Μιλά σήμερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ  ο μουσικός και δημοσιογράφος Δαυίδ Ναχμίας

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη

“Το τραγούδι που με συγκινεί περισσότερο, είναι αυτό που δεν γνώρισα ακόμα. Έχω την αίσθηση πάντα πως έχει ανοίξει απ’ το 2001 μπροστά μου ένα σεντούκι με θησαυρό αστείρευτο. Μιλάμε για 14.000 περίπου τραγούδια που δε φτάνουν δεκατέσσερις ζωές για να εξερευνήσει κανείς”. Αυτό δηλώνει σήμερα  ο Δαυίδ Ναχμίας  στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ. Ο Δαυίδ Ναχμίας είναι μουσικός και δημοσιογράφος, ολοκλήρωσε όμως κι έναν κύκλο Πανεπιστημιακών σπουδών, εκτός μουσικής και δημοσιογραφίας. Οι ενασχολήσεις του περιστρέφονται κυρίως γύρω απ’ την λογοτεχνία, την ποίηση, το πιάνο και την ενορχήστρωση.

Απ’ το 2001 ως το 2010, παρουσίασε στην εκπομπή «ΙΧΝΗΛΑΤΕΣ» και στην εκπομπή ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ της ΕΡΤ 250 πορτραίτα και συνεντεύξεις παραθεωρημένων προσωπικοτήτων της Ελλάδας.

Απόλυτα εστιασμένος πλέον στην ενασχόλησή του με το «ελαφρό τραγούδι» του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Απ’ την αρχή του 2011, παρουσιάζει καθημερινές εκπομπές στο δεύτερο πρόγραμμα της Ελληνικής ραδιοφωνίας που αφορούν την εποχή εκείνη.  Η δισκογραφία του περιλαμβάνει: 2007 Αφιέρωμα Αττίκ και το 2010 απ΄τον Αττίκ στον Γούναρη.

Η συνέντευξη

Τι είναι αυτό που σας τράβηξε στο ρετρό τραγούδι;

«Για πολλά χρόνια, η αγάπη μου για την μουσική, δεν είχε ταυτότητα… ήταν απλά, αγάπη για τη μουσική. Δε μου φαινόταν τόσο παράδοξο εκείνο τον πρώτο καιρό (που ακόμα μέτραγα τον κόσμο) να δοκιμάζω όλα τα είδη της μουσικής, απ’ την κλασική μέχρι την τζαζ και απ’ τα έντεχνα μέχρι τα ρεμπέτικα. Έφτασε όμως ο καιρός που το να κινούμαι ως ένα είδος “περιπλανώμενης γενικότητας” απλά έπαψε να έχει σημασία. Ακριβώς σ’ αυτό το σταυροδρόμι που χρειάστηκε να πάρω μιαν απόφαση για τη ζωή μου, όπως συμβαίνει συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις, εμφανίστηκε μπροστά μου το “ρετρό” που τα περιλαμβάνει όλα. Πολύ γρήγορα το αγάπησα ολόψυχα και αποφάσισα πως αυτό θα κάνω μέχρι το τέλος της ζωής μου».

Ποιο τραγούδι σας συγκινεί περισσότερο και γιατί;

«Το τραγούδι που με συγκινεί περισσότερο, είναι αυτό που δεν γνώρισα ακόμα. Έχω την αίσθηση πάντα πως έχει ανοίξει απ’ το 2001 μπροστά μου ένα σεντούκι με θησαυρό αστείρευτο. Μιλάμε για 14.000 περίπου τραγούδια που δε φτάνουν δεκατέσσερις ζωές για να εξερευνήσει κανείς. Κάθε φορά λοιπόν που αποφασίζω πως κάτι με συγκινεί πιο πολύ, ξαφνικά βρίσκω κάτι καινούργιο που δεν είχα υπ’ όψιν μου και πάει λέγοντας. Υπάρχει ωστόσο μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου για τον Νίκο Γούναρη που με συγκινεί ότι κι αν τραγουδάει».

Ήταν πιο αθώος ο κόσμος, έχοντας επηρεάσει και το τραγούδι φυσικά στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα;

«Ο κόσμος απλά δεν είχε εξερευνήσει τις δυνατότητές του ακόμα. Δεν ήξερε πόσο κακός μπορεί να γίνει. Οι δύο μεγάλοι πόλεμοι ήταν μοντέλα κακότητας και ο δρόμος δεν θα ξαναγύριζε ποτέ πίσω. Παράλληλα, η είσδυση της τεχνολογίας, που τόσα καλά έφερε μαζί της, κουβαλούσε στη φαρέτρα της και πολλές ψευδαισθήσεις. Ο άνθρωπος, προσπάθησε πατώντας κόκκινα και κίτρινα κουμπάκια να γίνει υπεράνθρωπος πριν καν προλάβει να γίνει άνθρωπος. Έψαξε κι έμαθε την τιμή από τα πάντα και την αξία από τίποτα. Η αθωότητα σήμερα, έχει μουσειακή αξία και όποιος την γυρεύει, θα στραβολαιμιάσει να κοιτάζει προς τα πίσω».

Γιατί σήμερα κρύβεται θα λέγαμε η ευαισθησία, ο ρομαντισμός της εποχής εκείνης;

«Η ευαισθησία κι ο ρομαντισμός (όσο κι αν ακουστεί παράδοξο), ερχόντουσαν πάντα ως γιατρικά για να επουλώσουν τις μεγάλες πληγές φέρνει που μαζί της η αληθινή αντιξοότητα. Όταν μέσα από ένα σκληρό γεγονός θυμόμαστε πως είμαστε θνητοί, τότε αυτόματα επιστρέφει η χαμένη ανθρωπιά μας. Μία απ’ τις πιο ανθρώπινες εκφάνσεις είναι η ευαισθησία κι ο ρομαντισμός. Όπως βαθαίνει λοιπόν η σημερινή κρίση που είναι πρωτίστως “πνευματική”, θα βοηθηθούν οι άνθρωποι να επιστρέψουν στον εαυτό τους και να ξαναβρούν την αλληλεγγύη των ψυχών και των σωμάτων μαζί με την ευαισθησία και τον ρομαντισμό».

Τι φοβάται σήμερα ο άνθρωπος ή τι τον φοβίζει καθημερινά θα λέγαμε;

«Ο φόβος που είχε ανέκαθεν ο άνθρωπος, είναι αυτός για το θάνατο. Όλοι οι άλλοι φόβοι είναι προεκτάσεις αυτού του φόβου. Η μόνη διαφορά του σήμερα απ’ το χθες είναι πως αυτό τον – πολύ ανθρώπινο-  φόβο τον ανακάλυψαν οι έμποροι, οι πολιτικοί και οι διαφημιστές και τον χειρίζονται προς όφελός τους κατά το δοκούν, με τον πιο βρώμικο τρόπο. Εκείνα τα παλιά χρόνια, ο φόβος έβρισκε διέξοδο στα τραγούδια και μετασχηματιζόταν σε διαχρονική ομορφιά και καθαρό πολιτιστικό νερό για κάθε διψασμένη ψυχή. Τα δημιουργήματα εκείνου του φόβου έγιναν εκκλησίες και αρχιτεκτονικά έργα, πίνακες ζωγραφικής μοναδικοί, ποιήματα και λογοτεχνήματα αριστουργηματικά. Σήμερα ο φόβος στειρώνεται και βρίσκει διέξοδο στην επιθετικότητα και στα σπασίματα».

Είναι αλήθεια ότι εγκαταλείψατε τη δημοσιογραφία για τη μουσική; Πώς βλέπετε σήμερα τη δημοσιογραφία στη χώρα μας σε σχέση με τη μουσική; Μπορούμε να πούμε για παράλληλη πορεία;

«Στην ουσία, ποτέ δεν υπήρξα δημοσιογράφος και ιδιαίτερα με την έννοια του “αδαούς μεσάζοντα”, μία έννοια που έχει φυσιολογικά και ασυνείδητα προσδεθεί με τον επαγγελματικό τίτλο του σημερινού ρεπόρτερ. Μέσα απ’ τις εκπομπές μου, προσπαθώ με κάθε τρόπο να συνεισφέρω στην αποκάλυψη προσωπικοτήτων που – συνήθως από ταπεινοφροσύνη-  σπρώχτηκαν στο περιθώριο. Το ίδιο παραθεωρημένη είναι και η μουσική με την οποία αποφάσισα να καταπιαστώ. Είναι ένα κομμάτι του πολιτισμού μας, αδίκως παραμελημένο. Όποιος το ανακαλύπτει, δεν το μετανιώνει ποτέ.  Αυτή είναι λοιπόν η μεγάλη πρόκληση που βρήκα μπροστά μου… να καταφέρω να λειάνω τον ξύλινο λόγο της πληροφοριακής δημοσιογραφίας και να τον συναιρέσω με την βαθειά ψυχή της τέχνης».

Η νεολαία πώς αντιμετώπισε ή αντιμετωπίζει το ρετρό τραγούδι; Τι έχετε να πείτε από την εμπειρία σας;

«Η σημερινή νεολαία, δεν είναι ένα ομοιογενές μπουλούκι όπως την παρουσιάζει η τηλεόραση. Η Ελληνική νεολαία έχει άπειρες διαβαθμίσεις. Μέσα στους κόλπους της υπάρχουν παιδιά πνευματικών προτεραιοτήτων που ψάχνουν πιο βαθειά απ’ την επιφάνεια. Αυτά τα παιδιά, ταυτίζονται άμεσα και ανεπίστρεπτα με το τραγούδι εκείνης της εποχής που μην ξεχνάμε πως γράφτηκε για νέους… νέους που δεν θα γεράσουν ποτέ».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ