Συνέντευξη της Ιφιγένειας Μαστρογιάννη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.

 

Η Ιφιγένεια Μαστρογιάννη γεννήθηκε στην Πρέβεζα και έζησε τα γυμνασιακά της χρόνια στην Άρτα. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στην Μέση Εκπαίδευση και αρθρογράφησε σε εφημερίδες της Αθήνας και περιοδικά. Με την συγγραφή ασχολήθηκε με επιτυχία με το μυθιστόρημα. Έχει εκδώσει δύο βιβλία και το τρίτο της βιβλίο είναι «Το παραμύθι με τις ξεχασμένες λέξεις». Η συζήτηση που κάνουμε μαζί της είναι ένα όμορφο μάθημα για την γλώσσα, την λογοτεχνία και τις μνήμες της συγγραφέως για την Ήπειρο.

 

Πριν από λίγο καιρό, εκδώσατε το βιβλίο «Το παραμύθι  με τις ξεχασμένες λέξεις» εκδόσεις Καλέντης. Αλήθεια, υπάρχουν στην γλώσσα μας ξεχασμένες λέξεις;

 

 

Κύριε Ιντζέμπελη, επειδή πιστεύω πως η ερώτησή σας διαπερνά την επιφάνεια και δεν αναφέρεται  στη γλωσσική ένδεια των καιρών μας, θα πω ότι δυστυχώς υπάρχουν στη γλώσσα μας ξεχασμένες λέξεις. Για παράδειγμα, οι λέξεις «αιδώς, σεβασμός» και «δίκη, δικαιοσύνη», που ο Πλάτωνας θεωρούσε θεμελιώδη ερείσματα του κοινωνικού βίου {ονομάζει «νόσον της πόλεως» όποιον δε διαθέτει αυτές τις αρετές}, στις μέρες μας, έχουν απογυμνωθεί από το ηθικό τους περιεχόμενο. Κι αν πρέπει ως εκπαιδευτικοί να αναφερθούμε στη σχολική πραγματικότητα, η «κριτική σκέψη», «η αγάπη της γνώσης για τη γνώση», παρά τις αλλεπάλληλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις,  παραμένουν λέξεις λησμονημένες. Η μόρφωση των παιδιών μας, κυρίως των παιδιών του Λυκείου, σε πείσμα κάθε λογικής, αναλώνεται  και σήμερα στην  ψυχοκτόνο αποστήθιση και στη χρησιμοθηρική  αντίληψη. Και για να επανέλθουμε στην ερώτησή σας που, όπως είπαμε, διαπερνά την επιφάνεια, στο «Παραμύθι»,  οι ξεχασμένες λέξεις δεν έχουν σχέση με τη λεγόμενη καλολογία, με τα ψιμύθια του λόγου. Αναφέρονται στην κοινωνική μας ύπαρξη, τη διανθρώπινη σχέση που προσδιορίζεται από την αναγνώριση του Άλλου και αποκτά απεριόριστη δύναμη και δυνατότητα με την αγάπη.

 

 

 

 

 

Η Φιλάνθη μένει στην Καμαρίνα στην Ήπειρο. Δεν είναι δύσκολο για μια ηλικιωμένη να μένει  μόνη σε ένα χωριό τη σημερινή εποχή;

 

 

 

Η Φιλάνθη  ανήκει στο σπάνιο είδος  των απλών, αυθεντικών  ανθρώπων του λαού μας που διατηρούν ακέραιη την ευαισθησία τους. Συνομιλεί με τα λουλούδια, τα ζώα και τα πουλιά. Συνομιλεί με τους κεκοιμημένους της. Ζει όμως μόνη, όπως είπατε, και γιατί όχι εγκαταλειμμένη σε ένα κόσμο καθημαγμένο, «πεπτωκότα». Ο  απόηχος της πτώσης του φτάνει και στο μικρόκοσμό της.  Ο κόσμος αυτός είναι μόνιμα απασχολημένος, πάσχει από ασίγαστη λαχτάρα για δύναμη και αποξενώνει τις καρδιές των ανθρώπων. Δεν τον κατανοεί. Νιώθει αδύναμη να αντιμετωπίσει το θλιμμένο και μοναχικό ερχομό της εγγονής της, το δειλό της χαμόγελο, την απελπισμένη απόδραση από το σπίτι της που ρημάζουν οι θύελλες. Βλέπει με πόνο πως η μικρή της Ανθή, που λείπει στα ξένα, βιώνει τη ζεστασιά της οικογενειακής θαλπωρής και την αγάπη σαν νοσταλγία. Σ’ αυτό τον αποπνευματοποημένο κόσμο, όπου η ζωή αλλοτριώνεται και γίνεται μάχη για επιβίωση και επιβολή, όλα είναι δύσκολα.

 

 

Έχει ως φύλακα τον γάτο  της τον Κέρβο. Μέσα στην δίνη της μοναξιάς,  πόσο μπορεί να βοηθήσει η συντροφιά του ζώου;

 

Τα ζώα επιδρούν θετικά στον ψυχισμό του  ανθρώπου. Τον βοηθούν να αντιμετωπίσει τη μοναξιά και το αίσθημα αδυναμίας. Η χωρίς όρους αγάπη που προσφέρουν δρα θετικά στην ανάπτυξη της αξίας που το άτομο δίνει στον εαυτό του. Το χάιδεμα ενός ζώου φέρνει γαλήνη στον άνθρωπο κι ένα είδος ανακούφισης από τις απαιτήσεις των ανθρώπινων σχέσεων.

 

 

Η  Φιλάνθη θυμάται τον άντρα της την εγγονή της και σκαρώνει ιστορίες και  Παραμύθια. Δεν μας έχει λείψει αυτή η λαϊκή αφήγηση  και δημιουργία ιστοριών δίπλα στο τζάκι;

 

 

 

 

 

Έχετε δίκιο, μας λείπει η λαϊκή αφήγηση. Το τζάκι, η εστία της οικογενειακής θαλπωρής, οι κλειστές πόρτες και τα παράθυρα το χειμώνα αποτελούσαν παλιότερα το κατάλληλο σκηνικό, για να μυηθούν στη γοητεία του παραμυθιού όσοι μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά.  Και η γοητεία του παραμυθιού βρίσκεται στον τρόπο που αποκαλύπτει την εσωτερική μας φύση,  τις ηθικές και πνευματικές της ιδιότητες, με τις οποίες αναζητούμε το νόημα της ζωής. Οι κακουχίες, οι δοκιμασίες του ήρωα ή της ηρωίδας του παραμυθιού που  παλεύουν με τιτάνιες δυνάμεις είναι απαραίτητες περισσότερο σήμερα, γιατί βοηθούν τον άνθρωπο να αισθάνεται ότι αποτελεί μέρος ενός συνόλου. Το ευτυχισμένο τέλος της ιστορίας  δίνει το ευχάριστο συναίσθημα ότι το σύνολο αυτό είναι επιτυχημένο. Το παραμύθι μάς επιτρέπει να ταυτιστούμε με αρχέτυπες  καταστάσεις και εμπειρίες όπως είναι η σύγκρουση του καλού και του κακού, η διαφορά ανάμεσα στο θάρρος και τη δειλία και η χρησιμοποίηση της εξυπνάδας ενάντια στη δύναμη. Αυτή η ταύτιση και η συμμετοχή βοηθούν στην εξαφάνιση των αισθημάτων απομόνωσης και της μοναξιάς, που κάνουν ευάλωτο το σημερινό κόσμο.

 

 

 

 

 

Μου αρέσει που αναφέρεστε στα στοιχεία της φύσης και στα ποτάμια και ιδιαίτερα στον

Αχέροντα αλλά και στον Άραχθο.  Μήπως και η επιστροφή από τις πόλεις στην επαρχία θα βοηθήσει και θα ανακουφίσει τους συμπολίτες μας από την κακή οικονομική κατάσταση;

 

 

 

Ένα από τα θετικά χαρακτηριστικά της οικονομικής κρίσης, εκτός από μία πνευματική αναγέννηση που ήδη διαφαίνεται, είναι και η στροφή προς την αυτάρκεια, που αποτελούσε, όπως γνωρίζουμε, την πρώτιστη επιδίωξη της πόλης-κράτους, στον αρχαίο κόσμο. Έτσι παρατηρείται ότι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν διεξόδους στην ενασχόληση με τη γη. Μετά τη συστηματική απομάκρυνση των Ελλήνων από τα χωράφια, με το δέλεαρ του εύκολου χρήματος στις δημόσιες υπηρεσίες, ερήμωσαν πόλεις και χωριά της πατρίδας μας, οι ευκαιρίες για τους νέους στην επαρχία ελαχιστοποιήθηκαν. Μαζευτήκαμε όλοι στις μεγάλες πόλεις και επισκεπτόμαστε πλέον τον τόπο μας σαν τουρίστες.  Η χώρα μας, ωστόσο, είναι ευλογημένη στον τομέα της γεωργικής και ζωικής παραγωγής. Δυστυχώς έπρεπε να φτάσουμε εδώ, για να το καταλάβουμε. Είναι στο χέρι των νέων πλέον να οργανωθούν σε συνεταιρισμούς που θα ενδιαφέρονται για την Ελλάδα. Μας αφήνει έκπληκτους η μεταμόρφωση της ζωής και του χαρακτήρα των ανθρώπων που γυρίζουν στο χωριό. Η επιστροφή αποκαθιστά τη σχέση μας με τη Φύση και κατά μία έννοια με το Δημιουργό.

 

 

 

Οι ιστορίες του βιβλίου είναι γραμμένες με αγάπη για την παράδοση και με υπέροχα ελληνικά. Αυτά τα στοιχεία προσεγγίζουν άραγε το ενδιαφέρον των αναγνωστών σας;

 

Για την παράδοσή μας, ο Γ. Σεφέρης έχει γράψει πως  «το πράγμα που με βοήθησε περισσότερο από κάθε άλλο δεν ήταν οι αφηρημένοι στοχασμοί ενός διανοουμένου, αλλά η πίστη και η προσήλωσή μου σ’ ένα κόσμο ζωντανών και περασμένων ανθρώπων, στα έργα τους, στις φωνές τους, στο ρυθμό τους, στη δροσιά τους. Αυτός ο κόσμος μου έδωσε το συναίσθημα πως δεν είμαι αδέσποτη μονάδα, ένα άχερο στο αλώνι. Μου έδωσε τη δύναμη να κρατηθώ ανάμεσα στους χαλασμούς που ήταν της μοίρας μου να ιδώ. Κι ακόμη μ’ έκανε να νιώσω, όταν ξαναείδα το χώμα που με γέννησε, πως ο άνθρωπος έχει ρίζες κι όταν τις κόψουν πονεί, βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν».

 

Με αυτή την έννοια, η παράδοση που είναι ζωντανή και αποτελεί την ουσία, το είναι μας, έχω την αίσθηση πως συγκινεί τον αναγνώστη.

 

Όσο για τη γλώσσα, ο Ν. Βρεττάκος μας έδωσε με στίχους την πεμπτουσία της.

 

                                          Κι αν συναντήσω αγγέλους θα τους

 

                                          μιλήσω ελληνικά, επειδή

 

                                          δεν ξέρουν γλώσσες. Μιλάνε

 

                                          μεταξύ τους με μουσική.

 

 

 

Όταν αυτή «η μουσική» δεν κακοποιείται, όταν «κατοικείται με πάθος»,[1] συγκινεί την ανθρώπινη καρδιά.

 

                           

Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στην Πρέβεζα. Ποιες είναι οι μνήμες σας από την παιδική ηλικία;

 

Τα παιδικά μου χρόνια σημαδεύτηκαν από το θάνατο της μητέρας μου.  Θυμάμαι τους απλούς ανθρώπους της γειτονιάς μου, που μας στήριξαν με την αγάπη τους σ’ εκείνη την καταιγίδα. Θυμάμαι τη δασκάλα μου στο δημοτικό σχολείο, την κυρία Ευτυχία, την ανεπιτήδευτη απλότητά της. Μου έμαθε να βρίσκω καταφυγή και χαρά στα βιβλία. Θυμάμαι τους παιδικούς μου φίλους, τα παιχνίδια μας στις αλάνες, τις φωνές της θεια-Παναγούλας , όταν ταράζαμε το μεσημεριανό της ύπνο…

Μου αναφέρατε ότι ζήσατε κάμποσα χρόνια στην Άρτα. Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή;

Η Άρτα με τη βυζαντινή της ομορφιά, το Γεφύρι της με την αρχοντική μοναξιά του, τουςφιλόπονους, σπάνιους ανθρώπους της…Τα χρόνια που έζησα στην Άρτα ήταν γαλήνια, ευτυχισμένα θα έλεγα. Τίποτα δεν μπόρεσε να σβήσει μέσα μου τις μνήμες της Κατασκήνωσης ψηλά στο Αθαμάνιο. Την κατάνυξη και τη χαρά, όταν το απόβραδο μέσα στα έλατα, τραγουδούσαμε  «έσβησε το φως του ήλιου..» Φοίτησα στο Γυμνάσιο-Λύκειο Θηλέων, στην Αγία Θεοδώρα. Δεν ένιωσα ξένη ποτέ. Γνώρισα ανθρώπους, απέκτησα φίλες με τις οποίες με συνδέει ακόμα ακατάλυτη αγάπη. Μετά τα μαθήματα του σχολείου, τις συναντούσα στο Οικοτροφείο της Εκκλησίας. Διαβάζαμε μαζί, κάναμε όνειρα. Η διευθύντρια του Οικοτροφείου- Μαρία ήταν το όνομά της- και η υποδιευθύντρια- Μαρία κι εκείνη- ήταν για όλες μας εκείνη την εποχή κάτι περισσότερο από δασκάλες. Ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο διήθιζα τότε το λόγο τους, δεν ήμουν δυστυχώς άνθρωπος υπακοής, σήμερα που όλα έχουν καταλαγιάσει, αισθάνομαι σεβασμό και θαυμασμό για το πράο πνεύμα τους, την ευγενική ταπεινοφροσύνη και το χριστιανικό τους βίωμα, την αγάπη που μας προσέφεραν χωρίς φειδώ, χωρίς να περιμένουν τίποτα από κανέναν. Μας έδωσαν ένα αίσθημα του κόσμου πιο βαθύ.

Ποια παραμύθια θα προτείνατε στους αναγνώστες μας;

 

Το παραμύθι των παραμυθιών, την Οδύσσεια. Μετά την Οδύσσεια , όλα τα παραμύθια, γιατί φέρνουν για πρώτη φορά το παιδί σε επαφή με τη ζωή, τις δυσκολίες και τη μαγεία της. Ξυπνούν τη φαντασία και το βοηθούν να μπει σε κόσμους ονειρικούς, όπου όλα μπορούν να συμβούν.                              

 

 

 


[1]Ζακλίν ντε Ρομιγί

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ