Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913 και υπό την αιγίδα του Δήμου Τρικκαίων, πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου, ημέρα Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013 και ώρα 19.00, εκδήλωση με ομιλητές:

Κων/νος Μαζαράκης-Αινιάν, επίτιμος Αρχηγός Στόλου, Αντινάυρχος Π.Ν. ε.α., με θέμα: «Βαλκανικοί Πόλεμοι. Η σημασία της Ναυτικής ισχύος στη νίκη. Παραλληλισμοί του χθες με το σήμερα».

Κων/νος Γκορτζής, Αντιναύρχος Π.Ν. ε.α., με θέμα: «Η σημασία του Ναυτικού Αεροπορικού Όπλου πριν 100 χρόνια και σήμερα».

Ιωάννης Κ. Γεωργιάδης, Αρχος Π.Ν. ε.α., συντονιστής. Ακολουθεί η ομιλία του  Κωνσταντίνου Γκορτζή* – Αντιναύαρχου Π.Ν.ε.α.

“Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τη σημασία του Ναυτικού Αεροπορικού Όπλου πριν από χιλιάδες χρόνια από την έναρξη της όποιας πολεμικής δράσης στη θάλασσα. Οι ναυτικές επιχειρήσεις διεξάγονταν σε μια σταθερή ή μετακινούμενη περιοχή με συγκεκριμένο ορίζοντα. Από την αρχή υπήρχε η ανάγκη έγκαιρου εντοπισμού της θέσης, της διάταξης και του «όγκου» του εχθρού για την καλύτερη προετοιμασία και διαμόρφωση του σχεδίου δράσης των αντιπάλων. Όσο «μακρύτερα» έβλεπε κάποιος, τόσο πιο έγκαιρα είχε τις απαραίτητες πληροφορίες. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, μια απλή λύση ήταν η τοποθέτηση ενός οπτήρα/παρατηρητή στο ψηλότερο κατάρτι ώστε να βλέπει πέρα από τον ορίζοντα που είχαν αυτοί που βρίσκονταν στο κατάστρωμα ή η αποστολή ελαφρών ταχύπλοων περιπολικών μπροστά από την κύρια δύναμη για συλλογή πληροφοριών.

Η άφιξη του αεροπλάνου  (1903 Ράιτ) ήρθε σαν δώρο εξ ουρανού να ικανοποιήσει κατά προτεραιότητα αυτή την ανάγκη συλλογής πληροφοριών. Και τα μεγάλα κράτη της εποχής (ΗΠΑ-Ρωσσία-Γαλλία-Γερμανία) αμέσως το υιοθέτησαν στα Ναυτικά τους και βάλθηκαν να βρουν τρόπους ενσωμάτωσής του στους Στόλους με αποστολή την εναέρια παρατήρηση  (Uss Birmingham).

Εκτός από τις Μεγάλες Δυνάμεις, την χρησιμότητα του αεροπλάνου στις ναυτικές επιχειρήσεις, την αντιλήφθηκε και η μικρή Ελλάδα. Πολύ νωρίς, τον Απρίλιο του 1912 προμηθεύεται τα πρώτα τέσσερα Γαλλικά αεροπλάνα (Γάλλοι σύμβουλοι) που εντάσσονται με επισημότητα στην Αεροπορία Στρατού με τα ονόματα «Δαίδαλος», «Αετός», «Γυψ» και «Ιέραξ» σε μια τελετή στο παλαιό Φάληρο παρουσία του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Πρωτεργάτης ο Υπολοχαγός Καμπέρος, ένα ανήσυχο πνεύμα, εκπαιδευμένος στη Γαλλία. Ο Καμπέρος, με την εμπειρία που είχε από την Γαλλία και τη γνώση από τις δοκιμές των Γάλλων στην τοποθέτηση πλωτήρων για από-προθαλασσώσεις, σχεδίασε ανάλογους πλωτήρες που τοποθετήθηκαν στο αεροπλάνο ΔΑΙΔΑΛΟΣ μετατρέποντάς το σε υδροπλάνο και τον Ιούνιο του 12 αποθαλασσώθηκε και πέταξε μέχρι την Ύδρα σημειώνοντας και παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας υδροπλάνου (110χλμ/ω). Το γεγονός κίνησε το ενδιαφέρον του Ναυτικού που άρχισε τις διαδικασίες για τη δημιουργία Ναυτικής Αεροπορίας με την πρόσκτηση υδροπλάνων που σταμάτησαν προσωρινά με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων. Πρόλαβε και προμηθεύτηκε ένα Γαλλικό αεροπλάνο τύπου ΑΣΤΡΑ που τέθηκε στη διάθεση του Ναυάρχου Κουντουριώτη στον Μούδρο για τις ανάγκες του Στόλου. Το αεροπλάνο αυτό δεν αποδείχτηκε και πολύ αξιόπιστο αλλά αυτό δεν εμπόδισε μία ακόμα ελληνική παγκόσμια πρωτιά στη χρήση του αεροπλάνου σε Ναυτικές Επιχειρήσεις. Στις 24 Ιανουαρίου 1912, ένα αεροπλάνο MAURICE FARMAN Αεροπορίας Στρατού, με πιλότο τον Υπολοχαγό Μιχαήλ Μουτούση και Παρατηρητή τον Σημαιοφόρο Αριστείδη Μωραϊτίνη, διατάσσεται να κατοπτεύσει τον Τουρκικό Στόλο στη βάση του στα Δαρδανέλια για συλλογή πληροφοριών ως προς τις κινήσεις του. Η αποστολή ήταν άκρως επιτυχημένη και ο Μωραϊτίνης, εκτός από την καταγραφή των εχθρικών Μονάδων, έριξε και 4 χειροβομβίδες προκαλώντας τον πανικό στο έδαφος από τον πρωτόγνωρο παγκοσμίως αεροπορικό βομβαρδισμό. Καταδείχτηκε έτσι ότι το αεροπορικό όπλο δεν χρησίμευε μόνο για συλλογή πληροφοριών αλλά είχε τη δυνατότητα προσβολής ναυτικών δυνάμεων μακράν του πεδίου αντιπαράθεσης των σκαφών επιφανείας. Αυτό έγινε παγκόσμια γνωστό, εντυπωσίασε και εφαρμόστηκε γρήγορα και από άλλες δυνάμεις όπως την Ιαπωνία που βομβάρδισε Γερμανική Βάση
στην Κίνα το 1914 και τη Βρετανία που επιτέθηκε από αέρος, με δώδεκα υδροπλάνα που απογειώθηκαν από δύο εμπορικά πλοία που είχαν μετασκευασθεί σε αεροπλανοφόρα, εναντίον της Βάσης των Γερμανικών ζέπελιν στο Cuxhaven. Η ομίχλη, τα χαμηλά νέφη και τα σφοδρά αντιαεροπορικά εμπόδισαν την ολική επιτυχία της αποστολής αλλά η επιχείρηση επιβεβαίωσε τη δυνατότητα αεροπορικών προσβολών ορμώμενων από πλοία και απέδειξε τη στρατηγική σπουδαιότητα του νέου αυτού όπλου στις ναυτικές επιχειρήσεις.
Παράλληλα όμως με το αεροπλάνο, ένα ακόμη Όπλο εξελίσσεται κατά την ίδια χρονική περίοδο. Το υποβρύχιο. Ένας ύπουλος εχθρός που παραμονεύει κάτω από το νερό, εξαιρετικά αποτελεσματικός εναντίον των σκαφών επιφανείας, ιδίως των εμπορικών και μεταφορικών όπως αποδείχθηκε από τον Πρώτο κιόλας Παγκόσμιο πόλεμο, και στη συνέχεια στον Β’, παρά τις κατασκευαστικές ατέλειες και τις περιορισμένες επιχειρησιακές αρετές τους (καταδύονταν σε μικρό βάθος, η ακτίνα δράσης τους ήταν μικρή, οι τορπίλες τους με μικρό βεληνεκές, η ταχύτητα τους επίσης μικρή). Την πρωτιά σε επίθεση υποβρυχίου κατά σκαφών επιφανείας είχε πάλι το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό με το υποβρύχιο ΔΕΛΦΙΝ  (στις 9 Δεκεμβρίου 12 κατά του Μετζιδιέ). Η παρουσία του υποβρυχίου στις ναυτικές επιχειρήσεις κατέστησε ακόμα πιο χρήσιμη τη χρησιμοποίηση του εναέριου μέσου για τον εντοπισμό και την εξουδετέρωσή του. Αυτό καταδείχτηκε οδυνηρό για τις ναυτικές δυνάμεις στον Β΄  Παγκόσμιο Πόλεμο με τη δράση αγελών Γερμανικών υποβρυχίων κατά των συμμαχικών νηοπομπών στον Ατλαντικό Ωκεανό. Αλλά ακόμα και τα υποβρύχια εκείνης της εποχής προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες εναέριων μέσων για πιο έγκαιρο εντοπισμό του εχθρού. Γερμανική πατέντα -όχι και τόσο επιτυχής-ήταν η χρήση ενός αυτόγυρου που ανυψωνόταν ρυμουλκούμενο για να κατοπτεϋει μακρύτερα τον ορίζοντα.

Το ελληνικό κόστος  (ανερχόμενο στο 14% των συνολικών συμμαχικών απωλειών) ανέρχεται σε 211 από τα 500 ωκεανοπόρο φορτηγά βυθισμένα από Υ/Β, 107 από προσκρούσεις σε νάρκες και κακοκαιρία, 52 επιβατικά από τα 55 και 500 καΐκια από τα 700. Οι περισσότερες απώλειες συνέβησαν στον Ατλαντικό το 1941 γιατί μέχρι τότε τα βραδυκίνητα εμπορικά διέσχιζαν μόνα και απροστάτευτα την βόρεια διαδρομή από/προς την Αγγλία. Όταν οργανώθηκαν οι νηοπομπές και απέκτησαν ουσιαστική προστασία από πολεμικά σκάφη και αεροπλάνα, οι απώλειες περιορίστηκαν σημαντικά. Από την άλλη, καθοριστικές Ναυμαχίες στον Ειρηνικό όπως αυτή του Μιντγουέι με την καταστροφή του ιαπωνικού Στόλου αποκλειστικά από τη δράση αεροπλάνων των αμερικανικών αεροπλανοφόρων απέδειξαν τις δυνατότητες των εναέριων μέσων και στην προσβολή του αντιπάλου. Όπως και η αεροπορική επιδρομή των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ.
Η εξέλιξη των όπλων και των οπλικών συστημάτων κατά και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε πολύ γρήγορη και διαρκώς αύξανε και αυξάνει τις δυνατότητες τους αλλά παράλληλα αυξάνει και τις αποστάσεις, κυρίως στις αεροναυτικές επιχειρήσεις, εμπλοκής των αντιπάλων. Τα πυροβόλα βάλλουν μακρύτερα, ταχύτερα και ακριβέστερα, τα ραντάρ εντοπίζουν με ακρίβεια την εχθρική δύναμη, έξυπνα κατευθυνόμενα βλήματα βάλλονται από αποστάσεις δεκάδων μιλίων, οι τορπίλες βάλλονται από μεγάλες αποστάσεις, από μεγάλα βάθη, και κινούνται αυτόνομα και με «αθόρυβο» προφίλ των Υ/Β. Παράδειγμα στην εξέλιξη και αξιοποίηση εναέριων μέσων είναι και τα μη επανδρωμένα Ε/Π που τη δεκαετία του ’50 έφεραν τα αντιτορπιλικά των ΗΠΑ για μεταφορά και βολή τ/λ-κατά υποβρυχίου σε αποστάσεις μεγαλύτερες από το βεληνεκές των ανθυποβρυχιακών τορπιλών του πλοίου, (ΜΙΑΟΥΛΗΣ). Η αύξηση αυτή της απόστασης μεταξύ των εμπλεκόμενων κατέστησε ακόμα πιο απαραίτητη την συμμετοχή σης επιχειρήσεις των εναέριων μέσων, και την εξέλιξη τους με αύξηση των δυνατοτήτων τους για αυτόνομη δράση στα πλαίσια των αεροναυτικών επιχειρήσεων. Μεταπολεμικά, το Πολεμικό Ναυτικό δεν είχε στη δύναμη του αεροπορικά μέσα. Μετά την ενοποίηση της Αεροπορίας Ναυτικού και Στρατού στην ενιαία Πολεμική Αεροπορία το 1930, μόνο ο Στρατός διατήρησε κάποια ελαφρά εναέρια μέσα, μικρά αεροπλάνα παρατήρησης βολών του πυροβολικού και Μεταφορικά Ελικόπτερα. Στο Ναυτικό είχε παραχωρηθεί μόνο ο επιχειρησιακός έλεγχος μιας Μοίρας Αεροσκαφών Ναυτικής Συνεργασίας εξοπλισμένων με ραντάρ και ανθυποβρυχιακές συσκευές περιορισμένων δυνατοτήτων για επιτήρηση του θαλάσσιου χώρου του Αιγαίου και υποβοήθηση των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων των πλοίων.  (Albatros)

Η εισαγωγή των κατευθυνόμενων βλημάτων στο οπλικό δυναμικό του Στόλου  (ΤΠΚ-Α/Τ) και η τα πλεονεκτήματα των νέων Υποβρυχίων έναντι των πλοίων επιφανείας ώθησε το Ναυτικό στις αρχές του ‘74 να αναζητήσει τα κατάλληλα μέσα τόσο για την καλύτερη εκμετάλλευση του βληματικού δυναμικού όσο και για την αντιμετώπιση των Υποβρυχίων. Έτσι προσκτήθηκαν το 1974 αρχικό τέσσερα ελαφριά ελικόπτερα  (Αλουέτ III) Γαλλικής κατασκευής για τη δημιουργία του πρώτου πυρήνα της νέας Ναυτικής Αεροπορίας σε μέσα και προσωπικό. Την εποχή εκείνη μόνο δύο πλοία είχαν κατάστρωμα που χωρούσε αυτό το μέγεθος του Ε/Π από την εποχή που όντας στο Αμερικανικό ναυτικό, έφεραν τα τηλεκατευθυνόμενα που προαναφέρθηκε  (Αλ οε πλοίο).

Παρά την έλλειψη υποδομών και παρά τις περιορισμένες δυνατότητες των μικρών αυτών Ε/Π, σύντομα καταδείχτηκε η χρησιμότητα τους τόσο στο «κυνήγι» των Υποβρυχίων όσο και στις αποστολές επιτήρησης/αναγνώρισης στην περιοχή των επιχειρήσεων. Και, πολύ μεγάλης σημασίας κι αυτό, δημιούργησε τον πρώτο πυρήνα σκληρά και άρτια εκπαιδευμένων χειριστών που συν τω χρόνω αυξήθηκαν και έφτασαν σε άριστο επίπεδο για να επιχειρούν νύχτα και μέρα τους προηγμένους τύπους Ε/Π που προσκτήθηκαν από το Ναυτικό. Με την πρόσκτηση των πρώτων Ολλανδικών φρεγατών στις αρχές του ’80, το Ναυτικό ήδη είχε προνοήσει και παραλάβει τα πρώτα μεσαίου μεγέθους Ε/Π, τύπου ΑΒ212 που είχαν τη δυνατότητα να ενσωματώνονται πλήρως στο πλοίο και να αποτελούν το «μακρύ του χέρι» σε όλο το φάσμα των επιχειρήσεων τόσο εναντίον στόχων επιφανείας όσο και εναντίον υποβρυχίων.

Τη δεκαετία του ’90, το Ναυτικό αναβαθμίστηκε ακόμα περισσότερο τεχνολογικά με την πρόσκτηση των Γερμανικών Φρεγατών τύπου ΜΕΚΟ 17 , παραλαμβάνοντας και το τελειότερο, για την εποχή, Ε/Π πολλαπλών ρόλων SIKORSKY s70  που ονομάστηκε AEGEAN SEAHAWK, με διαμόρφωση τέτοια που να μπορεί να δρά και αυτόνομα εναντίον Υ/Β και σκαφών επιφανείας ταυτόχρονα. Έχει τη δυνατότητα να φέρει Κ/Β τύπου Penguin (που φέρει και αριθμός πυραυλακάτων) και ανθυποβρυχιακές τορπίλες ενώ τα συστήματά  του διασυνδέονται ηλεκτρονικά με αυτό των φρεγατών επιτρέποντας την μεταφορά της εικόνας τους σ’  αυτές.
Την ίδια περίοδο τα γηραλέα Albatros της 353 Μοίρας Ναυτικής Συνεργασίας της ΠΑ αποσύρθηκαν και στη θέση τους προσκτήθηκαν τα δοκιμασμένα για τις δυνατότητες τους αεροπλάνα PC3 Orion. Τα αεροπλάνα αυτά ήταν στην ενέργεια στο Αμερικανικό Ναυτικό και ήδη σήμερα έχουν φτάσει στο τέλος της ζωής τους και αναζητούνται λύσεις για την αντικατάστασή τους που δεν είναι εύκολες στην παρούσα οικονομική συγκυρία. Λύση όμως που πρέπει να βρεθεί γιατί τα αεροπλάνα είναι κρισίμως απαραίτητα στην επιτήρηση και έλεγχο μεγάλων θαλάσσιων περιοχών όχι μόνο σε περίπτωση πολεμικών εμπλοκών αλλά και εν καιρώ ειρήνης για τις περιοχές που η Ελλάδα έχει με βάση το Διεθνές Δίκαιο την οικονομική κυριαρχία. Απ’ όσα αναφέρθηκαν νομίζω ότι καταδείχτηκε η διαχρονική σημασία TOU αεροπορικού όπλου στις ναυτικές επιχειρήσεις τόσο στον Ανθυποβρυχιακό Πόλεμο όσο και εναντίον σκαφών επιφανείας. Αλλά δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτές. Σημαντική είναι η συμβολή του και σε πλήθος άλλων αποστολών όπως Ειδικές επιχειρήσεις (μεταφορά-υποστήριξη ειδικών δυνάμεων), Ηλεκτρονικός Πόλεμος, νηοψίες, ενώ παράλληλα έχουν καταγράψει και τεράστια προσφορά κοινωνικού έργου στη νησιωτική χώρα με μεταφορά τραυματιών/ασθενών και διάσωση κινδυνευόντων στη θάλασσα, έργο που πριν την πρόσκτηση των Ε/Π διάσωσης από την Π.Α. ασκούσαν σχεδόν αποκλειστικά τα Ε/Π του Π.Ν.”.

Κωνσταντίνος Γκορτζής*
Αντιναύαρχος Π.Ν.ε.α.

Γεννήθηκε το 1951 στη Θεσσαλονίκη όπου και περαίωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Εισήχθη στη σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1968 και αποφοίτησε ως σημαιοφόρος το 1972 τοποθετηθείς στο Α/Τ ΒΕΛΟΣ. Το Μάιο του 1973 ακολούθησε τον Κυβερνήτη του, Αντιπλοίαρχο Ν. Παππά, στην αυτοεξορία μετά την ανταρσία του Α/Τ ΒΕΛΟΣ. Φοίτησε με επιτυχία σε όλα τα προβλεπόμενα σχολεία και εξειδικεύτηκε στον Ηλεκτρονικό Πόλεμο σε Σχολή τακτικής του Βρετανικού Ναυτικού. Υπηρέτησε σε θέσεις ανάλογες του βαθμού του σε τύπους πλοίων του ΠΝ και σε επιτελικές θέσεις ΓΕΝ, ΓΕΕΘΑ και NATO. Υπήρξε χειριστής ελικοπτέρων του ΠΝ. Ομιλεί Αγγλικά και Ιταλικά.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ