Η Αναγέννηση Σερρών ήταν για χρόνια ένα ξεχασμένο χωριό με 750 μόνο κατοίκους. Για χιλιάδες ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, μοναχικούς ή ζευγάρια, η φυγή μοιάζει μονόδρομος… Άλλοι σπρωγμένοι από την ανεργία και την απουσία οποιασδήποτε άλλης προσφερόμενης εργασίας κι άλλοι από το συνεχώς αυξανόμενο κόστος ζωής στις πόλεις, αναζητούν διέξοδο επιβίωσης είτε στο εξωτερικό είτε στα χωριά τους. (σσ. Μια πρόκληση, που δεν πρέπει να πάει χαμένη … ).

Η αναζήτηση δουλειάς στο εξωτερικό δεν αφορά μόνο τους νέους επιστήμονες, όπως ήταν κάποτε η τάση. Πλέον άνθρωποι κάθε ηλικίας αναζητούν μια οποιαδήποτε δουλειά… Χιλιάδες αιτήματα για εργασία κατακλύζουν καθημερινά τις ελληνικές κοινότητες ανά τον κόσμο από άτομα χωρίς ιδιαίτερες περγαμηνές, τα οποία αναζητούν μία διέξοδο από την ελληνική κρίση. «Δεν υπάρχει μέλλον για εμάς εδώ. Τουλάχιστον να ζήσουν καλύτερα τα παιδιά μας», είπαν με πίκρα στον «ΑτΚ» και μίλησαν για την απόφασή τους να ακολουθήσουν τα μονοπάτια της μετανάστευσης, όπως ακριβώς έκαναν και οι γονείς τους τη δεκαετία του ΄60. Η επιστροφή στο χωριό αποτελεί ίσως πιο περίπλοκη –απ’ ό,τι φαίνεται- διαδικασία, αλλά το περιβάλλον γίνεται γρήγορα οικείο. «Έμεινα άνεργος για τρία χρόνια. Τελικά πήραμε την απόφαση με τη γυναίκα μου να επιστρέψουμε μαζί με τα τρία παιδιά μας και να γίνουμε μόνιμοι κάτοικοι. Μεγάλη αλλαγή, δε λέω, αλλά εδώ απολαμβάνουμε τη ζωή», είπε ένας οικογενειάρχης στον «ΑτΚ».

Η Αναγέννηση Σερρών ήταν για χρόνια ένα ξεχασμένο χωριό με μόλις 750 μόνιμους κατοίκους. Έρημα σπίτια εγκαταλειμμένα από τους ιδιοκτήτες, μαγαζιά – φαντάσματα και λιγοστοί, ως επί το πλείστον ηλικιωμένοι, κάτοικοι. Τα τελευταία δύο χρόνια, ωστόσο, 150 κατοικίες έχουν γεμίσει και πάλι με ζωή. Τα φώτα άναψαν, η παρατημένη γη αρχίζει να βγάζει ξανά καρπούς και το ξεχασμένο χωριό ζει τώρα τη δική του αναγέννηση.

«Αναστήθηκε το χωριό μας», λέει ο πρόεδρος του δ.δ. Αναγέννησης, Κώστας Καρυπίδης, και περιγράφει στον «ΑτΚ» πώς ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής για εκατοντάδες κατοίκους: «Δειλά-δειλά στην αρχή. Έρχονταν κάθε Σαββατοκύριακο, περνούσαν εδώ τις εορταστικές περιόδους, ίσως και τις αργίες. Κάποια στιγμή το αυξημένο κόστος ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα σε συνδυασμό με την έκρηξη της ανεργίας που έχει σημειωθεί το τελευταίο διάστημα τους έκανε να πάρουν τη μεγάλη απόφαση». Κατοικίες ανακαινίστηκαν, σπασμένα δοκάρια και τζαμαρίες αντικαταστάθηκαν και οι πατρικές κατοικίες υποδέχθηκαν ξανά τους αρχικούς τους ιδιοκτήτες. Ακόμη και αποθήκες μετατράπηκαν σε σπίτια προκειμένου να μειωθεί το κόστος. «Η ζωή εδώ είναι πιο οικονομική από όλες τις απόψεις. Έχεις το σπίτι σου, τον μπαξέ σου, τα ζώα σου και δε σου λείπει τίποτε. Εδώ και δύο χρόνια ανταμώνουμε και πάλι με παλιούς φίλους και ξαναζωντανεύουμε αναμνήσεις», αναφέρει ο κ. Καρυπίδης.

Την επιλογή της επιστροφής στο χωριό έκανε πρόσφατα και ο 44χρονος Σάββας Λαμπριανίδης. Για χρόνια δούλευε σε βιοτεχνίες ενδυμάτων στη Θεσσαλονίκη αλλά τα λουκέτα που σάρωσαν την αγορά δεν άφησαν ανέπαφη ούτε τη δική του εργασία. «Έμεινα άνεργος για τρία χρόνια και μετά ασχολήθηκα με τη γεωργία. Ξεκίνησα να πηγαινοέρχομαι στο χωριό τα Σαββατοκύριακα και τελικά πήραμε την απόφαση με τη γυναίκα μου να επιστρέψουμε μαζί με τα τρία παιδιά μας και να γίνουμε μόνιμοι κάτοικοι», διηγείται. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ανακαίνισε το πατρικό του και τώρα προγραμματίζει και τη δημιουργία του δικού του μπαξέ. «Μεγάλη αλλαγή, δε λέω, αλλά εδώ απολαμβάνουμε τη ζωή και έχουμε μειώσει στο ελάχιστο τα έξοδα», μας λέει.

Μετά από 20 χρόνια απουσίας, ο Βασίλης Γούδας επέλεξε να επιστρέψει και πάλι στο χωριό του και να γίνει μόνιμος κάτοικος Αναγέννησης. «Το κόστος ζωής στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ αυξημένο. Τα ενοίκια, τα καθημερινά έξοδα, αλλά και οι ρυθμοί ήταν εξοντωτικοί. Ξαφνικά ανακάλυψα ότι επιδίωκα να περνάω όλο και περισσότερο χρόνο στο χωριό», περιγράφει. Βρήκε το πατρικό του ρημαγμένο, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να χτίσει ένα νέο σπίτι ακριβώς από πίσω και να ξεκινήσει τη νέα του ζωή μαζί με τη γυναίκα και την κόρη του. «Κάθε μέρα παίρνουμε τα λαχανικά μας από τον κήπο. Χαίρομαι να βλέπω την κόρη μου να παίζει στη γειτονιά και να μην τρέμει το φυλλοκάρδι μου. Βέβαια, εδώ είναι ελάχιστες οι δουλειές που μπορείς να βρεις, αλλά κερδίζεις σε όλα τα υπόλοιπα επίπεδα».

Παρόμοια αναγέννηση γνωρίζουν δεκάδες ακόμη περιοχές της ελληνικής επαρχίας λόγω της οικονομικής κρίσης. Ιδιαίτερα έντονο είναι το κύμα της επιστροφής στους νομούς που βρίσκονται κοντά στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά δε λείπουν και οι… επαναπατρισμοί σε απομονωμένα δημοτικά διαμερίσματα. «Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε πως πολλοί νέοι οι οποίοι εργάζονται σε εργοστάσια της περιοχής προτιμούν να παραμένουν στα χωριά τους και να πηγαινοέρχονται καθημερινά, παρά να μετακομίσουν στον κεντρικό δήμο», σημειώνει ο γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Κιλκίς, Δημήτρης Βουλγαράκης. Τάση επιστροφής διαπιστώνει και στο δικό του χωριό, το Μεσιανό Κιλκίς. «Το χωριό είναι μικρό, μόλις 70 σπίτια, αλλά τον τελευταίο χρόνο εγκαταστάθηκαν άλλες 20 οικογένειες. Αυτή η αύξηση του πληθυσμού έχει δώσει ζωή στο χωριό, στις επιχειρήσεις αλλά και στα διπλανά δημοτικά διαμερίσματα, όπου καταγράφεται παρόμοια επιστροφή», δηλώνει ο κ. Βουλγαράκης.

«Ξαναζωντανεύουν» πολλά χωριά και στην Κοζάνη. Στα Σέρβια, το Βόιο και άλλες περιοχές παρατηρείται το φαινόμενο της επιστροφής των κατοίκων. Σύμφωνα μάλιστα με τον πρώην πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου Κοζάνης, Ευάγγελο Μίχο, «δεν πρόκειται μόνο για άτομα που ζούσαν στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το τελευταίο διάστημα γυρνούν στα χωριά τους και πολλοί νέοι οι οποίοι ζούσαν μέσα στην Κοζάνη. Στα πατρικά τους σπίτια βρίσκουν ξανά την οικογενειακή ασφάλεια και αποκτούν τη δυνατότητα να μειώσουν σημαντικά τα έξοδά τους. Παρά την κρίση, αρκετοί αναζητούν διέξοδο στον αγροτικό και κτηνοτροφικό τομέα, αφού η σημερινή συγκυρία δεν αφήνει περιθώρια για άλλα οικονομικά ανοίγματα», καταλήγει.

Λ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ .  ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 26/12/2010.

Πηγή: ΑγροNέα, Δημήτρης Μιχαηλίδης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ