Συνέντευξη του ποιητή και συγγραφέα Νίκου Κατσαλίδα.

Ερώτηση: Έχετε ασχοληθεί, με την ποίηση, την πεζογραφία, το δοκίμιο και την μετάφραση. Υπάρχει κάποιο “πεδίο”, στο οποίο αισθάνεστε πιο άνετα;

-Απάντηση: Πολλαπλά, σύνθετα και ανεξήγητα, είναι τα σύνεργα και τα εφόδια της δημιουργικής γραφής, πολλά αινίγματα ζητούν λύσεις στις υπόγειες στοές αυτού του λαβύρινθου. Ως δημιουργός, όχι μόνο νομίζω και πιστεύω, αλλά και νιώθω μέσα μου ότι και τα τέσσερα συγκεκριμένα ‘πεδία’, για τα οποία ρωτάτε, δηλαδή: η ποίηση, η πεζογραφία, το δοκίμιο κι η μετάφραση, αλλά προπαντός τα τρία πρώτα (ποίηση, πεζογραφία και δοκίμιο), επικοινωνούν μέσα μου σαν τα συγκοινωνούντα δοχεία.  Πιστεύω ότι δίχως να ξέρω πού και πως και γιατί, βρέθηκα ποιητής, (αν μπορούμε να μιλούμε σήμερα για τέτοιου είδους αυθόρμητων, γεννημένων ποιητών).  Και τα παιδικά κι εφηβικά τοπία, και οι αιωρούμενοι ορίζοντες που εμφανίστηκαν γύρω μου, πάνω στα όρη, στα όρια της γης και του ουρανού σαν απάνω σε θεόρατες στήλες ναών, ήταν όλος ο έμφυτος πλούτος που φούντωσε κι οργίασε ύστερα από τον κατακλυσμό και την δημιουργία του κόσμου, συσσωρευμένος πάνω στα βράχια μου. Κι εγώ βρέθηκα αυθόρμητα μέσα στους μαγικούς κύκλους τους. Εδώ πάνω πλάστηκε και επεξεργάστηκε, και σφραγίστηκε το γίγνεσθαι της πεμπτουσίας μου. Και δίχως να κάνω καμιά προσπάθεια να ξεφύγω απ’ αυτό τον οργασμό κι αναβρασμό, βρέθηκα αυτόματα στο επίκεντρο της παρθενιάς και της αγνότητας της παγανιστικής φύσης. Μέσα σ’ ένα σπαρμένο πελώριο ορεινό όγκο, γεμάτο βουνά, βράχια, κορυφογραμμές, πλούσια και πυκνά δάση μ’ όλα τα ζωνάρια τους, από τις αιωνόβιες καστανιές, ως τα περήφανα έλατα, που φάνταζαν τσολιάδες στους χιονιάδες. Ριζοβούνια, χαράδρες ηχηρές, φαράγγια, γκρεμούς, ρεματιές, βουερά ποτάμια, πολλά εξωκλήσια, εκκλησίες και μοναστήρια. Όλα τα είδη των πουλιών που φτερουγίζανε στον ουρανό και πλένονταν στις βρύσες, που πότε σήκωναν το κεφάλι και κοίταζαν το Θεό, πότε σκύβανε και κάνανε δέηση, όπως μας λέγανε οι γιαγιάδες. Όλα αυτά τα τοπία, συνοδευμένα από τιτιβίσματα πουλιών, βόμβους μελισσιών, φάλαγγες μυρμηγκιών, κελαρύσματα νερών, μοσχοβολήματα ανθών, σβαρνίσματα φιδιών και καψαλίσματα των άστρων, είναι ριζωμένα και καταγραμμένα οπτικά και ακουστικά μέσα μου.  Θυμάμαι καλά λόγου χάρη, το παιδικό ταξίδι κάποιας χαραυγής μαζί με τη μάνα μου, στον χλοϊσμένο λόφο, που είχαμε βγει να μαζέψουμε τσάι, και το πυκνό δάσος με τις λιγνές, ολόρθες λεύκες που θρόιζαν, μοσχοβολούσαν, μυρμήγκιαζαν μπροστά μου. Ίσως να ‘ταν μια από τις πρώτες ποιητικές καταγραμμένες στιγμές που δημιούργησε την οπτική και ακουστική εικόνα ‘Θροίσματα στις φυλλωσιές’, τίτλος της πρώτης χειρόγραφης παιδικής, ανέκδοτης συλλογής που βαστάω με ευλάβεια στο αρχείο μου. Τα ονειρικά και αθώα πουλιά του χειμώνα, τα μικρά σπουργίτια, που τρεμούλιαζαν πάνω στα άσπρα χιόνια σαν να ζητούσαν ελεημοσύνη με τα μικρά ματάκια τους να μπούνε μέσα, (αχ, αυτή η ευαίσθητη και φαντασμαγορική εικόνα των πουλιών του χειμώνα!), έξω από τα παραθύρια του σκαλισμένου αρχοντικού μου, (χτισμένο από τον μετανάστη παππού στην Αμερική, πλάι στο παλιό αρχοντικό από τον μετανάστη προπάππου μου στην Κωνσταντινούπολη), εδώ, στην ορεινή και γραφική Απάνω Λεσινίτσα των Αγίων Σαράντα. Αυτές οι πρώτες ευαίσθητες, ρομαντικές, λυρικές και ανεξάντλητες εικόνες του είδους, αυτή η παιδική φαντασία σε μορφή οπτασίας, με όλο το φάσμα της και με όλα τα χρώματά της, με τις πρώτες αχτίδες της ανατολής και τη λάμψη του ήλιου, που ανάτελλε πίσω από τα  Ελληνικά σύνορα, πάνω στα έλατα από το βουνό της Στουγάρας και της Μουργκάνας, με το ρόδινο του ηλιοβασιλέματος στις καστανιές, που χρύσιζε στο σπάρτο, στις σφάκες, στο φασκόμηλο, με το μαύρο του σούρουπου όταν ο ήλιος σαν ένα κουβάρι χάνονταν και έπεφτε στη θάλασσα, με το κατάλευκο του χιονιού, με τα αστροπελέκια και τα μπουμπουνητά, με τις βροχές και τα χαλάζια, με τα μπουμπούκια, τα πράσινα και τα κίτρινα φύλλα, με τα φουσκωμένα ποτάμια που βουίζανε κι αχούσαν βαθιά στις κλεισούρες. Όλα αυτά με προσεγγίζανε στα κατευόδια της ποίησης. Όλα αυτά ως εκείνο το σημαδιακό πρωί, που ‘ρθαν όλα τα πάνω κάτω, με το μαντάτο της ντουφεκιάς, πάνω στον φυλακισμένο γείτονά μας. Κι ακούσαμε τη μαυροντυμένη μάνα της πέρα γειτονιάς, απέναντι από το αρχοντικό μας, να μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Όπως και τους αντίλαλους της κάτω γειτονιάς, τις τρεις πικραμένες γυναίκες με τους ξενιτεμένους άντρες, τις “αμερικάνες”, με τα χέρια σταυρωμένα και τα στόματα κλειδωμένα, που πέρασαν κάτω από το σπίτι μας σαν αρχαίες τραγικές εικόνες, και κάτι ψιθύρισαν κρυφά στ’ αυτί της γιαγιάς μου, της άλλης “αμερικάνας”, της  ομοιοπαθούς, που ‘ξερε από το παιδί της καλά τα κάτεργα, ότι πήγαιναν να παρευρεθούν στην δίκη των γιων τους, κατηγορούμενοι για απόπειρα δολοφονίας του«ηγέτη»(σημ. τον δικτάτορα Ε.Χότζα). Κι αυτή ήταν η πρώτη ντουφεκιά και τα πρώτα μαντάτα που ‘πεφταν κατακούτελα στα προζύμια της ζωής, που συντελούσαν να καταπραΰνουν οι κρουνοί της λύρας και να γεμίσουν οι λίμνες της πεζογραφίας. Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται όταν τ’ ακούτε, οι αισχυλικές και σεξπηρικές γκραβούρες είχαν ξημερώσει στον περίγυρό μου, στη γειτονιά μου, και το αιματοβαμμένο μαύρο χώμα μου, ρουφούσε καινούργιο αίμα. Αλλά κι όταν είμαι στα οικόπεδα της πεζογραφίας, που διαδραματίζεται πάνω στο γνωστό ποιητικό φυσικό τοπίο, κοιτάζοντας τον τόπο μου τώρα όχι από ρομαντικό πρίσμα και περιβάλλον, αλλά από το τραγικό του κοινωνικού και εθνικού μου, έρχεται πάλι και προσπαθεί να δανειστεί, και να πάρει ότι καλύτερο από το άνετο ‘πεδίο’ της ποίησης, και προπαντός από το αυθεντικό τοπίο της γενέτειράς μου, και γίνεται πεζός λόγος, μέσα στο μαγικό ρεαλισμό και στο φανταστικό στοιχείο της φύσης, παντρεύοντας ιερουργικά τις λυρικές πτυχές με τις δραματικές τοιχογραφίες. Τελικά, και το δοκίμιο, μήπως δεν κάνει προπόνηση πάνω στα ίδια καλλιεργημένα χωράφια της ποίησης, αλλά είναι παρεξηγημένο στο είδος του;

Ερώτηση: Ποιο ήταν το ερέθισμα για να εκφραστείτε μέσα από τον γραπτό λόγο; Πόσο σας επηρέασε σε αυτό ο πατέρας σας,  που υπήρξε σημαντικός πνευματικός άνθρωπος;

Απάντηση: Σας ευχαριστώ πολύ για την εκτίμηση προς τον πατέρα μου, που έδωσε ότι μπόρεσε για την ελληνική γλώσσα, τον πολιτισμό και την παράδοση.
Ποτέ δεν θα μάθουμε για τα ερεθίσματά μας, δηλαδή, ποια είναι πρωτεύοντα και ποια είναι δευτερεύοντα. Εμείς ξέρουμε ότι εκεί στην πρώτη παιδική κασέτα μας, στον πρώτο σκληρό δίσκο μας, που γεμίζει από τις αγνές επαφές της μικρής ζωής μας με τον μεγάλο κόσμο, έχουν επενδύσει πριν από μας και κάποιοι άλλοι παράγοντες πάνω μας και μέσα μας, έχουν επενδύσει γενιές γενεών. Και για να το διευκρινίσουμε  καλύτερα πρέπει να πούμε ότι έχουν επενδύσει κι επιδράσει πάρα πολλοί παράγοντες στον οικογενειακό κύκλο, στο στενό περιβάλλον της πατρογονικής αφετηρίας, που λέγεται γενέθλια γη, γενέθλιος τόπος, μια στρατιά ακέρια. Και λέγονται παππούδες, γιαγιάδες, μανάδες, πατεράδες. Όπως κι οι ήχοι, οι αντίλαλοι της προφορικής παράδοσης, οι μύθοι, οι θρύλοι, το δημοτικό τραγούδι, το παραμύθι της γιαγιάς, το τραγούδι της μάνας, η αυστηρή διαπαιδαγώγηση του πατέρα με τη γλώσσα, τη γραπτή παράδοση και τον καλλιεργημένο λόγο. Και μαζί μ’ αυτά, όλοι οι συντοπίτες, ζωντανοί και οι πεθαμένοι, που περνούνε μπροστά σου. Στην παιδική ζωή, μες στον πλούσιο, φανταστικό κόσμο των δύο γιαγιάδων μου, της Ευθυμίας του Λίτου, και προπαντός της Όλγας του Κατσαλίδα, αχώριστος από κοντά της, στις δημιουργικές αφηγήσεις της και στα ανεπανάληπτα αναγνώσματά της, στα τραγούδια τις νύχτες πριν κοιμηθώ και βυθιστώ στα χρωματισμένα όνειρά μου, μεταμορφωνόμουνα θρύλος μες στους θρύλους, και πότε γινόμουνα Οδυσσέας, όπως οι παππούδες μου, Νικόλας και Γιώργης. Και ταξίδευα στις θάλασσες αναζητώντας την Ιθάκη μου. Και πότε μετατρεπόμουνα Χριστός και διδασκόμουνα πάντοτε να αγαπώ και να μην μισώ τον κόσμο τριγύρω μου. Και πότε Φρόιντ βυθισμένος στο περίεργο της ψυχανάλυσης, όταν κάθε πρωί η γιαγιά – Όλγα, άνοιγε τον Ονειροκρίτη, ξεφύλλιζε τις σελίδες, και ξηγούσε σ’ όλους με τη σειρά, τα όνειρα της νύχτας. Εκεί άκουσα για καταποντισμούς και για πίκρες, για θεομηνίες και για κατακλυσμούς, για αρραβώνες, γάμους και χαλασμένες συμπεθεριές, για ίσκιους που παραμονεύανε έξω από τα σπίτια μας και για φυλακές, για νεκρούς που αφού εκτελούσανε το καθήκον τους, ξαναγύριζαν και ξαναμπαίνανε στο κιβούρι τους κάτω στο νεκροταφείο του Αϊ Θανάση, για στοιχειωμένα γιεφύρια, αρρώστιες και θανάτους.  Κάτω από το μαξιλάρι της γιαγιά – Όλγας μου, βρίσκονταν τρία μεγάλα, συμβολικά βιβλία, αποφασιστικά και καταλυτικά για μένα, που σαν αναρωτιέμαι και σκέφτομαι σήμερα μέσα μου, πιστεύω ακράδαντα ότι έχουν σημαδέψει τον κόσμο μου: η Οδύσσεια, η Άγια Γραφή και ο Ονειροκρίτης. Και τα τρία αυτά βιβλία, που βρίσκονταν κάτω από το μαξιλάρι της γιαγιάς μου, αληθινά, αλλά και κρυμμένα στα ονειρικά μου τοπία, που όταν παίρνανε σάρκα και οστά και βγαίνανε από τους ίσκιους και ζωντανεύανε μπροστά μου,(όπως το ‘χω ξαναπεί), νιώθω ότι έχουν επιδράσει εξαιρετικά στην οπτική μου, στις ερμηνείες και στην ψυχοσύνθεσή μου πάνω στα αέναα φαινόμενα του κόσμου.
Ενώ, η ομηρική και γλαφυρή γιαγιά μου, αφενός, είναι σημείο αναφοράς για τις επιδράσεις και τις επαφές μου με την προφορική παράδοση, αφετέρου, εμφανίζεται ο αυθεντικός, ο ευπατρίδης, ο άρχοντας, ο ελληνοδιδάσκαλος, ο γλωσσολόγος, ο λαογράφος, ο καλλιεργημένος πατέρας, τελειόφοιτος του περίφημου και ξακουστού Γυμνασίου της Πωγωνιανής, ένας άψογος, λεπτός γνώστης της ελληνικής γλώσσας, της αρχαίας, της καθαρεύουσας και της δημοτικής, το ζωντανό και πλούσιο αρχείο μου, ο απαιτητικός κι υπομονετικός, που δε μ’ άφηνε να σαλέψω, και με συμβούλευε βήμα προς βήμα, λέξη προς λέξη, ο επιμελητής κι εντωμεταξύ ο κριτής μου, από τα γεννοφάσκια της ποίησής μου μέχρι πρόσφατα στα ενενήντα δύο του, που με δίδαξε με την κλασική μεγάλη αρχή και τάξη ότι η ποίηση πρέπει να είναι οικουμενική κι όχι συγκυριακή, και πολλές φορές είχε απορρίψει τα συγκυριακά μου ατοπήματα και πειράματα. Αυτός τώρα πια προπάππους αφήνοντας το όνομά του στο γιο μου Γρηγόρη και το όνομά μου στον δισέγγονό του Νικόλα, να με συμβουλεύει να χειρίζομαι όσο πιο σωστά και όσο πιο πλούσια την ελληνική γλώσσα, προσπαθώντας να μου εξηγήσει κι ερμηνεύσει τις πιο ευαίσθητες πτυχές και λεπτεπίλεπτες εκδοχές της ντοπιολαλιάς της βόρειας περιοχής της Ηπείρου, με τις ομηρικές καταβολές και πατρογονικές ρίζες της, σχεδόν ο αιωνόβιος, ο ακούραστος συλλέκτης, που απεβίωσε πρόσφατα, συμπληρώνοντας, επιλέγοντας κι εμπλουτίζοντας με ζωντανή αφήγηση γραπτές σημειώσεις, τις τετρακόσιες σελίδες της αυτοβιογραφίας του, απαγγέλλοντας μπροστά μου σχεδόν τις τελευταίες στιγμές πριν παραδώσει το πνεύμα του, αποσπάσματα από την τραγωδία «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, στα αρχαία ελληνικά.  Κι ύστερα, δίχως αλαζονείες, και δίχως εγωισμούς, περί γονιδίων, κληρονομίας και κουροφέξαλα , νομίζω ότι αν κάποιος ζει στο ίδιο σπίτι, κάτω από την ίδια στέγη, με έναν αφοσιωμένο άνθρωπο, μαθητής κι αυτός και συγγενής του άλλου αξιόλογου λαογράφου της Λεσινίτσας, του Βασίλη Μπαρά, που τυχαίνει να ‘ναι και πατέρας σου, ένα αεικίνητο, που δεν τον βλέπεις να σταματάει ποτέ του, από το πρωί μέχρι το βράδυ, να ‘ναι σκυμμένος πάνω στα χαρτιά του, ξεφυλλίζοντας, ψάχνοντας και συστηματοποιώντας σαν το μερμήγκι αυτό που ζητούσε και να το γράφει πρόχειρα σε κομματάκια χαρτιά. Κι ύστερα να το καλλιγράφει σχολαστικά με την άριστη γραφή του, γεμίζοντας από την μια άκρη στην άλλη άκρη τις σελίδες, σάμπως να του ‘χαν τελειώσει τα τετράδια, και δεν θα ‘βρισκε άλλο χαρτί πια να γράψει, με μια απίστευτη καλλιγραφία και ορθογραφία, προσπαθώντας να μην κάνει κανένα λάθος. Πόσο δύσκολο είναι να ‘σαι σχεδόν καθημερινά κάτω από την επίβλεψή του, έχε υπόψη τις γενιές και το πάρε και το δώσε τους, οι επιδράσεις και οι σπουδές τους, να συμφωνείς και να διαφωνείς, για πολιτικά και για λογοτεχνικά και να μην είσαι σκλάβος του, αλλά δημιουργικός, πρωτότυπος κι αλλιώτικος, με τη μόνη κοινή έγνοιά μας τη μικρή μας ιδιαίτερη πατρίδα. Μα, πώς μπορείς να μην μιμηθείς τον εργασιομανή πατέρα, το ζωντανό εργαστήριο που έδρασε ευσυνείδητα, έγραψε, σύλλεξε, συστηματοποίησε και έκδωσε ένα έργο γύρω στις 2500 σελίδες μπροστά σου; Αφενός ο δημιουργός και αφετέρου ο άνθρωπος Γρηγόρης, γόνος μιας αρχοντικής, παραδοσιακής, εύπορης, καλλιεργημένης οικογένειας, που οι γενάρχες της δεν την άφησαν ποτέ να πεινάσει, αλλά να βοηθήσει κι άλλους στις κακουχίες, που ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του επιμελούταν της εμφάνισής του σάμπως θα γίνονταν γαμπρός. Προσηλωμένος στην τάξη των πραγμάτων, να φτιάξει τη γραβάτα του, να μπογιατίσει τα παπούτσια του, κι ακόμα ο πιο περισσότερος καιρός της απόλαυσής, να ξυρίζεται καθημερινά για να βγει στο μεσοχώρι, να κάτσει στη γωνία του καφενείου, να πάρει το λουκούμι του ή τον καφέ του, στην παρέα των συγχωριανών, να ακούσει, να καταγράψει τις ιστορίες της αντίστασης του τόπου, τα τερτίπια των χωρατατζήδων και τα καλαμπούρια τους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ με τι μεράκι έφτιαχνε τον καφέ, όχι μόνο για μας, τους οικείους του, που για να τον ευχαριστήσουμε, τον ζητούσαμε μόνοι μας και τον πίναμε και τον απολαμβάναμε μαζί του, αλλά και για τους φίλους και δικούς μας, έπρεπε να τον φτιάξει ο ίδιος, με τον αναπτήρα, το κουτάλι στο χέρι, σαν μαγγανεία, σάμπως να ‘κανε μια ιεροτελεστία πάνω στο μπρίκι και πάνω στα ευλογημένα φλιτζάνια μας.

-Ερώτηση: Τι σας έχει διδάξει η εμπλοκή σας στην πολιτική;. Θα επιθυμούσατε ξανά ενεργό πολιτικό ρόλο;

-Απάντηση: Η πολιτική κι οι πολιτικοί έχουν πάντοτε αναμεταξύ τους μια συγκυριακή σχέση εξαρτημένη από πολλές αφορμές και αιτίες, δηλαδή από πολλούς παράγοντες. Έλα ύστερα να μιλήσεις για πολιτική και ποίηση, που απέχουν τόσο αναμεταξύ τους! Μια ομάδα διανοουμένων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία και όχι μόνο, γιατί όλος ο λαός ήταν προβληματισμένος για τις τύχες του, τις μεγάλες εκείνες ιστορικές στιγμές της ανατροπής, που πάει να τελειώσει το καθετί και να γκρεμιστεί μια δικτατορία, στο σιδηρούν παραπέταμα, έθεσε στην εθνική συνείδησή της το ερώτημα: τι θα γίνει στις νέες πολιτικές ροές και εξελίξεις μ’ εμάς, τους Έλληνες της Αλβανίας, ή τους Μειονοτικούς, όπως συνηθίζουν να ονομάζουν, (αποφεύγοντας την πολιτική χροιά) τους Έλληνες Βορειοηπειρώτες.  Η γενιά με εθνικό αυθεντικό πιστεύω των παππούδων και πατεράδων, προερχόμενοι κατευθείαν από το κεφαλάρι της εθνικής συνείδησης και πιο κοντά στις στερήσεις της ιστορίας, αυτόπτες μάρτυρες όταν φτιάχνονταν τα κράτη, είχε περάσει και δοκιμάσει από καιρό τα κάτεργα της κόλασης, ένα μέρος είχε θεριστεί, απομονωθεί, εξαντληθεί και βγει εκτός παιχνιδιού και φυσικά δεν ήταν σε θέση να αναλάβει μεγάλα φορτία. Εμείς, μια άλλη γενιά, οργανωθήκαμε, με τα αδερφικά αισθήματα και την εθνική συνείδηση του Έλληνα, για εξέλιξη και πρόοδο, κοιτώντας την ιστορία κατάματα και ιδρύσαμε, σχεδόν απλοποιημένα, αλλά με μεγάλο πιστεύω και τόλμη την πολιτική μας οργάνωση, που ονομάσαμε Ομόνοια και ως εκλογικό σώμα μπήκε και στην πρώτη Βουλή της μεταπολίτευσης. Κι όταν με διάφορα τεχνάσματα μας βγάλανε από την Βουλή, σαν συνεχιστής κι εκφραστής της Ομόνοιας, έγινε το Κόμμα Ένωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που κάποια στιγμή χρειάστηκε να με επιλέξει για Υπουργό και αργότερα διπλωμάτη. Δεν κατέχομαι από αλαζονεία και δεν καυχιέμαι. Αλλά, ούτε παραπονιέμαι και δεν μου καίγεται καρφί, που τελείωσα έντιμα τις δύο θητείες μου και δεν είμαι πια, ούτε υπουργός και ούτε διπλωμάτης. Στην πολιτική όταν δίνει κάποιος από τον εαυτό του, το είναι του και το πιστεύω του, όταν επενδύει το όνομά του και το κύρος του επώνυμού του, δίχως ατομικά κέρδη και συμφέροντα, αυτή είναι και η μεγαλύτερη περηφάνια του. Και προπαντός ως Έλληνας της Εθνικής Μειονότητας, που αγωνίζεται βάσει των ευρωπαϊκών κριτηρίων, σε μια χώρα που ύστερα από την πτώση της δικτατορίας, επέλεξε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της.
Στην πολιτική μπήκα μόνος μου με ελεύθερη βούληση να συμβάλω για την εθνική μου ταυτότητα σε μια στιγμή ανατροπής, που μπορούσε να μετατραπεί σε περιπέτεια, σκεπτόμενος τις πολλαπλές εθνικές περιπέτειες της φυλής μου. Ενώ υπουργός και διπλωμάτης δεν έγινα μόνος μου. Αλλά με διάλεξαν οι δικοί μου, οι ομοεθνείς μου και τους ευχαριστώ πολύ με την τιμή που μου κάνανε. Ένας απλός Βόρειος Έλληνας, που δεν θέλησε ποτέ να προβάλει τον εαυτό του, και που τις περισσότερες ώρες της ζωής του, τις πέρασε γράφοντας και συλλαβίζοντας λέξεις και στίχους, τέτοιος είμαι.  Και πάλι ξέρουν το μετερίζι μου, όπως πριν, εδώ είμαι, γράφω, ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, μεταφράζω, είμαι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων της Ελλάδας.  Σας το ξαναλέω ότι εμείς δεν ήμασταν πολιτικοί. Εγώ πιστεύω σε μια άλλη γενιά, πιο προετοιμασμένη και πιο αρμόδια από μας, πιο σίγουρη και πιο απελευθερωμένη από ταμπού και αγκυλώσεις, η γενιά των παιδιών μας, με μια πιο ξεκάθαρη οπτική, να συνεχίσει τον τίμιο αγώνα των παππούδων και των πατεράδων τους.

-Ερώτηση: Απ’ ότι γνωρίζω εργάζεστε στην Αθήνα; Γιατί το αποφασίσατε αυτό;

-Απάντηση: Εμείς οι ηπειρώτες, βόρειοι και νότιοι έλληνες, στην πλειοψηφία μας, ήμασταν πάντοτε μετανάστες, όπως μέσα στο εθνικό κράτος, έτσι και στις ανοιχτές, μεγάλες, γνωστές αυτοκρατορίες, ήμασταν εσωτερικοί και εξωτερικοί μετανάστες.  Αν αναφέρω την έκφραση ‘πολίτης του κόσμου’, ίσως και ακουστεί παλαιομοδίτικη.
Ο προπάππους μου Δημήτρης, στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, ήταν μετανάστης στην Κωνσταντινούπολη, παλιά πρωτεύουσα του Βυζαντίου και τότε της οθωμανικής αυτοκρατορίας, εκεί έζησε, πρόκοψε, απεβίωσε, όπου και βρίσκεται και ο τάφος του.  Οι παππούδες μου και από τον πατέρα και τη μάνα, από τις αρχές του εικοστού αιώνα συνταξιοδοτήθηκαν, σαν ταξιδευτές μετανάστες, στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη.  Εκτός από την κομμουνιστική αυτοκρατορία της κόλασης και της αβύσσου, όλες οι άλλες αυτοκρατορίες, νομίζω ότι  ήταν πιο ανοιχτές σ’ αυτή την κατεύθυνση. Η οικονομική μετανάστευση έχει φτιάξει τα σκαλισμένα αρχοντικά του χώρου μας.  Τώρα, στον εικοστό πρώτο αιώνα ξημέρωσε και για τους απομονωμένους Έλληνες, ομογενείς, που βρέθηκαν ως πολίτες μιας άλλης χώρας, η ελεύθερη κίνηση. Και ποιος δεν ήθελε την απωθημένη λευτεριά από μας τους αποκλεισμένους Έλληνες; Αλλά αυτή η ελεύθερη κι άμορφη κίνηση σαν της αμοιβάδας, στο όνομα της ευμάρειας και της λευτεριάς, τουλάχιστον να νιώσεις έστω και για λίγο ελεύθερος Έλληνας, κι ας γίνει ότι γίνει, δίχως να λειτουργεί λογικά ένα εθνοκεντρικό αρμόδιο μυαλό για τις κινήσεις της και τις εξελίξεις της, μήπως αυτομάτως δεν σημάδεψε τάχα την τραγική εκκένωση των πατρογονικών μας εστιών, φαινόμενο που δεν κρύβεται, και που το ‘χω διεκτραγωδήσει αισθητικά εδώ και είκοσι τέσσερα χρόνια στην ποιητική μου σύνθεση ‘Το μοιρολόι του βουρκωμένου βουνού’, που ούτε λέξη δεν περισσεύει για μένα και μου φαίνεται ότι το ‘χω γράψει σήμερα. Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από άλλους Έλληνες να μας μαζέψει όλους εδώ πέρα. Αλλά ο χώρος μας, οι πατρογονικές μας εστίες έχουν ανάγκη τους Έλληνες του. Γιατί ο Έλληνας είναι ποιότητα και όχι ποσότητα. Και το εθνικό κέντρο σ’ αυτή την κατεύθυνση έκανε ένα μάτι γκαβό κι ένα αυτί κουφό, αδιαφορώντας αν μπορεί να χαθεί η εθνική μας μνήμη. Και μας δίνει την εντύπωση ότι θέλει να μας πετάξει από πάνω του, να μη μας έχει φορτίο, να του φύγει ένα βάρος. Εμείς δεν είμαστε βάρος, εμείς είμαστε τραγωδία. Κι όσο θα μας ξεχνούν, τόσο μεγαλύτερη θα ‘ναι πάνω στο σβέρκο της ιστορίας μας, έστω και σαν τραγική ανάμνηση η πληγή μας. Και ποιούς, εμάς, τους άξιους αγωνιστές σε κάθε εθνικό έπος, καθώς και πάντοτε ειρηνόφιλους και της συναίνεσης, που το δείξαμε στην ιστορία ότι ξέρουμε να ζούμε αρμονικά και να μοιραζόμαστε την ίδια μοίρα και με κάθε συμπολίτη αλβανό και με τα αδέρφια μας τους έλληνες. Κι αφού δεν ήρθε η Ελλάδα στα μέρη μας, να δει πως ζουν τα παιδιά της, τι κάνουν εκεί πάνω, στα βόρια βράχια τους, πίσω από τον ήλιο, εκατό χρόνια μοναξιά, όπως θα ‘λεγε κι ο Μάρκες, να τα συμβούλευε πώς να πράξουν, τι έπρεπε να κάνουν, όπως πριν, μες στην αντάρα, έτσι και μετά από την ανατολή του ήλιου πάνω στα Βαλκάνια, τότε, ανάμεσα στο μεγάλο πόθο για λευτεριά και στον αποπροσανατολισμένο μπούσουλα της αδράνειας και της απάθειας, κλείσανε τα μάτια κι ήρθαν αυτά στην Ελλάδα. Κι όσοι μείνανε εκεί, αν κριθούν με τα παραδοσιακά γνωστά κριτήρια του όσιου και του πατριωτικού, με την οπτική του ιερού και του ηρωικού, δίχως άλλο πρέπει να ‘ναι αγιασμένοι και ήρωες. Κι εμείς, όπως φαίνεται, δεν ήμασταν από το είδος που άντεξε, γιατί ήταν στη μέση η υπόθεση της επιβίωσης, που ποτέ δεν κάνει διάκριση σε ανθρώπους, ποιητές, βάρδοι, λαξευτές, βοσκοί ή ζευγολάτες να ‘ναι. Και δεν μείναμε όπως σκεφτόμασταν αρχικά στα πατρώα εδάφη με τους τάφους των προγόνων. Και φτάσαμε στην Αθήνα ύστερα από δεκαπέντε χρόνια του ανοίγματος. Ίσως, από τους τελευταίους αργοπορημένους. Μόλον που πηγαινοέρχομαι κι είμαι προσωρινός μετανάστης, αν μπορεί να ειπωθεί μετανάστης ένας Έλληνας στην ίδια την πατρίδα του!Κι απ’ αυτή την άποψη, σε θέματα ρίζας και ξεριζωμού, στην τελική ευθεία, δεν μπορούμε να μπούμε ούτε στους όσιους, ούτε στους ήρωες. Μάλλον, αντιήρωες πρέπει να ‘μαστε, έτσι, θέλοντας και μη θέλοντας, όλοι εμείς που αφήσαμε (έστω και προσωρινά) τα σπίτια μας να τα φυλάει το φίδι του σπιτιού, ο ‘Όφις ο οικουρός’, ο παραδοσιακός μας φύλακας, τίτλο που έχω δώσει και στην πρόσφατη ποιητική συλλογή μου. Κι είμαστε εργασιομανείς, περιμένοντας στα σταυροδρόμια τα σεβάσμια αδέλφια μας, τους μεγαλόψυχους και μεγαλόκαρδους έλληνες, δίνοντας για μας, όπως σ’ όλη την ιστορία μας, την ψυχή τους και την καρδιά τους. Τέκνα θεϊκά των μύθων και των θρύλων από καταβολής κόσμου, φιλοσοφημένοι πάνω στο οικόπεδο του θεού, που αν για κάποιους κορεσμένους όταν το αναφέρεις, ονομάζεται ψεύτικος πατριωτισμός και πολιτισμός που έχει δύσει, για μένα τον διψασμένο Έλληνα για πατρίδα και φως, είναι η περηφάνια της καταγωγής μου. Και προπαντός όταν βλέπω αυτή τη συνέχεια της Ελληνικής παράδοσης και της μεγαλοφυΐας στις μέρες μας, στους τρεις μεγάλους ποιητές του εικοστού αιώνα που έτυχε και να μεταφράσω, κι οι αρνητές κάνουν πως δεν βλέπουν. Στον Ελύτη, που με φιλοξένησε ένα μεσημέρι στο σπίτι του, στο Σεφέρη, που κάθισα στο τραπέζι των οικείων του, και στο Ρίτσο, με τα υπογραμμένα  δικαιώματα από την κόρη του Έρση. Σ’ αυτούς οι τιμές κι οι δόξες. Όπως και στα σημερινά αδέρφια μας που μας έδωσαν ευκαιρίες εργασίας, απελευθερωθήκαμε από το σύμπλεγμα της μοναξιάς, και μας φιλοξένησαν στα σπίτια και στα περιβόλια τους, δίνοντας τα κλειδιά τους. Ενώ από την άλλη, το γκουβέρνο στο κουβούκλιο, (με πονάει η καρδιά που μιλώ, πιστεύοντας ότι χάρη του αίματος, μπορείς να εκμυστηρευτείς και να πεις ειλικρινά όλα τα ντέρτια σου)! Να μην μπορούν ακόμα ύστερα από είκοσι τέσσερα χρόνια ανοίγματος, μες στο λίκνο της δημοκρατίας, να δώσουν τέλος στην χορήγηση της ελληνικής ταυτότητας, σα να ‘μαστε άγνωστοι, ξένοι και πεντάξενοι, να αναγνωριστούμε και νομιμοποιηθούμε από την τρομαχτικά απίστευτα γραφειοκρατία του κρατικού μηχανισμού ως Έλληνες, εμείς, η ομηρική φυλή, όπου δεν μας αμφισβήτησε κανένας την ελληνικότητά μας, ούτε κι οι πιο στυγνοί δικτάτορες, περιφερόμαστε ακόμα στα σταυροδρόμια της αδιαφορίας, άμοιροι, ανώνυμοι σε καπρίτσια κι αμφισβητήσεις κάθε αέναου αμαθή κι ανίδεου υπαλληλίσκου, που ψάχνει να βρει και στον ψύλλο ξύγκι, περιπλανούμενοι σαν οι εβραίοι στην Έρημο, κουβαλώντας στη ράχη μας, αδούλωτοι, ανένδοτοι, άκαμπτοι, αλύγιστοι, ακλόνητοι, περήφανοι, αγέρωχοι, την ταυτότητά μας, γιατί δεν είμαστε Έλληνες χάρη κάποιας ελεημοσύνης των υπαλληλίσκων της ρουτίνας, αλλά από παιδεία και γονίδιο καταγωγής, κουβαλώντας το βάρος του σταυρού πάνω μας.
Τώρα ζούμε στην Αθήνα οικογενειακώς, αρχικά όπως όλοι για την επιβίωσή μας. Και τρέμει από το βάρος η ραχοκοκαλιά μας όπως οι κολώνες που αφήσαμε πίσω στα πατρικά σπίτια μας. Αλλά, στο κάτω της γραφής, για όνομα Θεού, ας το γυρίσουμε κι από την άλλη, εμείς δεν είμαστε ούτε ξένοι, ούτε ετεροθαλείς, ούτε μπάσταρδοι. Που, έστω και τέτοιοι να ‘μασταν, άλλη μεταχείριση έπρεπε να ‘χαμε, γιατί ψυχή και πνεύμα, όπως όλοι οι άνθρωποι του κόσμου θα ‘χαμε. Εμείς, όμως, ήμαστε κάτι περισσότερο, αμφιθαλείς, από την ίδια μάνα και τον ίδιο πατέρα μας Όμηρο είμαστε. Μήπως δεν έχουμε κι εμείς τα δικαιώματά μας, τόσον καιρό αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό, να ζήσουμε ακριβώς εκεί, στην θεϊκή κοιτίδα, που δώσανε τα φώτα οι προγονοί μας, οι φιλόσοφοι, οι τραγικοί, οι λυρικοί, τουλάχιστον να νιώσουμε κάπως πιο πλούσιοι αισθητικά κοντά στα αρχαία μάρμαρα, να κάνουμε δέηση έστω για λίγο στα χνάρια που περπάτησε ο Αριστοτέλης κι ο Πλάτωνας, αυτό που δεν κατάφεραν τόσες γενιές δικών μας βορείων Ελλήνων σαν κι εμάς, να αγκαλιάσουμε τα γλυπτά, στα όρια της παθολογίας, και να χαϊδέψουμε τα θαύματα του κόσμου, αφού πρώτα κάναμε το εθνικό καθήκον; Για κάποιους καλοπερασάκηδες, που έχουν χάσει τη μνήμη, ίσως να ‘ναι ξεπερασμένη ιστορία, ευαίσθητος ρομαντισμός, ξεπερασμένος εθνικισμός, να κάνεις εκατό χρόνια το εθνικό καθήκον στον τόπο σου, σπαρμένος ηρωισμούς και τάφους. Και βαστάξαμε εκατό χρόνια την ιστορία, τα βράχια μας, την ύπαρξή μας, τη γλώσσα μας και τα οστά μας άθιχτα, ακέραια κι αλώβητα; Συγνώμη για το αγνό και πατριωτικό ξέσπασμά μου, εγώ που αγαπώ και σέβομαι όλους τους λαούς του κόσμου! Αλλά, ποιος είπε ότι εγώ άφησα τον τόπο μου και δεν είμαι στην πικρή μου ιδιαίτερη μικρή μου πατρίδα; Εγώ, που κάθε πρωί, μόλις ανοίξω τα χαρτιά μου και τον υπολογιστή μου να ξεκινήσω να γράψω, στο καινούριο τραπέζι γεμάτο με τα εραλδικά από το πατρικό μου σπίτι, ανοιγμένα πάνω του, και νοερά βρίσκομαι αμέσως μακριά, εκεί στο ακρινό γωνιακό παραθύρι του αρχοντικού μου, στο μπαλκόνι με τα κιγκλιδώματα της γενέτειράς μου, της Άνω Λεσινίτσας, περιοχής Θεολόγου, των Αγίων Σαράντα; Και κάθομαι στοχαστικός στο βόρειο παραδοσιακό τραπέζι, εκεί, που έκατσε, έξυσε το κεφάλι, ονειρεύτηκε κι έγραψε ο πατέρας μου. Κι από εκεί, κάτω από την επίβλεψη της ματιάς των προγόνων μου πάνω από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους, βλέπω ύστερα όλα τα φαινόμενα και τα δρώμενα του κόσμου. Από την αντίστροφη ροή του βλέμματος.  Όχι από δω προς τα κει, αλλά από κει προς τα δω, από το παραθύρι της γενέτειράς μου, σαν με το καλειδοσκόπιο του σύμπαντος, βλέπω με μεγαλύτερη διαύγεια τον κόσμο. Να δεις τι θέα και τη διαύγεια και τη ευωδιά έχει η γη μου, όταν ξεκινάει από τις ρίζες ο χυμός και μοσχοβολάει ο κόσμος. Και πόσο  ωραίοι  είναι οι θεοί, τα έπη και τα μάρμαρα από την οπτική της μοναξιάς της γενέτειράς μου; Πόσος θαμπός φαίνεται ο εφήμερος κόσμος της καταβρόχθισης του εθνικού πλούτου από απατεώνες, αλυσοδεμένους, χλευάζοντας προς τα κρατητήρια, ενώ σκέφτεσαι ότι οι αρχέγονοι προγονοί μας εκεί πάνω, στα σταυροδρόμια της δικτατορίας, περνούσαν αλυσοδεμένοι για την άβυσσο με την ελληνική σημαία ριγμένη στους ώμους τους; Ψάξε να δεις, πόσος σωστός και πόσος περήφανος φαίνεται από κει πάνω ο κόσμος;

-Ερώτηση: Γίνεται συχνά λόγος για τον ρόλο των διανοούμενων την εποχή της κρίσης. Ποια είναι η γνώμη σας; Οι διανοούμενοι θα πρέπει να μιλάνε περισσότερο ή μήπως ο κόσμος θέλει να ακούει ότι τον βολεύει;

-Απάντηση: Τι θέση είχαν οι ποιητές στην ‘Πολιτεία’ του Πλάτωνα; Πες μου αν είχε κυβερνήσει ποτέ ποιητής τον εφήμερο κόσμο, δεν θα ‘χε γυρίσει ανάποδα η υδρόγειος; Μήπως την φέρανε οι ποιητές την ελληνική ή την παγκόσμια κρίση; Οι ποιητές, σαν οι άγιοι, είναι εκείνα τα έμψυχα κι εύθραυστα πλάσματα που οι πυρπολητές χαίρονται και τρίβουν τα χέρια από το σύμπλεγμα της κατωτερότητας, όταν τους βγάζουν τα μάτια, όπως οι ιερόσυλοι στις εικόνες, που βεβηλώνουν και ξεμπλέκουν μαζί τους. Τι σχέση έχουν οι ποιητές με τις μετριότητες που γεννιόνται καθημερινά στον κόσμο; Αυτοί είναι τα πιο παράξενα και έντιμα πετούμενα, και όχι εφήμερα ερπετά της ταπείνωσης. Γι’ αυτούς η γη κι ο ουρανός, οι κάμποι και τα βουνά, οι θάλασσες και τα ποτάμια. Όλα τα μεγάλα κι όλα τα αιώνια, ξεκινώντας από τις εφτά μέρες της δημιουργίας. Και τελικά θυσιάζονται νύχτα και μέρα γι’ αυτόν τον τραγικό κόσμο, ανεξαρτήτως των καιρών, των κυβερνήσεων και των συστημάτων, με τα ιδεολογήματά τους.
Ξέρεις που κατά καιρούς, όπως και σήμερα διαβάζονται περισσότερο οι ‘συγγραφείς’ της πεντάρας, που δεν καταγράφουν αισθητικά τα βάθη της ψυχής, αλλά περιγράφουν σεξουαλικά τα κορμιά της γύμνιας, παρά οι ογκόλιθοι, που βάσταξαν ιστορικά το βάθος του κόσμου, την αληθινή ταυτότητα του παγκόσμιου πολιτισμού; Λίγα βιβλία, ίσα με τα δάχτυλα ενός χεριού, έχει γράψει ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Κάφκα, ο Τζόις, ενώ από ένα το εξάμηνο, σαν παιδιά του λαγού, οι συγγραφείς της πεντάρας. Ξέρεις που πολλοί οι εκδότες σήμερα σου λένε: καλό είναι το βιβλίο σου, από τα καλύτερα που έχω διαβάσει τους τελευταίους μήνες, αλλά δεν κάνει για μας, γιατί θέλουμε βιβλία να τα μασάει ο αναγνώστης; Πες μου ύστερα, πώς μπορεί ένας τέτοιος αναγνώστης, που καλλιεργείται σήμερα με μετριότητες, ν’ ακούσει και να καταλάβει τα εσωτερικά μηνύματα του αληθινού ποιητή ή συγγραφέα στον κόσμο;
Και για να μην είμαστε αρνητές, οι ποιητές την έχουν τη φωνή τους, το ‘χουν το έργο τους. Κι αυτό είναι το μοντέλο της μίμησης και όχι τα πανό κι οι επευφημίες στους δρόμους. Κι εδώ είναι παρεμβατικοί και πρωτοπόροι και με το λόγο τους και με το έργο τους σε κάθε εποχή. Αυτοί είναι καταξιωμένοι και έχουν τη θέση τους στο πάνθεο της ιστορίας. Όποιος θέλει να τους προσεγγίσει ας ακούσει την λαγαρή και αέναη φωνή τους. Είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχει αυτός ο κόσμος των ανένδοτων ποιητών και συγγραφέων της ποιότητας, δίχως υποχωρήσεις, όπως κι ο αληθινός αναγνώστης, με σάρκα κι οστά και μεγάλες απαιτήσεις, που ακούει και τη φωνή των δημιουργών και ψάχνει να ανεβεί ψηλότερα.

-Ερώτηση: Πόσο επηρέασε τη δημιουργία σας το ότι γεννηθήκατε στους Άγιους Σαράντα; Εάν, για παράδειγμα, είχατε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη το  έργο σας θα ήταν διαφορετικό;

-Απάντηση: Εγώ γεννήθηκα πάνω στην μεθόριο, εκεί που χαράχτηκαν τα ελληνικά και τα αλβανικά σύνορα. Απάνω στα χωράφια μας, χαράχτηκαν τα σύνορα. Ανάμεσα στα χωράφια του ποιητή Μιχάλη Γκανά στο Τσαμαντά της Θεσπρωτίας, και στα χωράφια μου στη Λεσινίτσα των Αγίων Σαράντα, χαράχτηκαν τα σύνορα. Αυτά τα σύνορα που μετατράπηκαν ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, δηλητηριασμένα φίδια, εφιάλτες. Έλληνες από δω, Έλληνες από κει και μοιρολόγια του ζωντανοχωρισμού στη μέση τους, που καταπίνονταν μέσα, να μην γκρεμιστεί η περηφάνια του Έλληνα.
Είμαι περήφανος, που κατάγομαι από κει και γεννήθηκα στην Άνω Λεσινίτσα των Αγίων Σαράντα. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα ‘μουν ως ποιητής και συγγραφέας αν δεν είχα γεννηθεί εκεί που γεννήθηκα και ποιο θα ‘ταν το σύμπαν μου, τα μοτίβα μου. Πώς θα ‘ταν ο ψυχικός κόσμος του ποιητή και δημιουργού, γεννημένος πλάι στα συρματοπλέγματα, αλλά και κοντά στην μυρωδιά της ματωμένης γης, που έχει πιο ευωδιά το χώμα, το λουλούδι, το άστρο, το δέντρο, η πέτρα, το χορτάρι, η βρύση. Εγώ που κουβαλάω μέσα μου καθημερινά έναν πελώριο πόνο, δεν φαντάζομαι αν θα ‘γραφα, και τι θα μπορούσα να ‘γραφα σαν ευαίσθητος ποιητής για τσιμέντα και μπετόν μιας μεγάλης πόλης, δίχως ένα δέντρο, δίχως ένα πουλί και ένα φύλλο χλόης. Από την άλλη είμαι πεπεισμένος ότι ο Έλληνας εκτός των τειχών πατάει στη γη, προσγειωμένος καλύτερα από κάποιους εντός των τειχών, στην ευμάρεια και την μυθομανία, που πολλές φορές πιστεύουν κι οι ίδιοι ότι πιάσανε το θρόνο του Δία.   Πάντως, αν θα ‘μουν Έλληνας της Ελλάδας, το πείσμα θα ‘χε κοινωνικές διαστάσεις. Ο ακροβολισμός θα ‘ταν φαρδιά πλατιά στη γη μου, να υπερασπίσω τα μάρμαρά μου, την τιμή και τη μαύρη άγια γη μου. Ο ειρμός μου θα ‘ταν ορμητικός κατά της αδιαφορίας και δεν θα παραδεχόμουνα τους κυβερνήτες να άφηναν δίχως ένα πενιχρό επίδομα τους ομογενείς πατεράδες, που σαν λεπτές φτερούγες στους πέντε αγέρηδες, δεν έχουν πού να πιαστούν, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, αυτούς τους Έλληνες αδελφούς εκτός των τειχών, που στιγματίστηκαν, εγκλωβίστηκαν στη σπηλιά του Πολύφημου, δίχως να υποκύψουν στα μεσαιωνικά βασανιστήρια, και βάσταξαν με νύχια και με δόντια γλώσσα και εθνική ταυτότητα μόνοι τους στο έλεος της μοίρας. Και τώρα, τυφλωμένοι στη λάμψη των μεγαλουπόλεων, με  θολωμένα μάτια από την πείνα, απλώνουν χέρι ελεημοσύνης, αυτοί που δεν ζητιάνεψαν ποτέ για τα εφήμερα του κόσμου. Μα, πείτε μου, αρέσουν σε κανέναν αυτές οι σπαραχτικές εικόνες; Τι άλλη θυσία και ποια άλλη συμβολή μπορούσαν να δώσουν οι γέροι πατέρες μας στον ελληνισμό, αυτοί που βάσταξαν για εκατό χρόνια αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό, τα όσια και τα ιερά, τον εθνικό πλούτο, την παράδοση, την πατρίδα και τη γλώσσα μέσα τους; Γιατί να μην εγκριθεί και δοθεί ένα πενιχρό επίδομα τιμής και μνήμης; Κι αν μιλήσουμε μεταφορικά, ας είναι καλά τα περιστέρια του Συντάγματος, που μας κατανοούν και μας συμπαραστέκονται, όταν τα πλησιάζουμε στις εθνικές γιορτές μας. Ενώ σιγοτραγουδάμε τα ηρωικά μας τραγούδια και θρηνούμε εντός μας, όταν βλέπουμε τις σκαλισμένες τοπωνυμίες, που διεξήχθηκαν οι ηρωικές μάχες, και θυμούμαστε τα παλικάρια, που φιλοξενήσαμε στα σπίτια μας στον ηρωικό ελληνο-ιταλικό πόλεμο. Και πλησιάζουν ειρηνικά και μας κοιτάζουν στα μάτια, σάμπως να διαβάζουν μέσα τον πόνο μας, και να μας κατανοούνε τα πικραμένα αυτά αδερφάκια.
Μπορείς να καταλάβεις τώρα πόσο διαφορετικό είναι αναγκαστικά στην ουσία το έργο του Έλληνα δημιουργού που γεννήθηκε στους Αγίους Σαράντα, με το έργο του Έλληνα δημιουργού, γεννημένος στην πρωτεύουσα ή συμπρωτεύουσα  της Ελλάδας;

-Ερώτηση: Έχετε λάβει πολλές διακρίσεις από την Ελλάδα και την Αλβανία; Πόσο σας επηρεάζουν; Αποτελούν ένδειξη αναγνώρισης της δουλειάς σας;

-Απάντηση:  Ούτε είχα σκεφτεί ποτέ κι ούτε είχα ανάγκη στη ζωή μου ως δημιουργός να γράψω για να προσκομίσω τιμές, βραβεία και διακρίσεις. Μάλιστα τελευταία, επιλέγοντας τα βιβλία μου, αφήνω έξω από το βιογραφικό μου τις πρώτες εκδόσεις και τα πρώτα βραβεία. Κι οι επικριτές, το δικαίωμα της επιλογής του εαυτού σου ως συγγραφέας, στο όνομα της ποιότητας και της λεπτολογίας, δεν μπορούν να το συλλάβουν ως εσωτερική ανάγκη του καλλιτέχνη, που πάντα συλλέγει, αρνείται και προχωρεί, αλλά ως αδυναμία, ερμηνεύοντάς την ότι θέλει να κρύψει τις αμαρτίες του. Ήδη, οι πρώτες στιγμές του ειρμού και του οίστρου, που πιάνονται τα προζύμια της γραφής, κι αρχίζει να ξετυλίγεται το νήμα κι ο γρίφος και να γράφεται ένα έργο, ακριβώς στην διονυσιακή μέθη της μέρας και της νύχτας, μες τις αϋπνίες και μες στον πυρετό της δημιουργίας, μες τις άσωτες και ατέλειωτες ώρες της φλόγας της έμπνευσης, όπως κι οι σχολαστικές στιγμές της απόστασης και της επεξεργασίας, όταν βγει στο φως του ήλιου να το κρίνει ο Απόλλωνας, και στέκεις και το σκαλίζεις με τη λίμα στο χέρι, και κόβεις, ράβεις, να μείνει ότι εγκρίνει ο θεός του φωτός, αυτές είναι κι οι πιο μεγαλύτερες, οι πιο γλυκές, οι πιο ευχάριστες, οι πιο καλύτερες στιγμές της απόλαυσης και της αισθητικής ικανοποίησης. Δηλαδή, άλλες είναι οι εσωτερικές ανησυχίες κι οι φλόγες που ανάβουν και θερμαίνουν τον δημιουργό εντός του.  Μερόνυχτα σκέφτομαι και ζω μόνο με τα μοτίβα που κουβαλάω μέσα μου, ένα πολύ μικρό και ελάχιστο μέρος από αυτά,υλοποιήθηκαν, ρίχτηκαν στο χαρτί, είδαν το φως του ήλιου και έγιναν έργα. Αυτό είναι και το αιώνιο άγχος του αληθινού δημιουργού. Μα, πότε θα το καταφέρει, να ρίξει στο χαρτί όλα αυτά που του βουίζουν μέσα του; Τι κρίμα που η ζωή είναι μια κι αυτός έχει τόσα μοτίβα και υλικό για πολλές ζωές! Πολλές φορές μου φαίνεται ότι είμαι ένας αρχάριος έφηβος, που είχα πολλά όνειρα, αλλά δεν τα υλοποίησα ποτέ και δεν έχω αφήσει τίποτε απ’ αυτά γραμμένα πίσω μου. Κι αυτό είναι το σύμπλεγμα της άρνησης του έφηβου, που μεγάλωσε και μετράει το είναι του, σαν να μην είναι ποτέ ευχαριστημένος με τις επιτεύξεις του. Πολλές φορές πάλι, μου φαίνεται ότι μόνον έγραφα ακατάπαυτα σε όλη τη ζωή μου. Κι αυτό είναι σύμπλεγμα που σε βάζει στον ύπνο, σε κοιμίζει, μην επιλέγοντας τις επιτεύξεις σου.
Αλλά, τελευταία μου φαίνεται μέσα μου και κάτι σαν να μου λέει ότι είμαι νέος, είμαι τριαντάρης και πάω προς τα τριάντα τρία, και τώρα ξεκίνησα να γράφω. Κι ότι είναι να γίνει ας γίνει τώρα. Πρέπει να τα δώσω όλα. Κι ο Ιησούς στα τριάντα τρία, λέω χαριτολογώντας, έκανε τη μεγάλη θυσία. Κι αυτό είναι το σύμπλεγμα της εξέλιξης.
Α, να δώσει ο Μεγαλοδύναμος, που λέει κι η έκφραση, να με κάνει να κατέχομαι πάντοτε από ένα τέτοιο σύμπλεγμα και να ‘μαι πάντοτε αιώνιος τριαντάρης.  Όσο για τα βραβεία και τις διακρίσεις: τα απόλαυσα μαζί με τους οικείους μου, μαζί με τους φίλους, μαζί με τη μοναξιά μου; Λόγου χάρη, όταν πρόσφατα, ο Πρόεδρος της Αλβανικής Δημοκρατίας, με τίμησε με το ανώτερο μετάλλιο των γραμμάτων με τον τίτλο «Μεγάλος Καλλιτέχνης», ανώτερος τίτλος που απονέμεται σε έναν δημιουργό, τότε μοίρασα τη χαρά, προερχόμενη από το αίσθημα της καταξίωσης, με τους συμπατριώτες, που κι αυτοί μ’ ανακήρυξαν «Επίτιμο Δημότη» της περιοχής μου. Και εδώ, στην Ελλάδα, πάλι το ίδιο συμβαίνει με τους αγνούς συμπατριώτες μου. Όμως, ύστερα από τίτλους και βραβεία, έρχεται η προσγείωση, και σκύβω πάλι στο ασκητικό εργαστήρι της μοναξιάς, (ο μόνος όσιος, παντοτινός, μυστικός βωμός του συγγραφέα, που δίνει και παίρνει με τη μαγεία της δημιουργίας), να ρίξω στο χαρτί μου, χτενίζοντας, τα φαντασμαγορικά οπτασιακά πλάσματα της μέρας και της νύχτας, που βασανίζουν τον ύπνο και τον ξύπνο μου. Και τα δημιουργικά όνειρα μου, είναι τόσα πολλά, που όπως αναφέρθηκα, πολλές φορές με κάνουν να νιώσω ότι δεν έγραψα τίποτε ως τώρα, και τώρα ξεκίνησα να προσγειωθώ και να κάτσω να γράψω.

Και κλείνοντας, θα ‘θελα να σας ευχαριστήσω θερμά, για την ξεχωριστή συνέντευξη που προγραμματίσατε μαζί μου.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΑΛΙΔΑΣ

Ο Νίκος Κατσαλίδας γεννήθηκε στην Άνω Λεσινίτσα, περιοχής Θεολόγου των Αγίων Σαράντα. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Έκανε ανώτατες φιλολογικές σπουδές στα Τίρανα. Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος με πολλές τιμητικές διακρίσεις και βραβεία. Είναι μέλος και επίτιμο μέλος λογοτεχνικών ενώσεων και σωματείων. Υπηρέτησε ως καθηγητής φιλόλογος στην ιδιαίτερη πατρίδα και στα χρόνια της μεταπολίτευσης ως λογοτεχνικός συντάκτης στον Τύπο της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας. Αντιπροσωπευτικά του ποιήματα περιλαμβάνονται σε διάφορες παγκόσμιες Ανθολογίες στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, βουλγαρικά. Μετάφρασε τριάντα Έλληνες ποιητές και συγγραφείς στα Αλβανικά και Αλβανούς στα ελληνικά. Είναι ένας από τους ιδρυτές της Δημοκρατικής Οργάνωσης της Εθνικής Ελληνικής μειονότητας «Ομόνοια». Κατά το 2001-2002 χρημάτισε υπουργός Επικρατείας (παρά τω πρωθυπουργώ) για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Αλβανία. Κατά το 2004-2008 διετέλεσε διπλωμάτης, Μορφωτικός Σύμβουλος στην Αλβανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Πρόσφατα, το 2012, παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Αλβανικής Δημοκρατίας με το ανώτερο μετάλλιο της τάξης των γραμμάτων με τίτλο «Μεγάλος καλλιτέχνης». Είναι τακτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

ΠΟΙΗΣΗ
Το μοιρολόι του βουρκωμένου βουνού,
Γράμμα, Θεσσαλονίκη 1994
Κι η Σφίγγα μίλησε, Μαγδονία, Θεσσαλονίκη 1995
Τα πικρολέμονα, Βιολάρης, Λευκωσία, 1995
Τα εκατό εκατόφυλλα της Πούλιας,  Διαβαλκανικό
Κέντρο Βιβλίου,  Θεσσαλονίκη 1997
Η αμβροσία των βράχων, Κοντοσόρος, Κέρκυρα 1997
Το δάκρυ του κυκλάμινου, Αθήνα 1998
Η πύλη των βοριάδων, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1998
Οι προφητείες των δέντρων, Ντριτερό, Τίρανα 1998
Χίλια κοχύλια, ΕΙΥΑΠΟΕ, Ιωάννινα, 1999
Η πρώρα των άστρων, Ιανός, Θεσσαλονίκη, 2001
Η μοίρα του αμάραντου, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2003
Το ελιξίριο της πέτρας, ΤΟΕΝΑ, Τίρανα 2004
Η βάπτιση των πουλιών, Ονούφρης, Τίρανα 2005
Η σέλα της σελήνης, Τυπωθήτω, Αθήνα 2007
Τα εραλδικά της κίχλης, Καστανιώτης, 2008
Τα σημεία της θλίψης, εκδόσεις του Φοίνικα, 2009
Ηλιακά ρολόγια, Μανδραγόρας, 2011
Όφις οικουρός, εκδόσεις του Φοίνικα, 2012

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Το άροτρο του φεγγαριού, Ψυχογιός, Αθήνα 2004

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Νύχτας ανομήματα, Κέδρος, Αθήνα 2006

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ