Μιλά σήμερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο κ. Παναγιώτης Πάρτσος, Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στη Στουτγάρδη.

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη.l

“Στόχος μας στο Προξενείο ήταν και παραμένει η καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση του κοινού. Χωρίς καμμία υπερβολή, μπορώ να πω ότι στη διετή, μέχρι τώρα, θητεία μου, έχουμε καταφέρει πολλά.  Έχω αξιόλογους συνεργάτες, οι οποίοι πολλές φορές εργάζονται πολύ πέραν του ωραρίου.  Μπορεί ο αριθμός του προσωπικού να έχει μειωθεί, στο πλαίσιο αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, αλλά η ποιότητα του στελεχιακού δυναμικού σας διαβεβαιώνω ότι είναι η ύψιστη δυνατή. Το Προξενείο δεν είναι μόνον ο χώρος όπου στεγάζεται η Ελλάδα στην Βάδη-Βυρτεμβέργη, όπου κυματίζει η Ελληνική Σημαία.  Είναι ο χώρος όπου οι συμπατριώτες μας θα εξυπηρετηθούν με τρόπο όχι μόνον αποτελεσματικό, αλλά και φιλικό.”.  Αυτά επισημαίνει σήμερα σε συνέντευξη που παραχωρεί στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο κ. Παναγιώτης Πάρτσος, Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στη Στουτγάρδη.

Πώς βλέπετε την μεταπολεμική μετανάστευση των Ελλήνων στην Γερμανία, και μάλιστα στην Βάδη-Βυρτεμβέργη;  Πώς την εντάσσετε στο ευρύτερο ελληνικό γίγνεσθαι;

Θα ήθελα, ξεκινώντας, να σας ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου δίνετε να απευθυνθώ μέσω της «Ελληνικής Γνώμης» στους συμπατριώτες μας.  Η ερώτησή σας είναι καίρια. Στην απάντησή μου, δεν μπορώ να περιορισθώ στον Ελληνισμό της Βάδης-Βυρτεμβέργης, και στην συνέχεια θα φανεί το γιατί.  Με τον Έλληνα μετανάστη ήρθα σε επαφή πριν από πολλά χρόνια, όταν έφυγα νεαρός για σπουδές στις Η.Π.Α., για να επιστρέψω στην Ελλάδα μετά από επτά χρόνια σπουδών.  Κοιτώντας πίσω, αυτό που έρχεται αμέσως στην μνήμη μου είναι ότι δεν είδα «ανυπρόκοπους» Έλληνες.  Και δεν περιορίζομαι γεωγραφικά σε μία πόλη. Μιλώ για κέντρα σημαντικά, όπως το Σικάγο και τη Νέα Υόρκη, χωρίς να παραλείπω τον Ελληνισμό πολλών άλλων περιοχών και πολιτειών με τους οποίους ήλθα σε επαφή.  Ο ΄Ελληνας είναι εργατικός, είναι φιλόπονος και όχι φυγόπονος.  Μέσα του φέγγει ένα φως, φως ελληνικό, αυτό που ξέρουμε όλοι μας, και το εννοώ και μεταφορικά και κυριολεκτικά.  Παρακινείται από αυτό που από παιδί ξέρω ως «προκοπή».

Αν και η  μετανάστευση των Ελλήνων στην Γερμανία είναι διαφορετική από την αντίστοιχη στην Αμερική, και χρονικά και τοπογραφικά, δηλαδή ως προς τους τόπους προέλευσης από την Ελλάδα, τα κοινά παραμένουν, είναι τα ίδια.  Τα ίδια κίνητρα, και για να το πω όσο πιο σύντομα γίνεται, το ίδιο «φως».  Γιατί η πηγή του είναι η ίδια:  η Ελλάδα. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι αυτό ισχύει για όλους τους ανά τον κόσμο Έλληνες.

Το ίδιο χαρακτηρίζει και τους Έλληνες της Βάδης-Βυρτεμβέργης, όπου η συγκέντρωση του ελληνικού πληθυσμού είναι ίσως η μεγαλύτερη στην Γερμανία, με διασπορά σε όλο το κρατίδιο. Σαν πόλη η Στουτγάρδη υπολείπεται, σε ελληνικό πληθυσμό, του Μονάχου. Και πάλι, όμως, οι Έλληνες στην πόλη ξεπερνούν τους 20.000. Οι γερμανικές στατιστικές αναφέρονται σε 17.000, χωρίς να υπολογίζονται οι έχοντες διπλή υπηκοότητα.  Σκεφτείτε  ότι υπάρχουν πρωτεύουσες νομών στην Ελλάδα με αντίστοιχους αριθμούς. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις παρατηρούνται γύρω από βιομηχανικά κέντρα.  Είναι εύρωστο οικονομικά το κρατίδιο, γνωστό για τις βιομηχανίες του.  Εδώ κατέληξαν πολλοί  συμπατριώτες μας. Γνωστό το ταξείδι του «Ακρόπολις Εξπρές».  Γνωστές οι συνθήκες εκείνης της εποχής, με την διαμονή στην Γερμανία σε κοινούς χώρους ενδιαίτησης.  Γνωστή και η πάλη και ο πόθος πολλών, ίσως των περισσοτέρων, να  κάνουν κάποιες οικονομίες και να γευθούν γρήγορα το «νόστιμον ήμαρ», δηλαδή την επιστροφή στην πατρίδα.  Κάποιοι το γεύτηκαν, κάποιοι όχι. Είναι δυσβάσταχτος ο πόνος και ο καημός της αποκοπής από το προσφιλές, το γνωστό, το οικείο, το αγαπημένο. Και η πατρίδα μας αγαπιέται. Είναι τόπος ευλογημένος.  Γιατί;  Διότι την έχουν «ευλογήσει» οι άνθρωποί της, οι αγρότες, οι εργάτες, οι ποιητές της, όλοι, απλοί και εγγράμματοι, πλούσιοι και φτωχοί.

Οι περισσότεροι αυτών που μετανάστευσαν εδώ ήταν άνθρωποι απλοί.  Δεύτερη γενιά προσφύγων της Μικράς Ασίας, αν και όχι αποκλειστικώς, άφησαν πίσω την πρώτη γενιά, τους Μικρασιάτες γονείς, και ήλθαν εδώ.  Είναι ειρωνικό να διαπιστώσει κανείς, πως μέσα σε δύο γενιές καταγράφονται δύο «προσφυγιές» Ελλήνων.  Ίσως και γι’ αυτόν τον λόγο να ήταν βαθύτερος ο πόνος.  Και γι’ αυτούς που έμειναν πίσω, έχοντας μετά βίας προλάβει να ριζώσουν στην Ελλάδα, αλλά και γι’ αυτούς που μεγάλωσαν με τις διηγήσεις του μικρασιατικού ξεριζωμού, για να φύγουν και εκείνοι. Ανήκει στις ειρωνείες της ιστορίας αυτό το φαινόμενο. Της ανθρώπινης, βεβαίως, αλλά ιδιαιτέρως της ελληνικής. Έστω και αν οι λόγοι των δύο πληθυσμιακών μετακινήσεων ήταν διαφορετικοί.

Πώς βλέπετε τις αλλαγές που έχουν σημειωθεί εδώ στον ελληνισμό από την αρχική μετανάστευση μέχρι σήμερα;  Τί έχει προστεθεί, τί έχει αλλάξει;

Από τους πρώτους Έλληνες μετανάστες στην Γερμανία, έχει πλέον  μεσολαβήσει μία γενιά.  Οι συμπατριώτες μας εδώ έχουν επιδείξει σημαντική οικονομική και κοινωνική κινητικότητα.  Από την απασχόληση στον δευτερογενή τομέα, δηλαδή την βιομηχανική παραγωγή, πολλοί έχουν περάσει στον τριτογενή, δηλαδή τις υπηρεσίες.  Αυτό για να συμβεί, προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, μόρφωση, διότι στις υπηρεσίες συγκαταλέγονται και επαγγέλματα όπως γιατροί, μηχανικοί και δικηγόροι, για τα οποία απαιτούνται μακρόχρονες πανεπιστημιακές απουδές.  Είναι γνωστή η αγάπη του Έλληνα για την μόρφωση. Και αυτό πλέον ομολογείται από την  ίδια την Eurostat, την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες παρουσιάζουν την πέμπτη καλύτερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσον αφορά στην μετάβαση από το μέσο επίπεδο μόρφωσης των γονέων στο υψηλότερο επίπεδο των παιδιών τους.  Πρόκειται για στατιστική που εξεδόθη προ ολίγων ημερών.Αυτό που προφανώς έχει προστεθεί  σε μία γενιά είναι το υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης.  Δεν έχω στη διάθεσή μου στατιστικά στοιχεία για τον Ελληνισμό της Βάδης-Βυρτεμβέργης, αλλά εμμένω στην θέση μου, ότι δηλαδή έχει αυξηθεί το επίπεδο μόρφωσης, διότι το διαπιστώνω καθημερινά στην πράξη, από τις επαφές μου με τους συμπατριώτες μας.

Άλλο στοιχείο προς συγκράτηση σχετικά με την ερώτησή σας είναι η επιχειρηματικότητα που επιδεικνύουν πολλοί συμπατριώτες μας.  Εδώ, σαφώς υπάρχει η γνωστή κλίση προς την λεγόμενη «γαστρονομία», αλλά όχι αποκλειστικώς. Γνωρίζω αρκετούς που σταδιοδρομούν σε επιχειρήσεις που ίδρυσαν οι ίδιοι, όπως και άλλους που έχουν παραλάβει την σκυτάλη από τους γονείς τους.  Έχω συγκεκριμένα παραδείγματα κατά νου.

Έχετε μία πλούσια διπλωματική καριέρα, πλούσια σε εμπειρίες και προσφορά στον Ελληνισμό. Έχετε μάλιστα προαχθεί από τις αρχές του 2013 σε πρεσβευτικό βαθμό, στα ανώτατα, δηλαδή, επίπεδα της καριέρας σας. Θα μπορούσατε να αναφερθείτε στις σχέσεις του Προξενείου με τον Ελληνισμό εδώ;

Σας ευχαριστώ για τους επαινετικούς σας λόγους.  Οι Έλληνες που έχουν γεννηθεί εδώ προσέρχονται σταθερά στο Προξενείο για να τακτοποιήσουν διάφορα θέματά τους, όπως την έκδοση διαβατηρίου, στρατολογικά, πληρεξούσια κτλ.  Όμως, η προσέλευση στις εκδηλώσεις που έχουμε κάνει δεν είναι, δυστυχώς, η αναμενόμενη.  Καταλαβαίνω την δυσκολία εξεύρεσης χρόνου.  Όμως, θα περίμενα μεγαλύτερη ανταπόκριση.  Όπως επίσης θα περίμενα την ενασχόλησή τους με τις κοινότητες, κάποιες από τις οποίες έχουν περιπέσει σε παρακμή.  Η προηγούμενη γενιά έκανε ό,τι μπορούσε για να στήσει οικογένειες και να δώσει το κατά δύναμη καλύτερο στα παιδιά της.  Η δραστηριοποίηση σε συλλογικό επίπεδο πρέπει να είναι συνεχής.  Αν και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει εδώ ο Ελληνισμός σαφώς έχουν αλλάξει, οι κοινότητες φαίνεται να ακολουθούν στην ωρίμανση ηλικιακώς αυτούς που τις δημιούργησαν. Καλό θα ήταν η νέα γενιά να τις επαναδραστηριοποιήσει, να στραφεί περισσότερο στους γηγενείς, δηλαδή τους γείτονές τους, τους φίλους τους, τους συναδέλφους στους χώρους εργασίας, πολλοί από τους οποίους γνωρίζουν την Ελλάδα τουριστικώς.  Γνωρίζουν όμως τους Έλληνες γείτονες, φίλους και συναδέλφους τους από την καθημερινή επαφή που έχουν μαζί τους.  Η νέα γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ,  είναι και αυτή γηγενής, ασχέτως της διαφορετικής προέλευσής της.  Έχει «μεταδημοτεύσει», αν μου επιτραπεί η αδόκιμη, έστω,  χρήση του όρου. Φέρει μέσα της έναν πλούτο μοναδικό, έχοντας μία άλλη καταγωγή, αλλά ζώντας σε άλλον τόπο.  Είναι παράλληλα και ομογενείς και γηγενείς οι νέοι μας που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ. Φαινομενικά, αυτό το δίπολο παρουσιάζεται προβληματικό.  Έχω μιλήσει με πολλούς Έλληνες δεύτερης γενιάς εδώ. Δεν αρνούμαι τα προβλήματα, αλλά δεν θα έμενα σε αυτά.  Εγώ δεν θα το έβλεπα προβληματικό.  Το αντίθετο μάλιστα. Το θεωρώ πλούτο.  Είναι πλούτος να εκφράζεσαι σε δύο γλώσσες,  να ξέρεις δύο νοοτροπίες. Κατανοώ τον προβληματισμό κάποιων.  Μέσα τους αισθάνονται Έλληνες, ενώ ζουν εκτός Ελλάδας.  Ίσως αισθάνονται παγιδευμένοι μέσα σε αυτό το δίπολο. Όμως, η απραξία και η απομάκρυνση από τα κοινά της ομογένειας και του τόπου που έγινε η δεύτερη πατρίδα τους, δηλαδή της Γερμανίας,  είναι η μεγαλύτερη παγίδα από όλες.  Είναι μία παγίδα που εμποδίζει την ένταξη, όπου ελλοχεύει η αφομοίωση.

Ως προς το τελευταίο σκέλος της ερώτησής σας, στόχος μας στο Προξενείο ήταν και παραμένει η καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση του κοινού. Χωρίς καμμία υπερβολή, μπορώ να πω ότι στη διετή, μέχρι τώρα, θητεία μου, έχουμε καταφέρει πολλά.  Έχω αξιόλογους συνεργάτες, οι οποίοι πολλές φορές εργάζονται πολύ πέραν του ωραρίου.  Μπορεί ο αριθμός του προσωπικού να έχει μειωθεί, στο πλαίσιο αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, αλλά η ποιότητα του στελεχιακού δυναμικού σας διαβεβαιώνω ότι είναι η ύψιστη δυνατή. Το Προξενείο δεν είναι μόνον ο χώρος όπου στεγάζεται η Ελλάδα στην Βάδη-Βυρτεμβέργη, όπου κυματίζει η Ελληνική Σημαία.  Είναι ο χώρος όπου οι συμπατριώτες μας θα εξυπηρετηθούν με τρόπο όχι μόνον αποτελεσματικό, αλλά και φιλικό. Δραττόμενος της ευκαιρίας, θα ήθελα να παρακαλέσω τους συμπατριώτες μας να χρησιμοποιούν περισσότερο την ιστοσελίδα μας στην άντληση πληροφοριών, διότι αυτό θα συνέβαλε πάρα πολύ στην αποσυμφόρηση του τηλεφωνικού κέντρου.  Επίσης, ας έχουν υπ’  όψιν τους ότι την ώρα που εξυπηρετούνται τηλεφωνικώς, ο υπάλληλος που συνομιλεί μαζί τους εξυπηρετεί ταυτόχρονα και κάποιον άλλον.  Γι’ αυτό, καλό είναι να συνοψίζουν τις ερωτήσεις τους όσο το δυνατόν γίνεται. Καλό θα ήταν, επίσης, να προγραμματίζουν την έγκαιρη επανέκδοση του διαβατηρίου τους, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι μπορεί να χρειασθεί έως και ένας μήνας από την στιγμή που θα καταθέσουν την αίτησή τους στην Αρχή μας, μέχρι να το παραλάβουν. Από την υιοθέτηση του νέου τύπου διαβατηρίων το 2006 και μετά, υπήρξε μεγάλη πίεση, λόγω μαζικής προσέλευσης των συμπατριωτών μας. Η πίεση αυτή έχει ήδη αρχίσει να εξομαλύνεται, αλλά τίθεται πάντα θέμα για την έκδοση νέου διαβατηρίου, εν όψει των θερινών αδειών. Λόγω της πενταετούς ισχύος των διαβατηρίων, το 2014 θα χρειασθούν επανέκδοση αυτά που έχουν εκδοθεί το 2009.  Δεν χρειάζεται να περιμένουν μέχρι να περάσει η ημερομηνία λήξης του διαβατηρίου τους.  Μπορούν να προσέλθουν στο Προξενείο και πριν από την λήξη, αποφεύγοντας την μαζική προσέλευση που παρατηρείται με την έναρξη της θερινής περιόδου.  Η περίοδος αναμονής για ραντεβού είναι σχεδόν ανύπαρκτη.  Προτού περάσουμε στην επόμενη ερώτησή σας, θα ήθελα επίσης, απαντώντας σε μία ερώτηση που μου τίθεται συνεχώς, να τονίσω ότι το Γενικό Προξενείο στην Στουτγάρδη δεν κλείνει.

Αρκετοί Έλληνες μεταναστεύουν εκ νέου, λόγω της οικονομικής κρίσης. Τι κάνει το Προξενείο για να διευκολύνει ή να λύσει προβλήματα που αντιμετωπίζουν;

 

Σημαντικός αριθμός συμπατριωτών μας που μεταναστεύουν στην Γερμανία είναι άνθρωποι που είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα. Κάποιοι έχουν γεννηθεί εδώ, είναι δηλαδή γόνοι μεταναστών.  Δεν διαθέτουμε στοιχεία για αριθμό των «νεομεταναστών»,  όπως λέγονται, διότι η διακίνηση εντός του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου είναι ελεύθερη. Καταγράφονται εδώ στις γερμανικές υπηρεσίες, όπως είναι υποχρεωμένοι, με την εγκατάστασή τους. Είμαστε όλοι Ευρωπαίοι Πολίτες, και ως εκ τούτου, τα δικαιώματα που απολαμβάνουν εδώ όλοι είναι κοινά.  Επομένως, οι «νεομετανάστες» απευθύνονται στις επιτόπιες αρχές για θέματα που άπτονται της εδώ εγκατάστασής τους. Η γνώση της γλώσσας είναι σημαντικό προσόν. Στο Προξενείο έρχονται για θέματα προξενικής συνδρομής, και εξυπηρετούνται ταχύτατα.  

Αυτή η μετανάστευση διαφέρει από την αρχική.  Πολλοί είναι κάτοχοι πανεπιστημιακών πτυχίων, και έχουν ήδη έλθει σε επαφή με εργοδότες που τους απασχολούν αμέσως.  Υπάρχει μεγάλη ζήτηση για τεχνικά επαγγέλματα, όπως και για γιατρούς, σύμφωνα με όσα μου περιέρχονται.  Ξέρετε ότι η Ελλάδα έχει βληθεί από την κρίση, όχι μόνον οικονομικώς, αλλά και επικοινωνιακώς. Σε αυτούς που βάλλουν εναντίον της, απλώς θα τόνιζα ότι τα έτοιμα αυτά στελέχη που μεταναστεύουν από την Ελλάδα έχουν εκπαιδευθεί εκεί, στην χώρα που αφήνουν, σε κόστος των οικογενειών τους και του ευρύτερου ελληνικού συνόλου, το οποίο  επωμισθηκε την εκπαίδευσή τους. Αφορμής δοθείσης, θα ήθελα να αναφερθώ και σε κάτι που είναι κατακριτέο.  Δεν είναι όλοι οι «νεομετανάστες» κάτοχοι πτυχίων ή γνώστες της γλώσσας και της γερμανικής πραγματικότητας, με αποτέλεσμα να διευκολύνονται στην εξεύρεση εργασίας.  Είναι και μερικοί απελπισμένοι, οι οποίοι προσελκύονται από αγγελίες Ελλήνων που έχουν επιχειρήσεις εδώ.  Δεν γνωρίζω τους λόγους, αλλά υπήρξαν και περιπτώσεις όπου δημιουργήθηκαν παρεξηγήσεις και ακούσθηκαν κατηγορίες, ότι «νεομετανάστες» έπεσαν θύματα εκμετάλλευσης από συμπατριώτες μας.  

Θα θέλατε να αναφερθείτε σε κάτι ακόμη που θα κρίνατε σκόπιμο να έχουν υπ’  όψιν τους οι συμπατριώτες μας;

Βεβαίως.  Υπάρχει κάτι που ξεπερνά τα όσα συζητήσαμε, χωρίς να είναι και άσχετο με αυτά. Αναφέρομαι στα συναισθήματα που διακατέχουν τους Έλληνες εδώ, τα οποία αφουγκράζομαι από τις συζητήσεις μαζί τους, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα.  Πρόκειται για ένα μίγμα πικρίας, απογοήτευσης, θυμού και γενικά διαφόρων μορφών αντίδρασης, λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η πατρίδα μας.  Δεν θα αναφερθώ στην κρίση και στα αίτιά της, γιατί πολλοί με ρωτούν τί συνέβη και γιατί συνέβη.  Θα ήθελα να  επιμείνω σε αυτό το μίγμα συναισθημάτων που ανέφερα προηγουμένως, διότι μέσω αυτών εκφράζεται μία ανασφάλεια, ή, θα έλεγα, ακόμη και μία κρίση ταυτότητας.  Ο Έλληνας εδώ δεν θα πρέπει να νιώθει ντροπή ή μειονεκτικά για την πατρίδα μας.  Δανείζομαι στο σημείο αυτό μία ερώτηση που μου ετέθη, μία απορία,  η οποία, όσο σχηματική και αν ακούγεται, με βοηθά να εκφράσω αυτό που θέλω να πω. Αφορά στο «πώς η Ελλάδα που έδωσε τα φώτα με το μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής πολιτισμικής κληρονομιάς έφθασε σε αυτή την κρίση». Τα αίτια της κρίσης είναι σύνθετα, και σε  κανέναν βαθμό δεν έχουν να κάνουν με το αυτό που είναι και εκπροσωπεί ο Ελληνισμός.  Όπως δανείσθηκα για να διατυπώσω την ερώτηση, έτσι θα δανεισθώ για να την απαντήσω, από τα λόγια ενός μεγάλου ελληνικού πνεύματος, για τον οποίο κατά την άποψή μου θα έπρεπε να είχε λάβει και το τρίτο βραβείο Nobel Λογοτεχνίας η Ελλάδα:  Τον Καζαντζάκη, ο οποίος πέρασε την τελευταία περίοδο της ζωής του στο Freiburg του Μέλανα Δρυμού (Schwarzwald), της δικής μας προξενικής περιφέρειας, όπου και πέθανε.  Διαλογιζόμενος για την ταυτότητα του Ελληνισμού ο Καζαντζάκης, λέει ότι η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, σε ένα προνομιούχο αλλά συνάμα και επικίνδυνο πολύ γεωγραφικό και ψυχικό σημείο του κόσμου. O Ελληνισμός έπρεπε, είχε χρέος –συνεχίζει- να συμφιλιώσει μέσα του τρομερές δυνάμεις. Αυτό που κατάφερε ο ελληνικός νους ήταν να δώσει μορφή στο άμορφο και βαθύ υποσυνείδητο της Ανατολής, από την οποίαν έλκεται, κάνοντάς το συνειδητό.  Όταν το κατάφερε, έκανε το ελληνικό θαύμα.  Συμμεριζόμενος την άποψη του Καζαντζάκη, θα έλεγα και εγώ ότι αυτή είναι η αποστολή του Έλληνα, και αυτό και πάλι θα καταφέρει. Αρκεί να ξέρει και να μη ξεχνά τι έχει μέσα του.  Αυτό είναι το ελληνικό φως, και αυτό θα ήθελα να προσθέσω για τους συμπατριώτες μας, ευχόμενος σε όλους υγεία, αγώνα με πίστη και ελπίδα, προκοπή και ευτυχία. Χρόνια Πολλά και Καλή Χρονιά.  Σας ευχαριστώ για την φιλοξενία  της εφημερίδας σας. Τις ευχές μου σε όλους της «Ελληνικής Γνώμης»..

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ