Φωτογραφία του κινέζου καλλιτέχνη Mo Yi, από τη συλλογή του “Η ψευδαισθητική μου πόλη”, 2008

Του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου*.

 

Σε ολοσέλιδο άρθρο των FinancialTimes (30/4/13), γραμμένο ως χρονικό μιας επερχόμενης στο άμεσο μέλλον κοινωνικής καταστροφής, προαναγγέλλονται οι μαζικές εξώσεις χιλιάδων επί χιλιάδων Ιρλανδών από τα σπίτια τους. Το άρθρο εμπεριέχει πολλές τεχνικές λεπτομέρειες (διαγράμματα, ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ) που λειτουργούν ως μετεωρολογικό δελτίο που δείχνει ως αναπόφευκτη την έλευση ενός τυφώνα τύπου Κατρίνα. Απουσιάζουν όμως αντίστοιχα στοιχεία που να καταδεικνύουν την οικονομική αποδοτικότητα – υπέρ της κοινωνίας και της “ανάπτυξης” – αυτών των εξελίξεων. Τέλος, παρά τους δραματικούς τόνους τους άρθρου (είναι χαρακτηριστική η μεγάλου μεγέθους συνοδευτική φωτογραφία που δείχνει ένα νεαρό ζευγάρι με ένα μωρό στην αγκαλιά να στέκονται στην πόρτα του σπιτιού τους περιμένοντας το “κακό”) δεν υπάρχει οποιαδήποτε μνεία σε τυχόν μέτρα αν όχι προστασίας, έστω ανακούφισης του κόσμου, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση φυσικής καταστροφής. Εκφράζεται μόνο ένας φόβος σε μία υποπαράγραφο, μήπως εκδηλωθεί κάποια “κοινωνική αναταραχή” – μήπως δηλαδή αντιδράσουν τα θύματα της ανθρωπογενούς “θεομηνίας”!

 

Δεν συμβαίνει μόνο στην Ιρλανδία

Είναι σαφές ότι ανάλογες εξελίξεις υπάρχουν σε πολλά σημεία του πλανήτη και αφορούν ευρέα στρώματα πληθυσμών. Παντού στην Ευρώπη της εποχής των Μνημονίων, η ιδιοκτησία σχεδόν ποινικοποιείται, με την υποχρεωτική ετήσια καταβολή χαρατσιού – όχι φόρου επί των όποιων κερδών από πιθανή ενοικίαση – στους κατόχου

Βομβαρδισμένη πόλη της Ιταλίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Βομβαρδισμένη πόλη της Ιταλίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

ς ακίνητης περιουσίας, ακόμα και αν πρόκειται απλά για την κατοικία τους.

 

Διαδικασίες αποστέρησης της ιδιοκτησίας από τους μέχρι τώρα κατόχους της λαμβάνουν ήδη χώρα και στις μεγάλες πόλεις της φτωχολογιάς στην Ασία. Όπως ανέδειξε πρόσφατα η LeMondeDiplomatique, η Παγκόσμια Τράπεζα (ο πάλαι ποτέ “καλός μπάτσος” της μεταπολεμικής αμερικανικής οικονομικής κυριαρχίας – σε αντιδιαστολή με το “κακό” ΔΝΤ) δανείζει μικροποσά σε κατοίκους των παραγκουπόλεων, θεωρητικά για να ενισχύσει την μικροεπιχειρηματικότητα (π.χ. για να ανοίξουν ένα κουρείο), αλλά η υποθήκη για το δάνειο δεν αφορά μόνο την (μικρή) ιδιοκτησία του δανειζόμενου, αλλά ολόκληρης της γειτονιάς! Σε περίπτωση δηλαδή αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου, η κατάσχεση αφορά την ευρύτερη περιοχή. Έτσι, εκτός των άλλων, η αλληλεγγύη μεταξύ των αδύναμων μεταλλάσσεται επαχθώς σε συλλογική ευθύνη.

 

Αν αυτές οι εξελίξεις αφορούν πτυχές της κοινωνίας, συναφείς τάσεις εκδηλώνονται σε επίπεδο ολόκληρων κρατών. Έννοιες όπως η “απεδαφικοποίηση” που χρησιμοποιήθηκαν για να λανσάρουν το πολιτικό πρόγραμμα της παγκοσμιοποίησης, αποκτούν τώρα το σκληρό περιεχόμενό τους. Στην εποχή των Μνημονίων, συμβαίνουν τώρα και σε ευρωπαϊκές χώρες καταστάσεις που μέχρι τώρα περιοριζόταν στην Αφρική και σε περιοχές της Ασίας, όπου οι λαοί αποκόπτονται από τα συλλογικά τους δικαιώματα πάνω στα εδάφη όπου κατοικούν αλλά και το υπέδαφός τους, και ταυτόχρονα τα κράτη χάνουν τη “γεωπολιτική πρόσοδο” – αφού μέχρι πρόσφατα, κάθε κράτος, ακόμα και το πιο αδύναμο, είχε ένα αξιοποιήσιμο όφελος, μόνο και μόνο εξαιτίας της όποιας γεωγραφικής του θέσης. Αυτό φαίνεται πως τώρα τελειώνει, μαζί με το τέλος της μαζικής δημοκρατίας των καταναλωτών για την Ευρώπη.

 

Γιατί;

Αν πράγματι ένας νέου τύπου μηχανισμός κινεί τις εξελίξεις σε σχέση με την ιδιοκτησία γης και ακινήτων, ποιος είναι ο σκοπός του;

 

Μέχρι πρόσφατα, στον “χρυσό μισό – αιώνα” της μεταπολεμικής Ευρώπης του 20ου αιώνα, μπορεί το “σπίτι” να ήταν από την πλευρά της εξουσίας το όχημα για την εφαρμογή της βιοπολιτικής της εκείνης της εποχής (με σημαία τον καταναλωτισμό έμπαινε στο σπίτι σου με το ψυγείο, το πλυντήριο, το αυτοκίνητο, και σε συγκέντρωνε στο σαλόνι για να “πλαστείς” από την τηλεόραση), αλλά από την άλλη μεριά, αυτή των πολιτών, το “ιδιόκτητο” σπίτι μπορούσε να χρησιμεύσει ως καταφύγιο ή και ορμητήριο.

 

Στην εποχή μας όμως η βιοπολιτική της εξουσίας φαίνεται πως έχει ασύγκριτα πιο άγρια χαρακτηριστικά. Όχι μόνο δεν προβλέπονται αντισταθμιστικά οφέλη για τους “από κάτω”, αλλά με την εργασία και την παραγωγή να έχουν χάσει την κεντρικότητά τους, μεγάλα ποσοστά του πληθυσμού ακόμα και στην Ευρώπη αφού πρώτα μετατραπούν σε “άνεργους” στη συνέχεια με τις κατασχέσεις γίνονται και “άστεγοι”, ώστε να σπρωχθούν οριστικά πλέον στην κοινωνική χωματερή. Αποστερημένοι από την ιδιοκτησία του χώρου κατοίκησής τους – κατάκτηση των αστικών επαναστάσεων κατά της φεουδαρχίας, κάποιους αιώνες πριν στην Ευρώπη – δεν χρειάζεται να υπερτονιστεί το πόσο εκτεθειμένοι βρίσκονται οι άνθρωποι στις όποιες ορέξεις της εξουσίας.

 

Αλλά βεβαίως, δεν είναι μόνον η αστική γη που “μαζεύουν” στα πλαίσια της οικοδόμησης ενός νέου πλανητικού καθεστώτος και της βιοπολιτικής του. Είναι και η αγροτική γη, η οποία σε χώρες όπως η Ινδία αποξενώνεται από τους παραγωγούς και υπερσυγκεντρώνεται με όχημα τους πατενταρισμένους σπόρους των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών της υπερεθνικής Μονσάντο. Είναι και το χρήμα (είναι χαρακτηριστικό το όψιμο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον για τους φορολογικούς παραδείσους ανά τη γη), τα πολύτιμα μέταλλα (η τιμή του χρυσού καταρρέει κατά το δοκούν στις αγορές σε ένα παιχνίδι με σημαδεμένη τράπουλα), οι πηγές ενέργειας. Πρόκειται δηλαδή για μία βίαια – πολεμικής φύσης, αλλά χωρίς χρήση συμβατικών όπλων – διαδικασία υπερσυγκέντρωσης πόρων και εξουσίας, η οποία σε επίπεδο διαχείρισης των ανθρώπων δεν μπορεί παρά να αντιστοιχεί σε ένα καθεστώς παροξυσματικού ολοκληρωτισμού. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια συνηθισμένη κρίση, μετά τη λήξη της οποίας τα πράγματα θα ξανασυνεχίσουν να λειτουργούν “κανονικά”, αλλά για μια άγρια τομή μετά την οποία τίποτα δεν θα μοιάζει με το “πριν”.

 

Αλλά γιατί τα θύματα δεν αντιδρούν μπροστά στην καταστροφή τους; Το κινηματογραφικό αριστούργημα του Λουΐς Μπουνουέλ “Εξολοθρευτής άγγελος” (1962) μας δίνει σοβαρές άκρες για την προσέγγιση μιας κατάστασης εγκλωβισμού, όπου μια ομάδα ανθρώπων αντί να κάνει την αυτονόητη κίνηση προς την ελευθερία απλώς διαβαίνοντας μια απαγορευτική γραμμή που υπάρχει μόνο στο μυαλό τους, οδηγείται τελικά στην αλληλοεξόντωση και την καταστροφή. Κατ’ αντιστοιχία με την ταινία, μια φανταστική γραμμή εμποδίζει τις πληττόμενες κοινωνίες να αντιδράσουν αποτελεσματικά και η γραμμή αυτή – μαζί με την αμηχανία ή και τον τρόμο από τις συνεχείς ανατροπές – είναι η ψευδαίσθηση ότι ζούμε ακόμα στην “κανονικότητα” των παρελθουσών δεκαετιών ή έστω σε ένα έκτακτο διάλειμμα από αυτή, σε μια μπόρα που θα περάσει. Η τερατώδης συνέπεια αυτής της ψευδαίσθησης είναι ότι εμπιστευόμαστε τις τύχες μας, διεθνώς, στο ίδιο σύστημα που μας έφερε μέχρι εδώ.

 

Και στην Ελλάδα;

Αναρωτιούνται πολλοί στην Ελλάδα μέσα στη σκόνη και στα χαλάσματα: “Σε τί μπορεί να φανεί χρήσιμο σε μια τράπεζα ή στο κράτος ένα παλιωμένο διαμέρισμα στην Κυψέλη ή στο Παγκράτι;” ή “Μήπως θέλουν να πάρουν στα χέρια τους τα παλιά κτίρια για να κερδοσκοπήσουν γκρεμίζοντάς τα και ξαναχτίζοντας καινούργιες πολυτελείς πόλεις για τους δικούς τους;”

 

Όμως, ακόμα και η πιθανότητα να κατεδαφιστούν οι ελληνικές πόλεις – με πρώτη την Αθήνα – ώστε να ξανακτιστούν με ελκυστικό τρόπο για τους εύπορους του πλανήτη μοιάζει περισσότερο σενάριο επιστημονικής φαντασίας, τουλάχιστον για επεμβάσεις μεγάλης κλίμακας.

 

Είναι κρίσιμο να κατανοηθεί ότι η παραγωγή έχει περάσει σε κατώτερη μοίρα την εποχή του “καπιταλισμού του καζίνου”. Η παραγωγή απαιτεί οργάνωση, προγραμματισμό, να έρθεις σε κάποιου είδους συντεταγμένη συνεννόηση με τους “από κάτω” και πάντως αποδίδει – εφ’ όσον επιτύχει τους σκοπούς της – μεσοπρόθεσμα, όχι άμεσα. Σ’ αυτή τη λογική εντάσσεται και η παραγωγή των κτιρίων. Στην Ελλάδα η λειτουργία της οικοδομικής και κατασκευαστικής βιομηχανίας διακόπηκε απότομα και βίαια, όχι ως αποτέλεσμα της λειτουργίας των αγορών (όπως έγινε με τις φούσκες των ακινήτων στις ΗΠΑ ή την Ιρλανδία), αλλά κυρίως με την επιβολή των “χαρατσιών” επί της ακίνητης περιουσίας. Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί ότι η ιδιόμορφη ελληνική οικοδομική βιομηχανία διατηρούσε ακόμα επαφή με την πραγματική οικονομία (γι’ αυτό δεν υπήρχε πιθανότητα να σκάσει “ως φούσκα”) σε αντιδιαστολή με το λεγόμενο realestate που έχει να κάνει περισσότερο με την χρηματιστηριακή τιτλοποίηση των ακινήτων, την εξαέρωση δηλαδή της υλικότητας.

Οπότε, καταλήγοντας, τι θα κάνουν με τα κατασχεμένα διαμερίσματα της Κυψέλης ή του Παγκρατίου; Μαζί με τις επιδιώξεις της βιοπολιτικής της εξουσίας που προαναφέραμε και που συνιστούν τον κύριο παράγοντα των εξελίξεων, το πιθανότερο είναι να λειτουργήσουν ως το υλικό υπόβαθρο άυλων τίτλων που θα πωλούνται ως “ακίνητα Αθηνών” στα χρηματιστήρια του πλανήτη. Με άλλα λόγια, το μέλλον που μας επιφυλάσσεται – αν δεν βρούμε τρόπο να το αλλάξουμε – είναι να περιφερόμαστε ανάμεσα σε χαλάσματα, τα οποία μάλιστα δεν θα μας ανήκουν!

 

Οπότε;

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρέπει να αντισταθούμε σ’ αυτό που έρχεται. Υπάρχουν σποραδικά παραδείγματα “ανάσχεσης του οδοστρωτήρα” υπό την πίεση της κοινωνίας, όπως μια από τις πρώτες πράξεις της νέας κυβέρνησης Λέττα στην Ιταλία ήταν η κατάργηση του χαρατσιού στα ακίνητα (FinancialTimes, 19.5.13). Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η δήλωση (Αυγή, 12.5.13) της Έλενας Κορτές, υπουργού της Ενωμένης Αριστεράς στην τοπική κυβέρνηση της Ανδαλουσίας, ότι με σχετικό διάταγμα προβλέπεται η απαλλοτρίωση των κατοικιών που έχουν κατασχέσει οι τράπεζες και η παράδοσή τους στους “νόμιμους” ιδιοκτήτες τους.    

 

Για να μπορέσουμε όμως να επέμβουμε συνολικά και αποδοτικά πρέπει οπωσδήποτε να αντιληφθούμε με επάρκεια τη φύση των εξελίξεων Αυτό είναι απαραίτητο, αλλά όχι αρκετό.  Η περιγραφή μιας επερχόμενης καταστροφής ή η ανάδειξη του “κακού που μπορεί να σου προκαλέσει το τέρας” και των μεθόδων του δεν είναι απαραίτητα ευεργετική υπέρ των υποψήφιων θυμάτων. Κατά τον Χίτσκοκ, μάλιστα, αυτή είναι μια τεχνική που μπορεί να μεγενθύνει τον τρόμο. Ακόμα και το εξαιρετικά διαφωτιστικό βιβλίο της Ναόμι Κλάιν “Το δόγμα του σοκ”, μπορεί να δράσει παραλυτικά σε μια τέτοια συγκυρία. Η γνώση της αλήθειας λοιπόν, δεν είναι από μόνη της επαναστατική αν δεν συνδυαστεί με μία αποφασιστική διάθεση ανατροπής των δυσάρεστων εξελίξεων, αλλά και με ένα σχέδιο αποδοτικής διαχείρισης της κατάστασης και των προοπτικών της, που να εμπνέεται από έναν καινούριο οραματισμό αναφορικά με αυτό που επιθυμούμε νάρθει. Τότε, αυτό που σήμερα εμφανίζεται ως ανερμάτιστο και κατ’ εξοχήν ευάλωτο σύνολο μοναχικών (πρώην) καταναλωτών μπορεί να αναπτύξει μια αδιανόητη σήμερα δυναμική στα πλαίσια της οποίας να προκύψουν απροσδόκητες συμμαχίες μέσα κι’ έξω από τη χώρα με δυνάμεις που έχουν συμφέρον να αντισταθούν.

 

*Ο Γ. Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Τα βιβλία του “Έξοδος”, “Σου έχει μείνει καθόλου περιουσία;” και “Η Γη τρέμει!” κυκλοφορούν από τις εκδόσεις “Αλεξάνδρεια”.

 

Φωτογραφία του κινέζου καλλιτέχνη Mo Yi, από τη συλλογή του “Η ψευδαισθητική μου πόλη”, 2008
Φωτογραφία του κινέζου καλλιτέχνη Mo Yi, από τη συλλογή του “Η ψευδαισθητική μου πόλη”, 2008

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ