Μιλά σήμερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ  ο βραβεβευμένος ποιητής και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Νάσος Βαγενάς.

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη.

“Είναι αλήθεια ότι ο μέσος δείκτης της πνευματικής καλλιέργειας των πολιτικών μας είναι σήμερα απελπιστικά χαμηλός. Όμως πώς θα μπορούσε να ήταν υψηλότερος, αφού ο δείκτης αυτός αντανακλά τον μέσο δείκτη της πνευματικής καλλιέργειας των ψηφοφόρων; Είναι ένας φαύλος κύκλος, όπως το αυγό με την κότα: ποιος έφτιαξε πρώτος τον άλλο; Την απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί, βέβαια, να τη δώσει η ποίηση». Αυτά δηλώνει σήμερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο βραβεβευμένος ποιητής και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Νάσος Βαγενάς.

Ο Νάσος Βαγενάς γεννήθηκε στη Δράμα, μια πόλη της βόρειας Ελλάδας, το 1945. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο και τις τρεις πρώτες τάξεις του γυμνασίου εκεί, και το 1960 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών (1963-1968), Ρώμης (1970-1972), Έσσεξ (1972-1973) και Καίμπριτζ, όπου (1974-1978) εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα την ποίηση και την ποιητική του Γιώργου Σεφέρη. Από το 1980 ως το 1991 διετέλεσε καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, και από το 1992 είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εκτός από τα οκτώ ποιητικά βιβλία του ο Νάσος Βαγενάς έχει δημοσιεύσει και έξι βιβλία μελετών και δοκιμίων πάνω σε θέματα της λογοτεχνίας και της λογοτεχνικής κριτικής που τον έχουν αναδείξει σε έναν από τους σημαντικότερους σήμερα Έλληνες κριτικούς. Ένα από αυτά Η Ειρωνική Γλώσσα, βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Κριτικής.

ΕΡ.: Η ποίηση μπορεί να προσφέρει παρηγοριά, ή και ελπίδα, όταν οι δύσκολες στιγμές που περνάει η χώρα είναι πολιτικής ή ηθικής φύσεως; Μπορεί να αποτελέσει βάλσαμο όταν η εξαθλίωση είναι οικονομική;

Ν.Β.: Η ποίηση δεν μπορεί να αποτελέσει βάλσαμο όταν η εξαθλίωση είναι οικονομική. Ισχύει και για την ποίηση η έννοια του λατινικού ρητού primum vivere, deinde philosophare. Η μόνη παρηγοριά στην κατάσταση της οικονομικής εξαθλίωσης είναι η ελπίδα ότι θα μπορέσει να ξεφύγει κανείς από τις υλικές συνθήκες αυτής της κατάστασης, και οι άθλιες υλικές συνθήκες δεν υπερβαίνονται με ποιητικές ανατάσεις. Όσο για τις καταστάσεις πολιτικής ή ηθικής κρίσεως, σε αυτές η ποίηση μπορεί να προσφέρει παρηγοριά, όχι όμως και ελπίδα.

ΕΡ.: Γράφετε σε ένα ποίημά σας: «Θολές εικόνες, ασύνδετες, αυθαίρετες/ δεν γκρεμίζουν τους τοίχους της φυλακής». Όταν το όνειρο σήμερα είναι πώς να αποφύγουμε την έσχατη εξαθλίωση, τότε μπορούμε να μιλάμε για φως;

ΝΒ.: Όχι, δεν νομίζω. Στην έσχατη εξαθλίωση το μόνο που μπορεί κανείς είναι να προσπαθήσει να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα του επιτρέψουν να μιλήσει για φως· να κάνει τις θολές εικόνες διαυγείς και να τις συνδέσει μεταξύ τους, έτσι ώστε να δει καθαρότερα τα πράγματα.

ΕΡ.: Μπορεί να πάει μπροστά η ζωή μας αν λάβουμε υπόψη τον μέσο δείκτη πνευματικής καλλιέργειας των πολιτικών μας; Πριν από χρόνια κάποιος υπουργός μίλησε με απαξίωση για την ποίηση. Εκτιμάτε ότι αυτός ο υπουργός είχε ελάχιστη σχέση με την ποίηση;

Ν.Β.: Είναι αλήθεια ότι ο μέσος δείκτης της πνευματικής καλλιέργειας των πολιτικών μας είναι σήμερα απελπιστικά χαμηλός. Όμως πώς θα μπορούσε να ήταν υψηλότερος, αφού ο δείκτης αυτός αντανακλά τον μέσο δείκτη της πνευματικής καλλιέργειας των ψηφοφόρων; Είναι ένας φαύλος κύκλος, όπως το αυγό με την κότα: ποιος έφτιαξε πρώτος τον άλλο; Την απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί, βέβαια, να τη δώσει η ποίηση. Όσο για τον υπουργό που αναφέρατε, έχω την αίσθηση ότι δεν μίλησε απαξιωτικά για την ποίηση αλλά για τους ποιητές, που δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Αποκάλεσε λαπάδες τους ποιητές, όπως έγραψαν οι εφημερίδες (ο ίδιος το διέψευσε), συμπέρασμα στο οποίο (αν όντως τους αποκάλεσε έτσι) φαίνεται να οδηγήθηκε από την προσωπική γνωριμία του με κάποιους ποιητές, που (αν δεν ήταν παραλογοτέχνες) δεν θα ήταν πνευματικά οι πλέον εύρωστοι των ανθρώπων.

ΕΡ.: Πιστεύετε ότι ο Έλληνας διαβάζει ποίηση ελάχιστα περισσότερο απ` όσο γράφει ποίηση;

Ν.Β.: Η απάντηση σ` αυτή την ερώτηση εξαρτάται από το τι εννοούμε όταν λέμε ότι ο Έλληνας γράφει ποίηση: αν εννοούμε ότι γράφει ποιήματα για προσωπική χρήση (ως ένα είδος συναισθηματικού ημερολογίου), ή ότι τα γράφει με σκοπό να τα δημοσιεύσει (ότι διεκδικεί την ιδιότητα του ποιητή). Αν εννοούμε το δεύτερο, τότε θα πρέπει να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν την ψευδαίσθηση ότι είναι ποιητές και σε εκείνους που είναι πραγματικά ποιητές. Από αυτούς οι πρώτοι διαβάζουν ποίηση ελάχιστα περισσότερο απ` ότι γράφουν. Οι δεύτεροι γράφουν ποίηση πολύ λιγότερο απ` όσο διαβάζουν.

ΕΡ.: Η ποίηση έχει μια ιστορική συνέχεια από την αρχαιότητα. Γιατί δεν συνεχίζει να κατέχει την πρώτη βαθμίδα του αναγνωστικού ενδιαφέροντος;

Ν.Β.: Στην αρχαιότητα η ποίηση ήταν όλη η λογοτεχνία. Εκτελούσε και χρέη μυθιστορήματος (τα έπη) και θεάτρου (οι δραματικοί συγγραφείς ήταν ποιητές, έγραφαν σε στίχο), ακόμη και δοκιμίου (έμμετρα φιλοσοφικά ποιήματα και ποιήματα ποιητικής). Στις νεότερες εποχές, όπου τα παλαιά ποιητικά είδη ξεφεύγοντας από τον έμμετρο λόγο αυτονομήθηκαν σε λογοτεχνικά είδη, ήταν φυσικό να ελκύουν ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον του κοινού τα λεγόμενα ρεαλιστικά είδη (το μυθιστόρημα, το διήγημα, το θεατρικό έργο), που το κοινό τα προσλαμβάνει με τρόπο παθητικότερο (δηλαδή ευκολότερο) απ` ό,τι προσλαμβάνει τα ποιητικά κείμενα, τα οποία απαιτούν ενεργητικότερη δραστηριοποίηση του αναγνώστη.

ΕΡ.: Στα δύο πρόσφατα βιβλία σας ο Σεφέρης κατέχει μια περίοπτη θέση. Το ποίημά σας «Ο Γιώργος Σεφέρης ανάμεσα στα αγάλματα» είναι το μόνο που δεν είναι σονέτο και είναι το τελευταίο της συλλογής, στη Νήσο των Μακάρων, σε μια θέση ξεχωριστή από τα σονέτα. Και ο Κινούμενος στόχος περιέχει εφτά κριτικά κείμενα για τον ποιητή. Ποια είναι η σχέση όλων αυτών των κειμένων με το  Ο ποιητής και ο χορευτής, το μεγάλο βιβλίο σας για τον Σεφέρη;

Ν.Β.: Κατά σύμπτωση το ποίημά μου για τον Σεφέρη βρίσκεται σε περίοπτη θέση στη Νήσο των Μακάρων, συλλογή την οποία σχεδίαζα να αποτελείται μόνο από σονέτα με θέμα συγκεκριμένους ποιητές, ανάμεσα στους οποίους και ο Σεφέρης. Όμως δεν μπόρεσα να γράψω το σονέτο για τον Σεφέρη. Δεν μου έβγαινε όπως το ήθελα, γιατί αισθανόμουν ότι σ` αυτό επαναλαμβάνω το αίσθημα και τις εικόνες ενός άλλου ποιήματος για τον Σεφέρη, γραμμένου με τη μορφή μιας ωδής, που είχα δημοσιεύσει δέκα χρόνια πριν. Επειδή η ωδή αυτή («Ο Γιώργος Σεφέρης ανάμεσα στα αγάλματα») δεν θα ήθελα να μείνει ασύλλεκτη, την περιέλαβα στη Νήσο των Μακάρων. Η θέση της στη συλλογή αυτή φαίνεται περίοπτη γιατί είναι ξεχωριστή (ξεχωριστή με την έννοια ότι δεν ήθελα να την ανακατέψω με τα σονέτα). Όσο για τα “σεφερικά” κείμενά μου του Κινούμενου στόχου, η σχέση τους με τον Ποιητή και χορευτή είναι συμπληρωματική. Ο Ποιητής και ο χορευτής είναι βιβλίο της νεότητάς μου, και τότε δεν μπορούσα να δω στο έργο του Σεφέρη πράγματα που ανακάλυπτα με την πάροδο του χρόνου.

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. “Πιστεύω, ότι η Ποίηση είναι βάλσαμο μόνο για τον ίδιο τον ποιητή. Ενας ποιητής, μιλάω για τον γνήσιο ποιητή, όπως τον θεωρώ εγώ, φυσικά υφίσταται την οικονομική εξαθλίωση όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, αυτός όμως έχει το Χάρισμα, την μυστική πόρτα της ψυχής του που τον περνά σε ένα άλλο κόσμο, στον κόσμο της ποίησης, της φαντασίας, του ονείρου και όταν επιστρέφει ξανά στην μίζερη πραγματικότητα, “κάνει τον πόνο του τραγούδι”, που λέει και κάποιο ποίημα, δημιουργεί. και αυτό μόνο είναι μεγάλη ικανοποίηση και χαρά. .Μακάριοι αυτοί που έχουν αυτό το προνόμιο!”

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ