Γράφει ο Δημήτριος Π. Παναγιωτόπουλοςpanagiotopoulos

Καθηγητής πανεπιστημίου Αθηνών, Δικηγόρος

Α. Παλιγγενεσία ελληνικό όνειρο

Η επανάσταση του 21 συνοψίζει τον πόθο προς εκπλήρωση  του ελληνικού ονείρου για παλιγγενεσία και τον πόθο και το πάθος των λαών του δέκατου εβδόμου Αιώνα και του  αγώνα τους για εθνική  ανεξαρτησία. Ένα άλλο αίτημα των λαών το 19ο αιώνα, ήταν το πρόβλημα της μορφής διακυβέρνησης και του τρόπου διαχείρισης των κοινών πραγμάτων σ’ ένα κράτος και τη μορφή της εξουσίας, που  συμπυκνώνεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας,  η οποία αρχή κατέστη κυρίαρχη. Αυτές οι ιδέες  απόλυτα εκφράζονται στα γραπτά τόσο στη Νομαρχία του ανώνυμου, όσο και του Ρήγα Βελεστινλή –  Φεραίου όταν τονίζει: «Απαλλαγή από τους τυράννους, Εθνική Ανεξαρτησία κάθε Έθνους, Σεβασμό των εθνικών κτισμάτων και της Ανεξαρτησίας κάθε άλλου Έθνους και τη  δημοκρατία ως προϋπόθεση της πολιτικής ελευθερίας». Η επανάσταση του 21 όπως και κάθε επανάσταση δεν μπορούσε να είναι ιδεολογία, ήταν αίτημα οντικό, ανθρωπολογικό, υπάρξεως δηλαδή ενός λαού σ’ έναν τόπο, αυτόν που έζησαν οι προγονοί του, με τον δικό τους πολιτισμό, τα ήθη και έθιμα, στοιχεία δηλαδή που το λαό αυτό το κατέστησαν έθνος, διακρινόμενο από άλλα έθνη ! Η επανάσταση του 21 εκφράζει ακριβώς αυτό, την αξίωση δηλαδή να ζήσει   ο ελληνικός κόσμος ως κοινωνική οντότητα,  έθνος με τον δικό του πολιτισμό και μάλιστα σε πλαίσιο εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας. Την αδιάκοπη ύπαρξη του ελληνικού έθνους δεν επιτρέπεται να συγχέουμε όπως τονίζει ο Κ. Δεσποτόπουλος: «με τη λεγόμενη συχνά «προγονοπληξία» αλλά  «με τη νηφάλια επίγνωση από τους σημερινούς Έλληνες των αρχαιότατων εθνικών τίτλων τους, εμπνευστική μάλλον προς εθνική αξιοπρέπεια ή και υποκινητική σε προσπάθεια για ιστορική μεγαλουργία. Στους αρχαίους Ελληνες διάχυτη κατά Ηρόδοτον ήταν η πίστη ότι «απεκρίθη εκ παλαιτέρου του βαρβάρου έθνεος το ελληνικόν, εόν και δεξιώτερον και ηλιθίου ευηθείης απηλλαγμένον μάλλον»[1]. 

 

Β. Αίτημα Εθνικής ανεξαρτησίας

Από τα μέσα του 17ου Αιώνα πολλοί λαοί τέθηκαν προ του αιτήματος της εθνικής ανεξαρτησίας (1776 ανεξαρτησία της Αμερικής και πολλών χωρών της Ευρώπης) .  Στον αιώνα αυτό δηλαδή τέθηκε επί τάπητος η εθνική υπόσταση πολλών λαών για η απόκτηση εθνικής οντότητας σ’ ένα τόπο. Ακριβώς αυτές οι ιδέες επηρέασαν απόλυτα και το υπόδουλο γένος των  Ελλήνων κατά του ζυγού της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στην περίοδο αυτή τον υπόδουλο, το ραγιά τον απασχολεί να ξαναειπωθεί Έλλην και να γίνει κράτος να για να γραφτεί όπως τονίζει ο Μακρυγιάννης στον κατάλογο των εθνών. Ο  Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τονίζει στο λόγο του στην Πνύκα, ότι: «Όταν αποφασίσαμεν να κάμωμεν την επανάσταση, δεν εσυλλογιστήκαμε τότε ούτε πόσοι είμαστε, ούτε πως δεν έχομεν άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας μας είπε, πού πάτε  εδώ να πολεμήσετε με σιτοκάραβα βατσέλα; Αλλά ως μία βροχή έπεσεν σ’ όλους η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι συμφωνήσαμεν σ’αυτό το σκοπό και κάναμεν την επανάσταση». Στα απομνημονεύματα δε, τονίζει:

martios1 

Στο πλαίσιο των ιδεωδών αυτών της εθνικής κυριαρχίας εντάσσονται και οι απόψεις που διατυπώνει ο Μακρυγιάννης τόσο για το έθνος όσο και για τη θρησκεία, για πράγματα δηλαδή που συνδέουν ένα λαό σ’ ένα τόπο και τον εμφανίζουν ομοιογενή  όπου δικαιούται να ζήσει ανάμεσα στους άλλους λαούς. Αυτό για το Μακρυγιάννη καθίσταται όραμα αδιάκοπης και δημιουργικής αγρύπνιας. Μέσα δε από τα κείμενά του και την πρακτική του άδολου, ανιδιοτελούς και με αυτοθυσία  αγωνιστή διαπιστώνει κανείς,    την λάμψη των ιδιοτήτων της ελληνικής φυλής, ένα πνευματικό υπόβαθρο ιστορικής συνέχειας και διάρκειας, μια έκσταση που οδηγείται σε θαύμα. Επίσης διαπιστώνει μια εθνική αυτογνωσία η οποία στο πρόσωπο του Μακρυγιάννη αποκαλύπτεται με μια ασύλληπτη για τους καιρούς εκείνους υπευθυνότητα (Σταμέλος, σ. 12).

Βαθιά συνείδηση για την ιδέα της Πατρίδας και την πίστη που έχουν γι’ αυτήν, φανερώνει η θέση των αγωνιστών, οι οποίοι αγωνίζονται άνευ ετέρου για την ελευθερία της, κάτω από αντίξοες εξωτερικές αλλά και εσωτερικές συνθήκες.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, από το Ιάσιο, στις 24 Φεβρουαρίου του 1821, αναφωνεί:  «…Ας καλέσουμε, ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερία, στη γη της Ελλάδος! Ας πολεμήσουμε, στους τάφους των πατέρων μας, οι οποίοι, για να μας αφήσουν ελευθέρους, πολέμησαν και πέθαναν εκεί. …Το αίμα των τυράννων, δεν είναι δεκτό, στη σκιά του Θηβαίου Επαμεινώνδα, του Αθηναίου Θρασύβουλου… Στα όπλα, λοιπόν, η Πατρίδα, μας προσκαλεί

Στις 28 Ιουνίου, του 1821, ο Μάρκος Μπότσαρης κι ο Κίτσος Τζαβέλας, σε προκήρυξη τους, προς τους κατοίκους της Πάργας, διακηρύσσουν: «Είμεθα Έλληνες, πιστοί στον όρκο μας, σταθεροί στην απόφαση μας, και με το Σταυρό μπροστά, και τα όπλα στα χέρια, προτιμάμε να κατεβούμε στους τάφους, χριστιανοί και  ελεύθεροι, παρά να ζήσουμε σκλάβοι, χωρίς θρησκεία, χωρίς  πατρίδα, χωρίς τιμή»!

Ο Μακρυγιάννης στ΄ ανάπλι κατά την άφιξη του Όθωνα βγάζει τον καημό του για την  την Πατρίδα , όταν λέει: «Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα κι’ αναστένεται, οπού ήταν τόσον καιρό σβυσμένη….» (Β’ σ. 58).

 martios

Γ. Κοινότητα των Ελλήνων –Δημοκρατία Ελευθερία

Ως συνέχεια όμως του  αγώνα του 1821  για εθνική ανεξαρτησία τίθεται εξ αρχής και το αίτημα εκείνο  της λαϊκής κυριαρχίας, για τη διοίκηση με τις αρχές  της Δημοκρατίας  και την  προβολή των ιδεών  αυτής στην πράξη, με την υποστήριξή των κατατρεγμένων και αδικημένων και την εξασφάλιση Συντάγματος ενάντια σε   κάθε μορφή αυταρχικής εξουσίας .

Στο Μακρυγιάννη αυτό φαίνεται έντονα όταν τονίζει  ότι: «… αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει· αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ΄χω, στραβός θα να είμαι» (Aπομ.Μακρυγιάννη ), ή ότι για την  ευημερία της  πατρίδος: «[…να  είμαστε με τη διοίκησιν και με τους νόμους, να δυναμώνει γενικώς η πατρίδα και όχι τα άτομα» (Α΄, σ. 155).  Δίδει θα  έλεγε κανείς  συνέχεια στο λόγο του Θουκυδίδη ο οποίος τόνιζε : «Νομίζω ότι περισσότερο όταν η πόλη ευημερεί,  ωφελεί  τους ιδιώτες, παρά όταν ευπραγεί ο κάθε πολίτης ξεχωριστά, ενώ συλλογικά η πόλη σφάλλει. Γιατί, ακόμη κι αν τα καταφέρνει για τον εαυτό του, ο πολίτης συμπαρασύρεται στη φθορά όταν καταστρέφεται η πατρίδα, ενώ αν αυτός κακοτυχεί σε πατρίδα που ευτυχεί, τότε κι αυτός διασώζεται».  Ανάμεσα στον Θουκυδίδη, τον Μακρυγιάννη και το σύγχρονο λόγο (βλ. Σεφέρη), συγκροτείται μία ταυτότητα πολιτειακής αντίληψης, που διαρκεί τρεις χιλιάδες χρόνια.

Στον ορίζοντα της πατρίδας όσα γεννούν τη χαρά μας και τη λύπη μας ακόμα και οι πεποιθήσεις μας είναι ζητήματα που αφορούν όλους μας και όχι ατομικές υποθέσεις γι’ αυτό αναζητάται η αλληλεγγύη  και η συνυπευθυνότητα. Για τούτο ο Μακρυγιάννης τονίζει ότι να «Είμαστε εις το «εμείς», κι όχι εις το «εγώ» (Β΄σ. 253). Γιατί μόνο τότε ακόμα και το  εγώ, αποκτά  νόημα  και λογοδοτεί στο συλλογικό. Ο Μακρυγιάννης  δε, είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι το ιδιωτικό το καθορίζει το κοινόν και ακολουθεί. Τούτο ως γνωστό έχει τονισθεί από τον  Hράκλειτο ακόμα, ότι δηλαδή το κοινόν εμπεριέχει το λόγο της κοινότητας, ο λόγος που αναδεικνύει τη συλλογικότητα μέσα στην οποία υφίσταται και η ατομικότητα, και προσδιορίζει τον ορίζοντα του ελληνικού πολιτισμού.

Μέσα στον ορίζοντα αυτόν κινείται η σκέψη των αγωνιστών του 21 , οι οποίοι είναι πεπεισμένοι ότι, οι πολλοί δεν μπορούν να ζήσουν έχοντας  ιδιωτική φρόνηση, γιατί αυτοί δεν εκφράζουν  ιδιωτική θέληση «ιδία φρόνηση» του ιδιώτη, αλλά λόγο κοινής βούλησης  φρόνημα του Kοινού Λόγου. Όπως ακριβώς αποτυπώνεται στον  Aριστοτέλη: «πρότερον δε τη φύσει πόλις ή έκαστος ημών έστιν». Προηγείται η πόλις, η κοινωνία είναι πάντοτε ένα πρότερον, ένα «πριν» από το «έκαστος ημών» (Κ. Ζουράρις). O καθένας από μας έρχεται μετά από την πόλιν, υπακούει στην πόλιν (Πολιτικά, 1253α, 18). Ως μεγάλη ακολουθία αυτών ηχεί ο λόγος του Μακρυγιάννη όπου ο πληθυντικός του το «εμείς» σήμερα αποκτά ακόμα μεγαλύτερο νόημα όχι μόνο για τον Έλληνα αλλά για τον κόσμο ολόκληρο όπου στο globalization διάγουμε απόλυτη φθορά ως άνθρωποι υπό το κράτος της απολύτου ατομικότητας και με αποστροφή σε κάθε έργο κοινού λόγου.

Τα κριτήρια της  κοινότητας, όπως αυτά έχουν καταγραφεί στον ελληνικό πολιτισμό και ορίζονται από τον Ηρόδοτο: 1) όμαιμον τε 2) και ομόγλωσσον, 3) και θεών ιδρύματα κοινά και θυσίαι 4) ή θεά τε ομότροπα», τα ίδια ακριβώς επαναλαμβάνει και ο Μακρυγιάννης όταν λέει «[…] Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισμόν και να ζεί αυτός και οι συγγεννείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία. Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα, το αναντίον λέγονται  παλιόψαθες των εθνών, βάρος της γής […]» (Α΄, σελ.20).

Κατά συνέπεια με την επανάσταση του 1821 διεκδικείται μια κοινωνία εθνικά ανεξάρτητη, συγκροτημένη με ομότροπα τα ήθη, και δικαιοσύνη, ένα λαό που σεβόμενος τον εαυτό του οφείλει να σέβεται τους άλλους και τα δημιουργήματά τους, τον δικό τους πολιτισμό. Αυτά τα ήθη που εμπεριέχουν και την κοινή αντίληψη για το Iερόν, για το Θείον, είναι η κατακλείδα που εκφράζεται στο «όλοι μαζί». Επειδή σε κάθε συγκροτημένη κοινωνία, η συνείδηση περί του «Iερού» είναι πάντοτε ένα συλλογικό θέσμιον, θέσμιον της Πόλεως  με την έννοια ότι δεν υπόκειται στην ατομική ευαισθησία του «πιστεύω», «δεν πιστεύω », μου αρέσει δεν μου αρέσει (Κ. Ζουράρις). Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι, στην Αθήνα ο Σωκράτης καταδικάστηκε σε θάνατο με την αιτιολογία ότι, «ου θεούς νομίζει ους η Πόλις νομίζει».

Την άποψη αυτή δε,  κατά κουραστικό τρόπο, αποτυπώνει με πάθος και ο Μακρυγιάννης στα κείμενά του για τη θρησκεία. Αυτήν επιβεβαιώνει  και ο εθνικός ποιητής Δ. Σολωμός όταν χαρακτηρίζει Iερά τα κόκκαλα των Eλλήνων, επειδή το Iερόν είναι και σημείο αναφοράς στο κοινόν των Eλλήνων όπως το θείον. Στα κείμενα του Μακρυγιάννη παίρνει σάρκα και οστά το «κοινον : το ταυτόν και έτερον», στο οποίο δεν ρευστοποιείται η αντικειμενική υπόσταση του  ετέρου, δηλαδή του  άλλου,  αλλά με δικαιοσύνη πιστοποιείται το ταυτόν δια του ετέρου  και επιβεβαιώνεται το κοινόν.

Η  πολιτειακή αντίληψη  αυτή, αποτελεί αντίληψη σχεδόν όλων των αγωνιστών, αλλά και των πολιτικών στις αρχές του αγώνα και το αποδεικνύει ο τρόπος συγκρότησης της διοίκησης με τις εθνικές συνελεύσεις των πληρεξουσίων αντιπροσώπων και των οργάνων  Βουλευτικό και το Εκτελεστικό σώμα, πλην βεβαίως των λιγοστών αλλά επικίνδυνων εξαιρέσεων, οι οποίες λίγο έλειψε να στοιχίσουν και αυτή την ανεξαρτησία του έθνους. Οι εξαιρέσεις αυτές, με συνεργό τον ξένο παράγοντα,  τη  διχόνοια, «αχίλλειο πτέρνα» του αγώνα και τους  εμφύλίους  πολέμους, μετά το 23 κατέστρεψαν τις ιδέες αυτές με φανερό το αποτέλεσμα μετά την συνθήκη απελευθέρωσης της Ελλάδος, τον Καποδίστρια ως κυβερνήτη, την γνωστή κατάληξη της δολοφονίας του και την ανώμαλη περίοδο μέχρι το 32 με Βιάρο και Αυγουστίνο που κατέληξε στην άφιξη του Όθωνα ως Βασιλέα της Ελλάδος . Ο Μακρυγιάννης αποτυπώνει ανάγλυφα  το ρόλο εκείνων που θέλησαν να εκμεταλλευθούν τον αγώνα για ανεξαρτησία για ιδιοτελείς σκοπούς: «[…] όσα έπαθε η πατρίς δια τους νόμους και το καλό αυτεινών και όσα παλικάρια σκοτώθηκαν , δεν τάπαθε η πατρίς εις τον αγώνα των Τούρκων. Κατοικίσαμεν μέσα στα σπήλαια και ζούνε με τα θηρία και ρημώσαμε τους τόπους και γίναμε παραλυσία του κόσμου» […]»(Α΄, σελ.21). Ο ίδιος συνεχίζει: «Ό, τι διχόνοιαν έχομεν αναμεταξύ μας το να το κόμμα με τα’ άλλο (όπού η καλωσύνη σας μας κάμετε κόμματα, και να ειπήτε), τώρα έρχεται διαδοχικός βασιλέας και πρέπει να μονοιάσουμεν αναμεταξύ μας, να μας εύρη έθνος κατά τους αγώνες μας  και θυσίες μας και τοιούτως να μας διατηρήση και με τοιούτους νόμους να μας κυβερνήση» (Β΄, σ.246).

Ο Θ. Κολοκοτρώνης επίσης στα απομνημονεύματά του τονίζει ότι: «Στον πρώτο χρόνον είχαμεν μεγάλη ομόνοιαν και όλοι τρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας πήγαινε στον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα στο στρατόπεδο κι αν αυτή ομόνοια βαστούσε ακόμη δυο χρόνους, ηθέλαμεν κυριεύσει και την Θεσσαλίαν και την Μακεδονίαν και ίσως φτάναμε κι ως την Κωνσταντινούπολη. Τόσο τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουαν Έλληνα και φεύγαν χίλια μίλια μακριά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός κι ένα καράβι μια αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξε. Ήρθαν  μερικοί και θέλησαν να γενούν μπαρμπέρηδες στου κασίδη το κεφάλι..».

Αποτέλεσμα όμως όλων αυτών, δυστυχώς  ήταν επιβολή της απολύτου μοναρχίας, όπου κατ ουσία αρχίζει ένας νέος αγώνας του ελληνικού λαού για την καθιέρωση Συντάγματος, για να κυβερνηθεί η Ελλάδα με αρχές, νόμους και δικαιοσύνη.

Μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδος με αίμα και θυσίες, η νέα αυτή πολιτική κατάσταση έθεσε στους Έλληνες τα θεμέλια του αιτήματος της λαϊκής κυριαρχίας. Αιτήματος το οποίο θα ικανοποιηθεί ουσιαστικά μόλις μετά  τη μεταπολίτευση το 1974. 

 

Συμπέρασμα

Κατανοεί επομένως κανείς ότι το πρόβλημα των Ελλήνων με την έναρξη της επαναστάσεως ήταν τριπλό, αυτό της εθνικής παλιγγενεσίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και της  λαϊκής κυριαρχίας. Το κάθε ένα από αυτά είχε το δικό του ειδικό βάρος και βαθμό ωριμότητας για την εποχή της επαναστάσεως όπως και μετά την απελευθέρωση, ενώ έβρισκε ανάλογη και διάφορη απήχηση στους Έλληνες σύμφωνα και την τοπική προέλευση, την κοινωνική θέση το βαθμό και βάθος του ιδίου συμφέροντος και την προσκόλληση σε συμφέροντα των ξένων μεγάλων δυνάμεων.

Το απόλυτο συμπέρασμα όμως για μας τους νεότερους Έλληνες τους Έλληνες του σύγχρονου κόσμου της παγκοσμιοποίησης είναι ότι:

Ι. Δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχνάμε πως, το 1821 για τους Έλληνες δεν είναι μια σημαντική μεγάλη ιστορική μέρα, αλλά ότι είναι χρόνος ανάδειξης της Πατρίδας και ημών των ιδίων!

ΙΙ.  Επίσης δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχνάμε πως,

Χρωστάμε πολλά σ’ αυτούς που πέρασαν και φύγαν, σ’ αυτούς που έρχονται,

μα πιο πολλά χρωστάμε

στους

αγέννητους και τους νεκρούς !


[1] Κωνσταντινος Δεσποτοπουλος – Ακαδημαϊκός – πρώην υπουργός Παιδείας, http://www.kathimerini.gr/718467/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/grammata-anagnwstwn

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ