Από την Γωγώ Σωτηροπούλου*.   Ο Aνακριτής είναι το τρίτο πεζογράφημα του Μάριου Μιχαηλίδη και εκείνο που αναδεικνύει περισσότερο την ποιητική προέλευση του συγγραφέα.  Η παρουσία της ποίησης σε αυτό το βιβλίο τόσο σε επίπεδο περιγραφής της εικόνας όσο και σε τοποθέτηση στίχων σε πολλά σημεία της αφήγησης, προϊδεάζει για την λογοτεχνική καταγωγή του συγγραφέα και τον πλέον ανυποψίαστο αναγνώστη, αυτόν που δεν διάβασε προηγουμένως κανένα έργο του Μιχαηλίδη.

Τι είναι ο Ανακριτής;

Είναι μία ακόμα μεταεμφυλιακή ή μεταπολιτευτική νουβέλα από τις πολλές που έχουν γραφεί μετά από τις τραυματικές εμπειρίες των συγγραφέων στις κρίσιμες ιστορικά στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας;

Ο Μιχαηλίδης βαδίζει στα βήματα που ακολούθησαν οι πεζογράφοι της μεταεμφυλιακής ή μεταπολιτευτικής γενιάς, στο κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, στην Πηγάδα της Μάρως Δούκα, στον σύντροφο ανακριτή;

Ή είναι μία πεζογραφία στα χνάρια της ποίησης του Καβάφη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, τους οποίους ο ίδιος συγγραφέας επικαλείται στις σημειώσεις του;  Πιστεύω ότι η ιστορική εξιστόρηση που υπάρχει και εδώ, όπως και στα δύο προηγούμενα βιβλία του τον Οστεοφύλακα και Τα Κρόταλα του χρόνου είναι προσχηματική.

Το βιβλίο δεν είναι μία μεταπολιτευτική νουβέλα της αντίστασης της γενιάς του Πολυτεχνείου παρ’ όλο που το ιστορικό μέρος εκτυλίσσεται χρονικά 1974 – 75.

Ας δούμε όμως μία πολύ σύντομη περίληψη.

Αμέσως μετά την μεταπολίτευση και μέσα στην ρευστή πολιτική κατάσταση, ένας φοιτητής της φιλοσοφικής συλλαμβάνεται για συμμετοχή σε τρομοκρατική ενέργεια.

Ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί ότι πρόκειται για την δολοφονία του Γουέλς, αμερικανού πράκτορα, από την 17η Νοέμβρη.  Ο χρόνος, ο τόπος και ο τρόπος που συνελήφθη, ενώ περίμενε κουστουμαρισμένος σε ραντεβού την κόρη υψηλόβαθμου στρατιωτικού, αλλά κυρίως από ποιους καρφώθηκε, βασανίζουν τον φοιτητή (που δεν θα μάθουμε καν το όνομά του) επί ένα διήμερο.  Τόσο κρατάει η περιπέτειά του και o αφηγημένος μύθος, δηλαδή η υπόθεση του βιβλίο.  Δύο ημέρες σε ένα κελί, όπου εμπλέκεται το φανταστικό με το πραγματικό.  Είναι κλεισμένος, αλλά που;  Στο σκοτεινό κελί που τον βασανίζουν με τον αμίλητο ανακριτή παρόντα, ή είναι απλώς στο κρατητήριο, όπου ακούει τους συλληφθέντες από το ελευθερίων ηθών;  ή συνάντηση στο γραφείο του διοικητή, όπως οδηγούν τα αντίστοιχα κεφάλαια;

Με συνεχείς αναδρομές από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, αλλά ακόμα και στο ίδιο κεφάλαιο, το θύμα ξετυλίγει την μνήμη του, κάνοντας υποθέσεις, για το πώς οδηγήθηκε στην σημερινή του κατάσταση και πως πρέπει να την χειρισθεί.

Η όλη ατμόσφαιρα, ιδιαίτερα στα κεφάλαια του υπόγειου κελιού, είναι καφκική.

Βασανισμός, πόνος, βρωμιά, ο κοντός βασανιστής και ο αθέατος ανακριτής στοιχειώνουν το θύμα.

Ο ανακριτής δεν χρειάζεται να μιλήσει, να ρωτήσει τίποτα.  Το ίδιο το θύμα ξύνοντας τις πληγές της μνήμης του, κάνει τον ανακριτή του εαυτού του.

Ο χρόνος του χθες, του τώρα και του αύριο διαστέλλεται και συστέλλεται μέσα από την μνήμη, δοκιμάζοντας τα όρια της ψυχικής αντοχής ενός κατ΄ εξοχήν αντιήρωα φοιτητή, που απλώς ακολούθησε τους πιο θαρραλέους για να μην μείνει πίσω.

Το βιβλίο εκτυλίσσεται σε τρία χρονικά επίπεδα. Στο παρελθόν -στην Κύπρο, αλλά και στην Ελλάδα σε παλαιότερη σύλληψή του-, στο χρονικό παρόν του αφηγημένου μύθου (1975) αλλά και αργότερα (1987). Η εξωτερική δράση με αναφορά στα γεγονότα της Κύπρου και της Ελλάδας το 1974, μένει απλή αναφορά.

Εκείνο που απασχολεί τον Μιχαηλίδη είναι η εσωτερική δράση.  Ο ήρωας και ο εαυτός του. Τα διλήμματα, οι αμφιβολίες του και κυρίως ο φόβος του, που ενδυναμωμένος από τον εγκλεισμό, τον οδηγεί σε μεταπτώσεις με καταδύσεις και αναδύσεις στα βάθη του είναι του.

Καφκικής έμπνευσης ιστορία, που παρ’ όλη την ιστορική αναφορά στη σύγχρονη ιστορία θα μπορούσε να έχει συμβεί οποτεδήποτε και σε οποιαδήποτε χώρα. Η βία του εγκλεισμού από μία πανίσχυρη εξουσία στοχεύει στην σωματική και ψυχική αποσάθρωση, έτσι που το θύμα να καταλήξει όργανο στα χέρια των θυτών.

Αυτή την κατάρρευση φαίνεται να περιμένει ο σιωπηλός ανακριτής που είναι παρών στο κελί του κρατούμενου.

Αυτός ο κρυμμένος στην σκοτεινιά του κελιού του ανακριτής είναι η ενσάρκωση του ίδιου του του φόβου.  Το βιβλίο Ο Ανακριτής επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις. Για μένα η κυρίαρχη ανάγνωση είναι η πάλη με το σκοτεινό θηρίο που κουβαλάμε μέσα μας.  Τον φόβο, την ενοχή, τις αμφιβολίες και όλα αυτά που μας κυριεύουν όταν βρεθούμε σε συνθήκες αναίτιου εγκλεισμού, μόνοι με τον εαυτό μας.

Από όλα αυτά περνάει ο ήρωας του βιβλίου και ο Μιχαηλίδης καταγράφει σαν αόρατος ανακριτής τις μεταπτώσεις του και την δοκιμή των ορίων του μυαλού του, στην πορεία προς την πραγμάτωση της αυτογνωσίας του.

Δεν χρειάζεται να μιλήσω για την γλωσσική δεξιότητα του Μιχαηλίδη.  Αυτή η ικανότητα έχει ήδη αποτυπωθεί στο πρώτο του πεζογράφημα, τον Οστεοφύλακα, με ανεπανάληπτο τρόπο.

Εδώ, στον Ανακριτή έχουμε την πιο ποιητική γραφή από τα τρία πεζογραφήματά του, γεγονός που επιτυγχάνεται, εκτός των άλλων,  με παρεμβολές στίχων μέσα στο κείμενο, αλλά και με ποιητικές περιγραφές των εικόνων εικόνας. Ενδεικτικά αναφέρομαι στην πρώτη σελίδα.

«Η αχνή λωρίδα του φεγγαριού έμοιαζε ζωντανή, καθώς μπαίνοντας από τον φεγγίτη, γλιστρούσε αργά, πολύ αργά, προς τον μηρό.  Του πέρασε η ιδέα πως το φως μπορεί να ήταν λεπίδα και αυτό τον έκανε προς στιγμή να ανατριχιάσει και ασυναίσθητα να φέρει τις δύο του παλάμες στο πρόσωπο.  Λεπίδα η ματιά σου και με σφαγιάζει υπέροχα.»

Η επιλογή της τριτοπρόσωπης αφήγησης, που δηλώνει ταυτόχρονα τον αφηγητή γεγονότων, αλλά και σκέψεων του ίδιου του ήρωα, έχει την μορφή εσωτερικού μονολόγου. Επίσης, κάτι χαρακτηριστικό και στα άλλα του πεζά είναι η τοποθέτηση του χρόνου με διαδοχικά πρωθύστερα.

Ο Ανακριτής του Μιχαηλίδη, η σκοτεινή φιγούρα που ζει μέσα μας, συμπληρώνει την τριλογία που άρχισε με τον Οστεοφύλακα και είναι μία κατάδυση στον “Άλλο”, που ζει σιωπηλά μέσα μας και στις δύσκολες στιγμές ξεπετιέται πανίσχυρος και μας κυριαρχεί.

Η δεξιοτεχνία του Μιχαηλίδη σε αυτή την τριλογία, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει η Μάρη Θεοδοσοπούλου, έγκειται στο γεγονός ότι η προσωπική και ανθρώπινη ιδιότητα εμπλέκεται με την ιστορία.  Στην γέννηση του ελληνικού κράτους, στον Οστεοφύλακα, στο κίνημα της Γ’ Σεπτεμβρίου του 1843, στα Κρόταλα του χρόνου  και η χούντα (πολυτεχνείο – κυπριακό – μεταπολίτευση) στον Ανακριτή.

Η εμπλοκή αυτή συνιστά την σύνδεση του ατομικού ασυνείδητου των ηρώων του με το συλλογικά ασυνείδητο του ελληνισμού.  Όσο για την πορεία του ατόμου προς την αυτογνωσία που επιτυγχάνεται με την καταβύθιση στο συμβολικό υπόγειο (κελί – ασυνείδητο), υπάρχει και η άποψη του μεγάλου Ντοστογιέφσκι, όπως αποτυπώνεται στην εισαγωγή στο υπόγειο «όχι δεν είναι καλό να γνωρίζει ο άνθρωπος τον εαυτό του».

Φυσικά ο μέγας ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής δεν αναφέρεται στην αυτογνωσία μέσω του συλλογικού ασυνειδήτου, παρά την ενασχόλησή του με την «Ρώσικη ψυχή», αλλά στο ατομικό ασυνείδητο.

 

Η Γωγώ Σωτηροπούλου είναι συγγραφέας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ