Γράφει ο Βαγγέλης Πάλλας δημοσιογράφος εφημερίδα “Χαραυγή” Κύπρος.

Θέλουμε την επανένωση της Κύπρου; Και κυρίως οι Ελληνοκύπριοι τη θέλουν; Η απάντηση δεν είναι τόσο προφανής. Αν ακούσεις προσεκτικά όλους αυτούς που κόπτονται για το πληγωμένο νησί, την πράσινη γραμμή, που χωρίζει στα δυο τις ψυχές μας, θα αντιληφθείς ότι στην πραγματικότητα δεν μιλάμε για το ξεπέρασμα της διχοτόμησης. Σήμερα αλλά για μια λύση στο φαντασιακό επίπεδο ιδανική, που θα ξανάφερνε την κατάσταση στο 1974. Και ούτε μιλάνε λες και η ιδανική λύση θα ήταν να ξαναπαίρναμε πίσω τα κατεχόμενα, χωρίς τους Τουρκοκύπριους. Μιλάνε για χωράφια, για χαμένα σπίτια και περιουσίες και όχι για συμπατριώτες μας που ζούνε στην άλλη μεριά του συρματοπλέγματος.

Είναι ευνόητο ότι όποιες ρυθμίσεις μιας επανένωσης θα είναι περισσότερο ευνοϊκές προς τους Τουρκοκύπριους.  Όχι μόνο επειδή έγινε το ιστορικό λάθος το 1974 που οδήγησε εκεί τα πράγματα, αλλά γιατί το σωστό είναι η μειονότητα, η κάθε μειονότητα, να προστατεύεται περισσότερο. Επομένως κανένα σχέδιο τέτοιου είδους, άλλωστε δεν είναι δυνατόν να ικανοποιεί απόλυτα κάθε πλευρά. Είμαστε υπέρ μιας δίκαιης λύσης, λέμε υποκριτικά και εννοούμε μιας λύσης που να μας συμφέρει. Κάθε πλευρά σε αυτή την περίπτωση πρέπει να κάνει υποχωρήσεις. Όχι μόνο γιατί έτσι πρέπει αν θέλεις να επιτύχεις κάτι μεγάλο όπως είναι το τέλος αυτού του ακήρυχτου πολέμου, αλλά γιατί οι άνθρωποι που κατανοούν τις εξελίξεις καταλαβαίνουν ότι  η πραγματικότητα είναι  της ένωσης. Η επιθυμία για κοινή ζωή είναι τόσο έντονη που σύντομα μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη όλα αυτά θα έχουν ξεχαστεί.

Χρόνια ολόκληρα είχαμε μια εικόνα  για τους Τουρκοκύπριους που έμοιαζε βγαλμένη από το «1922» του Κούνδουρου, ξαφνικά τον τελευταίο καιρό βλέπουμε να ζητάνε διαβατήριο του Ελληνοκυπριακού κράτους και να εισέρχονται καθημερινά από την πράσινη γραμμή δουλεύοντας για ελληνοκυπριακές δουλειές.  Όλα αυτά είναι δείγματα ότι σε λίγα χρόνια δεν θα υφίσταται αυτή η διαίρεση και το πιθανότερο είναι πως σύντομα όλοι θα ψηφίζουν, και θα συμπεριφέρονται χωρίς να λογαριάζουν θρησκεία, όπως ακριβώς σιγά – σιγά η ψήφος των μουσουλμάνων της Θράκης συγκλίνει με την ψήφο των υπολοίπων χριστιανών ελλήνων.

Η επιθυμία για κοινή ζωή και η ίδια η κοινή ζωή θα λύσει αυτά τα προβλήματα. Η περίπτωση της επανένωσης των 2 κοινοτήτων πρέπει  να σχεδιαστεί πάνω σε πλαίσιο ειλικρινούς διάθεσης, χωρίς τις παρεμβάσεις τρίτων (σχέδια, προτάσεις, επεμβάσεις, συμβουλές από χιλιομετρικές αποστάσεις, που υποκρύπτουν αλλοτινά σχέδια). Στην Κύπρο σήμερα υπάρχουν δυνάμεις (πολιτικές, κοινωνικές) που μπορούν να εγγυηθούν  μια ομαλή μετάβαση στην επανένωση των δυο κοινοτήτων. «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ», όταν οι συλλογικές μορφές αγώνα φάνηκαν να φθίνουν παρουσιάστηκαν και ιδιωτικές προσπάθειες – πρωτοβουλίες. Νίκος Δήμου εμπνευστής του Ιδανικού «δεν ξεχνώ». Όταν έγραφε αυτές τις λέξεις τους είχε δώσει διαστάσεις όρκου. Ο ίδιος έγραφε παρακάτω: «Εάν σε ξεχάσω Κυρήνεια, αν σε ξεχάσω Κύπρο, θα λιγοστέψω  σαν Έλληνας, θα φτωχύνω σαν άνθρωπος, θα μικρύνω, θα μαραθώ».

Η περίπτωση της Ανατολικής Γερμανίας. Εκεί τόλμησαν, τα αντιμετώπισαν. Οι ανατολικογερμανοί έγιναν μέχρι και κωμικές σειρές στην τηλεόραση, οι αφελείς, φτωχοί συγγενείς και η  δυτικογερμανική οικονομία κινδύνευσε να καταρρεύσει. Όμως η χώρα ενώθηκε. Οι Γερμανοί έγιναν πάλι μια κοινότητα χωρίς τείχη. Οι ελληνοκύπριοι τολμάνε; Δεν λέω ότι είναι εύκολο ότι δεν θα έχει προβλήματα. Καμιά  κοινή συμβίωση ύστερα από τόσο επώδυνο χωρισμό δεν θα είναι εύκολο, ότι δεν θα έχει προβλήματα. Αλλά πρέπει να το τολμήσουμε.  Έχουμε ένα υπέροχο όνειρο, την ενωμένη ξανά Κύπρο, και πρέπει να προσπαθήσουν όσες πολιτικές δυνάμεις έχουν τσαγανό, να αναλάβουμε τις δυσκολίες ή φοβόμαστε το ρίσκο και προτιμάμε την ησυχία  μας χωριστά και μόνοι μας;

… περιδιαβάζοντας γύρω μου την ομορφιά και τη λύπη του χωμάτινου δελφινιού είδα μέσα στα μάτια ενός περιφερόμενου προσφυγόπουλου στους δρόμους της Λευκωσίας τους απόγονούς του να έρχονται από αιώνα σε αιώνα και έφιπποι στο φως να αντιστέκονται. Νικηφόρος Βρετάκος.

Δεν είναι περίεργο, άλλοι, όπως  οι Τσεχοσλοβάκοι, το αποφάσισαν χωρίς πολέμους και κατοχές. Αυτό που δεν μπορώ να δεχθώ είναι η υποκρισία. Η ελληνική υποκρισία, που βαφτίζει τη συντηρικότητα, τον φόβο, την αδυναμία της, πατριωτισμό και αντιιμπεριαλισμό. Ασυμβίβαστη, εθνικόφρων και ηττημένη.

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ