Μιλά σήμερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο κ. Ξενοφών Κοντιάδης ο οποίος είναι Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και Πρόεδρος Δ.Σ. – Επιστημονικός Διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη

«Ίσως ακόμη πιο κρίσιμες για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αποδειχθούν οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, που θα πραγματοποιηθούν στα τέλη Απριλίου και, αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, θα σημάνουν καθαρή νίκη των σοσιαλιστών, άρα την αποσύνθεση του γαλλογερμανικού άξονα Μερκοζί.  Η λύση στο ελληνικό πρόβλημα, που αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου της ελλειμματικής οικονομικής και νομισματικής αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη, δεν μπορεί να προέλθει από καμιά ελληνική κυβέρνηση. Μόνο ο ανασχεδιασμός της ενωσιακής πολιτικής απέναντι στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους συνιστά ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση, με την ενίσχυση της αναδιανομής και της αλληλεγγύης στην Ευρωζώνη, κατευθύνοντας κεφαλαιακές ροές από τα πλεονασματικά στα ελλειμματικά κράτη». Αυτά δηλώνει σήμερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο κ. Ξενοφών Κοντιάδης ο οποίος είναι Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών (με έδρα την Κόρινθο) του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και Πρόεδρος Δ.Σ. – Επιστημονικός Διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου με έδρα την Αθήνα.  Το Μάρτιο του 2010 εκλέχθηκε Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Από τον Νοέμβριο του 2008 είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Institute for European Constitutional Sciences (Hagen – Γερμανία).  Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Μόναχο. Η διδακτορική του διατριβή είχε ως αντικείμενο τη συνταγματική κατοχύρωση του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Τα επιστημονικά-ερευνητικά του ενδιαφέροντα εντοπίζονται στο πεδίο του Δημοσίου Δικαίου και των Δημόσιων Πολιτικών, ενώ σημαντικό τμήμα του έργου του είναι αφιερωμένο σε θέματα κοινωνικής διοίκησης και θεσμών κοινωνικής προστασίας.

Η συνέντευξη

Πού οδηγείται κατά τη γνώμη σας η ελληνική οικονομία μετά τη νέα δανειακή σύμβαση; Υπάρχουν ελπίδες για μια ανάκαμψη της οικονομίας;


«Η επιτυχής ολοκλήρωση του PSI δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε απόγνωση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης το 2011 ήταν -7,5% και για το 2012 αναμένεται να ξεπεράσουν το -5%. Το μόνο που μας επιτρέπεται να προσδοκούμε είναι να μη χειροτερεύσουν περισσότερο οι συνθήκες διαβίωσης. Όμως, ελάχιστοι πιστεύουν ότι δεν έρχονται ακόμη χειρότερες μέρες. Στην πραγματικότητα, η μόνη εύλογη ελπίδα σήμερα είναι ότι το τέλος της μακράς νύχτας μέσα στην ύφεση, τη διογκούμενη ανεργία, την κατάρρευση εισοδημάτων και την εντεινόμενη εγκληματικότητα θα έρθει συντομότερα από ό,τι προδικάζουν οι οικονομικές αναλύσεις και το χρονοδιάγραμμα μείωσης του δημόσιου χρέους, που με βάση το αισιόδοξο σενάριο τοποθετείται σε περίπου μια δεκαετία. Ίσως ακόμη πιο κρίσιμες για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αποδειχθούν οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, που θα πραγματοποιηθούν στα τέλη Απριλίου και, αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, θα σημάνουν καθαρή νίκη των σοσιαλιστών, άρα την αποσύνθεση του γαλλογερμανικού άξονα Μερκοζί. Η λύση στο ελληνικό πρόβλημα, που αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου της ελλειμματικής οικονομικής και νομισματικής αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη, δεν μπορεί να προέλθει από καμιά ελληνική κυβέρνηση. Μόνο ο ανασχεδιασμός της ενωσιακής πολιτικής απέναντι στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους συνιστά ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση, με την ενίσχυση της αναδιανομής και της αλληλεγγύης στην Ευρωζώνη, κατευθύνοντας κεφαλαιακές ροές από τα πλεονασματικά στα ελλειμματικά κράτη».

Η σημαντικότερη ανησυχία είναι για το πώς θα μπορέσει η Ελληνική κυβέρνηση να αποπληρώσει τα δάνεια. Ο μοναδικό τρόπος για να γίνει αυτό είναι να μειωθούν τα έξοδα και να αυξηθούν οι φόροι κατά την άποψή σας; Γιατί δεν φορολογούνται τα υψηλά εισοδήματα;

«Δεν υπάρχει έξοδος από την κρίση με ένα κράτος παράλυτο, εγκλωβισμένο σε ένα αυτοαναπαραγόμενο σύστημα θεσμικών, πολιτικών και διοικητικών παθογενειών. Οι εξαγγελίες του εκσυγχρονισμού του κράτους το 1996 και της επανίδρυσής του το 2004, που φάνηκαν εκ πρώτης όψεως να κινητοποιούν δυνάμεις αλλαγής, υπήρξαν χαμένες ευκαιρίες. Σήμερα, πίσω από τη βιτρίνα της νομοθετικής επικύρωσης των δανειακών δεσμεύσεων, που εξασφαλίζουν μικρές παρατάσεις στη χρηματοδότηση του κράτους, κρύβεται στην πραγματικότητα μια ακραία αδράνεια στους περισσότερους τομείς δημόσιας πολιτικής. Συνεπώς απαιτείται αντί για οριζόντιες περικοπές στα εισοδήματα των εργαζομένων να προχωρήσουν άμεσα οριζόντιες μεταρρυθμίσεις σε όλο το εύρος της δημόσιας διοίκησης και των δημόσιων πολιτικών, καθώς και ένας συνολικός σχεδιασμός για τον αναπροσανατολισμό του ελληνικού παραγωγικού και αναπτυξιακού μοντέλου».

Ανάπτυξη ακούμε και ανάπτυξη δεν βλέπουμε… Γιατί; Μπορείτε να εξηγήσετε τους λόγους; Ή μάλλον τι πρέπει να γίνει και να πάρει σάρκα και οστά μια τέτοια προοπτική;

«Σύγχρονο κράτος χωρίς διοίκηση δεν μπορεί ούτε να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη, ούτε να αυξήσει τα έσοδά του, ούτε να ασκήσει αποτελεσματική κοινωνική πολιτική. Όσους συμβούλους και αν επιστρατεύσουν οι εκάστοτε υπουργοί, χωρίς σοβαρή Δημόσια Διοίκηση παραμένει ανέφικτη η υλοποίηση της νομοθεσίας και των πολιτικών αποφάσεων. Απαιτούνται άμεσες παρεμβάσεις για την αναδιοργάνωση της διοίκησης, όχι με γνώμονα τη λογική της τυφλής μείωσης προσωπικού ή δαπανών, αλλά ακολουθώντας επιτέλους τις χιλιοειπωμένες κατευθύνσεις τόσων εμπειρογνωμόνων. Πέρα από την πολιτική βούληση, προϋποτίθεται εκείνοι που θα προωθήσουν τις μεταρρυθμίσεις να διαθέτουν ήθος και ικανότητα να εμπνέουν. Δεν αρκεί, συνεπώς, η αξιοποίηση των «παγωμένων» κοινοτικών κονδυλίων για να τονωθεί η αγορά και να τιθασευθούν τα ελλείμματα. Τη σημαντικότερη κυβερνητική πρωτοβουλία θα πρέπει να αποτελέσει, τελικά, η μεταμόρφωση του ίδιου του κρατικού μηχανισμού, που λειτουργεί σε ποικίλους τομείς ως εμπόδιο για την οικονομική ανάπτυξη, παράγοντας περιττά διοικητικά βάρη και απασχολώντας χιλιάδες υπαλλήλους σε αντιπαραγωγικές και κοστοβόρες διαδικασίες. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περίοδο, η ανάταξη της οικονομίας συνδέεται σήμερα επιτακτικά με τον μετασχηματισμό της Δημόσιας Διοίκησης, με γνώμονα μια νέα αντίληψη για τη σχέση κράτους, οικονομίας και κοινωνίας πολιτών».

Εκτιμάτε πως όσες επιχειρήσεις επενδύσουν σε πράσινες πολιτικές θα κερδίσουν και το στοίχημα με το μέλλον και φυσικά θα επιβιώσουν; Τι έχετε να μας πείτε;

«Η επένδυση σε πράσινες πολιτικές αποτέλεσε εξαγγελία ήδη πριν από τις εκλογές του 2009, δηλαδή πριν από την υπαγωγή της χώρας στα Μνημόνια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο για τη χώρα μας όσο και για ολόκληρο τον πλανήτη η στροφή στην αξιοποίηση νέων μορφών ενέργειας αποτελεί μία υπαρξιακής διάστασης προτεραιότητα. Ωστόσο και εδώ η ελληνική δημόσια διοίκηση έχει αποδειχθεί τροχοπέδη στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Συνεπώς για να κερδηθεί το στοίχημα της λεγόμενης πράσινης ανάπτυξης κρίσιμο είναι να προχωρήσει η αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού και να περιοριστούν οι περιττές δαπάνες που προκαλεί η γραφειοκρατία, ιδίως οι περίπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες στις συναλλαγές του πολίτη και του επιχειρηματία με τη δημόσια διοίκηση. Σύμφωνα με μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, η εξοικονόμηση πόρων από τον περιορισμό της γραφειοκρατίας στη χώρα μας θα μπορούσε να ανέρχεται σε περίπου 3 δισ. ευρώ ετησίως, αφού σήμερα τα ανώφελα διοικητικά βάρη επιβαρύνουν με το 6,8% του ΑΕΠ, χωρίς να υπολογίζονται οι χιλιάδες χαμένες εργατοώρες. Το αντίστοιχο ποσοστό του κόστους της γραφειοκρατίας στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχεται κατά μέσον όρο σε 3,5% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ αυτών, με σημαντικές επιπτώσεις για την επιχειρηματικότητα.

Η καταπολέμηση της γραφειοκρατικής σπατάλης προϋποθέτει ευρείες αναδιαρθρώσεις δημόσιων υπηρεσιών, κατάργηση άχρηστων υποχρεώσεων πληροφόρησης, απλούστευση και βελτίωση της νομοθεσίας, μετακινήσεις προσωπικού, εξορθολογισμό των μορφών παρέμβασης του κράτους στην ίδρυση και λειτουργία των επιχειρήσεων, ιδίως των μικρομεσαίων που θίγονται αμεσότερα, αλλά και διαρκή αξιολόγηση του έργου της δημόσιας διοίκησης. Αφετηρία μιας τέτοιας μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας αποτελεί η καταγραφή του οικονομικού κόστους που προκαλούν άστοχες νομοθετικές ρυθμίσεις και διοικητικές αγκυλώσεις, αποτίμηση της λειτουργίας όλων των δημόσιων υπηρεσιών και κατάργηση των διοικητικών επιβαρύνσεων που κρίνονται περιττές».

Έχει μέλλον αυτή η Ευρώπη των ισχυρών οικονομικά Βορείων χωρών και των αδύναμων νότιων;

«Η μεταβίβαση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων από τα εθνικά κράτη στα ενωσιακά όργανα υπήρξε δυσανάλογη σε σύγκριση προς την ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών της Ένωσης. Η ασύμμετρη διεύρυνση της οικονομικής ενοποίησης σε σχέση με την πολιτική και κοινωνική ενοποίηση είχε ως αποτέλεσμα εξαιρετικά κρίσιμες αποφάσεις να λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με διαδικασίες ελλειμματικής δημοκρατικής νομιμοποίησης. Αυτή η εξέλιξη αποκτά ακόμη πιο εμφανή χαρακτηριστικά στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης, όπου τα κράτη εκχώρησαν ένα σημαντικό εργαλείο άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής. Ταυτόχρονα μεταμορφώνεται η θεσμική αρχιτεκτονική της ΕΕ, καθώς ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποδεικνύεται ότι σε συνθήκες κρίσης εξασθενεί. Αν και εξ ορισμού αδιαφανής και γραφειοκρατική, η Κομισιόν συγκροτούσε ένα θεσμικό αντίβαρο έναντι του Συμβουλίου. Μέσα στην τελευταία διετία η Ευρωπαϊκή Ένωση τείνει να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ολιγαρχικού οργανισμού. Όσο βαθαίνει η κρίση, όσο πιο αναποτελεσματικές αποδεικνύονται οι παρεμβάσεις για τη χαλιναγώγηση των αγορών, όσο πιο ανεπαρκείς κρίνονται οι Ευρωπαίοι ηγέτες, τόσο βαθαίνει η απροκάλυπτη περιφρόνηση για τη διασφάλιση δημοκρατικών εγγυήσεων. Οι αποφάσεις λαμβάνονται ύστερα από άτυπες διαβουλεύσεις της Γερμανίδας καγκελάριου και του Γάλλου προέδρου, και εγκρίνονται με μεθόδους επιβολής ισχύος.

Οι περίφημες διαπραγματεύσεις, τα “τελετουργικά” και οι αβρότητες που ακολουθούνταν στις Συνόδους Κορυφής έχουν αντικατασταθεί από εκβιασμούς και ειρωνείες. Όταν οι εθνικές πολιτικές ηγεσίες άπραγες αναμένουν να τους ανακοινωθούν οι αποφάσεις του ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου για το εύρος της χρεοκοπίας και του κουρέματος, την παραμονή ή μη στο ευρώ, το είδος της επιτήρησης/εποπτείας, τα όρια της εσωτερικής υποτίμησης, τη διεξαγωγή ή μη δημοψηφίσματος, τότε κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Ευρώπης, που δυναμιτίζει το ίδιο της το μέλλον. Η ΕΕ μετατρέπεται ραγδαία σε ολιγαρχικό μόρφωμα, όπου οι έννοιες τόσο της δημοκρατίας όσο και της κοινωνικής συνοχής ευτελίζονται. Μια τέτοια Ευρώπη λειτουργεί απωθητικά για τους λαούς και τα κράτη που την απαρτίζουν. Αργά ή γρήγορα θα διασπαστεί σε απλές ζώνες ελεύθερων οικονομικών συναλλαγών».

Και μια τελευταία ερώτηση. Τι πρέπει να κάνουν σε ερευνητικό επίπεδο τα ελληνικά πανεπιστήμια;

«Τη στιγμή που σε όλη την Ευρώπη τα ζητήματα που αφορούν την εσωτερική οργάνωση και την αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων θεωρούνται από μακρού λυμένα ή αυτονόητα, στη χώρα μας συνεχίζουμε αμέριμνοι να συζητάμε για τα όρια της ακαδημαϊκής αυτονομίας, το εύρος της φοιτητικής συμμετοχής στην πανεπιστημιακή διοίκηση, την προστασία της περιουσίας των ιδρυμάτων από βανδαλισμούς, το σύστημα διανομής συγγραμμάτων ή τα όρια στη σχέση κράτους, πανεπιστημίων και αγοράς. Ταυτόχρονα, παρότι όλοι συμφωνούν ότι απαιτούνται τομές, όταν έρχεται η ώρα των αλλαγών ανακύπτουν ποικιλώνυμα θιγόμενοι, προκαλώντας «κινητοποιήσεις» που ματαιώνουν κατά κανόνα ακόμη και τον διάλογο.

Έναν από τους κυριότερους λόγους που η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε τέλμα αποτελεί η χαμηλή της ανταγωνιστικότητα, η έλλειψη καινοτομίας, ο περιορισμένος επιχειρηματικός δυναμισμός της. Η ελληνική οικονομία δεν παράγει τίποτα νέο, συνεχίζοντας κατά βάση να ανακυκλώνει τις δύο παραδοσιακές της «βιομηχανίες», τη ναυτιλία και τον τουρισμό, που όμως επίσης υποχωρούν υπό το βάρος και της κρατικής αναποτελεσματικότητας. Είναι προφανές ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια μπορούν και πρέπει να συμβάλλουν με το ερευνητικό τους έργο στην ανάταξη της ελληνικής οικονομίας. Προϋπόθεση είναι αφ’ ενός η κρατική ενίσχυση της πανεπιστημιακής έρευνας και αφ’ ετέρου η επεξεργασία νέων διαδικασιών διασύνδεσης της πανεπιστημιακής έρευνας με πρωτοποριακές επιχειρηματικές δραστηριότητες».

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ