Του εκπαιδευτικού και συγγραφέα Σωτήρη Οικονόμου.

Πρόσωπα: Αφηγητής, Καραγκιόζης, Ξενύχτης, Κοσμικός, Ερμής, Χορός Γυναικών.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η γέννηση και η εμφάνιση του θεάτρου σκιών δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή. Το μόνο που μπορεί να λεχθεί είναι ότι προήλθε από τις  περιοχές της Ασίας και έγινε γνωστό στους Έλληνες από τους Οθωμανούς Τούρκους, οι οποίοι για πολλούς αιώνες τους είχαν σκλαβωμένους.

Στο ελεύθερο ελληνικό κράτος το εισήγαγε περί το 1860 ο Βράχαλης.

Παρόλο που ο Καραγκιόζης είχε αποκλειστικά ανατολίτικα χαρακτηριστικά, ο Δημήτριος Σαρντούνης (Μίμαρος) τον ελληνοποίησε και  έκανε το Θέατρο Σκιών αγαπημένη οικογενειακή υπόθεση.

Πολλοί ήταν και είναι οι λειτουργοί του, που διασκέδασαν και διασκεδάζουν ακόμα μικρούς και μεγάλους. Ως κορυφαία φυσιογνωμία μπορεί να θεωρηθεί ο Ευγένιος Σπαθάρης.

Ο Καραγκιόζης ήταν, είναι και θα είναι ιδιαίτερα ελκυστικός τόσο στα παιδιά όσο και στους μεγάλους, διότι εκφράζει με πολύ αυθορμητισμό και κωμικότητα τις καταστάσεις της ζωής των απλών ανθρώπων από την γκάφα ή την κουταμάρα ως την ευρηματικότητα  και την εξυπνάδα. Το όνομά του σημαίνει « Μαυρομάτης».

Το θεατρικό έργο που ακολουθεί έχει σχέση με τα επακόλουθα της πνευματικής και οικονομικής κρίσης που μαστίζει αυτήν την περίοδο την Ελλάδα.

Δύο από τις πολύ σοβαρές κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος διακυβέρνησης των κρατών, είναι η αδυναμία εύρεσης τροφής  και η απώλεια στέγης κυρίως στις αστικές περιοχές. Είτε αυτή είναι ενοικιαζόμενη είτε ιδιόκτητη.

Η παύση από την εργασία, που προσφέρει ελευθερία κίνησης στον άνθρωπο και αξιοπρέπεια, ή η ανυπαρξία της στον παραγωγικό, τεχνικό και επιχειρησιακό τομέα, δύναται να επιφέρει το μοιραίο πλήγμα με αποτέλεσμα αυτός να βρεθεί χωρίς να το αντιληφθεί στο δρόμο.

Τα παιχνίδια των κατεχόντων του γήινου πλούτου είναι απάνθρωπα και γι’ αυτό επιβάλλεται εγρήγορση και πρόνοια τόσο στις πολιτικές επιλογές όσο και στην στάση ζωής των πολιτών, ώστε να αποφεύγονται τα χειρότερα.

 

ΧΟΡΟΣ:                Στο παγκάκι της πλατείας

                               είν’ το στέκι της Μαρίας,

του Βασίλη και του Τάκη,

του αστέγου το κρεβάτι.

 

Άλλοι πίνουν και καπνίζουν

κι άλλοι την κουβέντα αρχίζουν.

Μάνες τα μωρά κοιτάνε,

όσα έρθουν κι όσα πάνε.

Τους περαστικούς προσέχουν

μα και τους κουτσομπολεύουν.

Τρώνε, πίνουν και γελάνε

και τον κόσμο τον χαλάνε.

 

Είν’ αυτό ξενοδοχείο

μια με ζέστη μια με κρύο,

που όλα δωρεάν προσφέρει

και τα μυστικά τους ξέρει.

[ Ακούγεται το τραγούδι του Δ. Σαββόπουλου « Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ». Ο Καραγκιόζης και ο φίλος του ο Ξενύχτης κοιμούνται στα παγκάκια. Ο ήλιος έχει ανεβεί ψηλά στον ουρανό και αυτοί ροχαλίζουν. Σε κάποια στιγμή ζεσταίνεται και ξυπνάει ο Ξενύχτης.]

 

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Α..α..α! [ Τεντώνεται.] Ποπό! Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά στον ουρανό, κοντεύει γιόμα κι εμείς ακόμα κοιμόμαστε! Για να ξυπνήσω και τον Καραγκιόζη.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Καραγκιόζη! Ε, Καραγκιόζη! Ξύπνα, ρε!

 

[ Ο Καραγκιόζης απαντάει με ένα παρατεταμένο μουγκρητό.]

 

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Ξύπνα, σου είπα! Δεν μ’ ακούς;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άι, παράτα με κι εσύ!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Γιατί να σε παρατήσω; Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσύ κοιμάσαι ακόμα;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Κι εσένα τι σε νοιάζει; Άφησέ τον να καεί και να γίνει αντάρα!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Τι να καεί λες! Σήκω, ρε, μπας και μαζέψουμε κάνα φράγκο, γιατί θα ψοφήσουμε από την πείνα!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γιατί, άμα ψοφήσουμε θα κλείσουν τα φούρνια;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Όχι, δεν θα κλείσουν τα φούρνια, αλλά τα μάτια μας!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και, μετά;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Τι και μετά; Δεν το ξέρεις; Θα βλέπουμε τα ραδίκια ανάποδα.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γιατί τώρα, που τα βλέπουμε από πάνω, μπορούμε να τα φάμε ως σαλάτα;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Άφησε τις χαζομάρες και σήκω για να πιάσουμε δουλειά! Η ώρα πέρασε και ο κόσμος δεν είναι πάντα στη διάθεσή μας.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι δουλειά μου λες τώρα και «πράσσειν άλογα»! Τόση που έριξα εγώ στη ζωή μου, ενταγμένη μάλιστα στην «πράσινη ανάπτυξη», φτάνει και περισσεύει.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Ούτε φτάνει ούτε περισσεύει!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γιατί, ρε, Ξενύχτη;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Γιατί είμαστε νηστικοί, άστεγοι και άνεργοι! Κατάλαβες;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Βρε, πως καταντήσαμε εμείς που κάποτε είχαμε μια  πολύ αποδοτική δουλειά , όμορφο σπίτι και πολλές ανέσεις!

Αλλά τι κάθομαι και λέω τώρα, αφού το ζήτημα είναι ξεκάθαρο.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Ποιο ζήτημα;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιο ζήτημα; Να, ότι μας έφαγαν το χρήμα αρχικά με το χρηματιστήριο, μετά μας έβαλαν στο λούκι με τα εύκολα τραπεζικά δάνεια και τέλος μας είπαν «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», επειδή  οι ξένοι δανειστές δεν μας δανείζουν πλέον.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Αυτά τώρα πέρασαν και προσγειώσου στην πραγματικότητα!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Θυμάσαι ρε, Ξενύχτη, που κυκλοφορούσαμε με B.M.W, πηγαίναμε στο καζίνο, ξενυχτούσαμε στα μπουζούκια, τρώγαμε πατσά τα χαράματα και τέτοια ώρα κοιμόμασταν του καλού καιρού;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Και, τι πατσά! Σκέτο φάρμακο για το στομάχι! Αχ, να είχα τώρα ένα πιάτο για να φάω!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μήπως έχεις και άδικο; Είναι ό,τι  πρέπει!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Ρε, σύ,  από τι τον έφτιαχναν και ήταν τόσο νόστιμος;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ξέρω εγώ; Πάντως για ένα είμαι σίγουρος!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Τι;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ότι τότε τα σκυλιά στη γειτονιά μας είχαν εξαφανιστεί.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Δηλαδή εννοείς, ότι τρώγαμε σκυλίσιο πατσά, όπως οι Βιετναμέζοι;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άφησε τις σαχλαμάρες κατά μέρος και εμένα στις σκοτούρες μου! Γιατί, απίθανο το βρίσκεις;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Ε, ναι.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όσο απίθανο δηλαδή με τα σουβλάκια από γατίσιο κρέας, που μας τάιζαν κάποτε σ’ εκείνο το σουβλατζίδικο;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Ε, αυτό μάλλον αποτελεί εξαίρεση. Μπορεί η Ελλάδα να γέμισε απατεώνες, όμως εδώ δεν νομίζω ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εντάξει, πες ότι δεν έγινε έτσι. Εσύ τι λες;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Εγώ λέω, ότι για την εξαφάνιση των αδέσποτων σκυλιών εκείνη την εποχή ίσως έφταιγαν οι φόλες, που πιθανόν  έβαζαν οι ξενύχτηδες, επειδή δεν τους άφηναν να κοιμηθούν με το γάβγισμά τους. Δεν θυμάσαι, που και σε μας χαλούσαν τον ύπνο;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ναι, ναι, θυμάμαι! Πάντως αυτή η εξήγηση μου φαίνεται ότι είναι λογική.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Η εξήγηση μπορεί να φαίνεται λογική, αλλά το παράλογο είναι, ότι τότε, αφού τρώγαμε εμείς καλά, έτρωγαν και τα σκυλιά, ενώ τώρα όλοι μας πεινάμε και περιφερόμαστε άστεγοι εδώ κι εκεί σαν τις άδικες κατάρες!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δηλαδή εννοείς, ότι κάνουμε ζωή σκυλίσια, όπως οι αρχαίοι κυνικοί φιλόσοφοι  Διογένης, Αντισθένης και άλλοι;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Κάπως έτσι φαίνεται. Όμως, πού ξέρεις; Ίσως σε κάποια άλλη εποχή οι μεταγενέστεροι να μας μνημονεύουν ως σπουδαίους, όπως κάνουμε εμείς τώρα με τους αρχαίους.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Φαντάζεσαι  να περνούσε από δίπλα μας ο πλανητάρχης Ομπάμα, όπως πέρασε κάποτε ο Μέγας Αλέξανδρος από τον Διογένη και να μας ρωτούσε:

« Κύριοι τι επιθυμείτε»;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Κι εμείς με τη σειρά μας να λέγαμε: « Δεν πηγαίνεις παραπέρα, γιατί μας κρύβεις τον ήλιο»!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Θα τον κουφαίναμε!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Θα τον αναγκάζαμε να υποκλιθεί στην σοφία μας!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εντάξει, ρε, Ξενύχτη, μπορεί να ταυτίζεται η ζωή μας μ’ εκείνη των κυνικών φιλοσόφων, όμως εγώ δεν ξεχνώ τα ωραία που πέρασα. Θυμάμαι! Πολλά θυμάμαι! Εσύ δεν θυμάσαι;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Θυμάμαι πώς δεν θυμάμαι!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δηλαδή, τι;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Να, θυμάμαι την επιχείρησή μας που έπεσε έξω, την οποία μας την έφαγε η Τράπεζα για λίγα χρέη, τα σπίτια μας, που χάσαμε, επειδή τα είχαμε ενέχυρο για το επαγγελματικό δάνειο από τους τοκογλύφους, τους απλήρωτους εργαζόμενους της επιχείρησης, οι οποίοι πρώτοι από όλους μας δεν κατάλαβαν πώς βρέθηκαν ως άνεργοι στον δρόμο και τέλος τις διαλυμένες μας οικογένειες.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άφησέ τα τώρα αυτά, γιατί στενοχωρήθηκα. Άμα συνεχίσεις για λίγο ακόμα θα περάσω από την αφασία στη σφαίρα της οργής με απρόβλεπτες συνέπειες. Κατάλαβες;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Κατάλαβα, πώς δεν κατάλαβα! Ότι δηλαδή μετά θα σε συλλάβουν και θα σε κλείσουν μέσα ως επικίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ας με κλείσουν! Καλό θα μου κάνει! Θα αποφύγω αυτό το μαρτύριο, δηλαδή να κοιμάμαι νηστικός στα παγκάκια και να ζητιανεύω!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Ναι, αλλά μην ξεχνάς ότι έχεις την ελευθερία σου.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τέτοια ελευθερία να τη βράσω και μάλιστα χωρίς λάδι!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Και…γιατί χωρίς λάδι;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γιατί απλούστατα δεν έχω.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Α, έτσι, ε;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ναι, έτσι. Κι αν δεις κάποιον πολιτικό, που δεν έπραξε σύμφωνα με το λαϊκό συμφέρον, να περνάει από δω, πες του να αλλάξει δρόμο.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Γιατί; Θα τον γιαουρτώσεις;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τρελός είσαι; Πώς θα τον γιαουρτώσω; Εγώ δεν έχω γιαούρτι  να φάω, θα αγοράσω για να το ρίξω σ’ αυτόν;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Τι θα τον κάνεις;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Θα τον αρπάξω και θα τον υποχρεώσω να μπει στην παρέα μας, ώστε να βιώσει από κοντά την σκυλίσια ζωή του νηστικού, άστεγου και άνεργου πολίτη.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Εντάξει, ηρέμησε. Σήκω όμως επάνω για να αρχίσουμε δημιουργικά τη μέρα μας.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μήπως και τότε δημιουργικά δεν την αρχίζαμε; Τι κερδίσαμε;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Εγώ λέω να αφήσεις το παρελθόν και να κοιτάξεις το παρόν.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Το κοιτάω. Πώς δεν το κοιτάω!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Αφού λες ότι το κοιτάς, έλα τότε να σηκώσουμε την πινακίδα με την σύγχρονη και διεθνή μας ταυτότητα.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άιντε, ας τη σηκώσουμε και σήμερα για να φάμε και να επιζήσουμε! Όπως δηλαδή σηκώναμε κάποτε τον ήλιο του ΠΑ.ΣΟ.Κ και τον πυρσό της Νέας Δημοκρατίας  και ζούσαμε πλούσια!

 

[ Παίρνουν την πινακίδα και την σηκώνουν. Αυτή γράφει:  «ΝΗΣΤΙΚΟΙ-ΑΣΤΕΓΟΙ-ΑΝΕΡΓΟΙ». Στη συνέχεια περιμένουν τους περαστικούς για να τους δώσουν κάποια χρήματα αλλά μάταια.]

 

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Λοιπόν, Ξενύχτη, εγώ λέω να φύγουμε από εδώ, γιατί δεν περνάει  κόσμος.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Πού λες να πάμε;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εκεί που έχει πολύ. Στον πεζόδρομο.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Δεν είναι και άσχημη η ιδέα σου.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άντε, πάμε!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Πάμε και ό,τι βγει.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Λοιπόν, πήγαινε εσύ από τη μία άκρη του δρόμου και εγώ από την άλλη.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Γιατί, έτσι;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν κατάλαβες, ρε, βλάκα;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Τι να καταλάβω;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Για να μαζέψουμε περισσότερα χρήματα!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Κοίτα, βρε, που έχει μυαλό ξουράφι ο Καραγκιόζης! Στο ’λεγα εγώ και παλαιότερα, αλλά πού εσύ αδιαφορούσες! Αν αξιοποιούσες το μυαλό σου, ακόμα και πρωθυπουργός θα είχες γίνει!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τα παραλές!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Γιατί τα παραλέω; Μήπως είχαν περισσότερο από σένα οι πρωθυπουργοί, που ρήμαξαν τη χώρα και τη βούλιαξαν στα χρέη;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σ’ αυτό δεν έχεις άδικο!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Τουλάχιστον εσύ θα γέμιζες τη χώρα με μπουζουξίδικα και θα διασκέδαζες τον κόσμο. Έτσι ούτε κατάθλιψη θα πάθαινε, ούτε χάπια θα έπινε ούτε στους ψυχιάτρους θα πήγαινε. Επιπλέον δε, δεν  θα αυτοκτονούσε! Και το σπουδαιότερο…

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Υπάρχει και σπουδαιότερο;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Πώς δεν υπάρχει! Θα γύριζες τον ίδιο τον θεό μέσα στην κοινωνία για να περνούν όλοι καλά. Ύστερα δε, οι πολίτες με τη σειρά τους από ευγνωμοσύνη θα σου έστηναν αγάλματα όχι μόνο στις πλατείες αλλά και στις αυλές τους!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Είσαι καλά, ρε, Ξενύχτη; Ποιον θεό θα γύριζα; Εγώ δεν τον είδα ποτέ!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Το χρήμα, Καραγκιόζη! Το χρήμα! Αυτός είναι ο θεός της οργανωμένης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας! Δεν γνωρίζεις ότι το ελέγχουν απόλυτα  ορισμένα άτομα στον κόσμο και ότι αυτά ανεβάζουν και κατεβάζουν, όποιες κυβερνήσεις θέλουν; Οι πολιτικοί κυβερνούν ή οι κεφαλαιοκράτες;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Έχεις δίκιο. Έτσι είναι.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Πάντως είμαι σίγουρος πως δεν θα επέτρεπες τα λαμόγια να το τσουβαλιάσουν και να το χώσουν μέσα στα μπαούλα των τραπεζών του εξωτερικού. Θα το μοίραζες στον κόσμο, γιατί δικό του είναι. Αυτός δουλεύει και σ’ αυτόν ανήκει.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τώρα με συγκίνησες! Είμαι έτοιμος να ανακτήσω τις δυνάμεις μου και να βάλω στις επόμενες εκλογές υποψηφιότητα.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Όταν σου έλεγα εγώ τότε να βάλεις, δεν με άκουγες. Έλεγες ότι

«και αυτοί που  κυβερνούν, δικοί μας είναι », αλλά να που μας την έφεραν.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άφησέ τα τώρα αυτά, γιατί πέρασαν. Πάμε για να μαζέψουμε κανένα φράγκο, αν θέλουμε να φάμε και να ζήσουμε.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Άντε πάμε.

 

[ Οι δύο φίλοι φεύγουν και ξαναγυρίζουν μετά από λίγο από αντίθετη κατεύθυνση.]

 

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι έκανες, ρε; Μάζεψες τίποτα;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Μάζεψα. Πώς δεν μάζεψα! Δέκα ευρώ!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Κι εγώ δώδεκα!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Ωραία! Λοιπόν, τα λεφτά φτάνουν και περισσεύουν. Τι λες; Πάμε για γύρο με πίτα στο «ΓΟΥΡΝΟΚΟΨΙΔΟ»; Μ’ έκοψε λόρδα!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Το ρωτάς; Πάμε αμέσως!

 

[ Οι δύο ομοιοπαθείς φίλοι φεύγουν και τα παγκάκια αδειάζουν. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα έρχονται πάλι πίσω, τρώνε τον γύρο και πίνουν μπύρες.]

 

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Ω, ρε, Καραγκιόζη, τι νόστιμος που είναι ο γύρος! Ανασταίνει ακόμα και πεθαμένους!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όχι μόνο τους ανασταίνει , αλλά τους κάνει και μαλώνουν με τους διαβόλους, καθώς προσπαθούν να τον εισαγάγουν λάθρα μέσα στην κόλαση για τα καρντάσια τους!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Φαντάζεσαι να γινόταν αυτό; Ακόμα και απ’τους φύλακες του παραδείσου θα έπεφταν τα σάλια!

 

[Εκείνη τη στιγμή περνάει από εκεί ένας κύριος κουστουμαρισμένος και μαγκίτης, ο Κοσμικός.]

 

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Γεια χαρά στα βασικά στελέχη της πιάτσας!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γεια χαρά και σε σένα!

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Πώς πάει βρε παιδιά; Κατεβαίνει ταχέως ο γύρος εις τον στόμαχον;  ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Κι εσένα τι σε κόφτει;

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Έτσι για να δω, αν έχει μέσα μπόλικο λίπος για να γλιστράει.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γλιστράει δεν γλιστράει, στο δικό μας το στομάχι πάει!

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Ναι, στο δικό σας και όχι στο δικό μου το στομάχι πάει! Αλλά τι γίνεται από κει και πέρα. Λειτουργεί σωστά το έντερο ή δεν λειτουργεί;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Αυτό λίγο μας νοιάζει, διότι το έντερο το έχουμε εδώ και πολλά χρόνια στρωμένο, αφού, κάθε πρωί που γυρίζαμε από τα μπουζούκια, τρώγαμε πατσά. Το μόνο που μας νοιάζει τώρα είναι να έχουμε γεμάτο το στομάχι για να μην πεινάμε και να ζούμε.

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Με το συμπάθιο, βρε, παιδιά, αν είπα και καμιά κουβέντα παραπάνω!

Για πείτε μου όμως τώρα, ποιοι είστε; Μου φαίνεστε γνωστοί.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι να σου πούμε;

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Μήπως πηγαίναμε μαζί στο 2ο Σχολείο;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Μπα, δε νομίζω!

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Μήπως ήμασταν μαζί φαντάροι;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ούτε.

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Α, τώρα κατάλαβα! Μάλλον είστε οι πρώην ιδιοκτήτες της βιοτεχνίας ανδρικών ρούχων «MARS», όπου απ’ τα καταστήματά της αγόραζα  πανάκριβα μεν αλλά πανέμορφα ρούχα.

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Ναι, όντως εμείς είμαστε!

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Καλά, βρε, παιδιά, δεν μπορούσατε να βάλετε  στην επιχείρηση το ελληνικό φυσικό της όνομα «ΑΡΗΣ»;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ε, αυτό σε πείραξε εσένα; Εδώ στην Ελλάδα όλοι έτσι κάνουν. Βαφτίζουν τα μαγαζιά τους με ξένα ονόματα.

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Ας τα αφήσουμε όμως τώρα αυτά. Τι έγινε και καταντήσατε έτσι;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Είμαστε θύματα της οικονομικής κρίσης!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μας έφαγαν οι τράπεζες και οι τοκογλύφοι!

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Μήπως οι πολιτικές επιλογές και το κακό κουμάντο με την σπάταλη ζωή;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Κι εσένα τι σε νοιάζει; Έχεις πρόβλημα;

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Όχι, εγώ απλώς συμπλήρωσα, γιατί ξεχάσατε να το αναφέρετε. Δεν θυμάστε που διασκεδάζαμε μαζί ως το πρωί κάθε μέρα στα μπουζούκια και εκεί που πίνατε δύο μπουκάλια ουίσκι καίγατε στην πίστα για χάρη των κοριτσιών άλλα τρία; Άσε τα λουλούδια που τα ρίχνατε!  Δεν μου λέτε, φόρους, Φ.Π.Α. και εισφορές στο Ι.Κ.Α πληρώσατε ποτέ;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πρόσεξε καλά και μην εμπλέκεσαι στην ιδιωτική μας ζωή, γιατί θα σε πάμε στα δικαστήρια για συκοφαντική δυσφήμιση.

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Έχετε κατοστάρικο για να κάνετε τη μήνυση;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Αυτό είναι θέμα δικό μας! Άντε σπάσε από δω!

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Αν δεν έχετε, πάτε στα κόμματα που ψηφίζατε επί τόσα χρόνια και ασκούσαν εξουσία, για να σας δώσουν!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Κυριλόμαγκα, άδειασέ μας τη γωνιά τώρα, γιατί το κουστούμι που σου πουλήσαμε και φοράς, θα στο κάνουμε σφουγγαρόπανο! Κατάλαβες;

ΚΟΣΜΙΚΟΣ: Επί του πρακτέου συμφωνώ και θα κινηθώ ταχέως, διότι αντιλαμβάνομαι την οργή σας! Επί του συμπαθητικού όμως σας είμαι αλληλέγγυος!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Βρε, ούστ, από δω! Μας βραχυκύκλωσες και την πορεία του γύρου προς το στομάχι μας!

 

[ Ο Κοσμικός φεύγει.]

 

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι ανάλγητος κόσμος είναι αυτός! Δεν σ’ αφήνει να φας ούτε έναν γύρο με πίτα!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Γέμισε ο τόπος τζάμπα μάγκες!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Φορούν ένα κοστούμι σουλατσάρουν στα πέριξ και πουλάνε πνεύμα!

[ Την στιγμή που λένε αυτά οι δυο φίλοι, εμφανίζεται μεθυσμένος ο πρώην ποδοσφαιριστής Ερμής, ο οποίος μονολογεί.]

 

ΕΡΜΗΣ:         Μπορεί να είναι όμορφο

το ασθενές μας φύλο,

αλλά χρειάζεται για στρώσιμο

ένα χέρι ξύλο!

 

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Τι λέει αυτός, ρε, Καραγκιόζη;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τον πόνο του λέει! Τι λέει; Παραμύθια;

 

ΕΡΜΗΣ:         Πυρ, γυνή και θάλασσα

ρημάζουνε τα πάντα

και άμα σε αρπάξουνε,

σε βάζουνε στη μπάντα.

 

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μήπως έχει κι άδικο; Εμείς αυτό δεν πάθαμε;

 

[ Ο Ερμής τραγουδάει  με πολύ πάθος το τραγούδι: «Γυναίκες», που ερμηνεύει ο Γιώργος Μαργαρίτης.]

 

Δεν βρήκα μια γυναίκα

να με καταλαβαίνει,

να κάνει τα χατίρια μου

και να μη με πικραίνει!

 

Γυναίκες, γυναίκες!

Αχ, με κάψανε!

Γυναίκες, γυναίκες!

Με ρημάξανε!

 

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Γιατί, ρε, φίλε, τα βάζεις με τις γυναίκες; Τι σου έκαναν;

ΕΡΜΗΣ: Πολλά, πάρα πολλά!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Δηλαδή, τι;

ΕΡΜΗΣ: Μου έφαγαν όλα τα λεφτά. Και, τώρα είμαι ρέστος και ταπί!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σου έφαγαν όλα τα λεφτά; Με γεια σου!

ΕΡΜΗΣ: Ναι, ρε φίλε! Αμφιβάλεις;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όχι, δεν αμφιβάλω γι’ αυτό.

ΕΡΜΗΣ: Τότε;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αμφιβάλω, αν εσύ διαφέρεις από μας.

ΕΡΜΗΣ: Γιατί;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν βλέπεις; Είμαστε σχεδόν ομοιοπαθείς!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Τι να δει, ρε, Καραγκιόζη; Αυτός είναι τύφλα στο μεθύσι!

ΕΡΜΗΣ: Εγώ τύφλα στο μεθύσι! Άκου, τι λέει! Τύφλα στο μεθύσι!

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Γιατί, έχω άδικο;

ΕΡΜΗΣ: Εντάξει. Πάω πάσο. Επειδή όμως έχω ανάγκη την παρέα σας, φτιάξ’τε για πάρτη σας ένα συγχωροχάρτι, όπως έκανε παλιά το «αναμάρτητο ιερατείο» στο «αμαρτωλό ποίμνιο» και φέρτε να το υπογράψω!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πώς σε λένε, ρε, φίλε;

ΕΡΜΗΣ: Γιατί; Έχει σημασία;

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Έχει, πώς δεν έχει! Αν βέβαια θέλεις να γνωριστούμε.

ΕΡΜΗΣ: Θα σας πω. Κάποτε, όταν ζωγράφιζα με την θεά μπάλα στα γήπεδα και το χρήμα έρρεε άφθονο, όλο το φίλαθλο στερέωμα με αποκαλούσε «ΦΤΕΡΩΤΟ  ΕΡΜΗ», ενώ τα γύναια, τα οποία κολλούσαν πάνω μου σαν βδέλλες, «ΘΕΟ  ΕΡΜΗ».

ΞΕΝΥΧΤΗΣ: Και τώρα;

ΕΡΜΗΣ: Και τώρα, ούτε ξέρουν, ούτε ξέρω ποιος είμαι. Είμαι ο «ΚΑΝΕΝΑΣ»! Κατάλαβες; «Ο ΚΑΝΕΝΑΣ»!

 

ΧΟΡΟΣ:              Αφού  ’μεινα από λεφτά,

                             φύγαν’ ένας, ένας!

Όταν τη δόξα έχασα,

έγινα «κανένας»!

 

Ο μόνος πλέον σύντροφος

είναι το ποτό μου!

Αυτό με κάνει και ξεχνώ

τον πόνο τον δικό μου!

 

Αν ήξερα τι θα γινώ,

θα έπαιρνα τα μέτρα

και θα ’ριχνα προς το κακό

ευθέως μαύρη πέτρα!

 

 

[ Ακούγεται το τραγούδι « Γυναίκες » από τον Γιώργο Μαργαρίτη.]

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ