Η παγίδα των ομολόγων: Το ιδρυτικό σφάλμα της Ευρωζώνης, η υποτίμηση του ρίσκου, τα τεχνάσματα των τραπεζών, καθώς επίσης οι αδυναμίες του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης.

Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος *
Αθήνα, 26. Ιανουαρίου 2011,
viliardos@kbanalysis.com.

Σε προηγούμενο άρθρο μας (η ελληνική πραγματικότητα) έχουμε αναφέρει ότι, «Όσο περνάει πολύτιμος χρόνος, χωρίς ριζικές αποφάσεις, τόσο υψηλότερες θα γίνονται οι απαιτούμενες διαγραφές χρεών, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος στάσης πληρωμών και τόσο πλησιέστερη η διάλυση της Ευρωζώνης». Επίσης πως «Εάν το ΔΝΤ δεν εγκαταλείψει τη χώρα μας, το αργότερο εντός του πρώτου εξαμήνου του 2011, δεν πρόκειται να υπάρξει μέλλον – ενώ η κατάσταση θα γίνει εκρηκτική, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρη την Ευρωζώνη (ανάπτυξη ή χρεοκοπία). Τέλος, προσπαθήσαμε να δώσουμε κάποια «πειστική» απάντηση, στα ερωτήματα που απασχολούν την πλειοψηφία των Ελλήνων, με την εξής «διατύπωση»:

«Υπάρχει ελπίδα, έστω με πολύ μεγάλες θυσίες εκ μέρους μας, να μηδενίσουμε τα τεράστια ελλείμματα, να ξεφύγουμε από την παγίδα του δημοσίου χρέους, να μην ξεπουλήσουμε τη δημόσια περιουσία, να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία την ύφεση, να καταπολεμήσουμε την ανεργία και να αναδιανέμουμε ορθολογικά τα εισοδήματα; Μπορούμε να ανεξαρτητοποιηθούμε από το ΔΝΤ, να επανακτήσουμε την Εθνική μας κυριαρχία, να μην υποταχθούμε στις οδηγίες του Καρτέλ, να μην «αποικιοκρατηθούμε» από κανέναν ισχυρό (Η.Π.Α., Γερμανία, Κίνα κλπ), καθώς επίσης να επιλύσουμε όλες τις υπόλοιπες «χρόνιες ασθένειες» της Ελλάδας, οι οποίες δεν είναι μόνο οικονομικές, αλλά επίσης πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές;» (άρθρο μας: η έξοδος από την κρίση).

Δυστυχώς παρά το ότι (όπως αναλύσαμε, απαντώντας στα ερωτήματα), υπάρχουν δυνατότητες για να αποφύγουμε το «μοιραίο», τίποτα το ουσιαστικό δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Όπως φάνηκε δε από την πρόσφατη σύνοδο (Eurogroup–Ecofin), η Ευρώπη συνεχίζει να λειτουργεί στη βάση του πρώτου σεναρίου (άρθρο μας) – σύμφωνα με το οποίο «όλα παραμένουν ως έχουν, αφού πάντοτε προκύπτει, έστω και την τελευταία στιγμή, μία κάποια λύση στα προβλήματα που εμφανίζονται». Εν τούτοις, έχοντας την άποψη ότι, οι «δυσλειτουργίες» του συστήματος αυξάνονται, όσο δεν λαμβάνονται ριζικές αποφάσεις, θεωρούμε ότι θα επανέλθει ξανά το θέμα των τραπεζών – κατ’ επέκταση των κρατών, ενδυναμωμένο, «ζοφερό» και εξαιρετικά επικίνδυνο, μέσα από τη διαφαινόμενη «παγίδα των ομολόγων».

Ειδικότερα οι ευρωπαϊκές τράπεζες, πόσο μάλλον οι Ελληνικές, απειλούνται από μία νέα «κεφαλαιακή ανεπάρκεια» – αφού οι «επόπτες» του χρηματοπιστωτικού συστήματος ερευνούν σοβαρά το ενδεχόμενο, να απαγορεύσουν την καταχώρηση των ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης στα λογιστικά βιβλία των τραπεζών, με τον τρόπο που συνέβαινε μέχρι σήμερα. Δηλαδή, τα ομόλογα του δημοσίου δεν θα εκλαμβάνονται πλέον σαν «χωρίς ρίσκο τοποθετήσεις», οι οποίες δεν απαιτούσαν τη διατήρηση ελαχίστων αποθεματικών – με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητη η αύξηση των κεφαλαίων των τραπεζών η οποία, σε συνδυασμό με τις υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις της Βασιλείας ΙΙΙ, θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στο χρηματοπιστωτικό κλάδο.

Σε κάθε περίπτωση έχουμε την άποψη ότι, είτε αποφασισθεί τελικά κάτι τέτοιο, είτε όχι, οι αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης θα το λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν – υποβαθμίζοντας ανάλογα τις ευρωπαϊκές τράπεζες (τα κράτη επίσης), με βάση τα συγκεκριμένα κριτήρια (ρίσκο ομολόγων).

Φυσικά η αύξηση των κεφαλαίων των τραπεζών, η οποία βέβαια κοστίζει, δεν είναι υποχρεωτική – αφού θα μπορούσαν κάλλιστα να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις, μειώνοντας την έκθεση τους σε ομόλογα. Στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε να πουλήσουν αυτά που ήδη διαθέτουν, αποφεύγοντας προφανώς να αγοράσουν καινούργια. Κάτι τέτοιο όμως θα «αναζωπύρωνε» και θα επιτάχυνε την κρίση χρέους των μελών της Ευρωζώνης, γεγονός που θα λειτουργούσε όχι μόνο αρνητικά για τη ζώνη του Ευρώ, αλλά και για τις ίδιες τις τράπεζες – αφού θα αύξανε περαιτέρω το «ρίσκο» των τοποθετήσεων τους και επομένως την ανάγκη υψηλότερων ελαχίστων αποθεματικών. Πρόκειται λοιπόν για μία επικίνδυνη παγίδα, η οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπισθεί υπό τις παρούσες συγκυρίες – με τις τράπεζες ή τα κράτη να κινδυνεύουν τόσο από τη Σκύλλα, όσο και από τη Χάρυβδη.

Η ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΡΙΣΚΟΥ

Συνεχίζοντας, η «υποτίμηση» του ρίσκου των ομολόγων δημοσίου των χωρών της Ευρωζώνης, συνιστά ένα «ιδρυτικό σφάλμα» της – προερχόμενο από το ότι, οι τότε υπουργοί οικονομικών συμφώνησαν, αποφάσισαν καλύτερα, πως τα δάνεια των χωρών-μελών ήταν εντελώς ακίνδυνα. Η τοποθέτηση τους αυτή ήταν φυσικά αμοιβαία επωφελής, αφού οι τράπεζες δεν ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν ακριβά «εγγυητικά» κεφάλαια – ενώ τα κράτη μπορούσαν να χρηματοδοτούν τα συνεχώς αυξανόμενα ελλείμματα τους (χρέη), με χαμηλά επιτόκια.

Σήμερα, επανεξετάζοντας τη συγκεκριμένη απόφαση, φαίνεται ότι αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της Ευρωζώνης – ενώ συνετέλεσε τα μέγιστα στην παρούσα κρίση. Εάν δηλαδή δεν υπήρχε η αντιμετώπιση αυτή, τότε οι τράπεζες δεν θα είχαν επενδύσει τόσο πολλά χρήματα σε κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης, αφού θα ήταν υποχρεωμένες να υπολογίσουν κάποιο ποσοστό ρίσκου – με έμμεσο αποτέλεσμα τον περιορισμό τουλάχιστον του προβλήματος της αλληλεξάρτησης ευρωπαϊκών τραπεζών και κρατών (συγκοινωνούντα δοχεία). Από την άλλη πλευρά, οι χώρες της Ευρωζώνης δεν θα είχαν τη δυνατότητα του φθηνού, εύκολου δανεισμού τους – οπότε δεν θα είχαν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό τα χρέη τους.

Εκτός αυτού, η «οριζόντια» αντιμετώπιση όλων ανεξαιρέτως των χωρών της Ευρωζώνης, σαν «περιοχές» με μηδενικό ρίσκο, συνετέλεσε στη συσσώρευση ομολόγων «χαμηλής ποιότητας» εκ μέρους των τραπεζών – κάτι ανάλογο δηλαδή με τα ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης των Η.Π.Α. (Subprimes), από τα οποία ξεκίνησε η υφιστάμενη χρηματοπιστωτική κρίση. Αρκεί να συνειδητοποιήσει λοιπόν κανείς ότι, μόνο και μόνο οι γερμανικές τράπεζες έχουν «επενδύσει» περισσότερα από 200 δις € σε ομόλογα της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας (σύμφωνα με την τράπεζα διεθνών διακανονισμών), χωρίς τη διατήρηση ελαχίστων αποθεματικών κεφαλαίων, για να καταλάβει το μέγεθος του προβλήματος.

Κατ’ επέκταση, μια ενδεχόμενη στάση πληρωμών ενός οποιουδήποτε κράτους-μέλους, συνυπολογίζοντας ίσως το θέμα των «πιστωτικών» ασφαλειών (CDS), θα προκαλούσε σίγουρα μία νέα, παγκόσμια τραπεζική κρίση – ενώ το ρίσκο στις ευρωπαϊκές τράπεζες (κυρίως στις γερμανικές και γαλλικές) είναι κατά πολύ μεγαλύτερο, από όσο μπορούμε να φαντασθούμε.

ΤΑ ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Αναλυτικότερα, στα «εμπορικά βιβλία» κάποιων ευρωπαϊκών τραπεζών (ειδικά των γερμανικών), τα ομόλογα αξιολογούνται με τις εκάστοτε τιμές αγοράς – αντίθετα, στα «τραπεζικά βιβλία» τους, υπάρχει μεγαλύτερη «ελευθερία κινήσεων». Μετά από τη χρεοκοπία όμως της Lehman Brothers πολλές τράπεζες, ιδιαίτερα οι γερμανικές, «μετέφεραν» αρκετά ομόλογα, όπως επίσης άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, από τα εμπορικά βιβλία τους στα τραπεζικά. Με τη βοήθεια αυτής της «μεταφοράς» δυστυχώς, η οποία ουσιαστικά τις βοήθησε να «αποκρύψουν» τις αδυναμίες τους, κρίθηκαν οι Ισολογισμοί τους υγιείς, στο πρόσφατο τεστ αντοχής (crash test) – το οποίο «πέρασαν» ακόμη και οι χρεοκοπημένες τράπεζες της Ιρλανδίας.

Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι, οι τράπεζες θα υποχρεωθούν στη διατήρηση υψηλότερων «εγγυητικών κεφαλαίων» (ή χαμηλότερων «αποθεμάτων» σε ομόλογα), για τους «τίτλους» που διατηρούν στα χαρτοφυλάκια τους – παρά το ότι τα αποτελέσματα για την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, πόσο μάλλον για τις «επικίνδυνες» χώρες της, θα είναι εξαιρετικά επώδυνα. Εκτός αυτού, όσο έχουν τη δυνατότητα να καταχωρούν τα ομόλογα στα «τραπεζικά βιβλία» τους και όχι στα εμπορικά, η εκτίμηση της πραγματικής αξίας των μετοχών τους, εκ μέρους των επενδυτών, θα είναι μάλλον αδύνατη.

Σε κάθε περίπτωση, η ΕΚΤ διπλασίασε ήδη τα κατατεθειμένα κεφάλαια της, θέλοντας προφανώς να «θωρακισθεί» απέναντι στον κίνδυνο απώλειας δημοσίων ομολόγων κάποιων κρατών – ενώ επιδιώκει τη μεταβίβαση του προβλήματος στο μάλλον «διάτρητο» (όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια), «Ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθερότητας» (EFSF). Από την άλλη πλευρά οι γερμανικές τράπεζες (κυρίως η Deutsche Bank), υποστηρίζουν «διακαώς» την εγγύηση ή την αγορά ομολόγων από το «μηχανισμό» (μέσω της έκδοσης ευρωομολόγων) – έτσι ώστε να μην αναγκασθούν να εγγράψουν λογιστικές ή πραγματικές απώλειες (haircut) στα βιβλία τους. Αντίθετα, οι ελβετικές τράπεζες φαίνεται να έχουν επιλύσει ήδη το πρόβλημα – λαμβάνοντας, κατά το σύνηθες στη χώρα, ριζικές αποφάσεις και «καθαρίζοντας» τους Ισολογισμούς τους.

Υπενθυμίζουμε τα αποτελέσματα από το τελευταίο «τεστ αντοχής» των τραπεζών (Πίνακες Ι και ΙΙ) όπου, στο «μοντέλο» που χρησιμοποιήθηκε, λήφθηκε ως δεδομένη μία πτώση της αξίας των ομολόγων κάποιων κρατών, μέχρι και -30%. Όποιο πιστωτικό ίδρυμα δηλαδή είχε στο χαρτοφυλάκιο του ομόλογα της Ελλάδας, της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας, αξιολογούταν δυσμενέστερα, σε σχέση με τα υπόλοιπα:

ΠΙΝΑΚΑΣ I: Αποτελέσματα του «τεστ αντοχής» των Ελληνικών τραπεζών (σε δις €, με κριτήριο αρνητικής κατάταξης την τελευταία στήλη) και με βάση τα παρακάτω σενάρια:

Βασικό σενάριο: Οι «ανοιξιάτικες» προβλέψεις ανάπτυξης της οικονομίας

Σενάριο κρίσης: -3% ύφεση, υποτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης, καθώς επίσης διάφορες άλλες δυσμενείς εξελίξεις.

Σενάριο κραχ: Μεγάλη μείωση της αξίας των ομολόγων δημοσίου

Τράπεζα Κεφάλαιο* Ρίσκο Ενεργητ. Κεφαλ. Επάρκεια Βασικό σενάριο Σενάριο κρίσης Σενάριο κραχ
ΑΤΕ 1,3 15,1 8,4% 10,7% 8,9% 4,4%
Πειραιώς 3,4 37,4 9,1% 10,9% 8,3% 6,0%
Εθνική 7,6 67,4 11,3% 11,7% 9,6% 7,4%
Eurobank 5,3 47,8 11,2% 11,7% 10,2% 8,2%
Alphabank 5,9 51,1 11,6% 12,3% 10,9% 8,2%
Ταχ.Ταμ. 1,3 7,5 17,1% 17,0% 15,0% 10,1%

* Τα κεφάλαια στο τέλος του 2009, τα σενάρια για το 2011

Πηγή: MM

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Για μερική σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ («μερική» επειδή διαφοροποιούνται οι εκάστοτε τοπικές προϋποθέσεις), ο Πίνακας ΙΙ:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Αποτελέσματα του «τεστ αντοχής» των μεγαλύτερων ανά χώρα τραπεζών (σε δις €, με κριτήριο τα ίδια κεφάλαια)

Τράπεζα Κεφάλαιο* Ρίσκο Ενεργητ. Κεφαλ. Επάρκεια Βασικό σενάριο Σενάριο κρίσης Σενάριο κραχ
BCP Portugal 6,1 65,6 9,3% 9,4% 8,4% 8,4%
Santander Sp. 56,0 562,6 10,0 % 11,0% 10,2% 10,0%
Unicredit It. 39,0 452,4 8,6% 10,0% 8,1% 7,8%
Bank Ireland 9,6 104,6 9,2% 9,0% 7,6% 7,1%
BNP Paribas 62,9 620,7 10,1% 11,4% 9,7% 9,6%
HSBC 122,2 1133,2 10,8% 11,7% 10,4% 10,2%
Deutsche Bank 34,4 237,5 12,6% 13,2% 10,3% 9,7%

* Τα κεφάλαια στο τέλος του 2009, τα σενάρια για το 2011

Πηγή: MM

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Ολοκληρώνοντας, αυτό που από οικονομικής πλευράς φαίνεται απόλυτα αναγκαίο, συχνά δεν συμβαδίζει με την Πολιτική. Η εκ νέου αξιολόγηση των ομολόγων του δημοσίου, σύμφωνα με τις σημερινές τιμές αγοράς, αφενός μεν θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα στους τραπεζικούς Ισολογισμούς, αφετέρου δε θα «εκτόξευε» στα ύψη το κόστος δανεισμού των κρατών της ΕΕ, λόγω του αυξημένου ρίσκου «απώλειας». Εν τούτοις, σύμφωνα με τις εταιρείες αξιολόγησης, τα ομόλογα του δημοσίου με χαμηλότερο «βαθμό» από το «ΑΑ-», οφείλουν να καταχωρούνται με περισσότερο από -20% ρίσκο στα βιβλία των τραπεζών – ενώ ήδη οι χρηματοπιστωτικές αγορές τα αξιολογούν έως και -50% (δηλαδή, υπολογίζουν ενδεχόμενη διαγραφή τους – haircut – ύψους 50% της αξίας τους).

Αν και πολλοί οικονομολόγοι τώρα προτείνουν να καταχωρούνται με μηδενικό ρίσκο οι τίτλοι του δημοσίου για χώρες με χαμηλότερο χρέος από τα 60% του ΑΕΠ τους, η επιτροπή της Βασιλείας φαίνεται να επιλέγει έναν διαφορετικό δρόμο – την υποχρέωση δηλαδή των τραπεζών να διατηρούν ελάχιστα κεφάλαια για όλα τα στοιχεία του ενεργητικού τους (επίσης για τα ομόλογα του δημοσίου). Εν τούτοις, το ποσοστό είναι μόλις 3% (πολλαπλασιαστής Ιδίων Κεφαλαίων – leverage – στο 33, από το 50 σήμερα), ενώ πρόκειται να εφαρμοσθεί από το 2018 – κάτι που σίγουρα δεν πρόκειται να επιλύσει το πρόβλημα.

Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ

Ο μηχανισμός στήριξης ύψους 750 δις €, ο οποίος ψηφίσθηκε στις 10 Μαΐου του 2010 από τους 27 υπουργούς οικονομικών της ΕΕ, όταν η Ελλάδα «αναγκάσθηκε» να καταφύγει σε αυτόν, αποτελείται από τα εξής τρία «μέρη»:

(α) Το σημαντικότερο στοιχείο του είναι η «βοήθεια» εκ μέρους όλων των χωρών της Ευρωζώνης, οι οποίες ίδρυσαν τον «Ευρωπαϊκό μηχανισμό διευκόλυνσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας» (EFSF), με έδρα το Λουξεμβούργο. Η συγκεκριμένη εταιρεία ειδικού σκοπού έχει τη δυνατότητα, με τη βοήθεια της έκδοσης ομολόγων, να χρηματοδοτείται από τις «αγορές», με στόχο την ενίσχυση των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Για την έκδοση αυτών των ομολόγων, εγγυώνται τα κράτη της Ευρωζώνης (με εξαίρεση την Ελλάδα και την Ιρλανδία, μέχρι στιγμής), για το συνολικό ποσόν των 440 δις €.

(β) Έως και 60 δις € τώρα προσφέρονται από τον «Ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθερότητας» (EFSM), μέσω του οποίου η Κομισιόν (η ΕΕ των 27 δηλαδή), μπορεί να συνάψει δάνεια από τις αγορές – για να τα διοχετεύσει στις αδύναμες χώρες.

(γ) Το ΔΝΤ είναι το τρίτο μέρος του ευρύτερου μηχανισμού στήριξης, αφού ανέλαβε την υποχρέωση να συμμετέχει με το 50% των χρημάτων που θα διατίθενται κάθε φορά από το μηχανισμό – επομένως, συνολικά μέχρι 250 δις €.

Εν τούτοις, τα χρήματα που μπορούν να διατεθούν, είναι στην πραγματικότητα πολύ λιγότερα από 750 δις € – γεγονός στο οποίο οφείλονται οι απόψεις, σχετικά με το ότι δεν θα φτάσουν, εάν υποχρεωθεί και η Ισπανία να καταφύγει στο μηχανισμό στήριξης. Ο λόγος είναι πως για τα 440 δις € εγγυώνται όλες οι χώρες – όχι μόνο δηλαδή αυτές που διαθέτουν αξιολόγηση ΑΑΑ. Οι εταιρείες αξιολόγησης λοιπόν, για να βαθμολογήσουν με ΑΑΑ το μηχανισμό (γεγονός που θα σήμαινε ότι θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές με χαμηλό επιτόκιο), απαιτούν περισσότερα χρήματα σαν εγγύηση. Στην αντίθετη περίπτωση, αξιολογούν με ΑΑΑ μόνο τα ποσά εκείνα, με τα οποία εγγυώνται οι χώρες με ΑΑΑ αξιολόγηση – δηλαδή, «επιτρέπουν» να χρηματοδοτηθεί (να εκδώσει ομόλογα, με χαμηλά επιτόκια), μόλις με 250 δις € και όχι με 440 δις €.

Επομένως, οι δύο «μηχανισμοί» (EFSF και EFSM), μπορούν να δανεισθούν μόνο 250 δις € και 60 δις € αντίστοιχα (συνολικά 310 δις €) από τις «αγορές». Με το ΔΝΤ λοιπόν να καλύπτει το 50% (155 δις €), το ποσόν που τελικά μπορεί να διατεθεί με χαμηλά επιτόκια, δεν ξεπερνάει τα 465 δις €.

Μέχρι στιγμής, κάτω από το συγκεκριμένο μηχανισμό έχει υπαχθεί μόνο η Ιρλανδία – εγκρίθηκαν 85 δις €, εκ των οποίων όμως οι Ιρλανδοί ανέλαβαν την υποχρέωση να καταβάλλουν οι ίδιοι τα 17,5 δις €. Το ΔΝΤ ανέλαβε τα 22,5 δις € και η Ευρώπη τα 45 δις € – εκ των οποίων το 50% θα χρηματοδοτηθεί από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθερότητας (Κομισιόν – EFSM), δια μέσω του δανεισμού του από τις αγορές (εξέδωσε ήδη ομόλογα αξίας 5 δις €). Από το υπόλοιπο 50% (22,5 δις €), ανέλαβε τα 17,7 δις € ο ευρωπαϊκός μηχανισμός διευκόλυνσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (EFSF), ενώ τα 4,8 δις € η Μ. Βρετανία, μαζί με τη Δανία και τη Σουηδία (διακρατικά δάνεια).

Αφαιρούμενης λοιπόν της δικής της συμμετοχής, καθώς επίσης των διακρατικών δανείων, η Ιρλανδία θα λάβει 62,7 δις € από το μηχανισμό – οπότε απομένουν 402,3 δις € στη διάθεση του (αν σκεφθεί κανείς βέβαια ότι, τα χρέη των ιρλανδικών τραπεζών είναι πολλαπλάσια του ΑΕΠ της χώρας, τα 62,7 δις € που θα λάβει η Ιρλανδία είναι μάλλον «σταγόνα στον ωκεανό»). Επομένως, υπάρχουν αρκετά χρήματα για μία ενδεχόμενη «διάσωση» της Πορτογαλίας, ενώ φαίνεται ότι ο μηχανισμός θα φτάσει στα όρια του, εάν χρειασθεί να υπαχθεί η Ισπανία – η 4η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης (πόσο μάλλον εάν η Ιρλανδία «απαιτήσει» πολύ περισσότερα χρήματα, από αυτά που ήδη έχουν εγκριθεί).

Σύμφωνα τώρα με την πρόσφατη τοποθέτηση του κ. Ορφανίδη, μέλους της ΕΚΤ, ο μηχανισμός θα μπορούσε να αγοράζει ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης, έτσι ώστε να μειώνονται οι πιέσεις που εξασκούνται από τις «αγορές» στις αδύναμες χώρες – με αποτέλεσμα την αύξηση τόσο των επιτοκίων δανεισμού τους, όσο και την «επιβάρυνση» της ΕΚΤ, η οποία αγοράζει σήμερα αυτά τα ομόλογα. Όμως, κάτι τέτοιο είναι μάλλον αδύνατο, εάν συνυπολογίσει κανείς τις ενδεχόμενες μελλοντικές ανάγκες του μηχανισμού – όπως τις αναφέραμε προηγουμένως. Ίσως λοιπόν για το λόγο αυτό γίνεται προσπάθεια αύξησης του ποσού στα 660 δις €, από τα 465 δις € που είναι σήμερα – μέσω της παροχής επί πλέον εγγυήσεων, εκ μέρους των κρατών με αξιολόγηση ΑΑΑ.

Όπως φαίνεται όμως, δεν συμφωνεί η Γερμανία, αφού θα πρέπει να αυξήσει το δικό της μέρος στα 187,5 δις € (από 123 δις € σήμερα) – γεγονός που απαιτεί νέα έγκριση εκ μέρους του Κοινοβουλίου της. Φυσικά πιθανολογούμε ότι θα το έκανε, υπό την προϋπόθεση της ανάληψης της θέσης του κ.Trichet από το Γερμανό κ.Weber, μετά το τέλος της θητείας του πρώτου. Κάτι τέτοιο αποτελεί αναμφίβολα έναν από τους βασικότερους στόχους της Γερμανίας, τον οποίο θα έπρεπε μάλλον να αποφύγουν οι χώρες της Ευρωζώνης, εάν δεν θα ήθελαν να σηματοδοτήσουν το ξεκίνημα μίας Pax Germanica.

Θα ήταν προτιμότερο λοιπόν να αυξήσουν τα 440 δις € στα 750 δις €, εάν βέβαια χρειασθεί, δανειζόμενες με επιτόκια υψηλότερα (αφού δεν θα είχε ο μηχανισμός την αξιολόγηση ΑΑΑ στο σύνολο του), παρά να υποκύψουν στις έντεχνες πιέσεις της γερμανικής ηγεσίας – επιδεινώνοντας τις προοπτικές της Ευρώπης.

Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ξεχνάμε ότι, δεν χρειαζόμαστε καθόλου μία γερμανική Ευρώπη (θα ήταν εις βάρος των ίδιων των Γερμανών Πολιτών), αλλά μία ευρωπαϊκή Γερμανία – εάν φυσικά είναι κάτι τέτοιο εφικτό και δεν διαλυθεί τελικά η Ευρωζώνη (κάτι που φυσικά απευχόμαστε, ελπίζοντας να μην συμβεί).

Σημείωση 20.01.10: Τα ελληνικά ομόλογα στο εξωτερικό υπολογίζονται στα 263 δις €, σύμφωνα με τους Financial Times. Επίσης κατά το ίδιο έγκυρο έντυπο, σχεδιάζεται η «επαναγορά» τους από την Ελλάδα – με χρήματα που θα της δοθούν από το μηχανισμό χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (ESFS), πιθανότατα με το επιτόκιο που θα χρεώνεται ο μηχανισμός (3,5%).

Η επαναγορά τους προγραμματίζεται σε τιμές της τάξης του 70-80% της αξίας τους (haircut). Η αποπληρωμή τους (αναδιάρθρωση) σχεδιάζεται μακροπρόθεσμη, με πρωτοβουλία της Γερμανίας. Ενδεχομένως λοιπόν θα έχουμε, αφενός μεν διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους μας από τις «αγορές» (όχι από τους Πολίτες των άλλων χωρών), αφετέρου επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των υπολοίπων – όπως ακριβώς «προτείναμε» στο άρθρο μας «Οι προοπτικές της Ευρώπης», εφ’ όσον βέβαια «ευοδωθούν» αυτά που αναφέρουν οι γερμανικοί FT.

Η Ελλάδα, δεν πήρε τα 110 δις € από το μηχανισμό των 750 δις €, αλλά απευθείας από 14 χώρες της Ευρωζώνης – οπότε, από τα χρήματα του μηχανισμού, έχουν αφαιρεθεί μόνο αυτά που δόθηκαν στην Ιρλανδία, όπως ακριβώς αναφέρεται στο κείμενο. Πιθανότατα, ο ίδιος σχεδιασμός (διαγραφή, αναδιάρθρωση) θα ακολουθηθεί και για την Ιρλανδία.

Βασίλης Βιλιάρδος ©
viliardos@kbanalysis.com

* Ο Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, σύμβουλος επιχειρήσεων, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ