Η συγγραφέας Μαργαρίτα Μυλωνάκη με αφορμή το πετυχημένο της μυθιστόρημα “Σωπάστε να ακούσω” μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ.

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη.

Η Μαργαρίτα Μυλωνάκη γεννήθηκε στα Ανώγεια της Κρήτης από μητέρα Πόντια και πατέρα Ανωγειάνό και ζει στην Αθήνα. Το πρώτο της μυθιστόρημά, το “Σωπάστε να ακούσω», εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος, είναι ένα τρυφερό ανάγνωσμα, γεμάτο από αγάπη που μας αφηγείται την ιστορία της γενοκτονίας των Ποντίων. Η ιστορία της γιαγιάς της είναι γραμμένη με τέτοιο τρόπο που σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή. Σήμερα μιλά στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ.

-Αφορμή για να γραφεί το μυθιστόρημα, δηλώσατε σε μια συνέντευξή σας ήταν η μητέρα σας… Μπορείτε να αναφερθείτε πιο αναλυτικά τι είναι αυτό που σας έδωσε η μητέρα σας;

“Στην παρουσίαση του βιβλίου μου που έγινε στο Νέο Κλείτος της Κοζάνης, εκεί που έζησε και πέθανε η γιαγιά μου, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, ένας από τους κύριους ομιλητές, ήταν ο Χρήστος Αντωνιάδης, ένας γενναιόδωρος άνθρωπος, που δυστυχώς έφυγε απ’ αυτόν τον κόσμο πρόσφατα κι άφησε μεγάλα κενά στην επιστήμη και στις καρδιές όλων των Ποντίων. Ο Χρήστος  Αντωνιάδης είχε πει, πως η μάνα του δεν του έλεγε παραμύθια με τον κακό τον λύκο και την Κοκκινοσκουφίτσα ή παραμύθια με πρίγκιπες και βατράχια. Οι δικές της ιστορίες μιλούσαν όλες για θάνατο. ΄ Έτσι μεγάλωσα΄΄ είχε πει, ακούγοντας ιστορίες με πρωταγωνιστή τον θάνατο.΄΄ Τότε συνειδητοποίησα, πως κι εγώ μ’ αυτές τις ιστορίες μεγάλωσα και με επηρέασαν τόσο, όπως το βλέπω σήμερα, ώστε να αποτυπώσω στο χαρτί, όλα αυτά που σαν παιδί κι αργότερα σαν ενήλικη με πόνεσαν και με προβλημάτισαν. Ωστόσο θεωρώ χρέος μου να πω σε όλους αυτή την ιστορία, να ξυπνήσω συνειδήσεις και να δημιουργήσω ερωτηματικά. Είναι μια ιστορία αληθινή που κουβαλά πολύ πόνο κι αλήθεια κι αφορά την οικογένεια της μάνας μου και όλων των Ελλήνων Ποντίων που έζησαν την απάνθρωπη γενοκτονία. Το “σωπάστε ν’ ακούσω” βασίζεται στις δακρύβρεχτες διηγήσεις της μάνας μου, κι ήταν αυτά που της είχε διηγηθεί η δική της η μάνα, η Ευσαία. Με ταξίδευε κάθε φορά στον Πόντο, έμαθα να τον αγαπώ και να θέλω να τον δικαιώσω. Εγώ απλά αυτό που έκανα ήταν, να μεταφέρω τις διηγήσεις αυτές στο χαρτί, όχι με την πένα του μυαλού, μα με την πένα της καρδιάς μου”.

-Στο οπισθόφυλλο γράφετε ότι το βιβλίο είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα. Μπορούμε να πούμε ότι μέσα από το μυθιστόρημα βγαίνει η μαρτυρία που είχατε ανάγκη να καταγγείλετε γιατί πρόκειται μια αληθινή ιστορία που πονάει και μας; Τι έχετε να πείτε;

“Αναρωτιόμουν πάντα, το γιατί. Γιατί η καημένη η γιαγιά μου να περάσει όσα πέρασε, γιατί να πονέσει τόσο πολύ, κι αργότερα με τον χρόνο, όλοι οι Πόντιοι έγιναν γιαγιάδες και παππούδες κι ένοιωσα τον ίδιο πόνο και αγανάκτηση για την μοίρα τους, αυτή που κάποιοι τους όρισαν. Τώρα πια πιστεύω πως την αληθινή ιστορία την γράφουν οι απλοί άνθρωποι, αυτοί που την έζησαν, αυτοί που την διηγήθηκαν κι έμειναν οι μαρτυρίες αυτές αθάνατες στους αιώνες. Οι μαρτυρίες είναι ζωντανές όπως ήταν και οι άνθρωποι. Εγώ σαν απόγονος των κατατρεγμένων Ελλήνων Ποντίων, διαμαρτύρομαι μέσα απ’ αυτές τις μαρτυρίες κι αυτό ελπίζω να κάνει κι ο αναγνώστης του βιβλίου”.

-Ο Πόντος, οι Πόντιοι, δολοφονήθηκαν, πρόκειται  για μια καθαρή γενοκτονία που έμεινε στα αζήτητα για πολλούς και διαφόρους λόγους; Ποια η άποψή σας;

“Ήταν μια καθαρή γενοκτονία που έμεινε στα αζήτητα και μένει ακόμη και σήμερα, αφού δεν δικαιώθηκαν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι που ήταν εκατοντάδες χιλιάδες, μα ο καθένας τους ήταν ξεχωριστός, είχε την δική του ζωή, οικογένεια, παιδιά και όνειρα. Κι ήρθαν και τους τα πήραν όλα, δεν τους άφησαν τίποτα και πάνω απ’ όλα τους πήραν το δικαίωμα της αξιοπρέπειας, να μπορέσουν να ζήσουν στα σπίτια τους στην πατρίδα τους τον Πόντο. Η άποψή μου είναι, πως αυτοί οι άνθρωποι, νεκροί και ζωντανοί, πρέπει να δικαιωθούν κι αυτό θα γίνει μόνον εάν εμείς οι ίδιοι καταλάβουμε καλά την έννοια της γενοκτονίας και την διδάξουμε σωστά στα παιδιά μας, για να έρθει η αναγνώριση αυτού του εγκλήματος και μόνον τότε ίσως μπορέσουμε να αντισταθούμε σε τέτοιου είδους εγκλήματα από τον άνθρωπο στον άνθρωπο”.

– Ποιες είναι οι αξίες που καθορίζουν το ποιόν του ανθρώπου, αξίες που τις έχουμε όλοι ανάγκη σήμερα για να επιβιώσουμε με αξιοπρέπεια, όπως αποτυπώνονται μέσα από τον Σταύραγα, τον Χρήστο;

“Οι αξίες είναι ίδιες για όλους τους ανθρώπους κι είναι αυτές που καθορίζουν το ποιόν του κάθε έναν από εμάς. Οι αξίες παραμένουν οι ίδιες από πάντα και κάνουν τον κόσμο καλύτερο κι ας πιστεύουν ορισμένοι πως σήμερα είναι ξεπερασμένες. Αξίες όπως η θρησκεία, η πατρίδα και η οικογένεια ήταν αυτές που δυνάμωσαν τους Έλληνες Πόντιους για να συνεχίσουν  τον αγώνα τους εδώ στην Ελλάδα. Μα και σήμερα που έχουμε χάσει την γη κάτω από τα πόδια μας, ας ψάξει ο καθένας μας κι ας βγάλει από μέσα του την αξία που αυτός έχει,( όπως και να ’χει αξία είναι) κι ίσως γίνουμε όλοι μας καλύτεροι για έναν κόσμο δίκαιο για τα παιδιά μας”.

– Ποιο ρόλο έπαιξε η θρησκεία, τα ήθη και έθιμα να μην αναμιχθούν παραπέρα οι έλληνες με τους τούρκους; Ζούσαν αρμονικά οι έλληνες με τους τούρκους στο Τεκνετσούκ, όπως προκύπτει μέσα από μαρτυρίες;

“Οι Έλληνες ζούσαν αρμονικά με τους Τούρκους, αφού δεν είχαν να χωρίσουν τίποτα. Υπήρχε σεβασμός στην θρησκεία του άλλου και στα έθιμα που μπορεί να μην έμοιαζαν καθόλου με τα δικά του. Υπήρξαν αξεπέραστες φιλίες, όπως της Ευσαίας και της Αισέ. Όλα λειτουργούσαν καλά μέχρι που ξεκίνησε το κακό. Δεν αναμείχτηκαν παραπέρα οι δυο λαοί γιατί η θρησκεία ήταν αυτή που το απαγόρευε ρητά κι όπως αναφέρω στο βιβλίο μου, ΄΄ο έρωτας είναι θνητός και έχει μια πατρίδα και μια θρησκεία.΄΄ Οι εξαιρέσεις ήταν λιγοστές και οι παραβάτες τιμωρούνταν με το να τους αγνοούν στο υπόλοιπο της ζωής τους”.

-Και μια τελευταία ερώτηση. Γιατί οι Πόντιοι είναι μια γροθιά όλοι τους; Και μάλιστα άξιοι συνεχιστές των πατεράδων τους;

“Οι γονείς ήταν αυτοί που μετέφεραν στα παιδιά τους όσα οι ίδιοι είχαν διδαχθεί από τους δικούς τους γονείς. Η πίστη στον Θεό, την πατρίδα και την οικογένεια, κι ήταν αυτές οι αξίες που τους κράτησαν όρθιους και δυνατούς στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Όταν ήρθαν στην Ελλάδα οι Έλληνες Πόντιοι, συνέχισαν με περισσότερο πάθος ν’ αγαπούν ότι τους στέρησαν. Κι  όλοι τους αγαπούσαν τον Πόντο με το ίδιο πάθος. Αυτό το πάθος  ενώνει σήμερα τους Πόντιους κι αυτό το πάθος τους κάνει ξεχωριστούς”.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ