Της Λαμπρινής Ανυφαντή.

 

Φοιτήτριας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.

Η Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων είναι η Διδασκαλία του Κυρίου προς τα έθνη διαμέσου των δώδεκα αποστόλων. Μια αρχαΐκή συλλογή παραινέσεων και διατάξεων που διαφώτισε πάρα πολύ πολλές πλευρές της εκκλησιαστικής ζωης και που μπορεί να χαρακτηριστεί ως εγχειρίδιο της χριστιανικής διδασκαλίας και ως ένας σύντομος πρακτικός οδηγός για την διαπαιδαγώγηση των πρώτων χριστιανών και κυρίως των κατηχουμένων. Καμία ίσως φιλολογική ανακάλυψη του 19ου αιώνα, δεν προκάλεσε τόση συγκίνηση στους φιλολογικούς κύκλους όλου του κόσμου, και προ παντός στην Αγγλία, τη Γερμανία και την Αμερική, όσο η έκδοση αυτού του πολύ σύντομου συγγράμματος που υπήρξε το πολυτιμότερο θεολογικό εύρημα και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις των νεότερων χρόνων. Συνήθως συμπεριλαμβάνεται στο σύνολο των συγγραμμάτων που συνεγράφησαν από τους αποκαλούμενους <<Αποστολικούς Πατέρες>>. Αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα ανευρεθέντα και διασωθέντα κείμενα της πρώιμης εκκλησιαστικής ιστορίας και έχει ιδιαίτερη θεολογική και ποιμαντική αξία διότι μας παρέχει πληροφορίες για την άμεση μετά-αποστολική εποχή και το πώς αντιλαμβάνονταν οι Χριστιανοί της εποχής τη Χριστιανική πίστη. Στην πρώτη Χριστιανική Εκκλησία, κυκλοφορούσαν πολλά κείμενα γραμμένα από Χριστιανούς, τα οποία περιείχαν συλλογές λόγων του Κυρίου Ιησού Χριστού και των Αποστόλων, με δεδομένο ότι ακόμα δεν υπήρχε η Αγία Γραφή ως εγκεκριμένη Χριστιανική συλλογή. Το ότι πολλά κείμενα δεν εγκρίθηκαν από την Εκκλησία ως μέρος της Αγίας Γραφής, μπορεί να μην τους δίνει το Δογματικό κύρος της Αγίας Γραφής, αλλά δεν τους στερεί την ιστορική και ποιμαντική αξία, που κατέχουν.

 

 

 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

 

 

 

Ο συγγραφέας του έργου δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί. Το έργο του  δεν κυκλοφόρησε με ψευδώνυμο, αλλά ανώνυμα, γιατί είχε  την πεποίθηση ότι αποτελεί πιστή απόδοση της διδασκαλίας των αποστόλων. Επειδή μεταγενέστερα αποδόθηκε στον Πέτρο (Ρουφίνου, Expositio in Symbolum 38. Διαταγαί Αποστόλων 7,11), είναι πιθανόν, ο συγγραφέας να ήταν μαθητής του. Είναι επίσης, πιθανόν χριστιανός από Ιουδαϊκή κοινότητα, ο οποίος όχι μόνο δεν είχε ιουδαϊκές τάσεις, αλλά τις καταπολεμούσε και ρητά, καθώς από το έργο απορρέουν όχι μόνο έννοιες και θεσμοί ιουδαϊκής προελεύσης, αλλά και σαφείς σημιτισμοί. Πρόσφατα ο Audet τοποθέτησε το έργο μεταξύ 50 και 70 και το απέδωσε σε απόστολο. Βέβαια, σε απόστολο δεν ανήκει, διότι τότε θα είχε εκδοθεί επωνύμως, θα κατείχε θέση στην Κ. Διαθήκη και θα επιδείκνυε μεγαλύτερη αυτενέργεια. Θα λέγαμε καλύτερα ότι πρόκειται για περισσότερους από έναν συγγραφείς, γιατί το έργο παρουσιάζει εσωτερικές παραλλαγές, επαναλήψεις και προσθήκες στο αρχικό του κείμενο. Και ενώ ο ανώνυμος συγγραφέας, ή μάλλον σωστότερα «συλλογέας» μάλλον θα παραμείνει για πάντα άγνωστος, προσφέρει το περιεχόμενο αυτό προερχόμενο από τους αποστόλους ή εκφράζοντας της απόψεις αυτών, απευθυνόμενος προς εκείνον χάριν του οποίου έγραψε (ή συνέλλεξε) το βιβλίο, τον αποκαλεί : «τέκνο του». Του παρουσιάζει τις υποθήκες του ως διδαχή Κυρίου δια των Αποστόλων για να προσδώσει κύρος στο έργο του. Απ’ αυτό προήλθε και ο τίτλος αυτού του σπουδαίου έργου.

 

 

 

 

 

ΣΥΝΘΕΣΗ

 

 

 

Το έργο δεν φαίνεται ότι συντάχθηκε με την πρώτη, γιατί παρουσιάζει από τη μια παραλλαγές και διορθώσεις αλλά και γιατί υπάρχουν προσθήκες που φανερώνουν ότι το αρχικό κείμενο δέχτηκε επεξεργασία. Κατά την άποψη του Audet, το κείμενο συντάχτηκε από κάποιον απόστολο σε δυο στάδια (1-11, 2 και 11, 3-16, 8), και κάποιος άλλος απόστολος το επεξεργάστηκε και πρόσθεσε όλα τα μέρη με το <<σύ>>. Η υπόθεση αυτή, αν και δίνει απαντήσεις σε μερικά ερωτήματα σχετικά με την συγγραφή, αλλά όχι σε όλα, γιατί τοποθετεί την τομή του κειμένου στο κ. 11, ενώ αυτή βρίσκετε στο κ. 6, και όσα αναφέρονται για την λατρεία στο κκ. 7-10 συνδέονται φυσικά περισσότερο με τα ακόλουθα οργανωτικά θέματα παρά με την προηγούμενη έκθεση για τις δυο οδούς, η οποία μάλιστα διατηρείται και αυτοτελώς. Υποστηρίζεται ότι η σύνθεση ακολούθησε την παρακάτω πορεία. Αρχικά συντάχτηκε από κάποιο προφήτη για κατηχητικό σκοπό, με βάση κάποιου προϋπάρχοντος προτύπου, το βιβλίο των δυο οδών (1-6) περιλαμβάνει ως επίλογο και θέματα σχετικά με την παρουσία (16). Απευθυνόμενος λοιπόν ο προφήτης προς τους κατηχουμένους, χρησιμοποιεί την προσφώνηση <<τέκνον μου>>, και προς την λέξη <<τέκνον>> απευθύνεται το δεύτερο ενικό πρόσωπο <<σύ>>, αλλά παρόλα αυτά τα ευαγγελικά παραθέματα χρησιμοποιούν και δεύτερο πληθυντικό, <<υμείς>>. Σήμερα είναι γραμμένο με ανάμιξη του β΄ ενικού και του β΄ πληθυντικού, και αντιλαμβανόμαστε ότι το κείμενο της πρωτότυπης πηγής – που μιλάει για τις εντολές του δρόμου της ζωής – είναι σε ενικό, και ο συντάκτης πρόσθεσε τις δικές του παρατηρήσεις για τον δρόμο του θανάτου σε πληθυντικό αριθμό. Σε αυτό το βιβλίο αρμόζει ο τίτλος <<Διδαχή του Κυρίου τοις εθνέσιν>> ο οποίος προκύπτει από κάποια μαρτυρία μέσα από την παράδοση.

 

Ανεξάρτητα από αυτό το κείμενο, το βιβλίο που μιλάει για τον εσωτερικό βίο της εκκλησιάς (7-13) γράφτηκε από άλλο πρόσωπο με σκοπό την καθοδήγηση των προϊσταμένων των ορεινών κοινοτήτων της Συρίας. Χρησιμοποιεί σταθερά το β΄ πληθυντικό πρόσωπο, αφού απευθύνεται πάντα προς πολλά άτομα και έχει τον τίτλο <<Διδαχαί Αποστόλων>>. Ο τρίτος συντάκτης, ο οριστικός όπως φαίνεται, προβαίνει στην σύνδεση των δύο βιβλίων και με δική του πρωτοβουλία επεξεργάζεται το προϋπάρχον υλικό. Μεταφέρει τον επίλογο από το κείμενο των δυο οδών στο τέλος του ενιαίου πλέον έργου σαν κοινό επίλογο, αλλάζει ορισμένα σημεία και προσθέτει κάποια μικρά κομμάτια. Συναντάμε πλήθος πρόσθετων λεπτομερειών (7, 2-4. 13, 3. 13, 5-7) ή σχετικά εκτενή κομμάτια, όπως είναι τα κκ. 1, 3β-2, 1, όπου περιέχεται συλλογή εντολών από το ευαγγέλιο, το κ. 14, όπου γίνεται λόγος για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας την Κυριακή, και το κ. 15, όπου περιέχονται οδηγίες για την ίδρυση μονίμων αξιωμάτων. Ο συντάκτης αυτός, προσπαθεί με βάση τα δύο κείμενα να βάλει έναν τίτλο που να ταιριάζει. Έτσι, αφήνει τον πρώτο τίτλο ως επικεφαλίδα των δυο οδών και τον δεύτερο ως επικεφαλίδα όλου του έργου. Οι συγγραφείς των δύο αυτών βιβλίων εργάστηκαν πιθανόν το 80, και ο τελικός συντάκτης γύρω στο 110.

 

 

 

ΤΟΠΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ

 

 

 

Δεν γνωρίζουμε τον τόπο συγγραφής του έργου. Μερικοί υποθέτουν ότι γράφτηκε στην Αίγυπτο, λόγω της μεγάλης διάδοσής του εκεί. Όμως δεν μπορούμε να το πιστέψουμε αυτό, γιατί παραλήπτης του έργου είναι μια ορεινή κοινότητα, η οποία δεν υπάρχει σε αυτήν την χώρα. Άλλοι υποθέτουν ότι συντάχτηκε στην Παλαιστίνη, άλλοι στην Ελλάδα και άλλοι στη Μικρά Ασία. Πολύ πιθανόν, είναι να γράφτηκε στη Συρία, στην οποία μεταγενέστερα συντάχτηκαν και άλλα παρόμοια κείμενα που είχαν στοιχεία συγγενικά με το έργο αυτό.

 

 

 

ΧΡΟΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ 

 

 

 

Ο χρόνος συγγραφής του έργου, ούτε αυτός μπορεί να καθορισθεί ακριβώς. Επικρατεί μεγάλη ποικιλία γνωμών ως προς τον χρόνο σύνταξης του έργου, ο οποίος μάλιστα έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι από αυτόν εξαρτάται η ορθή εκτίμηση του  περιεχομένου και της αξίας του. Και η δυσκολία αυτού του καθορισμού, φαίνεται από τις εκτιμήσεις διαφόρων, εκ των οποίων άλλοι το τοποθετούν στο 40 μ.Χ., (Schermann, Die allgemeineKirchenordnung (Paderborn 1915), και άλλοι μέχρι το 160 μ.Χ., στηριζόμενοι στα όσα γράφει. Ο πρώτος εκδότης Φιλόθεος Βρυέννιος, με τον οποίο συμφωνεί ο A. Harnack, τοποθετεί την Διδαχή, μετά την επιστολή του Βαρνάβα, γύρω στο 130, ενώ οι Zhn και Funk την τοποθετούν πριν την επιστολή αυτή, γύρω στο 80. Σήμερα έχει εγκαταλειφθεί αυτού του είδους η σύγκριση, διότι γίνεται δεκτό ότι τα έργα έχουν κοινά πρότυπα και δεν αντλεί το ένα υλικό από το άλλο. Δεν λείπουν βέβαια, και αυτοί που το θεωρούν μεταγενέστερο σύγγραμμα (Robinson, Dix, Connolly, Muilenburg, Telfer), ισχυριζόμενοι ότι το κείμενο είναι ψευδαρχαϊζον, γραμμένο μεταξύ 170 και 230. Κατά τον Vokes θέλει να δώσει μια φανταστική εικόνα για την κατάσταση της αρχαίας εκκλησίας, για να δείξει πόσο αποστολική είναι η προφητική κίνηση του Μοντανισμού. Αν αυτό είναι σωστό το βιβλίο προσφέρει σπουδαία βοήθεια στον Μοντανισμό, διότι όχι μόνο δεν καθιστά αξιοσέβαστη την προφητεία, αλλά αντίθετα την βλέπει ως θεσμό καταρρέοντα και ανυπόληπτο. Αυτό είναι αδύνατον όμως, να προήλθε από την φαντασία του συγγραφέα γιατί απαιτεί ισχυρή διάνοια και έπρεπε να συνιστάτε από την παρουσία ιδεώδους εικόνας της αρχαϊκής εκκλησίας, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει. Αυτοί οι τελευταίοι αυθαίρετοι ισχυρισμοί, όπως σωστά λέει ο Ehrhard, «μπορούν να προκαλέσουν μόνο παθολογικό ενδιαφέρον» (Diealtchr. Literaturundi. Erforschungvon 1884 – 1900, Freiburgi. B. 1900, σ. 62). Στη Διδαχή υπάρχουν χωρία, από τα οποία φαίνεται καθαρά η πολύ πρώιμη συγγραφή της. Για παράδειγμα, είναι προφανές ότι τα κείμενα περί της τάξης των Προφητών, γράφτηκαν πριν ακόμα παραλάβουν οι Επίσκοποι πλήρως τη διοίκηση της Εκκλησίας από τους Προφήτες, κάτι που ήδη είχε γίνει γενικός κανόνας πολύ πριν από τις επιστολές του Ιγνατίου που γράφτηκαν πριν από το 107 μ.Χ. («αυτοί γαρ εισίν oι αρχιερείς» υμών 13, 3). Παρατηρούμε ότι μόλις είχαν ξεχωρίσει οι έννοιες των λέξεων «επίσκοπος» και «πρεσβύτερος», μια και στην αρχή σήμαιναν και τα δύο τον πρεσβύτερο, όπως στην εποχή της Κ.Δ. Όσο για τους βαπτισμένους, ομολογούσαν την αποδοχή ηθικών αληθειών και όχι άρθρων της πίστεως όπως αργότερα (7,1), και άλλα. Από την άλλη όμως, υπάρχουν σημεία που δείχνουν ότι το κείμενο αυτό, έχει και κάποια στοιχεία που θεωρούνται λίγο μεταγενέστερα, όπως η νηστεία πριν από το βάπτισμα και κατά την Τετάρτη και Παρασκευή (7 και 8).Έτσι, φαίνεται πιθανότερο, ότι πρόκειται για μια συλλογή κειμένων που απέχουν μεταξύ τους κάποιες δεκαετίες, με αρχαιότερα εκείνα που αναφέρονται στους προφήτες, και λίγο μεταγενέστερα εκείνα που αναφέρονται στο βάπτισμα και τις νηστείες. Αλλά, όταν μιλάμε για μεταγενέστερα, δεν εννοούμε σε καμία περίπτωση μεταγενέστερα του 160 μ.Χ.

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

 

Ο τρόπος έκφρασης της Διδαχής δεν προσπαθεί να εισάγει κάτι καινούριο. Είναι σύντομη και κατηγορηματική, θεωρώντας πολλά στοιχεία γνωστά και δεδομένα. Παρά το σαφή ιουδαϊκό χαρακτήρα της Διδαχής, το κείμενο δεν παρουσιάζει καμία έντονη πολεμική τάση και δεν αντιμετωπίζει ως οξύ το πρόβλημα των σχέσεων του Χριστιανισμού με τον Ιουδαϊσμό ή του ιουδαιοχριστιανισμού προς τον χριστιανισμό του Παύλου. Το κείμενο φανερώνει μια εκκλησία με ευρύτερο προσανατολισμό, αλλά και με πολύ έντονη ιουδαϊκή κληρονομιά στην παράδοση της. Αποτελείται από 16 σύντομα κεφάλαια και χωρίζεται σε δύο διαφορετικά μέρη με χαλαρή σύνδεση. Σ’ αυτό το έργο, που αποτελεί πολυτιμότατη συμβολή για τη λατρεία, το πολίτευμα και τον συνολικό βίο της αρχαίας Εκκλησίας, περιέχονται τα εξής βασικά σημεία:

 

Α. Αναπτύσσεται συνοπτικά η ηθική διδασκαλία των δύο οδών, που αντιπαραβάλλεται η οδός της ζωής που πρέπει να ακολουθήσουμε, με την απευκταία οδό του θανάτου. (κεφ. 1-6).

 

Β. Εκτίθενται τα τελετουργικά θέματα της λατρείας, βαπτίσματος, νηστείας, προσευχής και Θείας Ευχαριστίας. (κεφ. 7-10 και 14).

 

Γ. Αναπτύσσονται τα θέματα του εκκλησιαστικού πολιτεύματος, δηλαδή σχετικά με τους Αποστόλους, τους Προφήτες, τους Διδασκάλους, τους Πρεσβυτέρους  και τους Διακόνους. (κεφ. 11-13 και 15).

 

Δ. Περιέχονται προτροπές για εγρήγορση και γίνετε λόγος για την εσχατολογική προσμονή του τέλους του κόσμου. (κεφ. 16).

 

Η δομή του κειμένου είναι η εξής:

 

• Οι δύο οδοί: Η οδός της ζωής και η οδός του θανάτου (κεφ. 1-5), Συμπέρασμα (κεφ. 6)

 

• Για το βάφτισμα (κεφ. 7)

 

• Για τις ημέρες της νηστείας και της προσευχής (κεφ. 8)

 

• Για την Ευχαριστία (κεφ. 9-10)

 

• Για τους αποστόλους τους προφήτες και τους ψευδοπροφήτες (κεφ. 11-13)

 

• Για τη λατρεία της ημέρας του Κυρίου (κεφ. 14)

 

• Για τους επισκόπους και τους διακόνους (κεφ. 15)

 

• Για την αγρύπνια και τα γεγονότα που θα συμβούν στις τελευταίες ημέρες (κεφ. 16).

 

ΟΙ ΔΥΟ ΟΔΟΙ

 

Στο πρώτο μέρος της συλλογής της Διδαχής αναφέρεται εκείνο το σπουδαίο προσόν του ανθρώπου, την δυνατότητα δηλαδή να επιλέγει τον δρόμο τον οποίο θα ακολουθήσει. Οι Νεοπυθαγόρειοι, οι τυπικότεροι των ηθικολόγων και παιδαγωγών του αρχαίου κόσμου, χρησιμοποιούν ως σύμβολο το γράμμα ύψιλον, Υ για να δηλώσουν το σημείο στο οποίο ο δρόμος χωρίζεται σε δύο κατευθύνσεις και ο οδοιπόρος οφείλει να επιλέξει την μια. Αυτή είναι η διδασκαλία των δυο οδών. Την συναντάμε σε χριστιανικά κείμενα, ιδιαίτερα στην Διδαχήν, στην Επιστολή Βαρνάβα (18-20), στον Ποιημένα του Ερμά (Εντολαι 6-8).

 

Η παιδαγωγική και συστηματική επεξεργασία των δυο οδών, εμφανίζεται νωρίς στον ελληνικό κόσμο, παίρνει όμως μορφή στους κύκλους των Νεοπυθαγορείων.

 

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ

 

Το δεύτερο τμήμα της Διδαχής, περιλαμβάνει διατάξεις για την βάπτιση, την προσευχή, την νηστεία και την Θεία Ευχαριστία (7-10). Ξεκινάει με την φράση <<περ δ το βαπτ΄σματος, οτω βαπτίσατε τατα πάντα προειπόντες, βαπτίσατε>>. Τα κεφάλαια 1-6 των δύο οδών δεν διαβάζονται κατά την τελετή του βαπτίσματος, αλλά διδάσκονται μαζί με άλλα στοιχεία κατά την διάρκεια της κατήχησης. Το βάπτισμα ορίζεται να τελείται με κατάδυση του ατόμου σε τρεχούμενο νερό. Μόνο σε περίπτωση ανάγκης επιτρέπεται η χρήση άλλου νερού, καθώς και ο ραντισμός. Κατά την βάπτιση χρησιμοποιείται ο τριαδικός τύπος. Επιβάλλεται νηστεία μιας ή δύο ημερών τόσο γι’ αυτόν που θα βαπτίσει όσο και για αυτόν που θα βαπτιστεί, και για όποιον άλλον θέλει. Γενικά ως μέρες νηστείας καθορίζονται η Τετάρτη και η Παρασκευή, για να γίνεται διάκριση ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους <<ποκριτν>>, των Ιουδαίων που νήστευαν Δευτέρα και Πέμπτη. Ως μέρα προσευχής καθορίζεται η Κυριακή, με την εντολή όμως, να απαγγέλλεται προσευχή τρεις φορές την ημέρα. Άξιες ιδιαίτερης προσοχής είναι οι οδηγίες για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, στην οποία κατά τον Λουκά προηγείται η ευλογία του ποτηριού και έπειτα του άρτου.

 

ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ

 

Το τμήμα του (11-13 και 15), προφανώς, προορίζονταν για απομονωμένες ορεινές κοινότητες, και έχει οδηγίες για τη στάση των κοινοτήτων απέναντι στους αξιωματούχους και την εγκαθίδρυση μονίμων. Η κάλυψη των πνευματικών αναγκών σε αυτήν την περίπτωση εξασφαλίζεται εν μέρη από τους αξιωματούχους, αφού το μορφωτικό επίπεδο των μελών της κοινότητας δεν θα μπορούσε να είναι υψηλό. Ο συντάκτης προτρέπει τα μέλη αυτά να φέρονται προς τους αποστόλους και τους προφήτες <<κατ τ δόγμα το εαγγελίου>> (11, 3), το οποίο διδάσκει, << δεχόμενος μς μ δέχεται καμ δεχόμενος δέχεται τν ποστείλαντά με>> (Ματθ. 10, 40.). Η επιμονή του συντάκτη να συνάγεται κάποιος αναγκαστικά ανάλογα με την διαγωγή του, για το αν είναι προφήτης ή ψευδοπροφήτης, σημαίνει ότι ο θεσμός των αξιωματούχων είχε ήδη διαβρωθεί σοβαρά και βρίσκεται προς το τέλος του. Μάταια θα προσπαθήσει αργότερα ο Μοντανισμός να επαναφέρει την προφητεία στην ζωή. Προφανώς, οι κοινότητες στις οποίες απευθύνεται ο συντάκτης δεν είναι αυτάρκεις από άποψη πνευματικής καθοδήγησης και στερούνται από μόνιμους αξιωματικούς.

 

Η στάση λοιπόν του βιβλίου είναι υπέρ της βαθμιαίας αντικατάστασης των αξιωματούχων που περιοδεύουν με μια μόνιμη οργάνωση και με την εξαγωγή εκείνων των κοινοτήτων από το αρχαϊκό ιουδαιοχριστιανικό περιβάλλον. Το γεγονός ότι δεν αναφέρει πρεσβυτέρους εξηγείται αν σκεφτούμε ότι την εποχή εκείνη οι όροι πρεσβύτερος και επίσκοπος είναι ταυτόσημοι. Οι πρεσβύτεροι είναι μέλη του ενοριακού συμβουλίου. Θα τους λέγαμε αλλιώς δημογέροντες. Ο προϊστάμενος του συμβουλίου αυτού, ονομάζεται επίσκοπος και ο πρεσβύτερος είναι το εκτελεστικό όργανο της κοινότητας και έχει για βοηθούς τους διακόνους.

 

ΠΑΡΟΥΣΙΑ

 

Το τελευταίο κεφάλαιο μιλάει για τα έσχατα κατά την φρασεολογία του Ματθαίου, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η έλευση δεν είναι πολύ μακριά. Δίνονται οδηγίες για τήρηση <<τν νηκόντων τας ψυχς>> και προετοιμασία της υποδοχής, εξαγγέλλεται η εμφάνιση του <<κοσμοπλανος>> μετά από μια σειρά πικρών δοκιμασιών και αναφέρονται τα <<σημεα>> της αλήθειας μετά από τα οποία θα ακολουθήσει η έλευση. Η έκθεση αυτή απαντά και στην Επιστολή Βαρνάβα, ως συνέχεια της έκθεσης για τις δύο οδούς όπου προφανώς έχει την θέση της (21), και φαίνεται ότι αποτελεί τον επίλογο της αρχικής αυτοτελούς μορφής των δύο οδών.

 

ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΑΧΗΣ

 

Από πολλούς αμφισβητήθηκε το ενιαίο της Διδαχής, και θεωρήθηκε ότι άλλος είναι ο συγγραφέας του πρώτου τμήματός της περί των δύο οδών (1-6), και άλλος του δευτέρου τμήματος (7-τέλος). Υπέρ αυτής της γνώμης, συνηγορούν δύο λόγοι: α. Ότι η προαναφερθείσα αρχαία Λατινική μετάφραση περιλαμβάνει μόνο τα έξι πρώτα κεφάλαια περί των δύο οδών, και β. επειδή μερικοί θεώρησαν τα λεγόμενα στην αρχή του 7ου κεφαλαίου της, («ταύτα πάντα προειπόντες βαπτίσατε»), ως εντελώς άσχετη με τα προηγούμενα. Ως προς τον πρώτο λόγο, ο αντίλογος λέει τα εξής: Το ότι διασώθηκαν ως εμάς τα πρώτα έξι κεφάλαια της Λατινικής μετάφρασης, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι δεν τα περιελάμβανε από την αρχή, και ακόμα και αν υποθέσουμε ότι μόνο αυτά μεταφράσθηκαν, θα μπορούσε να σημαίνει ότι μόνο αυτά κίνησαν το ενδιαφέρον των μεταφραστών, λόγων των κατηχητικών σκοπών που εξυπηρετεί το πρώτο μέρος. Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, ο αντίλογος λέει ότι το «ταύτα πάντα προειπόντες» (7ο κεφάλαιο 1), αναφέρεται προφανώς στην καθομολόγηση των ηθικών αληθειών στα κεφάλαια 1-6. Σχετικά με τον τίτλο του έργου υποστηρίχθηκε ότι η επιγραφή του ιερού χειρόγραφου («Διδαχή Κυρίου δια των δώδεκα αποστόλων τοις έθνεσιν») αφορά μόνο στο πρώτο μέρος του έργου, που γενικό τίτλο είχε: «Διδαχαί των αποστόλων» (Audet, 91-103). Όπως και αν έχει το θέμα, το ότι πρόκειται για συλλογή διδασκαλιών των αποστόλων, δεν μας επιτρέπει να έχουμε μεγάλες απαιτήσεις ως προς την ομοιομέρεια και τη συνάφεια των επί μέρους μερών μιας συλλογής. Πολύ δε περισσότερο, αν κάποια στοιχεία της συλλογής αυτής, συνελέγησαν με διαφορά δεκαετιών μεταξύ τους, κάποια από το πρώτο μισό του 1ου αιώνα, και κάποια από τις αρχές του 2ου.

 

ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

 

Η Διδαχή φαίνεται ότι είναι έργο με μεγάλη τιμή κατά την αρχαιότητα, και μάλιστα στην Αίγυπτο. Ο  Κλήμης Αλεξανδρεύς (Στρωματούς 1, 20, 100, το χωρίον της Διδαχής 3, 5.), παραθέτει χωρίο αυτής (άγνωστο από το αρχικό κείμενο των δυο οδών του οριστικού κειμένου του έργου), αποκαλύπτει την πηγή που γράφει. Παρόμοια τιμή πρέπει να αποδίδει και στο ψευδοκυπριανό έργο De Aleatoribuw (4. PL 4, 830 Β.) του 300 περίπου, το οποίο παραθέτει άλλο χωρίο, αποκαλεί την πηγή Doctrina Apostolorum. Η εκτίμηση όμως μειώνετε αμέσως μετά την είσοδο στον δ΄ αιώνα. Ο Ευσέβιος τοποθετεί το έργο στα νόθα (Εκκλ. Ιστορία 3, 25, 4.), ο Αθανάσιος στα αντιλεγόμενα (Εορταστική επιστολή 39. PG 26, 1437-1440.), ενώ τα ψευδοαθανασιανά κείμενα Σύνοψις Αγίας Γραφής (76. PG 28, 432.) και Κατάλογος κανονικών βιβλίων το τοποθετούν στα αναγιγνωσκόμενα (TH. ZAHN, Geschichte d. neut. Kanonw II, 1, σ. 290 εε.). Δεν είναι σαφές, αν ο Ρουφίνος με των τίτλο Duae vitae vel Judicium secundum Petrum (Δύο δο κρμα κατ Πέτρον) εννοεί το σύνολο της Διδαχής η το αυτοτελές τμήμα των δυο οδών. Παλαιοτέρα πάντως η χρήση και μόνο αυτού αραιώνεται αισθητά. Στην Στιχομερτίαν του Νικηφόρου (PG 100, 1060.), στης αρχές του αιώνα, χαρακτηρίζεται επίσης απόκρυφο και φαίνεται να έχει έκταση 200 στίχων, ενώ στην πραγματικότητα αυτοί ανέρχονται περίπου στους 300, πολύ συζητάτε, αν ο συντάκτης αυτής είχε υπόψη του ολόκληρο έργο η μια αποσπασματική μορφή αυτού, αλλά είναι πολλή πιθανότερο ότι είχε υπόψη του ολόκληρο έργο, η διαφορά οφείλετε σε πιθανή αντικατάσταση του αριθμού Τ΄(=300) με το Σ΄(=200) κατά την αντιγραφή του χωρίου. Ο Ιωάννης Ζωναράς, ερμηνεύει την Εορταστικήν Επιστολήν 39 του Αθανασίου (ΡΑΛΛΗ, ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα Ιερών κανόνων 4, 80 ε.), σημειώνοντας ότι κάποιοι ταυτίζουν την Διδαχή με την Διδαχή Αποστόλων του Κλήμεντος, μαρτυρεί ότι ήδη είχε έρθει σύγχυση για το έργο, καθώς ήταν προφανές το γεγονός ότι αυτό είχε κατά μεγάλο μέρος ενσωματωθεί τόσο στην Διδασκαλία Αποστόλων και στις Διαταγές Αποστόλων όσο και σε άλλες συλλογές διατάξεων, μέχρι την βαθμιαία εξαφάνιση του. Το κείμενο της Διδαχής, ήταν αγνοούμενο για μεγάλο χρονικό διάστημα, και βρέθηκε από τον Φιλόθεο Βρυέννιο το 1883 στον υπ΄αριθμ. 54 Κώδικα του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος περιέχει συλλογή έργων των Αποστολικών Πατέρων, και εκδόθηκε από αυτόν. Στο τέλος του κώδικα ο αντιγραφείς σημειώνει: <<τελειώθη μηνουνί ες τν ια΄, μέραν γ΄, νδικτινος θ΄, τει Σφξδ΄(=6564=1056 μ.Χ.), χειρ Λέοντος νοταρίου καλείτου>>. Μάλιστα τα τεμάχια 1, 3β-1, 4α και 2, 7β-3, 2α διατηρούνται και στον πάπυρο Οξυρύγχου 1782 του δ΄ αιώνα. Οι μεταφράσεις που έγιναν δείχνουν την έκταση της διάδοσης του έργου κατά την αρχαιότητα. Σώζεται ολόκληρη η γεωργιανή, ενώ αξιόλογα τμήματα του σώζονται στην κοπτική και στην αιθιοπική μετάφραση. Δυο λατινικές παραλλαγές με τον τίτλο Doctrina Apostolorum, η μια των κκ. 1 και 2, η άλλη των κκ. 1-6, φαίνεται ότι προέρχονται από την μετάφραση του αρχικού αυτοτελούς κειμένου των δυο οδών, όπως σημειώθηκε παραπάνω.

 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

 

Για πρώτη φορά εκδίδεται το 1838, από τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Φιλόθεο Βρυέννιο. Ο πλήρης τίτλος του είναι: «Διδαχή των 12 αποστόλων» ή και «Διδαχή Κυρίου δια των 12 Αποστόλων τοις έθνεσιν». Η έκδοση γίνεται από το Ιεροσολυμιτικό χειρόγραφο του 1056. Ο πλήρης τίτλος της εκδόσεως του Βρυεννίου είναι ο εξής: «Διδαχή των 12 Αποστόλων, εκ του Ιεροσολυμιτικού χειρογράφου νυν πρώτον εκδιδομένη, μετά προλεγομένων και σημειώσεων, εν οις και της συνόψεως της Π. Διαθήκης, της υπό Ιωάννου του Χρυσοστόμου, σύγκρισις και μέρος ανέκδοτον από του αυτού χειρογράφου, υπό Φιλοθέου Βρυεννίου μητροπολίτου Νικομηδείας». Κωνσταντινούπολη το 1883 (προλεγόμενα σελ. ρμθ΄ και σ. 75 κείμενο και σημειώσεις). (Σημειώνουμε ότι μετά την ανακάλυψη του Βρυεννίου, βρέθηκε σε χειρόγραφο του Μονάχου αρχαία λατινική μετάφραση των 6 πρώτων κεφαλαίων, πιθανότατα του 2ου αιώνα, αλλά βρέθηκαν και πάπυροι που περιείχαν αποσπάσματα στα Ελληνικά, τα Κοπτικά και τα Αιθιοπικά, και σε Γεωργιανή μετάφραση). Μετά ακολούθησαν πολλές εκδόσεις, με βάση το μοναδικό αυτό χειρόγραφο, μεταφράσεις και κριτικές μελέτες, για τις συνθήκες κατά τις οποίες γράφτηκε καθώς και τα πορίσματα που εξάγονται απ’ αυτό.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Χρήστου, Π. Κ., Ελληνική Πατρολογία, Περίοδος Διωγμών, τόμος ΄Β, Πατριαρχικόν Ίδρυμα πατρικών μελετών, Θεσσαλονικη: 1978, σελ. 25-37.

 

Μουστάκη, Β., Οι Αποστολικοί Πατέρες, 1986, Εκδ. Αστήρ.

 

Μπαλάνου, Δ. Σ., «Πατρολογία», Αθήναι 1930, σελ. 36 και εξής.

 

«Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων», Κλήμης, τόμ. Β΄, σελ. 211 – 214.

 

Παπαδόπουλου, ΣΤ. Γ., «Πατρολογία», Τόμος Α’ – Αθήνα 1982 Β΄ Έκδοση, σελ. 170 – 173.

 

Μακρή, Χ. Ν., Η διδαχή των 12 Αποστόλων και το αρχαίον εκκλησιαστικόν πολίτευμα: Διατριβή επί υφηγεσία /υπό Χ. Ν. Μακρή, Εν Λαρίση :Εκ του Τυπογραφείου Αλκιβιάδου Λ. Μακρή,1910.

 

Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Βυζάντιον-Διοκλής, τόμος 4, Αθήνα: 1964, σελ. 1200-1204.

 

Παπαευαγγέλου, Π., Αποστολικοί Πατέρες Άπαντα τα έργα, τόμος 1, Εκδοτικός οίκος Ελευθερίου Μερετάκη <<το Βυζάντιον>>, Θεσσαλονικη: 1993, σελ. 5-6, 9-31.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ