Γράφει η Χρυσούλα Δημητρακάκη.

Όταν έλειψε η εμπιστοσύνη στη τάξη του κόσμου, ο κόσμος γέμισε ενδεχόμενα και ο μέχρι τώρα κατασιγασμένος φόβος του κόσμου, άρχισε να ξαναπροβάλλεται ανερμήνευτος.

Ο μέγα απελπισμένος, ο άνθρωπος, με συσσωρευμένη τη σοφία του, ανήμπορος να αντέξει έναν κόσμο που είχε ραγίσει, προσπαθούσε να ανασυνταχθεί και να κρίνει.

Ο χώρος και ο χρόνος, σαν δυναμικές οντότητες και οι φυσικοί νόμοι σαν παγκόσμιες σταθερές, που καθόριζαν τη μεγάλη αρχή για ζωή, έγιναν αντικείμενο απροσδιοριστίας, για ισχυροποίηση, κάθε άλογης τάσης και παρέμβασης σε αιώνιες ισορροπίες.

Όταν τα ερωτήματα έγιναν αμφισβήτηση, η αρχή της αβεβαιότητος ταρακούνησε τα ασαφή όρια και τη μεταμορφωτική δύναμη των στοιχείων που δομούσαν τον κόσμο.

Αν η βαρύτητα δρούσε μετά την έκρηξη, το σύμπαν θα μετατρεπόταν σε μία ‘μαύρη τρύπα’.

Αν η έχθρα, κυρίευε τους ανθρώπους, η ζωή τους θα έμενε στάσιμη να βλέπει τον κόσμο να προχωρά.

Και ενώ ο άνθρωπος μπορούσε να αναγνωρίσει αυτά που έγιναν και να φαντασθεί αυτά που θα γίνουν, στα ενδιάμεσα, προσπαθούσε να ακολουθήσει τη ροή των δεδομένων, με όσο το δυνατόν, λιγότερα κενά. Και χωρίς να σημαίνει ότι το κατόρθωνε, γύριζε αργά μα σταθερά στις πηγές του, για να θαυμάσει έναν κύκλο πνοής που από τη θάλασσα γυρνούσε στο ουρανό.

Και εκεί που ήταν έτοιμος να ορθώσει φράγματα στα αχανή όρια του απείρου και να χωρίσει τον κόσμο της γης από τον κόσμο του ουρανού, μέσα σε μία αναλαμπή επαναπροσδιορισμού, σήκωσε το μάτια του ψηλά και βαθαίνοντας μέσα στο σύμπαν, ένιωσε την ανάγκη να υμνήσει.

Για τον ήλιο που δίνει τη ζωή, για την κάθε σταγόνα νερού που χάνεται μέσα στο βάθος της γης, για τις βαθιές αλλαγές που πλημμυρίζουν την ανθρώπινη μορφή, για τις δυνατότητες επιλογών, για τον κύκλο της δημιουργίας και της προσφοράς.

Έναν ύμνο διαφορετικό απ’ ότι είχαμε συνηθίσει να ακούμε.
Έναν ύμνο σε ό,τι φαίνεται απλό και σε ό,τι απλό υπάρχει.
Σε ό,τι λησμονήσαμε και σε ό,τι προσπεράσαμε.
Γιατί κάποτε φτάνει ο καιρός που θα υμνήσουμε ο,τι αρνούμαστε να σεβαστούμε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ