για κάτι τέτοιο. Η ποίηση «αρκεί» μόνον σε περιόδους ομαλότητας. Προς τούτο η λογοτεχνία με τα δύο τέκνα της – ποίηση και πεζογραφία – θα πρέπει να αλλάξει κατεύθυνση. Το να αντλεί υλικό από το παρελθόν, ικανοποιεί ασφαλώς την τάση, κυρίως, φυγής των ανθρώπων από τη νέα σκληρή σε όλους πραγματικότητα, δεν προσφέρει όμως τον εαυτό της για την αντιμετώπιση των σύγχρονων τεράτων. Η πεζογραφία, κυρίως, θέλει να είναι περισσότερο στο παρελθόν για να είναι και πιο εμπορική, ενώ οφείλει να στραφεί στη σημερινή δυστυχία και να κοιτάξει κατάματα τη νέα τυραννική πραγματικότητα. Το ίδιο και η ποίηση που μπορεί να είναι και στην πρωτοπορία, καθόσον διαθέτει μια κρυμμένη εκρηκτικότητα που είναι αναγκαίο  να αποκαλυφθεί στις μέρες μας. Το σπάσιμο δε των «κυκλωμάτων» και η δημιουργία «κύκλων» που θα συγκεντρώνουν, ό,τι ποιοτικότερο υπάρχει, είναι ανάγκη αδήριτη. Δεν είναι ανεκτό πια η ποίηση να ’ναι, γενικά, περιχαρακωμένη και μάλιστα έγκλειστη σε μικρούς διεφθαρμένους χώρους. Σ’ αυτήν την εποχή επιβάλλεται να βγει από τον εαυτό της και να γίνει σημαία για τον κόσμο. Διαφορετικά, θα δούμε και στην Ελλάδα, ό, τι παρατηρούμε και στον υπόλοιπο κόσμο, η ποίηση δηλαδή να βαδίζει προς το «τέλος» της.

 

Πιστεύετε στο Θεό;

 

  Ναι , πιστεύω. Τα πάντα σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι αποτέλεσμα τυχαιότητας των πραγμάτων. Βέβαια, δεν είναι ισχυρή ακόμα  η πίστη αυτή και συχνά φωλιάζει η αμφιβολία μέσα μου. Όσες ενδείξεις φανερώνουν την ύπαρξη του Θεού, άλλες τόσες σε προδιαθέτουν για το αντίθετο. Το φυτικό βασίλειο σε πάει πιο κοντά στο Θεό ενώ το ζωικό σε… «απομακρύνει».  Εξάλλου, τι νόημα έχει τόσος πόνος στη ζωή των ανθρώπων, έστω κι αν ξέρουμε ότι για ένα μεγάλο μέρος του υπεύθυνος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος; Και γιατί το ένα ζώο να αναγκάζεται να τρώει το άλλο για να επιβιώσει, σε μια απαράδεκτη «επίδειξη» φυσικής βαρβαρότητας; Αυτή που, δυστυχώς, μιμείται ο άνθρωπος με… τεράστια επιτυχία! Παρά ταύτα, ίσως πίσω από όλα αυτά, κάποιο νόημα υπάρχει που πιθανόν μετά το θάνατό μας θα αποκαλυφθεί. Αφού δηλαδή απαλλαγούμε από το σώμα που περιορίζει το πνεύμα, στο βαθμό που εμείς το αξίζουμε και ο Θεός το επιτρέπει.

 

Και για το τέλος, μια ανεκπλήρωτη φιλοδοξία σας που δεν σας επιτρέπει να ησυχάσετε…

 

«Ουκ εα με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον» Δεν είμαι βέβαια ο… Θεμιστοκλής, που είπε αυτήν τη φράση. Είμαι, όμως, ένας άνθρωπος που δίνει, από το δικό του μετερίζι, τη μικρή δική του μάχη στην Ελλάδα  για να νικηθεί η σύγχρονη «περσική αυτοκρατορία», συνώνυμη του σκότους και του δεσποτισμού που δεν έχει σύνορα, και για να συμμετέχει σε οποιαδήποτε προσπάθεια που θα φέρει στον κόσμο μας  μια αλλαγή σημαντική: ο άνθρωπος δηλαδή να γίνει και πάλι, όπως στην αρχαία Ελλάδα, το Κέντρο της ζωής, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την Οικονομία.

 

 

 

 

        

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ