Γράφει ο Ευάγγελος Καλούσης, Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ).

Έχοντας συμπληρώσει πάνω από 100 χρόνια στην ελληνική οικονομία, η βιομηχανία ειδών διατροφής, παρά την κρίση, ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον και επενδύσει σε έρευνα και ανάπτυξη.

Εκατό χρόνια γόνιμης παρουσίας συμπλήρωσε η ελληνική βιομηχανία ειδών διατροφής, που είναι σήμερα και ο κορυφαίος κλάδος της ελληνικής μεταποίησης. Ένας κλάδος που απασχολεί περισσότερα από 350.000 άτομα, πραγματοποιεί 3 δισεκατ. ευρώ εξαγωγές και καλύπτει το 25% της βιομηχανικής παραγωγής με πωλήσεις που φθάνουν τα 13 δισεκατ. ευρώ.

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι τα δύο τελευταία χρόνια η βιομηχανία ειδών διατροφής αντιμετωπίζει και αυτή, όπως και όλη η οικονομία μας, σοβαρά προβλήματα, παρά το γεγονός ότι η ζήτηση των προϊόντων της είναι πιο ανελαστική σε σχέση με τα προϊόντα άλλων κλάδων. Στο πλαίσιο αυτό, πρωταρχικής σημασίας ζήτημα είναι η πτώση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, η οποία, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, έχει οδηγηθεί σε επίπεδα όμοια με τα αντίστοιχα της δεκαετίας του 1980, ενώ οι άμεσες πραγματικές αποδοχές ανά απασχολούμενο μειώνονται διαρκώς. Ακόμη, όμως, και στις λίγες περιπτώσεις καταναλωτών που η αγοραστική τους δύναμη δεν έχει ακόμη υποστεί σοβαρό πλήγμα, το γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας και ανασφάλειας επιδρά αρνητικά.

Την ίδια στιγμή, οι τιμές των πρώτων υλών και της ενέργειας συνεχίζουν να αυξάνονται και δυσχεραίνουν την θέση των εταιρειών του κλάδου, οι οποίες καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να απορροφήσουν μεγάλο μέρος του κόστους. Το ίδιο συμβαίνει και με τις διαρκείς αυξήσεις στους φόρους, με σημαντικότερη την αύξηση του ΦΠΑ –στα τρόφιμα από 11% σε 13%, στα αναψυκτικά από 13% σε 23%, στην εστίαση από 13% σε 23%– καθώς και με την συνεχή επιβολή έκτακτων εισφορών. Η δε κατάσταση επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο από το τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας και επισφαλειών που μαστίζει την αγορά, αλλά και από το γεγονός ότι σήμερα πλέον απαιτείται προκαταβολή σε μετρητά για τις εισαγωγές πρώτων υλών και spare parts, μη αποδοχή ελληνικών εγγυητικών επιστολών, κλπ.

Μέσα σε όλο αυτό το δυσμενές περιβάλλον, η Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων έχει επιπλέον να αντιμετωπίσει τις διαρκείς αλλαγές στα φορολογικά και διοικητικά μέτρα, που κάθε άλλο παρά διασφαλίζουν ένα σταθερό πλαίσιο για την επιχειρηματική δράση και καινούργιες επενδύσεις, αλλά και την συνεχιζόμενη καχυποψία και εχθρότητα προς το επιχειρείν και τις επιτυχημένες επιχειρήσεις, που συχνά προβάλλονται ως εχθροί της κοινωνίας και του πολίτη, σε αντιδιαστολή με το «καλό κράτος».

Ωστόσο, παρά τις αντίξοες αυτές συνθήκες, όλοι εμείς στην Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων καταβάλλαμε και καταβάλλουμε καθημερινά κάθε δυνατή προσπάθεια για να κάνουμε αποφασιστικά βήματα μπροστά. Μέσα σε αυτό το πολύ δύσκολο περιβάλλον, η Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων, όπως και σε άλλες δύσκολες στιγμές που πέρασε η χώρα μας, προσπαθεί, παλεύει, αντιμετωπίζει βήμα προς βήμα τις προκλήσεις και επιτυγχάνει να επιβιώσει αλλά και να συνεχίσει να διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο για το μέλλον των επιχειρήσεών της και της ελληνικής οικονομίας γενικότερα.

Πιστεύουμε ότι το κλειδί για να βγούμε από την κρίση είναι η υιοθέτηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου που θα στηρίζεται σε τέσσερις άξονες: την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, την ενίσχυση της εξωστρέφειας, την προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας και την προώθηση νέων επενδύσεων.

Η Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων είναι ένας κλάδος που κατ’ εξοχήν προάγει την ανταγωνιστικότητα, καθώς αντιμετωπίζει με πολλή προσοχή το θέμα του κόστους παραγωγής και των τιμών. Ο ρόλος μας είναι να παράγουμε προϊόντα ποιοτικά, ασφαλή και στην καλύτερη δυνατή τιμή. Οι επιχειρήσεις του κλάδου αναδιοργανώνουν την παραγωγή, περιορίζουν όλα τους τα έξοδα, συγκρατούν –ή και μειώνουν, ακόμα– τις τιμές των προϊόντων τους και πραγματοποιούν συνεχείς προσφορές, προκειμένου να κρατήσουν τους καταναλωτές τους. Κάθε φορά προσπαθούμε να εξαντλήσουμε όλα τα περιθώρια και να απορροφήσουμε το οποιοδήποτε κόστος πριν προβούμε σε ανατιμήσεις, γιατί η υποστήριξη των προϊόντων μας από τους καταναλωτές είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την δική μας επιτυχία και ανάπτυξη. Άλλωστε, η διατήρηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα προϊόντα μας συνιστά το σπουδαιότερο κεφάλαιό μας και είναι ένα κύριο μέλημα στην εποχή της οικονομικής κρίσης.

Ως προς την εξωστρέφεια, πρέπει να τονιστεί ότι οι επιχειρήσεις του κλάδου των τροφίμων ήσαν ανέκαθεν εξωστρεφείς. Το 2010, παρά την κρίση που είχε ήδη γίνει κάτι περισσότερο από αισθητή σε ολόκληρο το φάσμα της οικονομικής και επιχειρηματικής ζωής, η Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων κατάφερε να αυξήσει τις εξαγωγές της κατά 22% σε σχέση με το 2009. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2010, το 2011 καταγράφηκε άνοδος των εξαγωγών κατά 18%.

Άμεσα συνυφασμένη με τις έννοιες της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας είναι και αυτή της καινοτομίας. Η Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων επενδύει στην έρευνα και προωθεί την καινοτομία, ενώνοντας τις δυνάμεις της με άλλους φορείς, όπως είναι τα πανεπιστήμια, οι ερευνητικοί φορείς και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η βιομηχανία ειδών διατροφής πιστεύει ότι η γνώση αποτελεί παράγοντα που σήμερα δημιουργεί εθνικό εισόδημα, γι αυτό και κάνει κάθε προσπάθεια στον τομέα αυτόν να υιοθετήσει τα πιο προωθημένα διεθνή πρότυπα. Παράλληλα, ενθαρρύνει και τους νέους προς την κατεύθυνση αυτή και ήδη έχουν καταγραφεί πολύ θετικές εξελίξεις. Εξάλλου, στην σημερινή φάση για ανάπτυξη που τόσο έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία, η καινοτομία αποτελεί μοναδικό ισχυρό μέσο για την επίτευξη του αναπτυξιακού στόχου, με ταυτόχρονη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η βιομηχανία τροφίμων είναι η μεγάλη ελπίδα της ελληνικής οικονομίας –για την οποία, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αποτελεί πλέον και μεγάλο εθνικό στόχο.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ