Μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο Λουκάς Αξελός ο οποίος διευθύνει από την ίδρυσή τους τις εκδόσεις “Στοχαστής” (1969) και το περιοδικό “Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου Έρευνας και Κριτικής” (1980).

Συνέντευξη του Λουκά Αξελού στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.

Ο Λουκάς Αξελός από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τα γράμματα και το βιβλίο και διευθύνει από την ίδρυσή τους τις εκδόσεις “Στοχαστής” (1969) και το περιοδικό “Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου Έρευνας και Κριτικής” (1980). Επιμελήθηκε, σχολίασε και προλόγισε αρκετά βιβλία Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Στο συγγραφικό πεδίο οι έρευνές του έχουν επικεντρωθεί σε τρεις άξονες: Στην παρουσίαση και ανάδειξη ορισμένων προσωπικοτήτων, που αποτέλεσαν σταθμό στην διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην νεότερη Ελλάδα, στην μελέτη του Κυπριακού Ζητήματος και στην ανάλυση της εκδοτικής δραστηριότητας και της κίνησης των ιδεών στην Ελλάδα από την δεκαετία του 1960 ως τις μέρες μας. Ταυτόχρονα, έχει ασχοληθεί με την κριτική και έχει δημοσιεύσει αρκετά δοκίμια, μελέτες, άρθρα και ποιήματα σε διάφορα βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες.

Ερ: «Γράφουμε όταν έρχεται η νύχτα. Τις ώρες της λευκής μοναξιάς, όταν μια λέξη ανώνυμη τονίζει την σιωπή της». Τόσο οι στίχοι του ποιήματός σας αυτού, όσο και ο τίτλος της συλλογής «Ταξίδι στη Νύχτα», έχουν ένα κοινό σημείο αναφοράς: τη νύχτα. Αλήθεια, σε τι οφείλεται η επιλογή σας αυτή;

Απ:  Ένας αγαπημένος μου ποιητής έχει γράψει: «αλήθεια σε τι σκοτεινούς καιρούς ζω». Συμμερίζομαι και βιώνω την παραπάνω αλήθεια. Αναγκαστική, λοιπόν, είναι η επιλογή μας να πορευόμαστε στα σκοτεινά. Πέραν αυτών, και «πρακτικά», η νύχτα είναι ίσως ο μόνος χρόνος που μας βοηθάει να ξεφύγουμε από τον έλεγχο και την χειραγώγηση της «ημέρας», προσφέροντάς μας την δυνατότητα σε ένα ελεύθερο ταξίδι στο κέντρο της γης αλλά και του εαυτού μας.

Ερ: Η ποιητική συλλογή «Ταξίδι στη Νύχτα», εκδόσεις Στοχαστής, εκδόθηκε πρώτη φορά το 1986. Μετά από είκοσι οκτώ χρόνια επανεκδόθηκε. Τι μεσολάβησε από εκείνο το ταξίδι στην ποίησή σας;

Απ: Αυτό που μεσολάβησε από το 1986 (παραμονές της κατάρρευσης του 1989) ήταν ένα πραγματικό ταξίδι στη νύχτα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, που με οδήγησε το 2000 στην έκδοση του «Σκοτεινού Περάσματος», μιας συλλογής που συμπύκνωνε τα μέχρι τότε τριάντα χρόνια δύσκολης διαδρομής, την βασανιστική πορεία σε ένα έρημο και λεηλατημένο αξιακά τοπίο.

Ερ: Μαζί με την συλλογή «Ταξίδι στη Νύχτα», που επανεκδώσατε, εκδώσατε και την «Τελευταία Πατρίδα». Δεν είναι συμβολικός ο τίτλος; Εσείς χρησιμοποιείτε τον συμβολισμό στην ποίησή σας;

Απ: Η αλήθεια είναι ότι προσπαθώ ώστε όλοι οι τίτλοι των βιβλίων μου, να εκφράζουν και να είναι στενά συναρτημένοι, με το όποιο περιεχόμενο του έργου. Υπ’ αυτήν την έννοια οι τίτλοι των συλλογών μου ανεξάρτητα από τον συμβολισμό τους είναι και κυριολεκτικοί. Όσον αφορά την χρήση του συμβολισμού, η απάντησή μου μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: ο συμβολισμός γενικά, αλλά και ο συμβολισμός ως ξεχωριστό ποιητικό ρεύμα είναι κάτι που ιδιαίτερα με έλκει και με συγκινεί. Αυτό το ξέρω. Αυτό που δεν ξέρω είναι αν μπορώ και να το αποτυπώσω στους στίχους μου.

Ερ: Το πρώτο σας βιβλίο ποίησης το εκδώσατε το 1981. Από τότε έχετε παραμείνει εραστής της τέχνης της ποίησης. Ποιες είναι οι θυσίες που πρέπει κάποιος να κάνει για να εξακολουθεί να γράφει ποίηση;

Απ: Μπαίνω στον πειρασμό να σας απαντήσω με ένα περί ποιήσεως ποίημά μου:
ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ
«Η ποίηση δεν είναι ένα πλούσιο τραπέζι/γεμάτο εξαίσια εδέσματα·/δεν είναι ένα γοργοτάξιδο   καράβι/προορισμένο να διασχίσει πλησίστιο/θάλασσες και ωκεανούς·/δεν είναι -καν- τα υψηλά τείχη/που έδωσαν ζωήν αιώνων/σε πόλεις με λαμπρούς πολιτισμούς./ Η ποίηση είναι απλή/σαν το σπουργίτι που έρχεται στο τζάμι μας·/επισκέπτεται αρκετούς,/όμως συμβόλαια διαρκείας υπογράφει μόνο κατ’ εξαίρεσιν/και ουδέποτε αποκλειστικά.»
Όσον αφορά τις θυσίες, το ζήτημα πέραν της τεχνικής του διάστασης έχει και μιαν ουσιαστική. Ο αυθεντικός ποιητής υπερασπίζεται την τέχνη της ποιήσεως μέχρι τέλους, μέχρι τον θάνατό του, την σιωπή δηλαδή στον βαθμό που θα αντιληφθεί ότι ποιητικά έχει πεθάνει.

Ερ:  Πρέπει να διαβάζει ποίηση ο ποιητής;

Απ: Τόση όση και η καθημερινή του τροφή. Δεν έχει τύχει να γνωρίσω κανένα ζώντα που να μην τρώει. Δεν έχω γνωρίσει κανένα αυθεντικό ποιητή που να μην διάβασε ή άκουσε στίχους στην ζωή του.

Ερ: Ποια είναι η κατάσταση στον εκδοτικό χώρο για την ποίηση;

Απ: Είμαστε λαός με μια τεράστια ποιητική παράδοση. Και προφανώς δεν αναφέρομαι μόνο στον Όμηρο και στην Σαπφώ. Το βάρος της ποιήσεως, «του ποιητικού χώρου», στο καθόλου συγγραφικό-εκδοτικό τοπίο ήταν και είναι ισχυρό. Ως εκ τούτου, η τύχη του είναι ευθέως συνδεδεμένη με την σκληρή δοκιμασία που υφίσταται το σύνολο του γραπτού λόγου και ευρύτερα η γλώσσα και ο πολιτισμός μας, ιδιαίτερα στα «χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα [που] είθισται να δολοφονούν τους ποιητές [και όχι μόνον]».

Ερ: Εσείς έχετε γράψει ιστορικά βιβλία, είσαστε εκδότης αλλά και ποιητής. Ποια από τα τρία θα θέλατε να έχετε σαν αναφορά ως προς το έργο σας;

Απ: Κοιτάξτε είμαι ένας άνθρωπος της «παλιάς σχολής». Όραμά μου είναι ο αριστοτελικός-αναγεννησιακός τύπος διανοούμενου. Μην ξεχνάτε ότι θεωρώ τον εαυτό μου μαθητή του Ρήγα Βελεστινλή, ενός κατεξοχήν αναγεννησιακού τύπου διανοούμενο. Αν τον Ρήγα σφραγίζει αξεδιάλυτα η ιδιότητα του συγγραφέα και του στιχουργού, το ίδιο θα ευχόμουν να ίσχυε και για την όποια δική μου δουλειά.

Ερ: Ο Γκράμσι γράφει ότι «Πρέπει να στηριζόμαστε στον εαυτό μας και στις δικές μας δυνάμεις». Σε μια εποχή που η χώρα αντιμετωπίζει πάμπολλα προβλήματα δεν είναι προφητική η φράση του Ιταλού διανοητή;

Απ: Ο Γκράμσι και -φυσικά- δεν είναι ο μόνος, με απαράμιλλο τρόπο, προτάσσει και αναλύει την υπ’ αρ.1 και κατά την γνώμη μου προϋπόθεση του οποιουδήποτε χειραφετιτικού εγχειρήματος. Ως εκ τούτου, λίγη σημασία έχει αν η φράση του ήταν προφητική. Σημασία έχει ότι στην σημερινή μνημονιακή Ελλάδα της απόλυτης εθελοδουλείας, η πρόταξη του Γκράμσι δεν είναι απλώς χρήσιμη, ούτε μόνο αναγκαία, είναι η μόνη προϋπόθεση για να αποκτήσει ο αγώνας απελευθερωτικό – αυτοδιαθεσιακό περιεχόμενο.

Ερ:  Σπουδαίο βιβλίο είναι αυτό που μας βοηθά να αποκτήσουμε συνείδηση του εαυτού μας. Ποια όμως είναι η σχέση μας, ως λαού, με τα βιβλία αλλά και την Ιστορία;

Απ: Κοιτάξτε· παρ’ όλα τα στραβά, τα κενά, τις αντιφάσεις και τις υπερβολές δεν «είμεθα ανιστόρητοι θαρρώ». Ο ελληνικός λαός έχει, παρά τα αμφιλεγόμενα και ανακόλουθα στοιχεία, μια συνείδηση της Ιστορίας, της Ιστορίας του, ανεξάρτητα από το ότι αυτό δεν ενισχύεται από την απαραίτητη γνωσιολογική επάρκεια. Υπ’ αυτήν την έννοια ως ιστορικός λαός ή ως λαός με ιστορικό έρμα, δεν έχουμε ακόμα τουλάχιστον μετατραπεί σε αντικείμενο της Ιστορίας.

Ερ: Ποια είναι τα κριτήριά σας, που πρέπει να έχει ένας συγγραφέας για να εκδώσει το έργο του στον εκδοτικό οίκο Στοχαστής;

Απ: Δύο και μόνο είναι τα κριτήριά μας. Το πρώτο αφορά την αισθητική πλευρά. Ανήκουμε στην σχολή εκείνη που πιστεύει ότι: «Δεν τεντώνει στον καθένα την χορδή του ο Απόλλωνας». Επομένως οτιδήποτε «καλό» και να λέει ένα έργο που -κατά την γνώμη μας πάντα- είναι ανεπαρκές αισθητικά, δεν το εκδίδουμε. Το δεύτερο έχει να κάνει με την «ιδεολογία του έργου». Σταθερά προσανατολισμένος στον Διαφωτισμό και το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης ο «Στοχαστής» δεν εκδίδει έργα συγχρόνων με ολοκληρωτικό ή ρατσιστικό περιεχόμενο. Τονίζω των σύγχρονων συγγραφέων και αυτό αφορά μόνον τα δικά μας κριτήρια, όντας αντίθετοι σε κάθε είδους λογοκρισία. Όσον αφορά τα έργα των «παλιών», αυτό δεν είναι θέμα του «Στοχαστή» αλλά της ιστορίας να κρίνει αν ο Τοκβίλ λ.χ. είναι «προοδευτικός» ή «αντιδραστικός». Εμείς πάντως, καίτοι δηλωμένοι αφετηριακά αριστεροί, τον διαβάσαμε, τον εκδώσαμε και εξακολουθούμε να τον εκτιμούμε.

Ερ: Αν και είσαστε μικρός εκδοτικός οίκος έχετε κερδίσει την εκτίμηση των συγγραφέων αλλά και του αναγνωστικού κοινού. Σας φτάνει μόνο αυτό;

Απ: Δεν ξέρω αν φτάνει ή όχι. Θα σας δώσω μια έμμεση απάντηση που αφορά το «Σας φτάνει μόνο αυτό;» μέσω μιας διασκευής του Ταό, που έκανε ένας παλιός φίλος ποιητής πριν χρόνια: «Φάε το ψωμί σου πιες το κρασί σου/και κάτσε ήσυχα σε μια γωνιά./Μην εξαντλείς την καλοσύνη των άλλων./Αν θες πάλι να δώσεις και συ ένα χέρι/κάντο χωρίς φασαρία/και μην ξεχνάς./Όταν τελειώσει η δουλειά αποτραβήξου/έτσι που όλος ο κόσμος να λέει/ “Έγινε η δουλειά μοναχή της”».

Ερ:  Επειδή ρωτώντας τον… ειδικό για την ειδικότητά του, μπορεί κανείς να εκμαιεύσει τις πιο «σοφές». συμβουλές. Ποια βιβλία, λοιπόν, που εσάς προσωπικά σας σφράγισαν, θα προτείνατε στους αναγνώστες μας ως πολύτιμα για τον πνευματικό-αξιακό τους εξοπλισμό;

Απ: Επιγραμματικά και με το βλέμμα στραμμένο αποκλειστικά στο παρελθόν, αυτή είναι η  πρότασή μου, με δυο λόγια, για το «ισόγειο» της πολυκατοικίας. Στην λογοτεχνία: τον Μόμπι Ντικ του Μέλβιλλ, τους Αδερφούς Καραμαζώφ του Ντοστογιέφσκι, την Αισθηματική Αγωγή του Φλωμπέρ, το Δέκα του Καραγάτση, το Τρίτο Στεφάνι του Ταχτσή και φυσικά όλο τον Παπαδιαμάντη. Στην ποίηση: τα Ποιήματα του Μπωντλαίρ, τα Cantos του Πάουντ, την Έρημη Χώρα του Έλιοτ, τις Ωδές του Κάλβου, τα Ποιήματα του Καβάφη και του Σικελιανού. Στο δοκίμιο: την Ιστορία του Θουκυδίδη, τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι, την τριλογία του Μαρξ (Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, 18η Μπυμαίρ, Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία), την Δημοκρατία στην Αμερική του Τοκβίλ, τις Αναμνήσεις ενός Επαναστάτη του Βίκτορ Σερζ και φυσικά όλο τον Γκράμσι.

AXELOS-VIVLIOΕρ: Έχετε επισκεφτεί την Άρτα δύο φορές. Ποιες είναι οι μνήμες σας και τι σας αρέσει από την πόλη μας;

Απ: Οι μνήμες μου είναι έντονες και θετικές. Η Άρτα, μ’ όλες τις αρνητικού χαρακτήρα πολεοδομικές παρεμβάσεις, που βρίθουν ανά την Ελλάδα, παραμένει μια ωραία ελληνίδα επαρχιακή πόλη, όπου το σύγχρονο και η παράδοση «περπατούν» στους δρόμους της και αυτό εμένα με γοητεύει.

elliniki gnomi.gr

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ