Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*.

Καλοκαίρι του 2007 στην ορεινή πατρίδα, δεύτερη μέρα του πανηγυριού. Τα παιδιά της γενιάς του ’60, όπως κάθε χρόνο, κάθονται μαζί και γλεντάνε. Σαν μια καλή κολόνια, που κρατάει πολλά χρόνια το άρωμά της. Αυτή η γενιά έχει μείνει με το όνομα «η νεολαία» στα δρώμενα του χωριού, κυρίως τις μέρες του  πανηγυριού. Νεολαία πριν 30 χρόνια, πριν 20, πριν 10, νεολαία σήμερα που είμαστε σαράντα κάτι και βάλε, νεολαία θα είμαστε και όταν πάρουμε σύνταξη. Είμαστε σαν κάτι αφίσες που κολλάνε στα πανηγύρια με τις τραγουδίστριες να έχουν την ίδια φωτογραφία, όπως ήταν πριν 20 χρόνια, τότε που στη μόδα ήταν το μαλλί περμανάντ. Την ίδια φωτογραφία έχουν και σήμερα, την ίδια προφανώς και μετά από 20 χρόνια.
Αυτή η ρομαντική «νεολαία», αυτοί οι εραστές της Τζουμερκιώτικης παράδοσης, δίνουμε το «παρών» κάθε καλοκαίρι στην ορεινή μας πατρίδα, παραμονή πανηγυριού, σαν να έχουμε βάλει το ξυπνητήρι στη μνήμη της ιστορίας και μας ξυπνάει το νου και την ψυχή από τη χειμερία νάρκη του ρυθμού και του άγχους της καθημερινότητας στις πόλεις που ζούμε.
Το τραπέζι της νεολαίας είναι μόνιμα στο πανηγύρι στο ίδιο μέρος, αριστερά της αυλής, κάτω από τον πλάτανο. Παλιότερα η Αποστόλω, που είχε το μαγαζί, έγραφε σε χασαπόχαρτο με μεγάλα γράμματα: «τραπαίζη νιουλέας», που ήταν πιασμένο με δυο κρασοπότηρα. Μετά όμως είχε καθιερωθεί σαν τραπέζι της νεολαίας και από τότε δεν το έπιανε κανείς άλλος.
Μαζευτήκαμε, λοιπόν, εγώ, ο Θωμάς, ο Βασίλης και η Λένα του παπα-Κώστα, ο Κώτσιος και η Βασίλω του δάσκαλου, ο Πάνο-Καραγιώργος, ο Πάνος και η Λίτσα του Κνάφτη, ο Πάνο-Τσιάβος, ο Χρήστο-Ντίνος και ο Κώτσιο-Χαρίλαος. Δυο, το πολύ τρεις, με αυστηρά κριτήρια πριν το ’60, κατά προτίμηση ο Χρήστο-Πένιας και ο γραμματέας ο Γιώργο-Στάθης. Επίσης και άλλοι δυο τρεις, του ’70, όπως η Αθανασία του Ζάχου, για να συνεχίζεται η παράδοση.
Το νούμερο σειράς για το χορό είναι πάντα το τρία. Αυτό καθιερώθηκε πριν από πολλά χρόνια, όταν ο Κώτσιο-Χαρίλαος έκανε νοθεία στην κλήρωση, σε συνεννόηση με την Αποστόλω, και από τότε δεν το έπαιρνε άλλη παρέα. Ο Κώτσιο-Χαρίλαος είναι αδερφικός φίλος, ατίθασος σαν χαρακτήρας, που όση αγριάδα έχει η εμφάνισή του, τόση τρυφερότητα έχει η ευαίσθητη ψυχή του. Ποτέ δε μας είπε γιατί διάλεγε το νούμερο τρία. Κάθε φορά που τον ρωτάγαμε, μας έδινε διαφορετικές απαντήσεις. Πότε σοβαρές και πότε ευτράπελες, με χαρακτηριστική κίνηση του χεριού του. Απ’ ό,τι πιστεύουμε, ήθελε να έχουμε το περιθώριο να φάμε, να έρθουμε στο κέφι, να μερακλωθούμε και να είμαστε έτοιμοι, «ντοπαρισμένοι» ψυχικά, για να μπούμε στο χορό, να πάει ο χορός γαϊτάνι και να καεί το πελεκούδι.
Τελειώνοντας το νούμερο δυο το χορό, η τραγουδίστρια φώναξε στο μικρόφωνο: «το νουμεράκι τρία-ία-ία-ία, η νεολαία έχει σειρά για χορό-ρό-ρό-ρό».
Σηκωθήκαμε με πολύ μεράκι, ξεκινώντας τις παραγγελίες με πρώτες τις κοπέλες. Στη συνέχεια ένας-ένας χόρευε τα τραγούδια της προτίμησής του. Όσο πέρναγε η ώρα, το κέφι ανέβαινε φτάνοντας στο αποκορύφωμα. Τα «όπα», τα «γεια σας παιδιά», τα «άιντε», το «απόψε θα καεί το πελεκούδι», το  «άιντε θα το κάψουμε πάλι απόψε» και πολλά άλλα, διαδέχονταν το ένα το άλλο. Πότε-πότε φώναζε και η τραγουδίστρια στο μικρόφωνο, «άιντε να ζήσει η νεολαία-λαία-λαία-λαία», και εκείνη την ώρα γινόταν το έλα να δεις.
Φτάνοντας η σειρά του Κώστα του δάσκαλου να χορέψει, μου λέει με ύφος βλοσυρό, επιβλητικό:
– Θέλω να χορέψω ζεϊμπέκικο! Έχω σεβντά τη Φεγγαροπρόσωπη! Το ξέρεις ότι ο Μήτσιο-Ούζος και ο Μήτσιο-Πατσιόγας χόρευαν εδώ στο χωριό ζεϊμπέκικο πριν τον πόλεμο; Ήταν λιμενεργάτες στον Πειραιά και χόρευαν μάγκικους χορούς. Το γεγονός αυτό το θυμάται η μάνα μου. Γι’ αυτό, κάνε μου τη χάρη, πάρε τώρα το μικρόφωνο και τραγούδα τη Φεγγαροπρόσωπη με όλους τους στίχους του. Είναι σεβνταλίδικο τραγούδι.
Εκείνη τη στιγμή δημιουργήθηκε ένα ξέσπασμα παραληρήματος από όλη την παρέα. Ο Κώστας ήταν σε κατάσταση ψυχικής έκστασης. Πότε είχε το ύφος του Σμυρνιού ασίκη και πότε την παλικαριά του γνήσιου Γρεβενοσελίτη. Το πρόσωπό του άλλοτε έπαιρνε την αγριάδα του αγωνιστή αντάρτη της εθνικής αντίστασης, που κόρφωναν οι ράχες του Αη-Λια και του Κριάκουρα, άλλοτε έπαιρνε τη γλυκύτητα του τραγουδιού της Φεγγαροπρόσωπης, γεμάτου ερωτισμό, και άλλοτε τη μορφή του Αη-Γιώργη, πολιούχου της ποθεινής πατρίδας, σαν να ήθελε να καρφώσει με το βλέμμα της ψυχής του κατάκαρδα τη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης, που καραδοκεί στη γωνία για να κατασπαράξει σαν άγριο θηρίο, να αφανίσει τα πατροπαράδοτά μας και να ισοπεδώσει τις αξίες μας.
Εκείνη τη βραδιά έγινε ένα τρικούβερτο γλέντι που κράτησε μέχρι το πρωί. Ήταν ένα άγγιγμα ψυχής για όλους μας, ζούσαμε και την παραμικρή στιγμή, τη λεπτομέρεια. Άλλωστε είναι χρέος, υπόσχεση, μια εκπλήρωση στον εαυτό μας, στη γενιά μας, είναι άρωμα και τρόπος ζωής.
Αυτή είναι η «νεολαία», αυτή η χαρισματική γενιά του ’60, που όσα χρόνια και να περάσουν θα είναι νεολαία στην ψυχή, με τα περίσσια αποθέματα που διαθέτει σε φρεσκάδα, αρχές, αξίες, αρετές, ιδανικά και πάνω απ’ όλα νόστο για την ποθεινή πατρίδα. Είμαι βέβαιος πως υπάρχουν αμέτρητες νεολαίες στην ελληνική περιφέρεια και στις μικρές μας πατρίδες και, όσο υπάρχουν τέτοιες νεολαίες, η παράδοση θα μεσουρανεί και θα συνεχίζεται και στις επόμενες γενιές. Και καμιά παγκοσμιοποίηση δε θα μας κάμψει και καμιά ορδή νέων βαρβάρων με τους άτσαλους και αλλόκοτους ρυθμούς δε θα λυγίσει την αγνή μας ψυχή.

*ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι χοροδιδάσκαλος, λαογράφος, τηλεοπτικός παραγωγός

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ