Η Γερμανία διαθέτει μία οικονομία απόλυτα προσαρμοσμένη τόσο στην ζήτηση των αναδυόμενων χωρών για βιομηχανικό εξοπλισμό, όσο και σε αυτήν των αναπτυγμένων για υψηλής ποιότητος διαρκή καταναλωτικά αγαθά –και από την προσαρμογή αυτή, μύρια έπονται.

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου*.

Στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, οι Γερμανοί κυβερνώντες, επιχειρηματίες, τραπεζίτες και συνδικαλιστικοί ηγέτες διαθέτουν τα πληρέστερα και περισσότερο ενημερωμένα δίκτυα πληροφοριών. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Γερμανός οικονομικός αναλυτής Χέλμουτ Χέτζελ, «μέσα από την προωθημένη δικτύωσή της η γερμανική ελίτ παρακολουθεί σε όλα τα επίπεδα ποιες κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές πραγματοποιούνται παγκοσμίως και ανάλογα μεταβάλλει και τον τρόπο με τον οποίο παρατηρεί την πραγματικότητα. Συνεπώς, μπορούν και προβλέπουν γεωπολιτικές και γεωοικονομικές εξελίξεις πολύ πιο γρήγορα και αποτελεσματικά από τις ελίτ άλλων χωρών. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα».

Πράγματι, η πρώτη εξαγωγική δύναμη στην Ευρώπη και η τρίτη στον κόσμο είναι σήμερα ο πρώτος προμηθευτής της Κίνας, της Βραζιλίας και της Ρωσίας σε μηχανολογικό εξοπλισμό, με τεράστια διαφορά από άλλες ανταγωνίστριες χώρες. Όμως, αυτή η εντυπωσιακή γερμανική επίδοση έχει την προϊστορία της, την οποία και αξίζει να δει και να αναλύσει κανείς από πιο κοντά.

Ήταν το 2000 όταν η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, διαβάζοντας μία έκθεση των γερμανικών υπηρεσιών οικονομικής και βιομηχανικής πληροφόρησης, διαπίστωνε ότι στην Κίνα θα πραγματοποιούνταν για την περίοδο 2000-2005 περί τα 900 δισεκατ. δολλάρια βιομηχανικές επενδύσεις, οι οποίες θα συνοδεύονταν και από θεαματικά έργα υποδομής. Η προοπτική αυτή σήμαινε ότι η γερμανική βιομηχανία μηχανών και μηχανολογικού εξοπλισμού, στην οποία σήμερα απασχολούνται 1,2 εκατομμύρια άτομα, θα μπορούσε να καλύψει ένα γερό κομμάτι της ζήτησης –αν, βεβαίως, πέρα από την φήμη της, διατηρούσε και την ανταγωνιστικότητά της.

Έτσι, σε συνεννόηση με τις υπεύθυνες συνδικαλιστικές ηγεσίες, η κυβέρνηση Σρέντερ εφάρμοσε ένα σημαντικό πρόγραμμα λιτότητας, με αποτέλεσμα έως το 2008 οι Γερμανοί μισθωτοί να απωλέσουν 3% της αγοραστικής τους δύναμης συνολικά –όταν οι Γάλλοι κέρδιζαν 7%, οι Ιρλανδοί 21%, οι Έλληνες 15%, οι Ισπανοί 13% και οι Πορτογάλοι 10%. Την ίδια περίοδο, οι δημόσιες δαπάνες στην Γερμανία αυξάνονταν 9% σε όγκο, αλλά εκρήγνυνταν στην Ιρλανδία με +88%, στην Ελλάδα με +42%, στην Ισπανία με +35% και με +17% κατά μέσον όρο στην ευρωζώνη, όπως και στην Γαλλία.

Γίνεται λοιπόν σαφές με βάση τους αριθμούς αυτούς ότι οι Γερμανοί –οι οποίο το 1997 με χίλια ζόρια αποφάσιζαν να καταργήσουν το μάρκο– πολύ δύσκολα αποδέχονται να βοηθήσουν χώρες χωρίς αυτές να έχουν γνωρίσει αυστηρά μέτρα λιτότητας. Πόσω μάλλον όταν η γερμανική κοινή γνώμη έχει πεισθεί ότι χάρη στην λιτότητα που γνώρισε μπορεί σήμερα η Γερμανία να εμφανίζει μια υγιή οικονομία με υψηλές επιδόσεις. Είναι δε δυσκολότερο να εξηγήσει κανείς στον Γερμανό πολίτη ότι, το αν η λιτότητα την οποία γνώρισε δεν είχε οδυνηρές συνέπειες γι αυτόν, εν μέρει οφείλεται και στο γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι του Νότου υπερχρεώθηκαν –ασφαλώς για να καταναλώνουν περισσότερο, όμως όχι μόνον δικά τους προϊόντα αλλά και ακριβά γερμανικά. Για παράδειγμα, μπορεί η Ελλάδα να αντιπροσωπεύει συνολικά το 2,8% των γερμανικών εξαγωγών, ωστόσο αντιπροσωπεύει υπερτριπλάσιο ποσοστό στο πελατολόγιο της Mercedes, της BMW και γενικά της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας.

Δεν χωρά καμμία αμφιβολία ότι, για να διορθωθούν οι ανισορροπίες που αυξητικά δημιουργήθηκαν από το 2000 και μετά, είναι αναγκαία η λήψη και εφαρμογή σοβαρών μέτρων προσαρμογής. Είναι όμως εξίσου βέβαιον ότι η υπερβολική λιτότητα διακυβεύει τόσο το μέλλον της ευρωζώνης όσο και την μελλοντική πορεία της γερμανικής οικονομίας. Μία γενικευμένη ύφεση στην ευρωζώνη κάθε άλλο παρά εξυγιαντική θα είναι για τα δημόσια οικονομικά των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Ακόμα χειρότερα, θα μπορούσε να προκαλέσει την έκρηξη της ευρωζώνης. «Μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε την Γερμανία –για τρίτη φορά, αλλά με ειρηνικά μέσα σήμερα– να προκαλέσει την διάλυση της ευρωπαϊκής τάξης», έγραψε ο Γερμανός πρώην υπουργός Εξωτερικών κ. Γ.Φίσερ.

Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να επισημάνουμε και τον ρόλο του γερμανικού κοινωνικού κράτους στην οικονομική λειτουργία της χώρας. Ως γνωστόν, στην χώρα του Γκαίτε οι εργασιακές σχέσεις διέπονται σε μέγιστο βαθμό από τον θεσμό της συναπόφασης ή της συνδιαχείρισης. Στην περίοδο λοιπόν της σοσιαλδημοκρατικής λιτότητας, χάρη στις συμφωνίες των εκπροσώπων της εργασίας με τα εργοδοτικά όργανα, η μαζική χρήση της τμηματικής ανεργίας και της μείωσης του χρόνου εργασίας στους κόλπους των επιχειρήσεων, η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και η συνολική ζήτηση, διατηρήθηκαν σε ικανοποιητικά επίπεδα, χωρίς να υπάρχει ανάγκη μαζικής προσφυγής στην δημόσια δαπάνη.

Έτσι, το 2009, την ώρα που η Ισπανία έχανε 1,3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και η Γαλλία 280.000, με υψηλό δημόσιο κόστος, η Γερμανία επανεκκινούσε την οικονομία της χωρίς απολύσεις και πρόσθετα επιμορφωτικά μέτρα για τους μισθωτούς. Αντίθετα, πολλές γερμανικές επιχειρήσεις αναζητούσαν ταλέντα στις ευρωπαϊκές αγορές, με αποτέλεσμα από το 2008 μέχρι σήμερα να έχουν απορροφήσει περί τους 20.000 επιστήμονες, ερευνητές και ειδικούς στην ψηφιακή οικονομία και την κοινωνική δικτύωση.

Επίσης, ρίχνοντας ειδικό βάρος στις αναδυόμενες οικονομίες, οι γερμανικές εξαγωγές κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και υψηλής φήμης διαρκών αγαθών παρουσιάζουν άνοδο 16% την τελευταία τριετία, με πρώτο πελάτη των γερμανικών επιχειρήσεων την Κίνα. «Η Κίνα», μάς είπε ο σύμβουλος επιχειρήσεων Κουρτ Γκέρκινς, «μέχρι το 2020 θα έχει μία μεσαία τάξη που θα αντιπροσωπεύει 360 εκατομμύρια ανθρώπους με εισόδημα άνω των 26.000 δολλαρίων ετησίως. Πρόκειται για θεαματική εξέλιξη, ακόμα και αν οι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας πέσουν κάτω από το 5% τον χρόνο. Οι Κινέζοι εκτιμούν πάρα πολύ τα γερμανικά αυτοκίνητα και λοιπά διαρκή αγαθά της βιομηχανίας μας και μπορούν να αποτελέσουν ένα καταναλωτικό κοινό αντίστοιχο του σημερινού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπό αυτή την έννοια, το γερμανικό εξαγωγικό μάρκετινγκ διαφοροποιείται και επαναπροσανατολίζεται…». Όντως, το γερμανικό μάρκετινγκ επαναπροσανατολίζεται –και αυτό μόνον χαμόγελα ευτυχίας δεν προκαλεί στους σκληρούς ανταγωνιστές του Made in Germany. Οι λόγοι είναι προφανείς.

 

Γερμανία και κρίση

Γίνονται δε προφανέστεροι αν μελετήσει κανείς τα οφέλη που η γερμανική οικονομία –θεωρητικά, για την ώρα– αποκομίζει από την κρίση της ευρωζώνης. Μια κρίση, βέβαια, που προκλήθηκε αρχικά εκτός ευρωζώνης, αλλά μέσω Ελλάδος μεταδόθηκε σε αυτήν. Με αφορμή την κρίση αυτή, τα επιτόκια έπεσαν σε χαμηλά επίπεδα για την Γερμανία, η οποία θεωρείται καταφύγιο. Με 1,37% για τους δεκαετείς τίτλους της τον περασμένο Ιούλιο και με 2,8% μέσο πληθωρισμό στην ευρωζώνη τελικά οι επενδυτές πληρώνουν την Γερμανία για να έχει το δικαίωμα να κατακρατά το χρέος της!

Έτσι, από το 2008 το γερμανικό κράτος εξοικονόμησε 70 δισεκατ. ευρώ στους τόκους που έπρεπε να καταβάλλει στους δανειστές του και, από 55 δισεκατ. ευρώ που το Βερολίνο δεσμεύτηκε να δανείσει στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας, τελικά δεν δανείζει τίποτα από την τσέπη του. Αντιθέτως, ίσως έχει και κέρδος, αν κάποια στιγμή το χρέος αυτό αποπληρωθεί –πράγμα μάλλον απίθανο για την Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, η επενδυτική εμπιστοσύνη προς την Γερμανία επιτρέπει στις σημερινές συνθήκες στον Γερμανό καταναλωτή να χρεώνεται δανειζόμενος με επιτόκιο 5,3%, έναντι του 10% του Ισπανού ομολόγου του και 6,6% του Γάλλου. Αυτό υποστηρίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τονίζοντας ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις μπορούν για ένα έτος να δανείζονται με επιτόκιο 2,2%, έναντι 5,8% στην Ελλάδα και 3,6% στην Ιταλία.

Την ίδια στιγμή, η κρίση κατεβάζει και την ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολλαρίου, γεγονός ευνοϊκότατο για την γερμανική βιομηχανία, η οποία εκτός ευρωζώνης εξάγει το 26% της παραγωγής της, έναντι 12% της Γαλλίας, 12% της Ιταλίας, 10% της Ισπανίας και 6% της Ελλάδας. Συνεπώς, η πτώση της ισοτιμίας ευρώ-δολλαρίου «τιμωρεί» τις χώρες που εξάγουν λίγο εκτός ευρωζώνης αλλά αντιθέτως εισάγουν πολύ, ιδιαιτέρως πετρέλαιο και φυσικό αέριο που τιμολογούνται σε δολλάρια.

Όλες αυτές οι πτυχές της γερμανικής οικονομίας συνδέονται αναμφίβολα με τις αποτελεσματικές οικονομικές πολιτικές που ακολουθούνται στην χώρα και είναι σαφές ότι θα έπρεπε να γίνουν ευρύτερα γνωστές και στον γερμανικό λαό. Δυστυχώς, όμως, αυτό μόλις προσφάτως άρχισε να συμβαίνει. Αρκετοί Γερμανοί συνειδητοποιούν έτσι ότι η Γερμανία πρέπει να στηρίξει την ευρωζώνη γιατί αυτό ενισχύει και την γερμανική οικονομία. Βεβαίως δε, η στήριξη αυτή δεν πρέπει να γίνεται ερήμην της δημοσιονομικής πραγματικότητας και στις άλλες χώρες οι οποίες, χάρη στην ευρωζώνη, από το 2002 έως το 2009 πολλά μπορούσαν να πετύχουν αν ήθελαν να ευθυγραμμίσουν τις οικονομίες τους με τους κανόνες της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

Το σκηνικό ωστόσο σήμερα αλλάζει μετά την τελευταία θετική απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου της Καρλσρούης, που ασκεί –και δικαίως– σημαντικό ρόλο στα γερμανικά πολιτικά πράγματα. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, έστω και υπό κάποιους όρους, έχει την δυνατότητα να παίξει καθοριστικό ρόλο στο πεδίο της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, υπό συνθήκες περισσότερης διαφάνειας. Πιθανότατα δε η απόφαση αυτή, που ενισχύει την συνοχή και επιβίωση της ευρωζώνης, να υπαγόρευσε και την απόφαση της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed) για περαιτέρω ποσοτική χαλάρωση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, μπορεί ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα να εύχεται την διατήρηση της ευρωζώνης και του ευρώ, πλην όμως δεν την θέλει ούτε πολύ ισχυρή ούτε ανταγωνιστικότερη του δολλαρίου και της αμερικανικής παραγωγής. Το ευρώ με ισοτιμία ένα-προς-ένα με το δολλάριο είναι πρόβλημα για τις ΗΠΑ και δώρο για την Γερμανία και την ευρωζώνη. Και αυτή την «λεπτομέρεια» οι εγχώριοι γερμανοφάγοι την «ξεχνούν» στην σπουδή τους να «πουλήσουν» επίπεδο αντιγερμανισμό.

 

*O Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος πραγματοποίησε τις γυμνασιακές του σπουδές διαδοχικά, στη Σχολή Μπερζάν, στο Λεόντειο Λύκειο και στο Αρέθειο. Στη συνέχεια, σπούδασε στο Βέλγιο Οικονομικές και Εμπορικές Επιστήμες εφαρμοσμένες στις υπό ανάπτυξη χώρες. Πτυχιούχος του Πανεπιστημιακού Κέντρου της Μονς, παρακολούθησε, επίσης, στα πανεπιστήμια της Λιέγης, της Λίλλης και των Βρυξελλών, Πολιτική Οικονομία και Κοινωνιολογία, Δημοσιογραφία και Τεχνικές Επικοινωνίας, Φιλοσοφία και Οικονομική των Επιχειρήσεων. Με τη δημοσιογραφία ασχολήθηκε το 1956, σαν συνεργάτης της “Αθλητικής Ηχούς” και του “Νεολόγου Πατρών”. Το 1963 προσελήφθη ως συντάκτης στον “Οικονομικό Ταχυδρόμο” και το “Οικονομικό Βήμα” και από το 1966 υπήρξε ανταποκριτής τους στο Βέλγιο. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1977 και ξανάρχισε τη συνεργασία του με τον “Οικονομικό Ταχυδρόμο” στο τέλος της ίδιας χρονιάς. Συνεργασία που σταμάτησε τον Ιούλιο του 2004, με αφορμή τη διακοπή της κυκλοφορίας του περιοδικού. Στην πολυετή σταδιοδρομία του συνεργάστηκε με τις εφημερίδες “Ελεύθερος Τύπος”, “Απογευματινή”, “Τύπος της Κυριακής”, “Πελοπόννησος” της Πάτρας, “Μακεδονία”, “Θεσσαλονίκη”, κ.α. Όπως επίσης και με τα γνωστά περιοδικά “Status”, “Manager”, “Retail”, κ.α. Σήμερα αρθρογραφεί στις εφημερίδες “Εστία”, “Ναυτεμπορική”, “Κόσμος Σαββατοκύριακο” και “Βήμα της Αιγιαλείας”. Επιμελείται την εκπομπή “Δρόμοι της Ανάπτυξης” της Ελληνικής Εταιρείας Διοικήσεως Επιχειρήσεων στο Κανάλι 10/ Sbc και είναι σύμβουλος της εκπομπής “Καρριέρα: Πού;” στο ίδιο τηλεοπτικό κανάλι. Είναι επίσης επίτιμος διεθνής πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων, πρόεδρος του ελληνικού της τμήματος και μέλος της ΔΣ της Ένωσης Συντακτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Έχει βραβευθεί με 42 ελληνικά και διεθνή δημοσιογραφικά βραβεία και είναι Ιππότης της Τιμής της Γαλλικής και της Ουγγρικής Δημοκρατίας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ