(Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*).

Καλοκαίρι του ’68, ανήμερα πανηγυριού στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής. Ήταν πολύς κόσμος στην πλατεία, με τα όργανα να παίζουν ασταμάτητα. Όταν άρχισε να σουρουπώνει, τα όργανα σταμάτησαν, τα μάζεψαν και κατέβηκαν στο βακούφικο μαγαζί, όπου εκεί θα συνεχιζόταν το γλέντι μέχρι πρωίας.

   Αφού οι οργανοπαίχτες έστησαν τα όργανα στην άκρη της αυλής, κάθισαν να φάνε ψητή πρατίνα και να ξεκουραστούν λίγο, γιατί τους περίμενε πολλή δουλειά, συνεχές παίξιμο μέχρι το πρωί. Σιγά – σιγά οι πανηγυριώτες έπιαναν τα τραπέζια παρέες – παρέες, άλλοι με την οικογένειά τους, άλλοι με τους συγγενείς τους, άλλοι με τους συμπεθέρους.

 

   Εκείνο το καλοκαίρι έκανε το αγροτικό της στο χωριό μια γιατρός από τα Τρίκαλα, η Νανά. Κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά, όπως έλεγαν τα γερόντια. Όποτε την καλούσαν, αυτή πήγαινε αμέσως, ακόμα και για να τους πάρει την πίεση. «Η γιατρέσια η Νανά, η λεβεντοκοπέλα», έλεγαν, «που φοράει παντελόνια». Ήρθαν για κείνες τις μέρες και οι δυο αδερφές της, μαζί με τον αδερφό τους το Θανάση, ένα λεβεντόπαιδο σαν τον σταυραετό, που τότε είχε διορισθεί δασικός.

 

   Σιγά – σιγά γέμιζαν τα τραπέζια από τους πανηγυριώτες, ενώ τα όργανα άρχισαν να παίζουν στην αρχή κλέφτικα τραγούδια, μετά καμιά παραγγελία και μέσα – μέσα κάνα τσάμικο. Σε μιαν ακρούλα της πλατείας χόρευαν πέντε-έξι μικρά παιδάκια τα τραγούδια που έπαιζε η κομπανία. Μπροστά ήταν ένας πιτσιρικάς μικροκαμωμένος, αδυνατούλης, με ξανθά μαλάκια, και χόρευε στο ρυθμό του τσάμικου. Χόρευε τόσο χαρακτηριστικά και ωραία σαν να ήταν μεγάλος, κεντρίζοντας την προσοχή κάποιων. Αμέσως η Νανά η γιατρέσια σκουντάει τον αδερφό της.

 

– Θανάση, του λέει. Κοίταξε εκείνα τα παιδάκια με τι χάρη χορεύουν και πρόσεξε το μικρό που χορεύει μπροστά. Πήγαινε να τα πάρεις να χορέψουν εδώ, πριν ξεκινήσουν οι παρέες το χορό. Θα είναι πολύ πρωτότυπο και διασκεδαστικό.

 

   Αμέσως ο Θανάσης πήγε προς το μέρος των παιδιών, τα πλησιάζει και τους λέει: 

 

– Παιδάκια, επειδή εμείς δεν είμαστε από τα μέρη σας και δεν ξέρουμε τα τραγούδια σας, έρχεστε να μας δείξετε πώς χορεύετε;

 

Τα παιδιά αμέσως, χωρίς να πουν κουβέντα, κοίταξαν το μικρό που χόρευε μπροστά σαν να τον προέτρεπαν να πάει αυτός.

 

– Πώς σε λένε μικρούλη; τον ρώτησε ο Θανάσης.

 

– Σπύρου! απάντησε με σβελτάδα ο μικρός.

 

– Σε ποια τάξη πας;

 

– Διυτέρα για Τρίτ’.

 

– Με ποια ομάδα είσαι;

 

– Μι τουν Ουλυμπιακό.

 

– Πες μου τρεις καλούς παίχτες.

 

– Του Σιδέρ’, του Μπουτίνου κι του Γιούτσου.

 

– Την επόμενη βδομάδα θα σου στείλω με τη Νανά μια μπάλα.

 

– Ιξουτιρικό; (μπάλα με εξωτερικό περίβλημα από δέρμα), τον ρωτάει ο μικρός.

 

– Ναι, ναι, του απαντάει ο Θανάσης, χωρίς να έχει καταλάβει τι εννοούσε. Τι λες τώρα, έρχεσαι να χορέψεις ένα χορό, για να ιδούμε κι εμείς πώς χορεύετε εσείς εδώ στο χωριό σας;

 

   Και χωρίς άλλη κουβέντα κατευθύνθηκαν προς την ορχήστρα. Στο κλαρίνο ήταν ο Τσίλιας (Βασίλης) Στεργίου από τις Σελλάδες Άρτας και ο Σωτήρης Κολιοκώστας, από το Παλιοκάτουνο Άρτας. Δίπλα ήταν ο Στράτος Κατσίμπρας από τον κάμπο της Άρτας, που έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε, και παραδίπλα ο νεαρός τότε Χρήστος Φωτίου, που έπαιζε βιολί και που επίσης τραγουδούσε.

 

   Αυτοί οι εξαίρετοι και αξιόλογοι κλαριτζήδες, με τους τραγουδιστές που είχαν και μαζί με τους υπόλοιπους λαϊκούς οργανοπαίχτες στο βιολί, στο λαούτο, στην κιθάρα και στο ντέφι, συγκροτούσαν μια πολύ καλή ζυγιά, που γλεντούσε τον κόσμο ανάβοντας τα μεράκια του και σβήνοντας τους καημούς του. Έρχονταν εκείνα τα χρόνια συνέχεια στα πανηγύρια και ήξεραν τα πατήματα του καθενός στα τραγούδια που χόρευαν. Οι χωριανοί και γενικότερα οι πανηγυριώτες τους εκτιμούσαν και τους αγαπούσαν.

 

   Βγάζει ο Θανάσης ένα χαρτονόμισμα και κερνάει τα όργανα, δίνοντάς τους την παραγγελία να παίξουν ένα τραγούδι για να χορέψει ο μικρός.

 

– Ποιο τραγούδ’ θέλ’ς μ’κρέ; τον ρώτησε με μουντή φωνή ο Τσίλιας, ακουμπώντας το κλαρίνο στο γόνα του και παίρνοντας συγχρόνως το χαρτονόμισμα, για να το βάλει σε μια δερμάτινη τσάντα.

 

– Απάνου στην τριανταφυλλιά! του λέει ο μικρός με ζωηράδα και τα μάτια του άστραφταν.

 

– Ααα! Διάλιξις κι ουραίου τραγούδ’! του ξαναλέει αυτός και αμέσως ξεκινάει να παίζει το τραγούδι «Απάνω στην τριανταφυλλιά».

 

   Ο μικρός χόρευε στο ρυθμό του τσάμικου, λες και ήταν μεγάλος. Τα λεπτούτσικα και ματωμένα από την μπάλα ποδαράκια του πότε χτύπαγαν κάτω ζωηρά με απότομα σταματήματα και πότε σηκώνονταν στον αέρα κάνοντας ψαλιδάκια. Το μικρό και αδυνατούλικο κορμάκι του πότε γύριζε δεξιά και πότε αριστερά, κάνοντας στροφές και κωλοκαθιές με χάρη. Κινήσεις που θα τις ζήλευε ο καθένας. Χτύπαγε πότε – πότε τα δαχτυλάκια του δεξιού του χεριού, φωνάζοντας κάνα «όπα» και κάνα μακρόσυρτο «σσσ».

 

   Ενθουσιάστηκαν οι οργανοπαίχτες όλοι και σηκώθηκαν απάνω, όρθιοι. Οι κλαριτζήδες έπαιζαν συγχρόνως και οι δυο μαζί, όπως και οι τραγουδιστές τραγουδούσαν μαζί. Σηκώθηκε και ο κόσμος όρθιος και κοιτούσε εντυπωσιασμένος με ανοιχτό το στόμα, απολαμβάνοντας αυτό το θέαμα. Στο πεζούλι και τα σκαλιά της πλατείας κάθονταν κάποιες ηλικιωμένες γυναίκες, οι οποίες συνομιλούσαν και έκλαιγαν από συγκίνηση. 

 

– Ορέ! Δεν τ’ άφ’κι τίπουτα! Ίδιους ου πατέρας τ’! είπε η Λεωνίδαινα.

 

– Κ’κί ήταν κι έσκασι, αποκρίθηκε χαμηλόφωνα και με κρυφούς λυγμούς η Πάναινα του Πατσιόγα.

 

Και αυτό γιατί ο πατέρας του μικρού που χόρευε εκείνη την ώρα, είχε πεθάνει πριν πέντε-έξι χρόνια και τον άφησε ορφανό σε ηλικία δυο χρονών. Ίσως στο πρόσωπο του μικρού παιδιού να έβλεπαν τον ίδιο τον πατέρα του, ο οποίος χόρευε και ήταν μεγάλος γλεντζές και μερακλής άνθρωπος.

 

   Αφού τελείωσε το τραγούδι, ο Θανάσης εντυπωσιασμένος λέει στο μικρό:

 

– Θα χορέψεις ακόμα ένα; Θέλω ένα ζεϊμπέκικο. Το Σακαφλιά! Για μένα, επειδή είμαι από τα Τρίκαλα.

 

   Και εκείνη τη στιγμή σηκώνονται κάτι εικοσάρηδες και εικοσιπεντάρηδες, κάτι λεβεντόπαιδα που θα χόρευαν αμέσως μετά. Ήταν οι νέοι της εποχής εκείνης. Ο Μπάμπης και ο Λευτέρη-Φάνης, ο Βασίλης και Νίκο-Ούζος, ο Κώτσιο-Πιντιλής, ο Κώτσιο-Καμπάνας, ο Χρήστο-Γλυκερίας, ο Γιώργο-Νασιάς, ο Χρηστάκη-Κόκκινος. Παρέα τους ήταν και πεντέξι κοπέλες, οι αδερφάδες τους. Κάθισαν όλοι τους στα γόνατα γύρω – γύρω χτυπώντας παλαμάκια και στη μέση ο μικρός χόρευε ζεϊμπέκικο, το «Σακαφλιά». Πότε το κορμάκι του πήγαινε μπρος, πότε πίσω, πότε δεξιά και πότε αριστερά. Σαν να το φυσούσε δυνατός αέρας και προσπαθούσε να κρατηθεί. Κάποιες φορές χτυπούσε και με τα χεράκια του τα πάνινα παπούτσια του, σαν να ήθελε να τα ξεσκονίσει. Τέτοια κίνηση και ρυθμό θα τα ζήλευε και ο πρωταγωνιστής του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Τελειώνοντας το τραγούδι, ο κλαριτζής Σωτήρης Κολιοκώστας, συγκινημένος κι εντυπωσιασμένος, βάζει το χέρι του στη δερμάτινη τσάντα με τα λεφτά, πιάνει ένα πενηντάρι και το δίνει στο μικρό.

 

– Μπράβου σ’, παλικαράκι μ’, του λέει, πάρι αυτό του λιπτό να πάρ’ς τιτράδια κι μολύβια για του σκουλιό απ’ θα πας του χ’νιόπουρου.

 

   Αμέσως μετά ήρθε η σειρά να χόρεψουν τα παιδιά: οι νέοι αυτοί που κουβαλούν μέσα τους τα μουσικά ακούσματα, τα πατήματα και τους ρυθμούς από τις προηγούμενες γενιές. Ο Βασίλη-Ούζος χορεύει «την Παπαδιά» στα ποτήρια και στην καρέκλα, ο Μπάμπης «τον Παλαμιώτη», ο Λευτέρης «την Τριανταφυλλιά», ο Γιώργο- Νασιάς «τους Κλέφτες», ο Χρηστάκη-Κόκκινος «τον Αητό» και άλλα τραγούδια, συνεχίζοντας έτσι τη μουσική παράδοση και μεταλαμπαδεύοντας όλα αυτά και στις επόμενες γενιές.

 

   Εκείνη τη βραδιά έγινε ένα τρικούβερτο γλέντι, μια πανδαισία, ένα παραλήρημα ενθουσιασμού, δίνοντας μια όμορφη νότα και γοητεία στο πανηγύρι της ορεινής μικρής μας πατρίδας. 

 

 

 

*ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι:

 

χοροδιδάσκαλος,

 

λαογράφος,

 

τηλεοπτικός παραγωγός

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ