Γράφει ο  Σίμος Πασχαλίδης, Διευθυντής Κέντρου Αγ. Δημητρίου, Αν. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ.

Ἐπέλεξα γιὰ τὴ φετινή μου εἰσήγηση τὸ «Δημήτριος ὁ Ἅγιος τῆς Χριστιανικῆς Οἰκουμένης», θέλοντας νὰ καταδείξω ὅτι, ἀπέναντι σὲ προβλήματα ποὺ ταλανίζουν τὴ νεοελληνικὴ κοινωνία, ἡ μορφὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου ἔρχεται νὰ ἀναδείξει καὶ νὰ ἐπιβεβαιώσει, μὲ σύγχρονους ἀσφαλῶς ὅρους, τὴ διαχρονικὴ διάθεση τῆς πόλης του νὰ δεχτεῖ καὶ νὰ φιλοξενήσει τὸ ξένοPaschalidis καὶ διαφορετικό, μὲ ὅ,τι τὸ συνοδεύει καὶ πρωτίστως τή γλωσσικὴ καὶ πολιτιστικὴ διαφορετικότητα, ὅπως αὐτὴ ἐκφράστηκε καὶ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὴ τιμὴ ποὺ τοῦ ἀποδόθηκε μακριὰ ἀπὸ τὴν ἑλληνόφωνη ζώνη ἐπιρροῆς, καὶ κυρίως τὴ γλωσσικὴ ποικιλία τῆς ἁγιολογικῆς καὶ ὑμνογραφικῆς γραμματείας ποὺ παρήχθη πρὸς τιμήν του κατὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς χρόνους. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε ὡς ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς διαχρονίας, νὰ ἐπικαλεστῶ τὴ μαρτυρία ἑνὸς βυζαντινοῦ ἐπιφανοῦς συμπολίτη μας τοῦ 14ου αἰώνα, τοῦ ἁγίου Φιλόθεου Κόκκινου, μεγάλου ἡσυχαστῆ θεολόγου καὶ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη, ὁ ὁποῖος στὸν λόγο του στὴν μάρτυρα Ἀνυσία σημειώνει γιὰ τὴν κοινὴ γενέτειρα, τὴ Θεσσαλονίκη, ὅτι «ξένους τε καὶ αὐτόχθονας ἐν ἴσῳ δεξιουμένη καὶ τοὺς ἐξ ἁπάσης γῆς ὁσημέραι φοιτῶντας ἀφύκτως ταῖς οἰκείαις χάρισι χειρουμένη, καὶ οὕτω τοι προσέχειν αὐτῇ καὶ ὅλῳ θυμῷ προστετηκέναι πείθουσα, ὡς πολίτας μὲν αὐτῆς καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἐθέλειν καλεῖσθαι, καὶ τοῦτο προὔργου παντὸς τίθεσθαι».

Ο Άγιος της Οικουμένης

Αὐτὸ τὸ ἰδεατὸ ἄνοιγμα τῆς πόλης μας στούς ἐδαφικὰ καὶ γλωσσικὰ ξένους κατά τούς μεσαιωνικούς χρόνους, δέν θά μποροῦσε νά ἀποτυπωθεῖ ἐναργέστερα ἀπό τήν περίπτωση τοῦ κηδεμόνα καί πολιούχου της Ἁγίου, τοῦ «παντοδαποῦ» καὶ «ἡμεδαποῦ», κατὰ τοὺς ἐγκωμιαστές του, ἁγίου Δημητρίου. Ἡ περίπτωση τῆς ἀνάπτυξης καί διάχυσης τῆς τιμῆς του, μέσα ἀπό τά δεκάδες πεζά καί ποιητικά κείμενα, ὄχι μόνο τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς καί κοσμικῆς γραμματείας, ἀλλά καί ἐκείνης τῶν λαῶν τῆς βυζαντινῆς κοινοπολιτείας, κατά τόν προσφυῆ χαρακτηρισμό τοῦ Dimitri Obolensky, πού ἀσπάστηκαν τόν Χριστιανισμό, ἐνίοτε μέ τίς καταλυτικές ἐνέργειες συμπολιτῶν του, ὅπως οἱ τιμώμενοι κατά τό παρόν ἔτος φωτιστές τοῦ σλαβικοῦ κόσμου, ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος, καθώς καί τά μνημειακά τεκμήρια καί τά ἀντικείμενα τέχνης, ἀπό τίς μοναδικές ψηφιδωτές παραστάσεις τοῦ ναοῦ του μέχρι τά βυζαντινά φιαλίδια μύρου ποὺ ἔχουν ἐντοπιστεῖ διάσπαρτα ἀπό τή διεθνῆ ἀρχαιολογική ἔρευνα σέ διάφορες περιοχές τῶν Βαλκανίων, ἀποτελεῖ κατὰ κοινὴ ὁμολογία ὅλων τῶν νεότερων μελετητῶν τὴν πιὸ χαρακτηριστικὴ καὶ συγχρόνως ἰδιόμορφη περίπτωση, γιὰ νὰ μελετηθεῖ τὸ φαινόμενο τῆς καθολικῆς διάδοσης καί τῆς οἰκουμενικῆς πρόσληψης ἑνός ἁγίου κατά τήν κρίσιμη γιά τόν μεσαιωνικό κόσμο ἐποχή.
Εἰδικότερα, ἡ περὶ τὸν ἅγιο Δημήτριο ἁγιολογικὴ καὶ ὑμνογραφικὴ γραμματεία συνιστᾶ μία ἀπὸ τὶς χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις ἀναδείξεως ἑνὸς μάρτυρα μιᾶς τοπικῆς ἐκκλησίας σὲ ἅγιο οἰκουμενικῆς ἐμβέλειας, μὲ προβολὴ μάλιστα πολλαπλῶν ἰδιοτήτων πολιουχικῶν, σωστικῶν καί θεραπευτικῶν. Εἶναι δὲ τόσο πλούσια, ὥστε δύσκολα θὰ ἐντοπισθεῖ ἡ περίπτωση ἄλλου ἁγίου, γιὰ τὸν ὅποιο ἔχει συγγραφεῖ τόσο μεγάλος ἀριθμὸς κειμένων, μὲ ποικιλία μάλιστα ποὺ καλύπτει ὅλο τὸ φάσμα τῆς ἁγιολογικῆς γραμματείας (Μαρτύρια, Ἐγκώμια, Συλλογές Θαυμάτων, Συναξάρια), τῆς λειτουργικῆς ὑμνογραφίας (Κοντάκια, περισσότεροι ἀπό 40 Κανόνες καί μεμονωμένα τροπάρια), ἀλλά καί τῆς ποίησης (με ποιήματα γραμμένα σέ ἀρχαῖα προσωδιακά μέτρα, ἐνίοτε καί μέ χρήση τῆς ὁμηρικῆς γλώσσας, καί ἕνα μεγάλο ἀριθμό ἐπιγραμμάτων) καὶ μὲ ἀδιάσπαστη χρονικὴ συνέχεια ἀπὸ τὴν πρωτοβυζαντινὴ περίοδο ὥς τήν ἐποχή μας.
Γιά νά κατανοήσουμε ὅμως τά αἴτια πού ὁδήγησαν σ᾽ αὐτή τήν πολυάριθμη καί ποικιλώνυμη λογοτεχνική παραγωγή, πού δέν περιορίστηκε μόνο στά βυζαντινά πρότυπά της ἀλλά ἐπεκτάθηκε καί σέ ἕνα πλῆθος δυτικῶν καί ἀνατολικῶν μεταφράσεων ἤ καί πρωτότυπων κειμένων, ὅπως θά δοῦμε συνοπτικὰ στή συνέχεια, πρέπει νά διαγνώσουμε τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο ἐντός τοῦ ὁποίου αὐτή ἐμφανίστηκε καί καλλιεργήθηκε, εἴτε στή Θεσσαλονίκη εἴτε στήν Κωνσταντινούπολη, εἴτε καί σέ ἄλλα πνευματικά κέντρα τῆς περιφέρειας τοῦ Βυζαντίου.
Συνοπτικά, μποροῦμε νά ἀνιχνεύσουμε τά πρῶτα ἱστορικά ἴχνη αὐτῆς τῆς οἰκουμενικῆς διάδοσης στίς πρωτοβουλίες πού ἀνέλαβε ὁ ἔπαρχος τοῦ Ἰλλυρικοῦ Λεόντιος, ἀνεγείροντας, στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰώνα, μετὰ τήν ἐγκοίμησή του πάνω ἀπό τόν τάφο τοῦ ἁγίου Δημητρίου καί τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας του καί κυρίως μετά τή θαυμαστή διάβαση τοῦ Δούναβη, μέ τή χρήση τοῦ μανδύα τοῦ Ἁγίου πού καταγράφεται στό 2ο καί ἐκτενέστερο Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, περικαλλῆ ναὸ πρός τιμήν του.
Ἡ ἀπόδοση τιμῆς ἀπὸ ἕναν ἐπίσημο ἄνδρα, ὅπως ὁ Λεόντιος, ἔδωσε ὤθηση στὴν ἐξάπλωση τῆς φήμης τοῦ Ἁγίου στὴν πόλη του, ἀλλὰ καὶ ἐκτός αὐτῆς, ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου, πολιουχικά, σωστικὰ καὶ θεραπεῖες, ποὺ καταγράφονται στὰ δυὸ Βιβλία τῶν Θαυμάτων του, ἔργα τοῦ 7ου αἰῶνος, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴ γραφίδα κληρικῶν τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ὅπως ὁ ἀρχιεπίσκοπός της Ἰωάννης Ἀ’, συγγραφέας τοῦ Πρώτου Βιβλίου στὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αι.  Ἔκτοτε, μέσα ἀπὸ τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα προβάλλεται, μὲ τὴν καταγραφὴ συγκεκριμένων γεγονότων καὶ μέσα ἀπὸ ἕνα πλοῦτο εἰκόνων καὶ ρητορικῶν ἐκφράσεων, ἡ πολιουχικὴ ἰδιότητα τοῦ κηδεμόνος τῆς πόλεως, τοῦ φιλοπάτριδος καὶ φιλοπόλιδος ἁγίου Δημητρίου, ὁ ὅποιος προστατεύει τὴν πόλη του καὶ τοὺς Θεσσαλονικεῖς ἀπὸ διαφόρους κινδύνους, εἴτε ἐσωτερικούς, ὅπως ἡ διχόνοια ποὺ ξεσπᾶ στὴν πόλη καὶ διασαλεύει τὴν εὐταξία της, εἴτε ἐξωτερικούς, ὅπως οἱ ἀλλεπάλληλες ἐπιδρομὲς καὶ πολιορκίες της ἀπὸ βαρβαρικὰ φύλα, ἀλλά καὶ ἡ ἐξάπλωση τῆς τιμῆς του ἕως τὰ σύνορα τῆς βυζαντινῆς οἰκουμένης, ἀλλὰ καὶ πέρα ἀπὸ αὐτά, μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ ναοῦ του μεταξὺ τῶν μεγάλων προσκυνηματικῶν κέντρων τοῦ Βυζαντίου.
Τή διάδοση τῆς τιμῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου πέρα ἀπό τά τοπικά ὅρια τῆς πόλεως, ἐπιβεβαιώνει καὶ ἡ ἀντικατάσταση τῆς λέξεως «Θεσσαλονίκη» μέ τήν λέξη «Oἰκουμένη» στό παλαιὸ ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Δημητρίου –ποὺ χρονολογεῖται τὸν 7ο αἰ., ἀπό τόν 11ο αἰώνα καί ἐντεῦθεν, σύμφωνα μὲ τὰ ὑπάρχοντα στοιχεῖα τῆς χειρόγραφης παράδοσής του. Oἱ πρῶτες μαρτυρίες ἐντοπίζονται ἤδη στό πέμπτο Θαῦμα τοῦ Πρώτου Bιβλίου, πού φέρει τόν τίτλο «Περὶ τῆς αἰτήσεως τῶν λειψάνων τοῦ μάρτυρος» καί στό ἕκτο Θαῦμα τοῦ Δευτέρου Bιβλίου, πού ἐπιγράφεται «Περὶ Kυπριανοῦ τοῦ ἐπισκόπου». Στό πρῶτο ἐξ αὐτῶν καταγράφονται οἱ ἄκαρπες προσπάθειες δύο βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, τοῦ Ἰουστινιανοῦ καί τοῦ Mαυρικίου νά μεταφέρουν τμῆμα ἀπό τό ἱερό λείψανο τοῦ ἁγίου Δημητρίου στήν Kωνσταντινούπολη. Ἡ μαρτυρία μάλιστα αὐτή καταγράφεται ἀργότερα καί στό Συναξάριο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Kωνσταντινουπόλεως, ὅπου προστίθεται ἡ πληροφορία γιά τό σκοπό αὐτῆς τῆς προσπάθειας μετακομιδῆς: «Ἰουστινιανὸς ὁ ἀοίδιμος βασιλεὺς τὸν ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας κτίσας ναὸν καὶ μέλλων καθιερῶσαι αὐτὸν καὶ ἁγίων μαρτύρων συνάγων λείψανα, ἠβουλήθη καὶ ἐκ τῶν τοῦ μάρτυρος Δημητρίου ἀναγαγεῖν· καὶ δή στείλας ἐν Θεσσαλονίκῃ τοὺς εἰς τοῦτο ὑπηρετήσοντας, ἤλπιζε τοῦ ποθουμένου τυχεῖν». Στό δεύτερο ὁ Ἅγιος ἐμφανίζεται καὶ ἀπελευθερώνει μέ θαυμαστό τρόπο τόν ἐπίσκοπο Θηνῶν τῆς Ἀφρικῆς Kυπριανό ἀπό τήν αἰχμαλωσία του. Ὁ Kυπριανός, μετά τήν ἄφιξή του στό ναό τοῦ ἁγίου Δημητρίου στή Θεσσαλονίκη, θά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του, στήν περιοχή Bυζακηνή τῆς βόρειας Ἀφρικῆς, ὅπου θά ἀνεγείρει ναό πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου.
Πιστεύουμε πώς τό αὐτοκρατορικό ἐνδιαφέρον τοῦ Ἰουστινιανοῦ, καί λίγο ἀργότερα τοῦ Mαυρικίου, σηματοδοτεῖ αὐτήν τήν ἀπαρχή τῆς οἰκουμενικῆς τιμῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου, μέ τή σύνθεση τῶν πρώτων ὑμνογραφικῶν κειμένων ἀπό μεγάλους Kωνσταντινουπολίτες ὑμνογράφους καί δή ἀπό τόν πατέρα τοῦ Kοντακίου ἅγιο Pωμανό τό Mελωδό, ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, συνδεόταν μέ στενή φιλία μέ τόν Ἰουστινιανό.
Στήν καθιέρωση τοῦ ἁγίου Δημητρίου ως ενός «παγκόσμιου μάρτυρα», όπως χαρακτηριστικά εγκωμιάζεται στην σχετική υμνογραφία της εορτής του συνέβαλε καθοριστικά καί το φαινόμενο τῆς μυροβλυσίας του, ἀλλά καί οἱ ἰάσεις πού ἐπιτελοῦνταν στό ναό του ἀλλά καί στήν Kωνσταντινούπολη. Ἀπό τόν ἔνατο αἰώνα ἕως καί τό τέλος τοῦ Bυζαντίου, σέ ἀρκετά ἁγιολογικά κείμενα τῆς μεσοβυζαντινῆς καί ὑστεροβυζαντινῆς περιόδου καταγράφεται ἕνα πλῆθος ἱεραποδημιῶν μοναχῶν ἀπό τή Δύση ἀλλά καί τήν Ἀνατολή στό προσκύνημα τοῦ ἁγίου Δημητρίου.  Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τις περιπτώσεις τοῦ γεωργιανού μοναχοῦ Ἰλαρίωνος, τοῦ μοναχοῦ ᾽Hλία τοῦ νέου ἀπό τη Σικελία καί τοῦ ὁσίου Φαντίνου τοῦ νέου από την Καλαβρία, οἱ ὁποῖοι καί ἐγκαταβίωσαν τελικά στή Θεσσαλονίκη, Tόν 10ο αἰώνα θά ἐπισκεφθοῦν τό προσκύνημα τοῦ ἁγίου Δημητρίου «Ἰταλοί» προσκυνητές, ὅπως σημειώνεται στὸ τρίτο θαῦμα τοῦ 3ου Βιβλίου τῶν Θαυμάτων του ποὺ χρονολογεῖται στὸν 11ο αίώνα, ἐνῶ τήν ἴδια ἐποχή καταφθάνει στο ναό τοῦ Ἁγίου ὁ ὅσιος Mελέτιος ὁ νέος, κτίτορας τῆς ὁμώνυμης μονῆς στόν Kιθαιρώνα (στὴν Ἀττική), στό πλαίσιο ἑνός ἱεραποδημητικοῦ ταξιδιοῦ του πρός τή Pώμη. Ἀκριβῶς τήν ἴδια περίοδο (τό 1054) ἔρχονται στη Θεσσαλονίκη προσκυνητές ἀπό τη Φλάνδρα, καθοδόν προς τους Αγίους Τόπους, ἐνῶ εἶναι ἐντυπωσιακό ὅτι σύμφωνα μέ μαρτυρίες σταυροφόρων, κατὰ τὸν 11ο αἰώνα, ὁ ἅγιος Δημήτριος ἐμφανίζεται μπροστά τους στὴ μάχη, όπως παλαιότερα στους Θεσσαλονικείς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τιμηθεῖ ως προστάτης τους καὶ στὴ σταυροφορικὴ γραμματεία. Κατά τούς ἑπόμενους αἰῶνες θά πραγματοποιήσουν ἱεραποδημίες στή Θεσσαλονίκη ὁ ἅγιος Σάβας ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας (τόν 13ο αἰ.), ὁ ἀθωνίτης ἐρημίτης ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης καὶ ὁ Bούλγαρος μαθητής τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτη, ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Tυρνοβίτης τον 14ο αι.
Tόν καθολικό χαρακτήρα τῆς τιμῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου δέν καταδεικνύουν μόνο οἱ ἱεραποδημίες στό βυζαντινό προσκύνημα τοῦ ναοῦ του καί τοῦ τάφου του, ἀλλά και η γεωγραφική έκρηξη που αυτό γνωρίζει μέσα ἀπό τις «παγκόσμιες», γιά τά μέτρα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διαστάσεις πού εἶχε προσλάβει ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Δημητρίου κατά τήν περίοδο αὐτή, ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπό τό γνωστό ρητορικό ἔργο Tιμαρίων ἢ περὶ τῶν κατ᾽ αὐτὸν παθημάτων, τό ἔργο στό ὁποῖο γίνεται μία διεξοδική ἀναφορά στά Δημήτρια, τήν ὑπαίθρια ἐμποροπανήγυρη πού πραγματοποιοῦνταν ἐκτός τῶν τειχῶν τῆς πόλεως. Ὁ Kωνσταντινουπολίτης Tιμαρίων, ὁ ὁποῖος καταφθάνει ὡς προσκυνητής τοῦ Ἁγίου στή Θεσσαλονίκη, ἐκπλήσσεται ἀπό τήν παρουσία ἑνός ὑπερβολικά μεγάλου ἀριθμοῦ ἀνθρώπων ἀπό τά πιό ἀπόμακρα σημεῖα τῆς  Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως: «συρρεῖ γὰρ ἐπ᾽ αὐτὴν [ἐνν. τὴν ἑορτὴν] οὐ μόνον αὐτόχθων ὄχλος καὶ ἰθαγενής, ἀλλὰ πάντοθεν καὶ παντοῖος, Ἑλλήνων τῶν ἁπανταχοῦ, Mυσῶν τῶν παροικούντων γένη παντοδαπὰ Ἴστρου μέχρι καὶ Σκυθικῆς, Kαμπανῶν Ἰταλῶν, Ἰβήρων, Λυσιτανῶν καὶ Kελτῶν τῶν ἐπέκεινα Ἄλπεων· καὶ συλλήβδην εἰπεῖν, ὠκεάνιοι θῖνες ἱκέτας καὶ θεωροὺς ἐπὶ τὸν μάρτυρα πέμπουσι· τοσοῦτον αὐτῷ τῆς δόξης κατὰ τὴν Eὐρώπην περίεστιν». Ὅσο καί ἄν θεωρηθεῖ ἡ διήγηση τοῦ Tιμαρίωνος ὑπερβολική, εἶναι βέβαιο ὅτι ἐπιτυγχάνει νά καταδείξει ὅτι ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Δημητρίου συνιστοῦσε κεντρικό γεγονός στή ζωή τῆς Θεσσαλονίκης, μέ ἐμβέλεια ὄχι μόνο στούς ἐγγύς, ὅμορους λαούς, ἀλλά ἴσως καί σέ πιό ἀπομακρυσμένους γεωγραφικά.

Μεταφράσεις  Κειμένων της  Δημητρείου Γραμματείας

Τήν πλέον ἁπτή ἔκφραση αὐτῆς τῆς διάχυσης τῆς τιμῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στή χριστιανική Οἰκουμένη ἀποτελοῦν οἱ ποικίλες μεταφράσεις κειμένων τῆς Δημητρείου γραμματείας σέ δυτικές,  σλαβικές και ἀρχαῖες ἀνατολικές γλῶσσες.
Λατινικά κείμενα
Εἰδικότερα, στή διάχυση τῆς οἰκουμενικῆς τιμῆς τοῦ ἁγίου πρός τή Δύση, στήν ὁποία συνοπτικά ἀναφερθήκαμε, καταλυτικό ρόλο διεδραμάτισαν «οἱ λατινικὲς μεταφράσεις τοῦ Μαρτυρίου καὶ τῶν Θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, οἱ ὁποῖες μποροῦν, ὅπως θὰ φανεῖ στὴ συνέχεια, μαζὶ μὲ τὴν τιμὴ πρὸς τὸ ἱερὸ λείψανό του καὶ τὸ θαυματουργὸ μύρο, νὰ μᾶς προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες τόσο γιὰ τὴν παράδοση τοῦ ἴδιου τοῦ κειμένου ὅσο καὶ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ ἁγίου στὸν κόσμο τῆς Δύσης». Ἡ ἀρχαιότερη λατινική μετάφραση χρονολογεῖται τό Μάρτιο τοῦ 876, σύμφωνα μέ την προτασσόμενη αφιερωματική ἐπιστολή, καί ἀνήκει σέ ἕνα πρόσωπο ποὺ διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στίς ἐκκλησιαστικές σχέσεις μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως κατά τὴν κρίσιμη αὐτὴ περίοδο, τὴν ἐποχὴ δηλ. τοῦ Μ. Φωτίου, τόν Ἀναστάσιο Βιβλιοθηκάριο, γνωστό ἐπίσης και γιά το σημαντικότατο μεταφραστικό ἔργο του ἑλληνικῶν κειμένων στή λατινική γλώσσα. Ὁ Ἀναστάσιος αφιέρωσε τη λατινική μετάφραση ενός ακόμη αγιολογικού έργου, της Passio et miracula Sancti Demetrii (BHL 2122), δηλ. του Μαρτυρίου και των Θαυμάτων του αγίου Δημητρίου, στον αυτοκράτορα Κάρολο Φαλακρό, κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του. Ἡ μαρτυρία γιὰ μία ἐπίσκεψη τοῦ Ἀναστασίου Βιβλιοθηκαρίου στὴ Θεσσαλονίκη μᾶς ἐπιτρέπει νὰ θεωρήσουμε πιθανὸ ὅτι, ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὴ φήμη καὶ τὴν τιμὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, φρόντισε νὰ προμηθευτεῖ ἕνα ἑλληνικὸ χειρόγραφο τοῦ Μαρτυρίου καὶ τῶν Θαυμάτων τοῦ ἁγίου στὴν πόλη μας.
Το ελληνικό πρωτότυπο ταυτίζεται σε γενικές γραμμές μέ το πρώτο Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου, και φαίνεται πως για να συνθέσει τη λατινική του μετάφραση ο Αναστάσιος έλαβε τελικά υπόψη του περισσότερα χειρόγραφα. Εἶναι ἀξιοσημείωτο τό γεγονός ὅτι ἡ μετάφραση τοῦ Μαρτυρίου καὶ τῶν Θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου ἀπὸ τὸν Ἀναστάσιο ἔγινε πολὺ δημοφιλὴς στή Δύση καὶ περιλήφθηκε στὶς λατινικές συλλογὲς Βίων ἁγίων, συνδράμοντας ἔτσι μέ καταλυτικό τρόπο στή διάδοση τῆς τιμῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου.
Μιὰ δεύτερη λατινικὴ μετάφραση τοῦ Μαρτυρίου καὶ τῶν Θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου προέρχεται ἀπὸ ἕναν ἀνώνυμο μεταφραστὴ τοῦ 11ου αἰώνα ἀπὸ τὸ σπουδαῖο ἀντιγραφικό καί μεταφραστικό κέντρο τῆς Δύσης τοῦ Monte Cassino, τό ὁποῖο ὅμως, σύμφωνα μὲ τὴ συνάδελφο κ. Ἄννα Κόλτσιου-Νικήτα, πού ἔχει ἀποδυθεῖ σέ μία συστηματική μελέτη τῶν λατινικῶν μεταφράσεων τῶν Μαρτυρίων τοῦ ἁγίου Δημητρίου, «περιλαμβάνει ἕνα μέρος τῶν Θαυμάτων σὲ διαφορετικὴ σειρὰ καὶ μορφὴ  ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Ἀναστασίου».
Ἐπίσης, μία τρίτη, ἀνέκδοτη λατινικὴ μετάφραση σώζεται σὲ λατινικὸ κώδικα τῆς Βιέννης καί ἀφορᾶ μόνο στὸ ἐκτενὲς Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου, τὴν Passio Altera. Ὅπως ἔχει δείξει ἡ κ. Κόλτσιου, «τὸ ἐνδιαφέρον αὐτῆς τῆς μετάφρασης ἔγκειται ὄχι μόνο στὴ μαρτυρία της ὅσον ἀφορᾶ στὸ ἴδιο τὸ πρωτότυπο κείμενο, ἀλλὰ καὶ στὶς πληροφορίες ποὺ παρέχονται και σὲ δύο σημειώματα, στὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος της, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποία ἡ μετάφραση αὐτὴ πραγματοποιήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη κατόπιν παραγγελίας κάποιου κληρικοῦ, τοῦ Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος μετέφερε τὸ ἔτος 1160 τὸ χειρόγραφο λατινικὸ κείμενο ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὴν πόλη Speyer τῆς Γερμανίας καί ἀντέγραψε ὁ ἴδιος τὴ μετάφραση στὸ περιθώριο τοῦ χειρογράφου τῆς Βιέννης (1777) ὅπου παραδίδεται.
Ἐξαιρειτικὸ ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν καὶ οἱ σλαβικές μεταφράσεις βυζαντινῶν κειμένων τῆς γραμματείας τοῦ ἁγίου Δημητρίου, πού σχετίζονται μέ τή μεγάλη διάδοση τῆς τιμῆς του ἀπό τούς δύο Θεσσαλονικείς ἀδελφούς καί φωτιστές τοῦ σλαβικοῦ κόσμου, τόν Κύριλλο και τόν Μεθόδιο. Δεν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο ὅτι τὸ ἀρχαιότερο κείμενο ποὺ διέδωσε τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου στὸν σλαβικὸ κόσμο προέρχεται, σύμφωνα μὲ τὶς τελευταῖες, συγκλίνουσες προτάσεις τῶν σλαβολόγων, ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ ἑνὸς ἐκ τῶν ἡγετῶν τῆς Κυριλλομεθοδιανῆς ἀποστολῆς, τοῦ ἁγίου Μεθοδίου. Πρόκειται γιά τόν σωζόμενο παλαιοσλαβικό κανόνα τοῦ ἁγίου Δημητρίου, στήν ἔννατη ὠδή τοῦ ὁποίου ὁ συνθέτης του ἀναφέρεται νοσταλγικὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου στὴ Θεσσαλονίκη:
«Ἐπάκουσε καί ἐλέησέ μας, τούς ταλαίπωρους δούλους σου, ἔνδοξε Δημήτριε, πού βρισκόμαστε ἀπομακρυσμένοι ἀπό τόν περίλαμπρό σου ναό καί οἱ καρδιές μας φλέγονται σήμερα, ἀπό τή σφοδρή ἐπιθυμία, ἐσένα, Ἅγιε, ἀκόμη μια φορά νά τιμήσουμε στό Ναό σου». Ἡ μτφρ. αὐτή ἀνήκει στόν σλαβολόγο συνάδελφο κ. Νιχωρίτη, ὁ ὁποῖος ἐντόπισε στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη τῆς Σόφιας καί τέσσερα στιχηρά τῶν αἴνων, στά τρία πρῶτα ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἅγιος Δημήτριος καλεῖται νά διαφυλάξει «τούς συμπατριώτες του ὑμνωδούς», ὅπως χαρακτηριστικά δηλώνεται σ᾽ αὐτά.
Στὴν ἴδια περίοδο τῆς Κυριλλομεθοδιανῆς ἀποστολῆς ἀποδίδεται καὶ ὁ πρῶτος παλαιοσλαβικὸς λόγος στὸν ἅγιος Δημήτριο, ὁ ὁποῖος βασίζεται στὸ δεύτερο Μαρτύριο (τήν Passio Altera) καὶ ἀποδίδεται στὸν μαθητή τους ἅγιο Κλήμεντα Ἀχρίδος, ὁ ὁποῖος, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὸν Βίο του ποὺ συνέγραψε ὁ Θεοφύλακτος Ἀχρίδος, πραγματοποίησε ἕνα μεγάλης ἔκτασης μεταφραστικὸ ἔργο ἀπὸ τὶς βυζαντινὲς πανηγυρικὲς συλλογές.
Κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα ὁ ἅγιος Δημήτριος κατέχει τὰ πρωτεῖα στὶς βουλγαρικὲς μεταφράσεις, ἀκόμη καὶ σὲ σλαβικὰ ἀπόκρυφα κείμενα, ὅπως ἡ λεγόμενη «Συλλογὴ τοῦ Chludov» καὶ ἡ «Συλλογὴ τῆς Ὀξφόρδης». Κυρίως τὰ κείμενα τῆς Δημητρείου γραμματείας μεταφράζονται ἀπὸ μαθητὲς τοῦ Εὐθυμίου Τυρνόβου: τὸ Γρηγόριο Τσάμπλακ, τὸν Βλαδισλάβο τὸν γραμματικὸ καὶ τὸν Δημήτριο Καντακουζηνό. Τὰ κείμενα αὐτὰ καταδεικνύουν, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, τὸ μεγάλο ἐνδιαφέρον τοῦ κύκλου τῶν Ἡσυχαστῶν γιὰ τὸν ἅγιο Δημήτριο.
Ἀξίζει ἐπίσης νὰ μνημονεύσουμε δύο πολὺ σημαντικὲς συλλογὲς τοῦ τέλους περιόδου: πρόκειται, καταρχήν, γιὰ τὴ Συλλογὴ ἢ Πανηγυρικὸ τῆς Ρίλας, τοῦ 1479, ποὺ περιλαμβάνει κατὰ σειρὰ τὸ πρῶτο καὶ τὸ δεύτερο Μαρτύριο (Passio Altera) τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τὸν Ἐγκωμιαστικὸ λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ ἀνήκει στὸ ὁμιλιάριό του, τὸν ἐκτενὴ λόγο τοῦ Ἰωάννη Σταυρακίου στὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Δημητρίου, κείμενο ἐπίσης τοῦ 14ου αἰώνα, προερχόμενο ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ὁ λόγος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ Γρηγόριου Τσάμπλακ.
Δύο ἀπὸ αὐτὲς τὶς παλαιοβουλγαρικὲς μεταφράσεις, τοῦ μαρτυρίου Α καὶ τοῦ Λόγου τοῦ Παλαμᾶ στὸν ἅγιο Δημήτριο, χρησιμοποιήθηκαν καὶ στὴ ρωσικὴ Συλλογὴ τοῦ μητροπολίτη τοῦ Νόβγκοροντ Μακαρίου τὸ 1483, ποὺ βασίσθηκε σὲ κείμενα ποὺ βρίσκονταν στὴν ἐκκλησία τοῦ Nongorod.
Ἀρκετά ἀπό τά κείμενα τῶν Θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου μᾶς παραδίδονται ἐπίσης στή γεωργιανή γλώσσα και γνώρισαν τήν πρώτη τους ἔκδοση στα μέσα τοῦ 19ου αιώνα, ἐνῶ ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Δημητρίου καταγράφηκε σὲ ἁγιολογικὲς συλλογὲς καὶ τῆς δυτικῆς Συριακῆς παράδοσης ποὺ συνιστᾶ τὴν τρίτη πολυπληθέστερη δεξαμενὴ χριστιανικῶν κειμένων.
Μὲ ὅσα λέχθηκαν ἔγινε προσπάθεια νὰ ἀπεικονιστεῖ ἁδρομερῶς ὁ κόσμος τῶν δυτικῶν καὶ ἀνατολικῶν μεταφράσεων τῶν πιό ἀντιπροσωπευτικῶν βυζαντινῶν κειμένων τῆς Δημητρείου γραμματείας, ἕνα ἔργο πού ἀποκαλύπτει ἀφενός μεν τήν οἰκουμενικότητα καί τό εὖρος τῆς διάχυσης τῆς τιμῆς τοῦ πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης, ἀφετέρου δέ τήν λογοτεχνική πολυγλωσσία πού ὑπηρέτησε αὐτήν τήν οἰκουμενικότητα. Συγχρόνως, ἀναδεικνύεται ἡ ἀναγκαιότητα μελέτης αὐτῆς τῆς παράδοσης, γεγονός πού ὁδήγησε στήν ἔνταξη σχετικῶν ἐπιστημονικῶν δράσεων στό πρόγραμμα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ἕνα πρόγραμμα ἐνταγμένο στίς δράσεις τοῦ Δικτύου ΚΕΕΠ καί τώρα καί τοῦ Κέντρου τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, στό ὁποῖο συμμετέχει σημαντικός ἀριθμός ἐρευνητῶν θεολόγων καί φιλολόγων, ὄχι μόνο ἀπό τη Θεολογική καί τή Φιλοσοφική Σχολή τοῦ Αριστοτελείου, ἀλλά καί ἀπό Πανεπιστήμια τοῦ ἐξωτερικοῦ. Μνήμονευσα ἤδη τή φιλόλογο και θεολόγο καθηγήτρια κ. Κόλτσιου και θα μνημονεύσω, κλείνοντας, στο ἴδιο πλαίσιο τή συνάδελδο κ. Eka Τckhoidze ἀπό το Κρατικό Πανεπιστήμιο Ilia τῆς Tυφλίδας, ἡ ὁποία ἐρευνᾶ τή γεωργιανή παράδοση τῆς Δημητρείου γραμματείας.

*Το Κέντρο Αγίου Δημητρίου και Αγίου Γρηγορίου Παλαμά του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ και το Δίκτυο Κειμενικής και Ερμηνευτικής Εκκλησιαστικής Παραδόσεως της Επιτροπής Ερευνών συνδιοργάνωσαν και φέτος, στο πλαίσιο της κοινής ερευνητικής τους δραστηριότητας, Επιστημονική Ημερίδα με τίτλο «Άγιος Δημήτριος και Βυζάντιο». Στην Ημερίδα, που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013 στο Δ´ Αμφιθέατρο της Θεολογικής Σχολής, παρουσιάστηκαν  έξι εισηγήσεις ειδικών με τα ζητήματα της γραμματείας και της Τέχνης του Αγίου Δημητρίου, αλλά και της ιστορίας της Θεσσαλονίκης επιστημόνων. Συγκεκριμένα, παρουσιάστηκε γενική εισήγηση για την κοσμολογία στο Βυζάντιο από τον ομότ. καθηγητή του Πανεπιστημίου του Dortmund και μέλος του Συμβουλίου του ΑΠΘ κ. Ε. Πάσχο και ειδικές εισηγήσεις για την ιστορία της Θεσσαλονίκης την εποχή του μαρτυρίου του αγίου Δημητρίου, την οικουμενικότητα της τιμής του, όπως καταγράφεται στις βυζαντινές, δυτικές και σλαβικές πηγές, τη χειρόγραφη παράδοση των βυζαντινών κειμένων αλλά και των λατινικών μεταφράσεων για τον άγιο Δημήτριο, καθώς και για την εικονογράφησή του κατά τη βυζαντινή εποχή.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ