(Μαλλί-νήμα-Αργαλιός). Γράφει ο Αντώνης Κακαράς*.

07/02/81.

–     : Μάνα;

Π   : Έλα. Πες το ν’ ακούσω. Σαν τι να θες.

–   : Θα μας πεις πότε κουρεύανε τα πρόβατα;

Π   : Μμμ τα κουρεύανεεε.. ξέρω ‘γω το Μάη; Το Μάη τα κουρεύανε. Μαζί και τα γίδια, δεν έχω ιδέα …Το μαλλί το τράγιο είν’ ακριβότερο. Είν’ ακριβότερο απ’ το πρόβειο, γιατί δεν έχ’ … το μαλλί το τράγιο δεν έχ’ βρωμιά, γιατ’ εκείνη η τρίχα η άγρια πλένεται, καθαρίζεται με την πρώτ’ φουρνιά, ενώ το πρόβειο είναι μαλακό το μαλλί και βαστάει …

Κ   : Ναι, το μαλλί αιγός  που έχω μία μπλούζα και της Βάλιας δύο και το έχω πληρώσει πεντακόσιες δραχμές πριν από … πόσα να σου πω; Δέκα χρόνια. πεντακόσιες δραχμές το κιλό!

–   : Επειδή είναι πιο καθαρό ή επειδή είναι πιο γερό;

Π   : Επειδής είναι καθαρό. Πολύ καθαρό. Το μαλλί το τράγιο εμείς δεν το μεταχειριζόμασταν

–   : Στις καπότες δε βάζανε …

Π   : Τράγιο…Βάζουμε το πρόβειο στο στημόν και τράγιο στο …

–   : Στάσου, στάσου Μάννα. Εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά τώρα. Για πες μου καταρχάς με το μαλλί. Τα κουρεύουν τα πρόβατα, μετά τι γίνεται;

Π   : Το μαλλί τι θα γίν’; Θα το πάρνει και θα το πλύνννει εκείν’ π’ θέλνει να το δουλέψνει. Θα βράσνει το νερό …κι αυτό το βουτάς μέσα, αφού το τινάξεις πρώτα να πέσ’ καμπόσο χώμα, γιατί το πρόβειο είναι βρώμκο πολύ, το τινάζνει και το βουτάνε μέσα στο νερό. Μέσα στο καυτό νερό, πολύ καυτό νερό… και το βγάζνει, με τον κόπανο τα βγάζαμε μείς το μαλλί

–   : Ο κόπανος είναι εκείνο το ξύλινο που χτυπάγαμε τα ρούχα;

Π   : Και το βάζνει απάν’ σε μια μεγάλ’ ίσα πέτρα ή σε σκαφίδα. Ατόφια σκαφίδα όμως, όχ’ εκείνα κεί …

–   : Πέτρινη ή ξύλινη;

Π   : Άμα έχς, πέτριν’, άμα δεν έχς, ξύλιν. Κορίτα τ’ λέγαμε μείς.

–   : Οι κορίτες ήτανε μόνιμα στη βρύση όμως δεν μετακινιόντουσαν.

Π   : Όχ’, εμείς κορίτες λέγαμε αυτές τις ξύλνες, την ατόφια από κορμό πλάτανου … Σκαμμένο ναι, τς κουφάλες αυτές, μονοκόμματες. Τ’ άλλο είναι σκαφίδ με σανίδια φτιασμένο... Λοιπόν το βάζω μέσα στην κορίτα αυτό και το κοπανάμε, το κοπανάμε κι αυτό αφρίζ’ σαν να βγάζ’ σαπουνάδα. Το κοπανάμε, το κοπανάμε και το νερό αυτό το ξαναρίχνουμε μέσα στο καζάν’ και βουτάμε άλλα μαλλιά και τα ξανακοπανάμε. Δυό φορές το βουτάμε μέσα στο νερό για να καθαρίσ’. Στο ίδιο νερό.

–   : Αυτός ο αφρός είναι βρώμα;

Π   : Αυτό είναι βρώμα αλλά καθαρίζνει τα πάντα μ’ αυτό το νερό. Πλένουμε και ρούχα. Ας πούμε όταν πλέναμε εμείς τα μαλλιά, πλέναμε κι αυτά τα βρώμκα που πατάγαμε κάτ’. Τη βγάζ’ τη βρωμιά, εκείν’ εκεί η βρώμα βγάζ’ τν άλλη βρώμα.

–   : Πως εξηγείται αυτό; Η βρώμα από το μαλλί δηλαδή;

Π   : Ναι. Το πίνο, αυτό. Πίνο το λέγαμε μείς, σαριγιά το λένε στα χωριά, στα χωριά τς Καρδίτσας το λένε σέρα, σέρα. Πίνο το λέγαμε στη Γραβιά … Σαριγιά ή σέρα στην Καρδίτσα.

–   : Ωραία λοιπόν το ξαναβάζεις …

Π   : Αυτό λοιπόν … με τ’ βρωμιά αυτή βάφνει τα νήματα και δεν πέφτ’ η μπογιά ποτέ. Μ’ αυτό το νερό το βρώμκο… Ίσα – ίσα άμα έχ’ σαπουνάδα παίρν’ το ρούχο πολύ εύκολα τ’ βαφή. Αλλά να βάλς πάνιν’ μπογιά όχι μάλλιν’. Να βάψεις τα νήματα, να βάλς πάνιν’ μπογιά.

–   : Στάσου τώρα να ξαναγυρίσουμε στο μαλλί.

Π   : Θα το βουτήξνει δύο φορές μέσα στο νερό το βραστό που ‘ναι στο καζάν’, θα το κοπανάνε. Θα το κάνουμε έτσ’ – έτσ’ για ν’ ανοίξνει ν’ αυτόσνει και τα πετάμε κεί στην άκρη μέχρι να πλύνουμ’ όλα τα μαλλιά. Τα ρίχνουμε σε μια μεγάλ’ λεκάν’ ή κάτ’ στο τσιμέντο άμα είναι καθαρό και μετά αυτά τα ξεβγάζουμε στο κρύο νερό πολύ καθαρά. Άμα είναι σε ποτάμ’ πολύ καλύτερα. Ναι στο ποτάμ’ ή σε μεγάλ’ βρύσ’ αν έχς. Κι εκεί στο ποτάμ’ τώρα για να μη μας φεύγνει τα μαλλιά κάναμε με πέτρες έτσ’ … Γύρω γύρω ας πούμε. Και μαζευόταν το νερό κι έφευγε το νερό. Και τα πλέναμε, τα πλέναμε καλά, τ’ ανοίγαμε έτσ’ – έτσ’ μέσα στο νερό, τότε θέλνει άνοιγμα – άνοιγμα για να ξαίνονται καλύτερα όταν τα δουλεύουμε στο λανάρ’, στα χέρια. Τα βγάζουμε, τα καθαρίζουμε, τ’ απλώνουμε, τα στεγνώνουμε απάν’ σε σήτες, σε φράχτες, σε σχοινιά άμα είναι … Αυτά άμα είναι μακριά τα μαλλιά, μονοκόμματα, όπως είναι το κομμάτ τ’ απλώνς απάν’ στο σύρμα, στο σχοινί.

–   : Πιο κομμάτι εννοείς; Που έχει βγει από το πρόβατο;

Π   : Από ‘να πρόβατο, ναι. Πόσα κομμάτια πήρες; Πήρα δέκα κομμάτια, πήρα είκοσ’ κομμάτια …

–   : Δεν ξεχωρίζουν αυτά δηλαδή; Δε διαλύεται το μαλλί;

Π   : Διαλύεται όταν είναι κοντό το μαλλί, όταν δεν είναι μακριά που ‘ναι στο πρόβατο.

–   : Ποιοι είναι καλύτερο, το κοντό ή το μακρύ;

Π   : Το κοντό … το μακρύ είναι λίγο αγριωπό όμως, άγριο το μακρύ. Και βγάζ’ το στημόν’. Το στημόν’ για τς φλοκάτες ή και το φλόκο ακόμα. Στο φλόκο θέλ’ να ‘ναι ανακατωμένο. Τουτονά, αυτό. Αυτό είναι το φλόκο που εξέχ απ’ τη φλοκάτη. Αυτή η τρίχα. Το στημόν’ όμως που βάζουμε στ’ αντί γίνεται απ’ το μακρύ μαλλί. Τότε π’ τα καθαρίζαμε …

–   : Και αφού στεγνώσει τώρα τι γίνεται μετά;

Π   : Μετά τα καθαρίζουμε, τα ξαίνουμε, τ’ ανοίγουμε…Αυτά έχνει κολτσίδα απάν’, έχνει αγκάθια, έχνει … πολλά πρόβατα είναι γεμάτα κολτσίδα απ’ τα χωράφια, απ’ τα … κολτσίδα, μα καλά δε θμάσαι τι λέμε κολτσίδα;  Αυτά τ’ αγκαθάκια …Κάτ’ στρογγυλά αγκαθάκια π’ κολλάνε απάν’. Κολλάνε και τ’ ανοίγουμε, τα ξαίνουμε…Με το χέρ’ τ’ ανοίγουμε. Εγώ τότε για να φτιάξω τ’ φλοκάτ’ αυτή και τν άλλη τη μεγάλη τς Χρυσάνθης και μία γινομέν’ κάθσα δέκα μέρες, δέκα μέρες απ’ το πρωί μέχρι το βράδ’, δε σκωνόμουνα καθόλου … Τ’ άνοιγα τα μαλλιά, τα ‘φτιασα τρίχα – τρίχα…

–   : Και δεν μου λες, από πόσα πρόβατα ήταν τα μαλλιά για να κάνεις αυτήν την φλοκάτη εδώ;

Π   : Αυτά ήτανε από πενήντα πέντε πρόβατα, δυό φλοκάτες και μία γινομένη ακόμα. Τότε τ’ αγόρασα τριάντα πέντε δραχμές το κιλό. Κιλά ήτανε τότε για οκάδες ήτανε; Ήτανε πενήντα πέντε οκάδες. Δεν ήτανε κιλά… αλλά ύστερα καθαρά… μετά π’ καθαρίσανε, που πλυθήκανε, π’ μαζευτήκανε, ήτανε μόνο εικοσπέντε. Μετά τον καθαρισμό τα νήματα ήτανε εικοστρία κιλά νήματα.

–   : Από τα πενήντα πέντε;

Π   : Ναι, ρίχνουμε πάλι τα ίδια τα μαλλιά αλλά πάνιν’ μπογιά. Πάνιν’ μπογιά. Είτε κόκκιν’, είτε μπλε, είτε ροζ, ότ’ λογιά θέλς μόνο να ‘ναι πάνιν’. Και βάφονται πάλι τα μαλλιά στο ίδιο αυτό το βρώμκο το νερό και μετά πας και τα ξεβγάζεις κι όσες φορές και να τα πλύνς δε βγάζ’ μπογιά, δε ξεβάφ’ καθόλου. Όπως είναι η καραμελωτή που σας έχω δώσει μέσα εκείν’, είναι σε τέτοιο νερό βαμμέν’, σε βρώμκο νερό. Όπως είναι βρασμένο που πλένουμε τα μαλλιά … Εκείνο είναι με λουλάκ, με λουλάκ που λουλακιάζουμε τα ρούχα, αυτή π’ λέω η μπλε. Αλλά τότε όμως που τα κάναμε μείς, τότε που ήμνα κοπέλα ακόμα που ‘βαφε η μάνα μ’ αυτά …πριν από σαράντα χρόνια που ήμνα κορίτσι εγώ ακόμα …

–   : Δηλαδή το χίλια εννιακόσια τριάντα;

Π   : Ναι και τώρα ακόμα κάνουνε τ’ μπογιά… αυτή τ’ βαφή την κάναμε οχτώ μέρες δλειά. Γιατί δε ξέραν καλά ο κόσμος. Τώρα όμως ξύπνησ’ ο κόσμος και τ’ βάφ’ την ίδια ώρα, την ίδια ώρα. Τότε έπαιρνε η μάνα μ’ το νερό αυτό το βρώμκο, το ‘παιρνε και είτε ήθελε να βάψ’ νήματα είτε αυτό το σκτι π’ λέμε π’ το υφαίναμε και κάναμε τα παντελόνια, τς κάλτσες, τα διάφορα, τα χοντρά ρούχα για τ’ τσοπάνδες, το ‘βαζε με …

–   : Τι μάζευε; Από γίδα ή από πρόβατο;

Π   : Από πρόβατο, από πρόβατο όχ’ από γίδα. Από γίδα δε ξέρω αν βάφονται και πως βάφονται. Βάφονται κι από γίδα αλλά τούτα δώ όμως, τα πρόβεια π’ ξέρω γώ, τα ‘παιρνε η μάνα μ’ μ’ αυτό το βρώμκο το νερό … Ρώταγε, αν δεν είχ’ αυτή μαλλιά, ρώταγε ποιος θα πλύν’ μαλλιά … έλεγες εσύ, θα πλύν’ η Βάλια ή θα πλύν’ η κυρά Τασούλα και θα μ’ δώκ’ τη σέρα αυτή να βάψω, και θα στ’ δώκ’. Αλλά μεγάλ’ διαδικασία. Έπαιρνε λάπατα, λάπατο. Δηλαδή τς ρίζες απ’ τα λάπατα, κάτ’ χοντρές κόκκινες ρίζες που ‘ναι σαν τα καρότα. Και τα κοπάναε αυτά και τα ‘βραζε και βούταγε τα νήματα για να γίν’ αυτό το νήμα να μην πέφτ’ η μπογιά τ’ ποτέ.

–   : Βγαίνει κόκκινο το χρώμα; Τι χρώμα έβαζε στο νήμα τότε;

Π   : Μπλε. Το μπλε ξέραμε και βάφαμε. Αυτό το μπλε τότε. Τώρα όμως π’ τα μάθαμε πάει ο αργαλιός!!… Το λάπατο το βάζαμε ως είδος σπίρτο, ως είδος σπίρτο. Δεν ήτανε για να βάψ’, ήτανε για. στερεωτικό. Και τα βουτάγαμε σ’ αυτό το λάπατο, τα βάζαμε ύστερα στο καζάν με το βρώμκο νερό και μόλις να ‘ναι χλιαρό. Το σκεπάζαν το καζάν και την άλλ’ μέρα τα βγάζαν τα νήματα είτε τα … Μάλιστα το εξετάζαν τότε να μην μπει καμία και τα ειδεί  … άκου τώρα τι λεπτομέρειες … και δε θα βάψ’, δε θα πάρ’ η μπογιά. Κι ύστερα να μην έχ’ πάει σε λείψανο αυτή π’ τα βάφ’, αυτή π’ θα τα βάψ’ να μην έχ’ πάει σε λείψανο ότι δε θα πάρνε τα νήματα … δε θα πάρνε μπογιά.

–   : Τώρα μάνα λες για τα νήματα που προορίζονται για;

Π   : Για διάφορα υφασίδια.. Είτε το υφασίδ, αυτό που ‘χε υφάν η μάνα μ’ …

–   : Λες για να νήματα, τα νήματα που βάφουν; Όχι τα μαλλιά;

Π   : Τα νήματα αλλ’ απ’ το βρώμκο νερό που πλένουμε τα μαλλιά.

–   : Από τη σέρα. Αλλά προηγουμένως είπες ότι στεγνώνουν τα μαλλιά πάνω στα …στα σχοινιά. Από εκεί και μετά τι γίνεται;

Π   : Από εκεί και μετά θα τα πάρνει τα μαλλιά, θα τα καθαρίσνει, θα καθίσουμε να τα ξάνουμε, να τ’ ανοίξουμε, να βγάλουμε εάν έχνει αγκαθάκια μέσα ή σκουπιδάκια … και μετά τα λαναρίζαμε, πριν βγουν οι λανάρες τα λαναρίζαμε στο λανάρ.

–   : Τι είναι το λανάρι;

Π   : Άειντι π’ δε θυμάσαι το λανάρ, είναι ένα τετράγωνο τόσο, τόσο πρέπει να ‘ναι, σαν χτένια αλλά να ‘ναι γεμάτο, γεμάτο συρματάκια… και καθόμασταν περνάγαμε τα πόδια μας έτσ’ και … λαναρίζαμε, λαναρίζαμε. Άμα θέλαμε να βγάλουμε το μακρύ μαλλί έτσι’ όπως λαναρίζαμε κρέμαγ’ αυτό σα στάχ’ και το τραβάγαμε και …

–   : Είπες ότι το μαλλί ήταν πρώτα στο σχοινί …Πως δηλαδή, αφού αυτά είναι κομματάκια – κομματάκια;

Π   : Δεν είν’ κομματάκια, άκου να ειδείς. Άμα είν’ από πρόβατα που ‘χνει μακριά μαλλιά έβγαινε μονοκόμματο αυτό, ας ήταν έτσ’ μαλλί ανοιγμένο, και τ’ άπλωνες απάν’ στο σχοινί, πέφταν τα μικρά κομματάκια κάτ’ στο τσιμέντο ή σε φράχτες και στεγνώνανε κι αυτά. Αυτά ολόκληρα τα κομμάτια τ’ απλώναμε.

–   : Πόσο μάκρος έχει το μαλλί του αρνιού;

Π   : Όπως το κουρεύανε έβγαινε ένα πράμα ολόκληρο. Να τόσο. Πως είναι το πρόβατο, έτσι {έβγαινε}…

–   : Άρα το μάκρος του μαλλιού ξεκινάει από δέκα  πόντους, πέντε μέχρι δέκα πόντους και φτάνει δεκαπέντε έως είκοσι  πόντους, τόσο; Πόσο μακριά είναι τα μαλλιά δεκαπέντε πόντους;

Π   : Να τόσο, αλλά τα ρούντα πρόβατα, τα ρούντα με το μαλακό μαλλί – πολύ μαλακό το οποίο όταν γίν’ κλωστή μπαίν’ πολύ στο πλύσμο, αυτό μπάζ’ πολύ – είναι τόσο κοντούτσκο. Ρούντα είναι αυτά π’ βγάζνει το πολύ μαλακό μαλλί, τ’ άσπρο – άσπρο …

–   : Τι άλλες ονομασίες προβάτων υπάρχουν; Ρούντα λες για το μαλλί.

Π   : Ρούντα λένε το μαλλί. Ρούντα πρόβατα, αυτά τα φέρννει απ’ έξω, απ’ έξω τα φέρνανε τα πρόβατα τότε. Λάγια λέμε εκείνα που ‘χνει μαύρο μαλλί.

–   : Λάγια. Αυτά που έχουνε άσπρο μαλλί πως θα τα πεις;

Π   : Ε τίποτα, άσπρες προβατίνες ωραίες, καριώκες, ξέρω ‘γω τι. Καριώκες δηλαδή από καλή ράτσα.

–   : Και άμα έχει μακρύ μαλλί πως θα το πεις;

Π   : Ε τίποτα, δεν έχ’ σημασία.

–   : Δεν μου λες μάνα, τα λανάρια;

Π   : Υπήρχανε πολλά λανάρια. Τρία ήτανε. Άκου να ειδείς. Ένα ήτανε με ουρές, δύο ξύλινα … ουρές τα λέγαμε. Ήτανε ένα σαν μπαστούν’ και μπροστά είχε κάτ’ μεγάλα δόντια, έτσ’ τόσο μεγάλα δόντια, τόσο πολύ πράγμα …

–   : Είκοσι πόντους δηλαδή τα δόντια;

Π   : Μ’ αυτό τραβάγαμε τα μαλλιά και τα ‘κανε έτσ’ έτσ’, έτσ’ κράταγε τόνα τώρα και με τ’ άλλο έτσ’, έτσ’ …

–   : Κυκλικές κινήσεις δηλαδή για να το ξάνει.

Π   : Για να βγάλει το μακρύ μαλλί αυτό γινότανε. Και το τραβούσε, το τραβούσε κι έβγαινε αυτό συνέχεια – συνέχεια, σκαμάν το λέγαμε. Σκαμάν’ λέγαμε αυτό το μακρύ μαλλί, έβγαινε συνέχεια – συνέχεια σαν κορδέλα.

–   : Δηλαδή το πρώτο λανάρισμα γινότανε για να βγει το μακρύ μαλλί;

Π   : Γινόταν το μακρύ μαλλί. Στις ουρές αυτές. Και τ’ άλλο έβγαινε έτσι μία τούφα, το κοντό αυτό, έβγαινε το κοντό μαλλί. Το ‘παιρνε, το ‘βγαζε και το πετούσε εκεί πέρα. Αυτό γινότανε….

–   : Μάνα δε θυμάμαι τώρα αυτό που λες. Πως καρφώνατε τις πρόκες κάτω;

Π   : Εκεί πέρα μία, εδώ μια άλλη, ξανά πέρα, ξανά άλλη και πάαινε έτσι, έτσι, έτσι για να πετύχουμε να τεντώσουμε το νήμα. Ε ναι πόσα πήχια θέλουμε να ρίξουμε;

–   : Και όλο το νήμα ήτανε ένα από την αρχή μέχρι το τέλος;

Π   : Άκου χρυσό μου παιδί. Γι’ αυτό τα ‘χαμε στα καλάμια, βγάζαμε πενήντα καλάμια, σαράντα καλάμια, τριάντα καλάμια, ανάλογα τα πήχια που θα ρίχναμε. Κι’ αρχίζαμε τώρα και ιδιάζαμε, τελείωνε το ‘να καλάμ μία γυναίκα πάει να δέσ’ το επόμενο μέχρι να τελειώσουμε πόσο πυκνό το θέλουμε. Πόσα κεφάλια, σε τι χτένι θα το βάλουμε;

–   : Αυτά μπαίνανε σε … Ααα ο αριθμός των καλαμιών ήτανε ανάλογος με το …

Π   : Ο αριθμός των καλαμιών δεν έχ’ σημασία. Μπορεί τα καλάμια να τα βάζαμε ένα – ένα τσελέ απάνω στο καλάμ.

–   : Τσελέ τι εννοείς;

Π   : Το τσουκλί αυτό που λέγαμε που βάζουμε στο …

–   : Μια μπούκλα, το λες τσουκλί ή τσελέ.

Π   : Ε ναι, τώρα μπούκλα λέμε αυτά που παίρνουμε και πλέκουμε, μπούκλες το λέμε μείς. Κούκλες, κομμάτια, όπως θέλει το λέει η κάθε μία.

–   : Ή τσελέ.

Π   : Τσλές. Κανονικά τσλές λέγεται. Κι αφού το ετοιμάζαμε μετά από εκεί, από τις τάβλες που γινότανε πααίναμε και μετράγαμε πόσες κλωστές έχει αυτό μέχρι που τελείωνε, εξακόσιες κλωστές είπαμε, εξακόσια κουφιά, πεντακόσια, ανάλογα με το χτένι που θα βάλουμε και το δέναμε από δώ κι από κεί να μην ενωθούνε, αυτό που ερχότανε έτσι να μην ενωθούν και περνάγαμε τ’ αντί μέσα και πηγαίναμε τώρα στην τυλίχτρα. Αυτό το μαζεύαμε και το κάναμε έτσ κοτσίδα – κοτσίδα και το βάζαμε σ’ ένα τσουβάλ, το υφασίδ αυτό το βάζαμε στο τσουβάλ. Και πααίναμε τώρα στην τυλίχτρα. Σ’ αυτό το σπίτι που ‘πες ότ’ ήτανε κάτω στο Βοϊδόρεμα. Κοντά στο Βοϊδόρεμα στου Σπυρόπουλου το σπίτι. Απ’ το μαγγάν’ το μαζεύαμε στα καλάμια, το βάζαμε στην ιδιάστρα και μετά το ιδιάζαμε κάτω στο πάτωμα είτε άν είχες παλιό σπίτ έξω στην αυλή βάζανε καρφιά πάνω στο ίδιο το σπίτι μερικοί που είχανε πλίθινα σπίτια, όχι καρφιά, παλούκια ξύλινα και το ιδιάζανε.

–   : Για να πετύχουνε το ίδιο μήκος σε όλα τα …

Π   : Ναι πόσο μακρύ το θες, πόσα πήχια; Και μετά πάμε στην τυλίχτρα. Κι έχουμε ένα ξύλινο που το λέγαμε σβάρνα. Εμείς το λέγαμε σβάρνα, σ’ άλλα μέρη το λένε ξυλογαϊδάρα.

–   : Το φορτώνανε αυτό με πέτρες;

Π   : Σ’ αυτό βάζαμε, κρεμάγαμε το υφασίδ γιατ’ έχει ένα μεγάλο … πώς να το πω … δόντι, πώς είναι η δυροστιά, και μια δυροστιά μεγάλη έκανε την ίδια δουλειά. Βάζαμε ένα σανίδι στη δυροστιά τη μεγάλ, τη βαριά και μια μεγάλ πέτρα κι αρχίζαμε τώρα να τυλίγουμε…  Που βάζουμε στο τζάκ την κατσαρόλα. Άμα είχαμε δυροστιά, δυροστιά τη λέμε μείς του καζανιού που είναι γερή με σίδερο χοντρό, κάναμε την ίδια δουλειά. Τη βάζουμε ανάποδα, βάζουμε ένα σανίδ και πέτρες μέχρι τριάντα οκαδών βάρος πάνω για να γίν’ τεντωμένο καλά στ’ αντί, κατάλαβες; Αντί λέμε κείνο που περνάμε το υφασίδ. Που τυλίγουμε το υφασίδι. Το πίσω αντί, το μπροστινό αντί είναι εκείνο που υφαίνουμε και τυλίγουμε το υφασίδ. Το υφαμένο. Στο πίσω αντί βάζαμε, τυλίγαμε το νήμα αυτό, το υφασίδ, το ιδιασμένο νήμα. Και μετά το φέρνουμε στο σπίτ, άλλη διαδικασία.

–   : Στάσου ένα λεπτό πως το περνάγατε εκεί στ’ αντί;

Π   : Στ’ αντί το περνάγαμε από την σταύρωση που είχαμε κάνει στα δύο κοντινά καρφιά.

–   : Πιο κοντινά στην ιδιάστρα;

Π   : Όταν τα ιδιάζουμε, ναι. Γινότανε η σταύρωση … για να σου δώσω να καταλάβεις να πάρω μια κουβαρίστρα και να το κάνω στο χέρι. Αυτή ήταν η σταύρωση. Δες εδώ Αντών, είπαμε αυτό τώρα πάαινε έτσι.

–   : Σταυρό έκανε πάνω στις δύο πρόκες;

Π   : Ναι απάνω στις δύο πρόκες, τώρα εδώ περνάγαμε τ’ αντί. Και εδώ περνάγαμε ένα καλαμίδ. Τραβάγαμε ένα καλαμίδι εκεί και ένα εδώ και μετά αρχίζαμε και το τυλίγαμε στ’ αντί. Το αντί είχε ένα λακκάκι, σ’ αυτό το λακκάκι βάζαμε μια ξύλινη βέργα …Ξύλινη είτε σιδερένια, άμα έχεις σιδερένια ναι, βάζεις σιδερένια.

–   : Το αντί όμως είναι μακρύ, είναι ένα μέτρο και.

Π   : Ένα μέτρο και, γιατί ο αργαλειός είναι φαρδύς. Ναι περνάγαμε τώρα αυτό εδώ τ’ αντί και το βάζαμε απάνω στις δύο φούρκες και περνάγαμε ένα καλαμίδι εκεί και ένα εδώ για να μην μπλεχτούν τα νήματα αυτά. Προχωρώντας τα καλαμίδια, τυλίγοντας τ’ αντί και προχωρώντας τα καλαμίδια και τυλίγοντας τ’ αντί … μέχρι να τελειώσ’ το υφασίδ αυτό που το ‘χουμε βάλει είπαμε στη σβάρνα κρεμασμένο. Και ήτανε αυτή η απόσταση -στην αυλή που ήτανε η τυλίχτρα- ήτανε κάπου δέκα οργιές …Ναι, στα είκοσι μέτρα βέβαια. Και ερχότανε κοντά μας η σβάρνα. Ξετυλίγοντας το υφασίδι που το ‘χαμε στο τσουβάλ το πααίναμε πάλι στην πέρα άκρη, πάλι βάζαμε τις πέτρες απάν’ … μέχρι που τελείωνε το τύλιγμα.

–   : Γιατί έπρεπε να είναι τεντωμένο πάνω στ’ αντί;

Π   : Γιατί άμα δεν είναι καλοτεντωμένο δεν υφαίνεται καλά, δε γίνεται ωραίο το υφασίδ. Πρέπει να ‘ναι καλοτεντωμένο, γινόταν σαν κουβαρίστρα, πολύ ωραίο.

–   : Και ο αριθμός των νημάτων είπαμε που έχει απάνω το αντί;

Π   : Ανάλογα το υφασίδι που θα κάνεις, από το τι θέλεις να υφάνεις, άμα θα το κάνεις πανί θα πάρεις το νούμερο δεκατέσσερα ή το δεκάξ, το δεκαοκτώ παίρναν στην Αράχοβα  και με το δεκαοκτώ…

–   : Και έτσι λοιπόν το έχεις έτοιμο πάνω στ’ αντί και πηγαίνεις για τον αργαλειό.

Π   : Το φέρνουμε στο σπίτι να το περάσουμε στα μντάλια ύστερα, άλλη φασαρία. Θα το περάσουμε στα μντάλια, τα μντάλια είναι εκείνο που έχει τα νήματα, του αργαλειού τα μντάλια και το χτένι.

–   : Καλά πριν πεις αυτό, πες πως γινότανε το μάλλινο το …

Π   : Το ίδιο ακριβώς, ακριβώς το ίδιο γινότανε και το μάλλινο.

–   : Μου είπες ότι το πάνινο είχε μεγαλύτερη διαδικασία από το μάλλινο.

Π   : Επειδή έπρεπε να το κουρκουτιάσεις το νήμα σε βραστό νερό και μ’ αλεύρι μέσα για να έχουμε το …Το πάνινο που παίρνουμε απ’ το εμπόριο. Και το βουτάγαμε μέσα στο νερό αυτό το βραστό που έχει και λίγο αλεύρι και το βγάζαμε και τα τεντώναμε αυτά τα τσελέδια, τα τραβάγαμε ο ένας από εδώ ο άλλος από εκεί, είτε σ’ ένα σίδερο που ‘χαμε κρεμάσει … και τ’ απλώναμε και στέγνωνε και μετά το καλαμίζαμε …

–   : Γιατί το κάνατε αυτό;

Π   : Για να μην κάνει ζάρες το νήμα, όταν είναι … Κοίτα τούτο πως είναι, άμα δεν το ματζαλιάσεις στ’ αλευρωμένο βραστό νερό …Να το βουτήξεις μέσα, ναι. Είτε εμείς το λέγαμε να το κουρκουτιάσεις με λίγο βραστό νερό. Τι λίγο, ένα καζάνι άμα είχαμε πολύ … Μια φορά εγώ έκανα υφασίδ μ’ έξι οκάδες νήμα απάν’ σ’ ένα αντί. Το δώδεκα νούμερο. Ύφανα δώδεκα τρίφυλλες κουβέρτες. Αυτό σημαίν’ πολύ νήμα. Επιτυχία, επιτυχία. Αλλά κουράστκα πολύ. Πηγαίναμε μαζί με τν Αργυρή και το τύλγα στην τυλίχτρα …

–   : Θες να πεις ότι με τόσο πολύ νήμα, το τέντωσες πολύ καλά και …

Π   : Το τέντωσα καλά, το καλοϊδιάσαμε, το καλοτύλιξα, το περάσαμε στα μντάλια και το κάναμε με σχέδιο κουβέρτες. Σαν την κουβέρτα που είχες … ενώ άν δε γινότανε έτσι καλά θα είχες ρούκγλες, ρούγκλες, κι έρχεται στο χτέν και μπερδεύεται και κόβεται η κλωστή άμα δεν είναι καλά τεντωμένο. Ε βέβαια, κόβεται. Πρώτα – πρώτα άμα δεν είναι σε βραστό νερό και λίγο αλεύρι μέσα, αναμαλλιάζει το μπαμπακόνημα αυτό και κόβεται. Ενώ άμα είναι βουτηγμένο στο βραστό νερό με τ’ αλεύρι στερεώνεται. Στερεώνεται.

–   : Τα έχεις περάσει λοιπόν στο αντί και πας για τον αργαλειό. Πως το στήνεις στον αργαλειό.

Π   : Ο αργαλειός είναι έτοιμος.

–   : Ο αργαλειός είναι έτοιμος αλλά πως περνάς εσύ το νήμα στον αργαλειό για ν’ αρχίσεις να υφαίνεις;

Π   : Θα το βάλεις με τ’ αντί στο πίσω μέρος που ‘χει ο αργαλειός, θα το τραβήξουμε μπροστά, θα κρεμάσουμε τα μντάλια και το χτένι ανάμεσα, μπροστά το χτένι εκεί που θα κάθομαι εγώ …

–   : Το χτένι είναι ανάλογο με τον αριθμό των νημάτων και ανάλογο με το τι θα φτιάξεις.

Π   : Ναι ανάλογα, είναι πολλών ειδών. Είναι το πανόχτενο, είναι το τσουκνόχτενο, είναι το μαντανόχτενο που κάνω τις μαντανίες τις σπαστές …

–   : Ένα – ένα. Μαντανία λες την κουβέρτα.

Π   : Μαντανία λέμε αυτές που κάνουνε στρώσεις κάτω κουκιαστές, πώς κάνουνε οι Αραχοβίτισσες; Που μπαίνει πολύ νήμα στο ύφαμα.

–   : Η μαντανία είναι αυτή που στρώνουμε κάτω στο πάτωμα;

Π   : Αυτά τα λένε καπίκια. Χαλιά, καπίκια ναι. Μαντανίες λέμε αυτές που στρώνουμε στα κρεβάτια.

–   : Από πάνω. Δεν την σκεπαζόμαστε. Την σκεπαζόμαστε;

Π   : Άμα θες την σκεπάζεσαι.

–   : Αυτό λοιπόν το κάνεις με το μαντανόχτενο;

Π   : Με το μαντανόχτενο. Το πανόχτενο είναι αυτό που κάνουμε το πανί, τις κουβέρτες αυτές που λέω εγώ τις κρητικές, τις κουκουπωτές …Είναι σαν κουκούλες, γίνεται με σχέδιο στα μντάλια, στα μντάλια το κάνουμε με σχέδιο.…. Είναι τα κουρελόχτενα μετά, αραιό χτένι που περνάμε χοντρό νήμα, κουρελόνημα που είναι τρίδιπλο, τρίδιπλο το νήμα αυτό. Κομμένο χοντρό για να είναι γερό. Μ’ αυτό το κουρελόχτενο φτιάνουμε τις κουρελούδσες και ορισμένες βελέτζες …Ε δεν έχει άλλα χτένια. Είναι μαντανόχτενα, κουκιαστόχτενα και πανόχτενα.

–   : Κουκιαστόχτενα;

Π   : Τσουκνόχτενα που κάνουμε τα μάλλινα, τα τσούκνα που τα λέγαμε ένα καιρό, τσούκνα. Τι έχω; Τσούκνινο υφασίδι που κάνουμε βελέτζες, στρωσάρες. Είτε αυτά που λένε που κάνανε οι άντρες πατατούκες, σακάκια, παντελόνια, οι τσοπάνηδες.

–   : Στρωσάρες τι λες; Αυτές που στρώνουμε …

Π   : Που στρώνουμε κάτω, αλλά ελαφρές βελέτζες. Πατατούκες λέγαμε ένα καιρό τα μακριά σακάκια των αντρών, των τσοπάνηδων. Όχι τα καπότια, εκείνα πάλι δεν έχω υφάνει εγώ. Είχανε καπόχτενα πολύ αραιά, που βάζανε …

–   : Καπόχτενα τα λέγανε ή καποτόχτενα; Πως τα λέγανε για τις καπότες;

Π   : Για πιο ευκολία καπόχτενα, καποτόχτενα, όπως θες τα λες… Που κάνανε τις κάπες, ναι, τα καπότια, τα κάνανε υφαντά οι γυναίκες οι καημένες τότε. Παίρνανε τα τράγια τα νήματα, τα μαλλιά, τα λαναρίζανε, τα γνέθανε … Αλλά για να τα γνέσεις εκείνα πρέπει να τα βουτάς στο κρύο νερό και όπως είναι βρεγμένα στην ρόκα να γνέσεις, φεύγει το νερό … στραγγά … πολύ σκληρό ήτανε, είναι άγριο το μαλλί αυτό, άγριο και πέφτει η τρίχα. Ενώ τη βούταγες στο νερό …

–   : Λοιπόν τι άλλα χτένια υπάρχουν; Δεν υπάρχουν άλλα;

Π   : Ανάλογα, ορισμένοι … στο Δαδί είχανε κάθε φτιασίδι και το χτένι.

–   : Οι Δαδιώτες έχουν άλλα χτένια;

Π   : Τα ίδια όπως εμείς αλλά αυτοί κάνανε πολλά υφασίδια, πάρα πολλά και είχανε για κάθε υφασίδι τα μντάλια και το χτένι του.

–   : Καλύτεροι τεχνίτες δηλαδή οι Δαδιώτες;

Π   : Ε πιο καλοί. Τα ίδια υφασίδια κάναμε και μείς …

–   : Αργαλειοί υπάρχουν διαφορετικών ειδών;

Π   : Αργαλειοί υπάρχουν διαφορετικών ειδών ανάλογα το φάρδος. Ένα καιρό είχανε στενούς αργαλειούς. Τώρα ύστερα κάνανε φαρδιούς και κάνουνε φαρδιά χτένια, κάνουν φαρδιές κουρελούδσες …

–   : Ποιοι θεωρούνται καλύτεροι;

Π   : Οι φαρδιοί. Γιατί κάνει φαρδύ υφασίδι. Τώρα …

–   : Σε περιοχές λέω. Οι Δαδιώτσες είπες είναι καλύτερες;

Π   : Σε περιοχές τώρα όπως φαίνεται, οι καλύτεροι αργαλειοί είναι … είναι απάνω … πως τα λένε αυτά τα μέρη απάνω προς τη Μακεδονία; Έβλεπα στην τηλεόραση αργαλειούς που δεν την πετάνε τη σαΐτα με τα χέρια, πάει κι έρχεται αυτή μονάχη της, αυτοί τραβάνε ένα …

–   : Αυτά είναι αυτόματα, άστα αυτά. Εδώ λέμε για τους παλιούς τους αργαλειούς.

Π   : Ε, οι παλιοί Αργαλειοί ήτανε όλοι το ίδιο, το ίδιο σ’ όλα τα …Ποιες ήτανε οι καλύτερες υφάντρες; Οι Αραχοβίτσσες. Οι Αραχοβίτσσες γιατί κάνανε κεντητά στον αργαλειό, καπίκια πολύ ωραία. Οι καλύτερες υφάντρες ήτανε οι Αραχοβίτσσες. Και στο Δαδί καλές και στα δικά μας τα χωριά καλές μόνο που εμείς κάναμε λιγότερα. Εκεί οι Δαδιώτες κάνανε και πούλαγαν, τα φέρνανε στα παζάρια και πούλαγαν πανιά τότε, ζούσαν με τα υφαντά. Τα υφαίναν τόσο γρήγορα!! Αλλά τα κάνανε όχι πολύ πυκνά, σφιχτοϋφαμένα.

–   : Λοιπόν, πως το στήνεις τώρα το αντί στον αργαλειό;

Π   : Βάζουμε το πίσω τ’ αντί, βάζουμε και το μπροστινό. Και στ’ αντί τώρα για να μη φεύγει το νήμα συνέχεια, βάζουμε ένα ξύλο που το λέγαμε τανήτρα.

–   : Τανήτρα είναι αυτή που το τεντώνει, που τ’ ανοίγει;

Π   : Όχι. Στ’ αντί, πες ότι είναι αυτός ο αργαλειός και αυτό είναι τ’ αντί και εδώ είναι το μπροστάρι, είδες έχει τέσσερις τρύπες τ’ αντί, από τη μια μεριά έχει τέσσερις τρύπες. Ε βάζουμε το ξύλο αυτό και δεν αφήνει να γυρίσει τ’ αντί. Το κρατάει σε μια θέση ύστερα που το κομποθιάζουμε στο μπροστινό τ’ αντί, τις κλωστές αυτές τις κομποθιάζουμε …

–   : Είναι φρένο δηλαδή η τανήτρα.

Π   : Ναι φρένο. Τις κομποθιάζουμε δέκα-δέκα, είκοσι -είκοσι μαζί στο μπροστινό αντί και αρχίζουμε τώρα υφαίνουμε. Σιγά – σιγά – σιγά υφαίνουμε.

–   : Προχωράς το ύφασμα όσο φτάνουν τα χέρια σου, οπότε βγάζεις την τανήτρα;

Π   : Ναι βγάζω την τανήτρα και τραβάμε έτσι όπως τραβάμε το χτένι, γυρίζει τ’ αντί, ξαναβάζουμε την τανήτρα … πόσες τρύπες; Δυό τρύπες, τρεις, όσες θέλουμε.

–   : Πως λέγονται τα εξαρτήματα του αργαλειού;

Π   : Το αντί, το μπροστινό {και το πίσω} … δύο αντιά, η τανήτρα αυτή που λέμε που είναι … πως το είπες,.. το φρένο, οι σαΐτες … που πετάμε που βάζουμε τα μασουράκια, βάζουμε τα μασουράκια μέσα με το κάθε χρώμα νήμα, τι υφασίδια έχουμε … υπάρχουνε βελέτζες που βάζαμε τότε δέκα δεκαπέντε χρώματα να κάνουμε μία κουκιαστή ωραία βελέτζα… δεκαπέντε σαΐτες … άμα δεν είχαμε πολλές σαΐτες βγάζαμε το ένα μασούρι βάζαμε τ’ άλλο, άντε ξανά βάζαμε … Δεκαπέντε χρώματα, δέκα χρώματα, οκτώ χρώματα, δύο χρώματα, ανάλογα τη βελέντζα που θα κάνουμε. Άμα ήτανε σεντόνια δύο τρία χρώματα, μία άσπρη, μία ροζ, μία μπλε, μία λάγια … το λάγιο το μαλλί που ‘ναι απ’ τα πρόβατα τα μαύρα δεν το βάφαμε καθόλου, λάγιο αρνί μαύρο αρνί… είπαμε τα δύο αντιά, η τανήτρα που στερεώνει το αντί, τα μντάλια, είτε δύο μντάλια ανάλογα το υφασίδι, ή τέσσερα μντάλια …

–   : Είναι αυτά τα δύο ξύλα τα παράλληλα που έχουνε ανάμεσα τους τις …

Π   : Τις κλωστές και περνάμε τα νήματα ναι. Είτε έξι μντάλια που γινόταν το εξαφιλάκι, κάναν το καραμελωτό εξαφιλάκι. Φιγούρας υφασίδια αυτά. Τα εξαφιλάκια ήτανε έξι μντάλια!

–   : Φιγούρας λες; Έβγαινε ύφασμα φιγούρας; Που έμπαινε δηλαδή; Έμπαινε στα κρεβάτια απάνω;

Π   : Στα κρεβάτια ναι. Στα κρεβάτια και κουρτίνες. Έξι μντάλια, μετά έξι πατήτρες … Πατήτρες που πατάγαμε τα πόδια και ανεβοκατεβαίνουν τα μντάλια και πετάμε τη σαΐτα. Το χτένι, στο μπροστινό αντί πάλι για να στέκεται το υφασίδι περνάμε πάλι ένα ξύλο – το οποίο εκείνο δεν ξέρω πως το λένε – πάλι ένα μικρό ξύλο, φρένο …που το στερεώναμε στο μπροστινό αντί πάλι, αυτό το ξύλινο φρένο και αρχίζαμε και υφαίναμε, τις σαΐτες … που πετάμε, το ξύλινο αυτό το φρένο που λέμε στο μπροστινό, η τανήτρα στο πίσω αντί και τελείωσε.

–   : Η τανήτρα είναι το μακρινάρι που την φτάνεις εσύ.

Π   : Στάσου για να κρεμάσουμε το χτένι έβγαινε ανάμεσα, ανάμεσα … όχι ανάμεσα, στα μπροστά μντάλια προς τα μένα που τα υφαίνω, έμπαινε το χτένι μέσα στο ξυλόχτενο. Το ξυλόχτενο εξαρτάται … να είναι βαρύ το ξυλόχτενο, καλό …

–   : Που χτυπάς για να …

Π   : Ναι έμπαινε το χτένι μέσα στο ξυλόχτενο, μντάλια ήτανε από πίσω, πατάγαμε αυτά και τραβάγαμε το ξυλόχτενο και χτυπάγαμε το υφασίδι. Πατάγαμε, άνοιγαν τα νήματα αυτά, ανοίγουν – ανοίγουν και πετάγεται η σαΐτα. Είπαμε δύο αντιά … η τανήτρα τρία, τα μντάλια, το χτένι μέσα στο ξυλόχτενο, οι σαΐτες, τα καλαμάκια και το φρένο που ‘ναι το ξύλινο αυτό που λέμε … το ξύλινο που δεν θυμάμαι …ά, το φρένο για το μπροστινό αντί.

–   : Αυτός είναι ο αργαλειός, τα κομμάτια του αργαλειού.

Π   : Ναι. Κρεμασμένα τα μντάλια όμως … από πάνω από τον αργαλειό έχει ξύλα έτσι δύο που είναι κρεμασμένα τα μντάλια. Με σκοινιά. Και αγκούτσες κάτι ξύλινα πραγματάκια που πιάνουν τα μντάλια και ανεβοκατεβαίνουν τα μντάλια, μερικοί βάζουνε αυτά τα ξύλινα, κάτι πραγματάκια έτσι … που κρεμάγαμε τα μντάλια. Ορισμένοι δε βάζουν αυτά που λέμε, έχουνε δύο καλάμια και τραβάει το μντάλι έτσι πάνω κάτω δεμένο το καλάμι από πάνω από τον αργαλειό και κρεμασμένα τα μντάλια, την ίδια δουλειά κάνει… άμα δεν έχεις αγκούτσες … εκείνα πάλι δεν θυμάμαι πως τα λένε, που βάζαμε μέσα καρλόψχες. Καρλόψιχες λέγαμε κάτι πράματα που είναι σαν τα σφοντίλια και ανάμεσα σ’ αυτήν την καρλόψιχα … ή και κουβαρίστρα να βάλεις το ίδιο είναι. Κουβαρίστρα, να βάλεις τα μντάλια έτσι και θα κυλάει αυτό. Πηγαίν’ έρχεται, πηγαίν’ έρχεται το μντάλ.

–   : Κατάλαβα, τα θυμάμαι ξέρεις, ένα – ένα τα θυμάμαι.

Π   : Αλλά γίνονται και πιο πρακτικά. Χωρίς τς καρλόψχες, χωρίς τς αγκούτσες. Σ’ ένα καλάμ κρεμασμένο για να στερεώνονται τα μντάλια και να κυλάνε, να κυλάνε, να γυρίζνει εύκολα πατώντας τς πατήτρες ν’ ανεβοκατεβαίνουν τα μντάλια….

–    : Ουφ μωρέ μάνα…

Π   : Εμ πηδάκι μ’, εσύ με ρώτσες!!

 

Αθήνα 7 Φλεβάρη 1981.

 

Η αποφώνηση έγινε το 2009 από την εγγονή της Παρασκευούλας Κακαρά την Πανωραία Καραντζά και η επιμέλεια από τον ερωτώντα γιο της.

 

*Ο Αντώνης Κακαράς (Γραβιά 1945) είναι Διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης . Υπηρέτησε ως αξιωματικός του ναυτικού από το ’62 μέχρι το ‘90, κατά τη διάρκεια δε της δικτατορίας αποτάχθηκε, καταδικάστηκε και εγκλείστηκε στις φυλακές για ενάμιση χρόνο. Έργα του είναι:

Το Πολεμικό Ναυτικό στη Δικτατορία 1967-1974, Γνώση, Αθήνα 1993,

Οι Έλληνες Στρατιωτικοί,  Παπαζήση Αθήνα 2006,

Όξω Απ’ τ’ Αμπέλια ρεεε, Παπαζήση, Αθήνα 2008

Off Shore Αγάπη μου (Έργα και Ημέρες της Φαμίλιας ‘’D’’), Παπαζήση, Αθήνα 2008,

Αλιώρι, το κονάκι των χοίρων, Παπαζήση, Αθήνα 2009

Η λίστα του τσαγκάρη, Παπαζήση, Αθήνα 2010

Οι φρουροί της συκαμινιάς, Παπαζήση, Αθήνα 2011

-Κάποια διηγήματα όπως εμφανίζονται εδώ.

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ