Γράφει ο  Κων/νος Μαζαράκης-Αινιάν, επίτιμος Αρχηγός Στόλου, Αντινάυρχος Π.Ν. ε.α. 

Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913 και υπό την αιγίδα του Δήμου Τρικκαίων, πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου, εκδήλωση με ομιλητές:

Κων/νος Μαζαράκης-Αινιάν, επίτιμος Αρχηγός Στόλου, Αντινάυρχος Π.Ν. ε.α., με θέμα: «Βαλκανικοί Πόλεμοι. Η σημασία της Ναυτικής ισχύος στη νίκη. Παραλληλισμοί του χθες με το σήμερα».

Κων/νος Γκορτζής, Αντιναύρχος Π.Ν. ε.α., με θέμα: «Η σημασία του Ναυτικού Αεροπορικού Όπλου πριν 100 χρόνια και σήμερα».

Ιωάννης Κ. Γεωργιάδης,Αρχος Π.Ν. ε.α., συντονιστής.

 

 

To 2012 -13 τιμούμε τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων. Σήμερα, μέσα στην γενική κατήφεια, που οφείλεται στην οικονομική κατάσταση της χώρας μας, πρέπει να θυμόμαστε την πρόσφατη ιστορία μας, που έχει πολλά να μας διδάξει για το σήμερα και το αύριο, το δικό μας και των παιδιών μας. Με την ομιλία μου, θα προσπαθήσω να φωτίσω το ναυτικό αγώνα κατά τους Βαλκανικούς πολέμους και θα κάνω κάποιους παραλληλισμούς με τη σημερινή εποχή.

Η Σύγχρονη Ελλάδα ως κράτος, αναδύθηκε μετά από σκληρούς αγώνες εναντίον των Οθωμανών κατακτητών που άρχισαν το 1821. Στην αρχή της επανάστασης, οι αξιόμαχοι στολίσκοι των επαναστατημένων νησιών του Αιγαίου, σε συνδυασμό με την αποπομπή των ελλήνων ναυτών από τον Οθωμανικό στόλο, έδωσαν στους Έλληνες τη θαλάσσια κυριαρχία στο Αιγαίο. Στη συνέχεια, με τον εμφύλιο σπαραγμό μας και την επικράτηση του Αιγυπτιακού στόλου, όλα κόντεψαν να χαθούν, με τον Ιμπραήμ στο Μοριά. Καταλυτικός παράγοντας όμως, υπήρξε η ναυμαχία του Ναβαρίνου τον Oκτώβριο του 1827, στην οποία καταστράφηκε ο Τουρκο-αιγυπτιακός Στόλος από τους ενωμένους στόλους των τριών Mεγάλων Δυνάμεων, Αγγλίας – Γαλλίας και Ρωσίας. Το ελληνικό κράτος αναγνωρίσθηκε με το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830. 

Η έκταση του νέου κράτους, μετά και την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, το 1881, περιοριζόταν προς βορράν μέχρι τον Τύρναβο, την Καλαμπάκα και την Άρτα. Η νησιωτική χώρα περιελάμβανε τα Επτάνησα, την Εύβοια, τις Σποράδες και τις Κυκλάδες. Το τέλος του 19ου αιώνα βρήκε τη μικρή Ελλάδα να προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της από τον καταστροφικό Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, τον οποίο ουσιαστικά η ίδια είχε προκαλέσει. Ο ατυχής αυτός πόλεμος προέκυψε τόσο από την αδυναμία των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων να ιεραρχήσουν τους στόχους που υπαγόρευε η “Μεγάλη Ιδέα” του Έθνους, όσο και από τη λανθασμένη εκτίμηση των διατιθέμενων πόρων, μέσων και δυνατοτήτων, για την επίτευξη αυτών των στόχων. Παράλληλα η Ελλάδα εμφανίστηκε να αγνοοεί τις σαφείς αποφάσεις των Mεγάλων Δυνάμεων που δεν επιθυμούσαν διατάραξη του εδαφικού καθεστώτος της Βαλκανικής τη συγκεκριμένη περίοδο. Έτσι, η αυγή του 20ου αιώνα εύρισκε τη χώρα ηττημένη, ταπεινωμένη, σε άθλια οικονομική κατάσταση που επετείνετο τόσο από τις πολεμικές αποζημιώσεις που έπρεπε να πληρώσει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσο και από τον επιβληθέντα το 1898, στυγνό Διεθνή Oικονομικό Έλεγχο (ΔOΕ).

Μέσα στην εξαιρετικά τεταμένη κατάσταση στην οποία διατελούσε η ελληνική κοινωνία οι πολιτικές ηγεσίες της εποχής είχαν να διαχειρισθούν και τα δύο μεγάλα εθνικά θέματα :

Το Μακεδονικό, που από ζήτημα ολίγων μετατράπηκε σε πανελλήνιο, το 1904 με τον θάνατο του Λοχαγού Παύλου Μελά στη Στάτιστα της Μακεδονίας.

Το Κρητικό, στην εξέλιξη του οποίου, το κίνημα του Θέρισου το 1905 ανέδειξε καθαρά τη διάσταση μεταξύ της πολιτικής που εφάρμοζε η Αρμοστεία και της θέλησης του Κρητικού λαού για ένωση με τη μητέρα Ελλάδα.

Tο 1909 εκδηλώθηκε στη χώρα κίνημα από τον “Στρατιωτικό Σύνδεσμο”. Μετά την προβολή κάποιων λογικών και μετριοπαθών αιτημάτων, που αφορούσαν κυρίως την επίσπευση της ανασυγκρότησης και ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων, ο “Στρατιωτικός Σύνδεσμος” ουσιαστικά διέκοψε τις δραστηριότητές του. Δύο όμως γεγονότα που προκλήθηκαν από το Σύνδεσμο έμελλε να έχουν αποφασιστική επίδραση στη μελλοντική πορεία της χώρας μας:

Το πρώτο υπήρξε η πρόσκληση από την Κρήτη και η καθιέρωση στην κεντρική πολιτική σκηνή του Ελευθερίου Βενιζέλου, ως μόνου γνησίου εκφραστού των αναγεννητικών σκοπών του “Στρατιωτικού Συνδέσμου” και κατ’ επέκταση του Ελληνισμού.

Tο δεύτερο ήταν ασφαλώς η ενίσχυση του Ναυτικού με την αγορά του θωρακισμένου καταδρομικού “ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ”, που βρισκόταν υπό κατασκευή για λογαριασμό της Ιταλίας στα ναυπηγεία των αδελφών Ορλάντο στο Λιβόρνο.

Σημαντική συμβολή στην αγορά είχε η χορηγία, που είχε αφήσει με τη διαθήκη του ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ, ομογενής της Αλεξανδρείας, καταγόμενος από την Ήπειρο.

Οι διεθνείς διεργασίες δημιούργησαν στη Βαλκανική τις κατάλληλες συνθήκες για τη σύμπηξη διμερών συμμαχιών μεταξύ των κρατών της χερσονήσου με τελευταία την ελληνο-βουλγαρική στρατιωτική συμφωνία στις 22 Σεπτεμβρίου 1912.

Oι αφορμές δεν άργησαν και την 25η Σεπτεμβρίου το Μαυροβούνιο κηρύσσει πρώτο τον πόλεμο στην Τουρκία. Ακολουθούν την 4η Οκτωβρίου η Σερβία και η Βουλγαρία και την 5η Οκτωβρίου η Ελλάδα μπαίνει στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων.

Από τους συμμάχους, η Βουλγαρία διέθετε τον ισχυρότερο στρατό ενώ στην Ελλάδα έπεφτε το βάρος να αντιμετωπίσει μόνη τον Τουρκικό Στόλο. Το σύνολο των στρατευμάτων που παρέτασσαν οι σύμμαχοι στα θέατρα επιχειρήσεων των Βαλκανίων ήταν 675.000 άνδρες περίπου (Βούλγαροι 300.000, Σέρβοι 220.000, Έλληνες 120.000, Μαυροβούνιοι 35.000). Oι Oθωμανοί διέθεταν περίπου 400.000 άνδρες στη Βαλκανική. Εκτός από τις δυνάμεις τους αυτές στα Βαλκάνια, οι Οθωμανοί διέθεταν το 8ο Σώμα Στρατού της Δαμασκού και 15 πρόσθετες Μεραρχίες προερχόμενες από επιστράτευση στην Περιοχή της Σμύρνης και της Συρίας, ένα σύνολο 250.000 ανδρών. Αν οι δυνάμεις αυτές, που περίμεναν έτοιμες, μπορούσαν να διαπεραιωθούν δια θαλάσσης στη Μακεδονία, η έκβαση του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου θα ήταν ασφαλώς διαφορετική. Θα πρέπει να τονισθεί ότι η μεταφορά δια ξηράς ενός τόσο μεγάλου τμήματος στρατού με τον αντίστοιχο όγκο εφοδίων, με τα ανύπαρκτα οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα της εποχής και τα κακής ποιότητας μηχανοκίνητα μέσα, ήταν πρακτικά αδύνατη.   

Η μόνη εφικτή, επομένως, οδός μεταφοράς εμψύχου υλικού και εφοδίων σε ικανοποιητικούς ρυθμούς παρέμενε για τους Oθωμανούς η θαλάσσια, με φορτηγά και μεταγωγικά εμπορικά πλοία. Έτσι, λοιπόν, ο ρόλος του ναυτικού αγώνα που έπρεπε να δοθεί σε όλη την έκταση του Αιγαίου αλλά και του Ιονίου πελάγους, έπεφτε βαρύς στον Ελληνικό Στόλο.

Ο ηρωισμός που επέδειξαν στα πεδία των μαχών ξηράς τα στρατευμένα παιδιά της Ελλάδος ήταν απαράμηλος. Η ορμή του στρατού μας έμοιαζε με ξέσπασμα που σάρωνε στο διάβα του τις τουρκικές φρουρές και τις εστίες αντιστάσεως.

 

Είναι γνωστές οι μάχες του Σαρανταπόρου (9-10 Oκτωβρίου), των Γιαννιτσών (19-20 Oκτωβρίου), η απελευθέρωση της Πρέβεζας (21 Oκτωβρίου), η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (27 Oκτωβρίου), η πτώση του Μπιζανίου και η απελευθέρωση των Ιωαννίνων (19-22 Φεβρουαρίου 1913).

Η προέλαση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, δημιουργούσε ρίγη υπερηφάνειας στον Ελληνισμό απ’ άκρου σ’ άκρο της οικουμένης, που έβλεπε να πραγματοποιείται το όραμα της “Μεγάλης Ιδέας”.

O στρατηγικός παράγοντας, όμως, που επέτρεψε στον Βενιζέλο να μπεί στον πόλεμο με την πλευρά των άλλων Βαλκάνιων λαών εναντίον των Οθωμανών, και εκείνοι να χρειάζονται πράγματι τη συνεισφορά της Ελλάδας, ήταν η ύπαρξη του Στόλου μας. Πράγματι, ο Ελληνικός Στόλος κράτησε αδρανείς και αχρησιμοποίητες τις τουρκικές εφεδρείες στα λιμάνια της Μικράς Ασίας που ήταν τόσο απαραίτητες για τους Oθωμανούς την κρίσιμη περίοδο του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου.

Σε σύγκριση των δυο στόλων, ο Τουρκικός στόλος σαφώς υπερτερούσε σε αριθμό μονάδων, αλλά και σε αριθμό και διαμετρήματα πυροβόλων. Ο Ελληνικός Στόλος περιελάμβανε 4 πλοία γραμμής, τον Αβέρωφ και τα τρία παλαιά θωρηκτά, ενώ ο Τουρκικός Στόλος περιελάμβανε στη σύνθεσή του 6 πλοία γραμμής, 4 θωρηκτά και δύο εύδρομα.

 

 

Η ύπαρξη όμως του “ΑΒΕΡΩΦ” στη σύνθεση του ελληνικού στόλου όπως αποδείχθηκε από τα αποτελέσματα των δύο ναυμαχιών, της Έλλης και της Λήμνου, αποτέλεσε αναμφισβήτητα το καθοριστικό συγκριτικό πλεονέκτημα, κυρίως λόγω της έξυπνης τακτικής χρήσης από το στόλαρχο των πλεονεκτημάτων της υψηλής του ταχύτητας, και του όγκου πυρός που μπορούσε η ναυαρχίδα να βάλλει στη μονάδα του χρόνου.

 

        

O Ελληνικός Στόλος εκδήλωσε πολύ γρήγορα τις προθέσεις του υιοθετώντας ένα άκρατο επιθετικό πνεύμα που εξέφραζε, πλην των άλλων και την ψυχοσύνθεση του Αρχηγού του καθώς και την τάση των πληρωμάτων. Εγκαταλείποντας το συνηθισμένο ορμητήριο των Ωρεών, στη βόρεια Εύβοια, στο οποίο ναυλοχούσε κατά τον πόλεμο του ’97, επιλέγει αμέσως ως βάση ελλιμενισμού του, τον Μούδρο της Λήμνου τον οποίο καταλαμβάνει την 8η Οκτωβρίου και τον χρησιμοποιεί ως προκεχωρημένο ορμητήριο σε επαφή σχεδόν με τα Δαρδανέλλια αποκλείοντας τον Τουρκικό Στόλο από την έξοδο στο Αιγαίο. Η Σαμοθράκη, η Τένεδος και η Ίμβρος πέφτουν σύντομα και συμπληρώνεται έτσι, με συνεχείς περιπολίες των πλοίων του Στόλου, ο κλοιός έξω από τα Δαρδανέλλια.

Ο Αρχηγός του Στόλου, Υποναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, γνώριζε πολύ καλά τις αρχές του πολέμου και της ναυτικής στρατηγικής κι είχε τη δύναμη να τις εφαρμόσει με αποφασιστικότητα. Οι ελιγμοί του ελληνικού στόλου μαρτυρούν και πειθαρχία κινήσεων και ακρίβεια χειρισμών και ναυτική ικανότητα, χαρακτηριστικά που οφείλονται στην εμπειρία και τη ναυτική παράδοση του Έλληνα ναύτη. Είχε πετύχει με το αλάθητο ένστικτό του, έγκαιρη συγκέντρωση δυνάμεων, κατάληψη στρατηγικής θέσης, αποφυγή αιφνιδιασμού του από τον εχθρό, τακτικά πλεονεκτήματα και άμεση συνεννόηση και γειτνίαση με τις δυνάμεις περιπολίας.

Στις 18 Oκτωβρίου, τορπιλλίσθηκε από το τορπιλλοβόλο υπ’ αριθμ. “11” και βυθίστηκε στο λιμένα Θεσσαλονίκης το τουρκικό θωρηκτό “ΦΕΤΧ-Ι- ΜΠOΥΛΕΝΤ”, καταρρακώνοντας το ηθικό των Οθωμανών.

Από 18 έως 19 Οκτωβρίου απελευθερώνονται χωρίς ουσιαστική αντίσταση η Ίμβρος, ο Άγιος Ευστράτιος, η Θάσος, η Σαμοθράκη.

Στις 21 Oκτωβρίου απελευθερώνεται η Πρέβεζα. Κατά τη μάχη της Νικόπολης (στα προάστεια της Πρεβέζης), η Ναυτική Μοίρα συμμετείχε με πυρά κατά των εχθρικών θέσεων καθώς και κατά των δύο φρουρίων της πόλεως της Πρεβέζης

Στις 22 Οκτωβρίου απελευθερώνονται τα Ψαρά από το ανιχνευτικό “ΙΕΡΑΞ”

Στις 24 Oκτωβρίου ο “ΑΒΕΡΩΦ” αποβιβάζει ναυτικό άγημα και καταλαμβάνει τη νήσο Τένεδο. Αξίζει να σημειωθεί, γιατί χαρακτηρίζει και την πολεμική ορμή και την επιθυμία του Ναυάρχου να συγκρουσθεί με τον εχθρικό στόλο, ότι μόλις συντελέστηκε η κατάληψη της Τενέδου απέστειλε στις τουρκικές αρχες το ακόλουθο τηλεγράφημα: “Αποβιβάσας τα στρατεύματά μου και καταλαβών την νήσον αναμένω στόλον υμών. Αν έχετε χρείαν γαιανθράκων, δύναμαι σας παρέξω”

Oι διαδοχικές απελευθερώσεις των νησιών, εκτός από την ουσιαστική τους σημασία, προκάλεσαν φρενίτιδα ενθουσιασμού στην ελληνική κοινωνία που παρακολουθούσε το Στόλο της να επιτυγχάνει τον ένα μετά τον άλλο τους στόχους του.

Στις 2 Νοεμβρίου απελευθερώνεται από τον ελληνικό στόλο η χερσόνησος του Άθω. Ύστερα από εσπευσμένη διαταγή του Υπουργείου Ναυτικών, ο Ναύαρχος Κουντουριώτης φτάνει πρώτος με τις δυνάμεις του στόλου στην κιβωτό της Ορθοδοξίας, καθώς υπήρχε πληροφόρηση ότι τα βουλγαρικά στρατεύματα κατευθύνονταν προς το Άγιο Όρος.

Λίγες ημέρες αργότερα, την 9η Νοεμβρίου, το τορπιλλοβόλο υπ’ αριθμ. “14” με Κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Περικλή Αργυρόπουλο εισέπλευσε στον λιμένα των Κυδωνιών (Αϊβαλί), όπου τορπίλισε και βύθισε την τουρκική κανονιοφόρο “ΤΡΑΠΕΖOΥΝΤΑ”.

Στις 20 Νοεμβρίου υπογράφηκε ανακωχή μεταξύ Τούρκων αφ’ ενός και Βουλγάρων – Σέρβων – Μαυροβουνίων αφ’ ετέρου. Η Ελλάδα δεν μετείχε στην ανακωχή επειδή ζητούσε να παραδοθούν και οι φρουρές των Ιωαννίνων, Λέσβου και Χίου, που προέβαλαν μέχρι τότε σκληρή αντίσταση. 29 Επιχειρήσεις Χίου Οι Τούρκοι απέκρουσαν την πρόταση κι έτσι η Ελλάδα έμεινε μόνη της στον πόλεμο κατά της Τουρκίας, ο δε ελληνικός στόλος συνέχισε τον αποκλεισμό των στενών του Ελλησπόντου.

Κι έρχεται η στιγμή της αναμέτρησης των 2 στόλων. Στις 3 Δεκεμβρίου του 1912 ολόκληρος ο τουρκικός στόλος επιχειρεί την πρώτη του έξοδο. Ο ελληνικός στόλος, ειδοποιημένος έγκαιρα, τον περιμένει. Συναντιούνται νότια της Ίμβρου και αρχίζει, έτσι, η ναυμαχία της Έλλης. Εκεί, τη νίκη, κυριολεκτικά, την άρπαξε ο Κουντουριώτης με ριψοκίνδυνο τακτικό ελιγμό, όταν αποσπάστηκε από τα άλλα πλοία και μόνος του όρμησε με τη μεγαλύτερή του ταχύτητα, σε υπερφαλάγγιση της εχθρικής γραμμής. Βρέθηκε ο εχθρός ανάμεσα σε δυο πυρά. Το «ΑΒΕΡΩΦ» έφτασε σε απόσταση 2.850μ. από την εχθρική παράταξη. Οι  εύστοχες ομοβροντίες του «ΑΒΕΡΩΦ», μαζί με τη θυελλώδη κίνησή του, έσπασαν το ηθικό της τουρκικής ηγεσίας. Ο εχθρικός στόλος ανάστρεψε πορεία και με αταξία κατέφυγε στα Δαρδανέλλια. Η πρώτη ελληνική νίκη στη θάλασσα είχε κερδηθεί.

Ένα μήνα μετά την ηττα στην ναυμαχία της Έλλης και έχοντας ήδη χάσει τη Μυτιλήνη και τη Χίο, ο νέος Αρχηγός του Τουρκικού Στόλου, σκέφτηκε να παρασύρει τον «ΑΒΕΡΩΦ» μακριά από τα Δαρδανέλια και τον υπόλοιπο Ελληνικό στόλο. Ως δόλωμα χρησιμοποίησε το εύδρομο «ΧΑΜΙΔΙΕ», που βγήκε νύχτα, με θύελλα, από τα στενά, χωρίς να το αντιληφθούν τα ελληνικά περιπολικά.

Το πρωί κατέπλευσε στη Σύρο και βομβάρδισε το λιμάνι της, βυθίζοντας το βοηθητικό του στόλου «Μακεδονία». Η ελληνική κοινή γνώμη αναστατώθηκε ενώ οι επιπόλαιες γραφίδες δημοσιογράφων της εποχής, έσπειραν τον πανικό (μερικά πράγματα δεν αλλάζουν). Η κυβέρνηση υπό την πίεση που της εξασκήθηκε αντέδρασε σπασμωδικά. Στάλθηκε τηλεγραφική διαταγή του υπουργού Ναυτικών, που διέτασσε το «ΑΒΕΡΩΦ» (ως το πλέον ταχύ πλοίο) να αποπλεύσει από το Μούδρο για καταδίωξη του «ΧΑΜΙΔΙΕ». Ο Κουντουριώτης απαντά : «Αδυνατώ να εγκαταλείψω κυρία αποστολή μου».

Την άλλη ημέρα ο Τουρκικός στόλος βγήκε ολόκληρος για δεύτερη φορά από τα στενά, σίγουρος ότι ο «ΑΒΕΡΩΦ» θα έλειπε προς καταδίωξη του «δολώματος». Προς μεγάλη τους όμως έκπληξη τον αντικρίζουν επικεφαλής του ελληνικού στόλου, κάτω από τη Λήμνο! Είναι 5 Ιανουαρίου του 1913. Και αυτή τη φορά οι ζημιές των τουρκικών θωρηκτών υπήρξαν ιδιαίτερα σοβαρές και ο Τουρκικός στόλος ηττημένος επανέπλευσε στον Ελλήσποντο, από όπου δεν τόλμησε να ξαναβγεί ως το τέλος του πολέμου. Ας σημειωθεί ότι, όπως και στην προηγούμενη ναυμαχία, στην τελική φάση της καταδίωξης των εχθρικών πλοίων, ο Κουντουριώτης μπροστά στον κίνδυνο να του ξεφύγει ο εχθρός άτρωτος στα στενά (λόγω της βραδύτητας των υπόλοιπων ελληνικών θωρηκτών) όρμησε ξανά μόνος σε καταδίωξή του συγκεντρώνοντας πάνω του όλες τις ομοβροντίες τους. Είναι τότε που το πυροβολικό του «ΑΒΕΡΩΦ» προξένησε τις μεγαλύτερες ζημιές στον υποχωρούντα εχθρό.

Όταν μετά τη νίκη, η μοίρα των θωρηκτών συνάχτηκε με την αρχηγίδα, το θέαμα που παρουσίαζαν τα πληρώματα ήταν ανεπανάληπτο. Οι ναύτες είχαν ξεχυθεί στα καταστρώματα, ζητωκραύγαζαν έξαλλα και τραγουδούσαν το θούριο του ναυάρχου, (Μάυρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά) ενώ η μουσική του «ΑΒΕΡΩΦ» τον παιάνιζε ακατάπαυστα. «Όλοι μας ήμαστε βουρκωμένοι και γυρίσαμε βραχνοί», είπε αυτόπτης μάρτυς.

Στις 21 Φεβρουαρίου του 1913 μετά τη νίκη στο Μπιζάνι, η πολιορκία των Ιωαννίνων παίρνει τέλος με την παράδοση από τον Εσσάτ Πασσά της πόλης στον αρχιστράτηγο και διάδοχο Κωνσταντίνο. Έχοντας επιτύχει όλους τους στρατιωτικούς της στόχους, η Ελλάδα πλέον δεν έχει λόγο να συνεχίζει μόνη της τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι, στις 17 Μαΐου του 1913, υπογράφεται η προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης στο Λονδίνο.

Το απόγευμα της 16ης Ιουνίου 1913, τα βουλγαρικά στρατεύματα επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά εναντίον των ελληνικών και σερβικών προφυλακών στο μέτωπο της κεντρικής Μακεδονίας, εγκαινιάζοντας τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο.

Κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο ο Ελληνικός Στόλος συνέχισε να διατηρεί την κυριαρχία του Αιγαίου, να μην επιτρέπει την έξοδο του τουρκικού στόλου από τα Στενά και απελευθερώνει την Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη. Στον πόλεμο ξηράς το Ναυτικό συνεισέφερε με το 29ο Ναυτικό Αποβατικό Σύνταγμα το οποίο τέθηκε στη διάθεση του Γενικού Στρατηγείου.

Η Ελλάδα βγήκε μεγαλύτερη απ’ τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους. Στην προ των πολέμων έκτασή της δεν προστέθηκε η Βόρεια Ήπειρος όπως θα της αναλογούσε, προστέθηκαν όμως, η Ήπειρος με τα Ιωάννινα, η δυτική και κεντρική Μακεδονία, περιλαμβανομένων των μεγάλων αστικών κέντρων Θεσσαλονίκης, Σερρών, Δράμας και Καβάλλας, ενώ τα σύνορα οριστικοποιήθηκαν ανατολικά επί του Νέστου ποταμού. Στη νησιωτική χώρα προστέθηκαν η Κρήτη και όλα τα νησιά του ανατολικού και βόρειου Αιγαίου εκτός των Ίμβρου και Τενέδου που παρέμειναν στην Τουρκία και των Δωδεκανήσων που κρατήθηκαν από την Ιταλία.

Στους Βαλκανικούς Πολέμους, η Ελλάδα μεγαλούργησε επειδή πρώτον, ο λαός, είχε μεγάλη θέληση για θυσίες προκειμένου να παραγματοποιήσει το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Δεύτερον, έτυχε να έχει ως ηγέτη τον μεγάλο Ελευθέριο Βενιζέλο και τον συνετό βασιλέα Γεώργιο. Στην ξηρά, ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος είχε την τύχη να έχει ως επιτελή του, τον Ιωάννη Μεταξά. Στη Θάλασσα, ο Παύλος Κουντουριώτης αποδείχθηκε άξιος της εμπιστοσύνης του Πρωθυπουργού. Και πρέπει να πούμε ότι η μεγάλη, η στρατηγική νίκη στους Βαλκανικούς Πολέμους, κερδήθηκε στη θάλασσα αφού ο ελληνικός στόλος κράτησε αδρανείς και αχρησιμοποίητες τις τουρκικές εφεδρείες στα λιμάνια της Μικράς Ασίας, τόσο απαραίτητες για τους Οθωμανούς στις κρίσιμες περιόδους του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Με την στρατηγική κίνηση του ναυάρχου Κουντουριώτη να τοποθετήσει το στόλο στην έξοδο των Δαρδανελίων, το Αιγαίο έγινε Ελληνική λίμνη.

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και παρά τον εθνικό διχασμό που μεσολάβησε, με τη συνθήκη των Σεβρών, το 1920 ολοκληρώθηκε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, η Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των 2 ηπείρων. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και τη συνθήκη της Λωζάννης, το 1923, η Ελλάδα χάνει τα εδάφη της Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας, την Ίμβρο και την Τένεδο, ενώ με το τέλος του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, παίρνει από την Ιταλία και τα Δωδεκάνησα.  Διαμορφώνεται έτσι, η σημερινή γεωπολιτική κατάσταση, με την οποία ο μεν Έβρος αποτελεί φυσικό γεωγραφικό σύνορο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, ενώ το Αιγαίο καθίσταται Ελληνική θάλασσα.

Σήμερα, το στρατηγικό αμυντικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι η ηγεσία της Τουρκίας ποτέ δεν αποδέχθηκε την κατάσταση αυτή και προωθεί δυναμικά το Στρατηγικό της όραμα το οποίο περιλαμβάνει τη γεωγραφική της επέκταση στο Αιγαίο. Παραδοσιακά, το Τουρκικό Ναυτικό είχε ως βάση του την Κωνσταντινούπολη και τη θάλασσα του Μαρμαρά. Το στρατηγικό αυτό σφάλμα το πλήρωσε ακριβά κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους αλλά και αργότερα, καθώς ο τουρκικός στόλος αποκλεινόταν στα Στενά, παραχωρώντας τη θαλάσσια κυριαρχία του Αιγαίου στην Ελλάδα. Από το 1990, που εκτός από τη ναυτική βάση της Σμύρνης και τη Στρατιά Αιγαίου, τέθηκε σε επιχειρησιακή ικανότητα η νέα ναυτική βάση του Ακσάζ, στη Μερσίνα, απέναντι από τη Ρόδο, το Ελληνικό Ναυτικό βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα σοβαρό πρόβλημα: Πώς να αναπτυχθεί, αποκτήσει και διατηρήσει το θαλάσσιο έλεγχο, με αντίπαλο ένα στόλο μεγαλύτερο σε αριθμό μονάδων, καλά συντηρημένο και εκπαιδευμένο, με καλό σύστημα διοικήσεως και ελέγχου. Το πρόβλημα γίνεται ακόμη δυσκολότερο, δεδομένων των δυνατοτήτων της τουρκικής αεροπορίας και της συνεπαγόμενης απειλής έναντι των μονάδων των ΕΔ στα νησιά και τη θάλασσα του Αιγαίου και όχι μόνο.

Τέλος, Η Τουρκία έχει κατασκευάσει ναυτική βάση ακόμα και στην Αλβανία, την οποία χρησιμοποιούν υποβρύχια και φρεγάτες του στόλου της, δείχνοντας σαφώς προς τα πού κατατείνει το στρατηγικό της όραμα.

Μέχρι σήμερα, η Ελλάδα έχει καταφέρει να διατηρήσει ικανή αποτρεπτική δύναμη έναντι ορέξεων ολοκληρωτικού πολέμου, όμως δεν έχει πετύχει την αποτροπή σημειακών κρίσεων, όπως απέδειξε η κρίση των Ιμίων. Με τη στασιμότητα που παρατηρείται την τελευταία πενταετία στη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό των οπλικών συστημάτων και μέσων των ΕΔ, δημιουργείται μεγάλη αρνητική δυναμική στη δυνατότητα αποτελεσματικής αντίδρασής μας στο εγγύς μέλλον. Για την ανατροπή της δυναμικής αυτής, πρέπει να είμαστε αποφασισμένοι για ένοπλη αντίδραση σε επιθέσεις κατά των ζωτικών μας συμφερόντων.

Άς συγκρίνουμε την σημερινή κατάσταση, με την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Στον λεγόμενο «Ατυχή Πόλεμο» του 1897,  κατατροπωθήκαμε από τους Οθωμανούς. Παρά τη χρεωκοπία και την εγκαθίδρυση του διεθνούς οικονομικού ελέγχου στην Ελλάδα, με το Μακεδονικό Αγώνα και  τις συνεχείς εξεγέρσεις στην Κρήτη, οι πολιτικές ηγεσίες και κυρίως η κυβέρνηση Θεοτόκη, φρόντισαν, παρά τις πενιχρές τότε οικονομικές δυνατότητές τους, να ενισχύσουν το στρατό και ειδικά το Στόλο, με νέες μονάδες. Μετά το κίνημα στου Γουδή, οι προετοιμασίες για τη μεγάλη αναμέτρηση εντάθηκαν, σε στρατιωτικό και σε πολιτικό επίπεδο. Η πρόσκληση του Βενιζέλου, η συνετή απόφαση του Βασιλέα Γεωργίου να του αναθέσει την Πρωθυπουργία, η επιλογή του Βενιζέλου να μην προχωρήσει σε Συντακτική, αλλά σε Αναθεωρητική Συνέλευση της Βουλής, έφεραν ομοψυχία που οδήγησε κατά τον πόλεμο, στον διπλασιασμό της Ελλάδας σε έδαφος και πληθυσμό. Συμπεραματικά, η Ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, μέχρι και το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, έδειξε μια αξιοθαύμαστη σύμπνοια και αποφασιστική επιθετικότητα για να πραγματοποιήσει ένα κοινό όραμα, τη μεγάλη ιδέα.

Σήμερα, όπως και τότε, πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι θα συνεχίσουμε να διαθέτουμε πάντα σύγχρονα μέσα επιβολής και διατήρησης θαλάσσιου ελέγχου, αν όχι θαλάσσιας κυριαρχίας, και μέσα διατήρησης αεροπορικής υπεροχής, στην ευρύτερη περιοχή επιχειρήσεων. Στους Βαλκανικούς πολέμους, αποκτήσαμε ποιοτική υπεροχή στο υλικό, με τον Αβερωφ, με το υποβρύχιο Δελφίν και με τη ναυτική αεροπορία μας. Σήμερα, τα μέσα των ΕΔ είναι μεν ακόμα ικανά επιχειρησιακά, αλλά εάν δεν ξεκινήσουν πολύ σύντομα νέες παραλαβές ανταλλακτικών και σύγχρονων συστημάτων, η δυναμική που διαμορφώνεται θα μειώσει επικίνδυνα την Ελληνική αποτρεπτική στρατιωτική ισχύ σε σχέση με την Τουρκία, η οποία προχωρά ταχύτατα σε νέους εξοπλισμούς, που θα την φέρουν σύντομα, σε θέση ναυτικής και αεροπορικής ισχύος.

Σήμερα, αντίθετα από τότε, το Αιγαίο αποτελεί Ελληνική θάλασσα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει εμείς να εξασφαλίσουμε την δυνατότητα αποτελεσματικής προστασίας κάθε νήσου και νησίδας από εδαφική επιβουλή. Για την κατάληψη από την Τουρκία των μεγάλων κατοικημένων νησιών μας, απαιτούνται επιθετικές πολεμικές επιχειρήσεις πολύ μεγάλης εκτάσεως, που δύσκολα αντέχει η Τουρκία να εκτελέσει στο σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλον, εκτός αν απαξιώσουμε εντελώς τις ένοπλες δυνάμεις μας. Στις εκατοντάδες νησίδων του Αιγαίου όμως, δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθούν φρουρές παντού. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε περίπτωση κατάληψης μικρής νησίδας, η Τουρκία ακυρώνει de facto τη συνθήκη της Λωζάνης[1] σύμφωνα με την οποία αυτή δεν έχει δικαίωμα σε καμία μικρή νήσο πέραν των 3 νμ από τις ακτές της. Αντίστοιχο τετελεσμένο από ελληνικής πλευράς δεν υπάρχει χωρίς ολοκληρωτικό πόλεμο. Δεδομένων των πιο πάνω, η μοναδική αντίδραση που απομένει στην Ελλάδα είναι η ανακατάληψη της μικρής νήσου το ταχύτερο δυνατόν, με τις ελάχιστες ανθρώπινες απώλειες και από τις δυο πλευρές. Η ενίσχυση των δυνατοτήτων ελέγχου της Θάλασσας από το Πολεμικό Ναυτικό, και των επιλογών γρήγορης ανακατάληψης μικρής νησίδας, είναι η καλύτερη εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας της νησιωτικής μας χώρας.

Πέρα από τα πιο πάνω, ως χώρα, είναι κρίσιμο να δείχνουμε με πειστικό τρόπο την αποφασιστικότητά μας για πολεμική αντίδραση σε περίπτωση κατάληψης εθνικού εδάφους. Ο κακός χειρισμός από Ελληνικής πλευράς της κρίσης των Ιμίων έδειξε διστακτικότητα ανάληψης δράσης, που  έκτοτε δεν έχει ανασκευαστεί. Αυτό από μόνο του, είναι πολύ ανησυχητικό.

Το πιο σημαντικό όμως είναι να αποκτήσουμε ένα κοινό όραμα, που να αντικαθιστά τη «Μεγάλη Ιδέα», η οποία οδήγησε τον Ελληνισμό από το 1821 και για έναν αιώνα. Σήμερα, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο συλλογικό όραμα που να το μοιράζεται μια μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνισμού. Άρα πρώτος και σημαντικότερος στόχος της Εθνικής Στρατηγικής πρέπει να γίνει η διαμόρφωση κοινού οράματος, μέσω της παιδείας στα σχολεία, στους νέους και στην κοινωνία γενικότερα.

Κατά την άποψή μου, το σημερινό αντίστοιχο της Μεγάλης Ιδέας, πρέπει να γίνει η πλήρης Ευρωπαική μας ολοκλήρωση, ο μετασχηματισμός της μετα-οθωμανικής μας κοινωνίας που προάγει αναξιοκρατία, σε σύγχρονες δομές, η δημιουργία δομών προστασίας του κοινού συνόλου από τις συντεχνίες, η αλλαγή της σχέσης κράτους – πολίτη, που ζημιώνει και τις δυο πλευρές, η αποτελεσματικότερη λειτουργία του κράτους, η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών, η πάταξη της γραφειοκρατίας και η αξιοκρατία παντού, και τέλος η προαγωγή στα σχολεία της αγάπης και περηφάνειας για την πατρίδα και η εμπιστοσύνη στο μέλλον μας ως ισχυρού γεωστρατηγικού παίκτη στην Νοτιοανατολική άκρη της Ευρώπης.


[1] Η συμφωνία της Λοζάνης του 1923 επικυρώνει την παραχώρηση των νήσων του Αιγαίου στην Ελλάδα και κυρίως με το άρθρο 12 αυτής, προβλέπει ότι ,στην Τουρκία ανήκουν μόνο οι νήσοι που βρίσκονται σε μικρότερη απόσταση των 3 μιλίων από τις ασιατικές ακτές, ενώ στο ‘άρθρο 16 αυτής προβλέπεται ότι η Τουρκία παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος της πάσης φύσεως επί των εδαφών και εν σχέσει προς τα εδάφη, τα οποία κείνται πέραν των προβλεπομένων υπό της παρούσης συνθήκης ορίων ,δηλ. των τριών μιλίων από τις ασιατικές ακτές, τουτέστιν των πάσης φύσεως νήσων η νησίδων καθώς και του βυθού της θαλάσσης και νυν υφαλοκρηπίδας ,γιατί πέραν αυτών, arcumentum a contrario, αρχίζει το imperium της Ελλάδος, η Ελληνική κυριαρχία. 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ