Η  Λένα Διβάνη μιλάει στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.

Η Λένα Διβάνη γεννήθηκε στο Βόλο και εκτός από συγγραφέας, είναι και καθηγήτρια Ιστορίας Εξωτερικής Πολιτικής στη Νομική Σχολή Αθηνών. Έχει δημοσιεύσει ιστορικές μελέτες, μία συλλογή διηγημάτων, τέσσερα μυθιστορήματα, μία νουβέλα, παιδικά βιβλία και θεατρικά έργα. Συνεργάστηκε με το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού σε θέματα ομογένειας. Θήτευσε ως αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και του οργανισμού Συλλογικής διαχείρισης έργων Λόγου. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα δικαιώματα και μέλος του ΔΣ της ΕΡΤ. Πριν από λίγους μήνες εξέδωσε το μυθιστόρημα «Ένα πεινασμένο στόμα»,εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ. Το μυθιστόρημα αναφέρεται σε μια ιστορία ζήλιας, πόθου και πάθους, για έναν άνθρωπο που έφτασε μέχρι τα άκρα και τα ξεπέρασε. Ο Ελπιδοφόρος συνάντησε την Λένα Διβάνη και με το γνωστό του τρόπο μας ταξιδεύει αλλά και μας μαθαίνει τα μυστικά του βιβλίου της αλλά και ευρύτερα του λογοτεχνικού έργου της.

 Ερ: Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το μυθιστόρημα «Ένα πεινασμένο στόμα», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ;

Απ: Το γεγονός ότι το έγραψα και ο εκδότης μου το ερωτεύτηκε αστραπιαία!!!

Ερ: Στο μυθιστόρημά σας παρουσιάζετε μια κοινωνία που ζει στα όρια της αφασίας . Αυτά τα στοιχεία κατά πόσο έχουν σχέση με την καθημερινή πραγματικότητα που βιώνουμε στην χώρα μας;

Απ: Νομίζω ότι το μυθιστόρημα μου δεν θα μπορούσε να γίνει πιο ρεαλιστικό. Ζούμε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης σε μια χώρα που ζει σε κατάσταση ακόμα πιο εκτάκτου ανάγκης. Η φτώχεια και η κρίση έχουν δημιουργήσει χιλιάδες πεινασμένα στόματα. Από την άλλη μεριά οι λίγοι έχοντες θέλουν ακόμα περισσότερα. Είμαστε έτοιμοι λοιπόν να φαγωθούμε μεταξύ μας. Με λίγα λόγια φοβάμαι ότι έγραψα ένα βιβλίο για το άμεσο μέλλον μας…

Ερ:  Ο Γιάννης Γεωργιάδης εκπαιδευτής σκύλων καταφέρνει να αποκτήσει την εμπιστοσύνη των μελών της οικογένειας ενός πανεπιστημιακού. Από την άλλη πλευρά ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να διαβείς το άβατο κατώφλι της προσωπικής ζωής του πανεπιστημιακού. Είναι χαρισματικός αυτός ο νέος ή είναι επικίνδυνος;

Απ: Είναι επικίνδυνος όχι γιατί είναι χαρισματικός αλλά γιατί έχει στριμωχτεί τόσο άδικα στο περιθώριο που θέλει απεγνωσμένα να πάρει το αίμα του πίσω! Δεν μπορεί μια κοινωνία να στριμώχνει στον τοίχο, στα όρια της φτώχειας και της αξιοπρέπειας δηλαδή, τόσο πολύ κόσμο. Θα πληρώσει αναγκαστικά το αντίτιμο.

Ερ: Διαβάζοντας το μυθιστόρημα ο αναγνώστης πολλές φορές εκπλήσσεται με αυτά που συμβαίνουν στο καθηγητικό κατεστημένο. Όλα αυτά αποτελούν μια εικόνα ή ένα σύνολο από πολλές  εικόνες που είναι άγνωστες στο πλατύ κοινό;

Απ:  Φοβάμαι πως η πραγματικότητα είναι ακόμα χειρότερη. Η σχολή μας- η πιο παλιά σχολή της χώρας- κρατάει ακόμα κάτι από το κύρος της. Αλλού γίνονται χειρότερα. Αλλά μη μπερδεύεστε: Το πανεπιστήμιο είναι ένα μόνο κομματάκι της εικόνας. Τα ίδια πράγματα γίνονται παντού όπου μοιράζεται η πίτα της εξουσίας.

Ερ:  Η δράση , η πλοκή και η αγωνία σε κάνουν να θέλεις να διαβάσεις το βιβλίο σας και να μάθεις το τέλος. Γιατί  όμως υπάρχει το απρόσμενο στο τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος;

Απ: Είμαι σίγουρη πως οι αναγνώστες θα βρουν το τέλος εξαιρετικά απροσδόκητο ενώ στην πραγματικότητα και αν το καλοσκεφτείς είναι θλιβερά προβλέψιμο… Αλλά δεν είναι σωστό να πούμε περισσότερα και να τους χαλάσουμε την απόλαυση της αγωνίας

Ερ:  Είσαστε συγγραφέας και πανεπιστημιακός. Πώς σας αντιμετωπίζουν οι φοιτητές σας όταν γνωρίζουν αυτή την ιδιότητά σας;

Απ:  Νομίζω πως τους κεντρίζει το ενδιαφέρον ο διπλός ρόλος. Με προσέχουν. Με τσεκάρουν. Κι ελπίζω πως στο τέλος ανταλλάσσουμε ότι καλύτερο έχουμε μεταξύ μας.

Ερ: Ποια είναι η γνώμη σας για την ελληνική λογοτεχνία.

Απ: Πιστεύω πως είναι σε φόρμα. Ζούμε σε περίεργους κι επικίνδυνους καιρούς. Η πρώτη ύλη για ενδιαφέρουσες δουλειές είναι εδώ και αναβράζουσα…

Ερ:  Έχετε επισκεφτεί την Άρτα; Τι γνωρίζετε για την πόλη μας;

Απ:  Από την Αρτα κατάγεται ο παπούς που δεν γνώρισα ποτέ γιατί πέθανε όταν η μητέρα μου ήταν δέκα χρονών: Ο γλυκύτερος των ανθρώπων Δημήτριος Τσαμπάσης, χωροφύλακας που παραιτήθηκε γιατί δεν τον σήκωνε το επάγγελμα κι έγινε ξυλουργός. Ενώ πάντα ήθελα να περπατήσω στους δρόμους που τον γέννησαν αλλά κατά παράδοξο τρόπο ποτέ μέχρι τώρα ο δρόμος ο δικός μου δεν μ’ έφερε ως εκεί…

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ