Μιλά σήμερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ η συγγραφέας Έλενα Χουζούρη  με αφορμή το νέο της βιβλίο Δύο φορές αθώα

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη.

Τι κρύβουν οι δύο ζωές της Βερόνικα Κ.; Τι έχει αφήσει πίσω της στην Τασκένδη, όπου γεννήθηκε από Έλληνες γονείς που βρέθηκαν εκεί μετά τον Εμφύλιο; Ποιο μυστικό στοίχειωνε τα παιδικά της χρόνια; Ποιος είναι ο καθοριστικός ρόλος του παλιού αντάρτη πατέρα της και στις δύο ζωές της; Και ο μεγάλος της έρωτας με τον Ιόσιφ Μπ. τι απέγινε; Πώς κύλησε η ζωή της στην Ελλάδα, την οποία έμαθε από παιδί να θεωρεί ως πατρίδα της και στην οποία ήρθε το 1989, τη χρονιά που ο κόσμος που γνώριζε άρχιζε να καταρρέει; Πώς τη δέχθηκε αυτή η πολυθρύλητη πατρίδα;

Ερωτήματα στα οποία καλείται να απαντήσει η πενηνταοκτάχρονη Βερόνικα Κ. το 2011. Μυστικά τα οποία υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει κατάματα. Αφορμή, μια συνέντευξη που δίνει σε μια νεαρή δημοσιογράφο η οποία κάνει έρευνα για την τύχη των παιδιών των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων που επαναπατρίστηκαν. Μια συνέντευξη που θα είναι η τελευταία της εικοσιεπτάχρονης δημοσιογράφου, αφού η εφημερίδα της θα κλείσει και η ίδια θα αναγκαστεί να ακολουθήσει την αντίθετη διαδρομή από αυτήν της Βερόνικα Κ. Εκείνη της μετανάστευσης για μια καλύτερη τύχη μακριά από μια Ελλάδα βυθισμένη στην κρίση και στην ανασφάλεια. Στο μεταξύ όμως θα ανακαλύψει μια αναπάντεχη πτυχή που αφορά τη ζωή της Βερόνικα Κ.
Ένα μυθιστόρημα της Έλενας Χουζούρη με τίτλο Δύο φορές αθώα από τις εκδόσεις   Κέδρος. Μετά την “Πατρίδα από βαμβάκι”, συνεχίζει να παρακολουθεί την ελληνική περιπέτεια στο μεταίχμιο της Ιστορίας, στο μεταίχμιο δύο κόσμων, μέσα από τις προσωπικές απώλειες και διαψεύσεις των ηρώων του. Η Έλενα Χουζούρη, για πολλά χρόνια εργάστηκε ως δημοσιογράφος στον τομέα πολιτισμού και βιβλίου στον αθηναϊκό ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Για δεκαοκτώ χρόνια ετοίμαζε και παρουσίαζε την εκπομπή βιβλίου “Ο φίλος μου κ. Γουτεμβέργιος” στο Πρώτο Πρόγραμμα (ΝΕΤ 105,8) της ΕΡΑ. Συνεργάστηκε για θέματα πολιτισμού στο τηλεοπτικό μαγκαζίνο “Τέχνη και Πολιτισμός” της δημόσιας τηλεόρασης (1987-1990). Επίσης συνεργάστηκε στην παρουσίαση βιβλίων στις τηλεοπτικές εκπομπές “Βιβλιόραμα”, “Πνεύμα αντιλογίας” και “Έχει γούστο”. Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) και της Εταιρείας Συγγραφέων, στο Δ.Σ. της οποίας έχει χρηματίσει Αντιπρόεδρος (2009-2011) και Γενικός Γραμματέας (2011-2013). Σήμερα μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ.

-Το Δύο φορές αθώα είναι κατά κάποιον τρόπο συνέχεια του Πατρίδα από βαμβάκι, κάτι σαν «διλογία» δηλαδή, αν και είναι αδόκιμος ο όρος;

«Με το δύο φορές αθώα» κλείνει μυθιστορηματικά  το κεφάλαιο που άνοιξε με το μυθιστόρημα «Πατρίδα από βαμβάκι και που  σχετίζεται με τον  ελληνικό εμφύλιο πόλεμο και τα επακόλουθά του. Επακόλουθα που δεν ταλάνισαν μόνον τη γενιά που συμμετείχε σ αυτόν αλλά και τις επόμενες, τις παντελώς αθώες. Έτσι στο «Δύο φορές αθώα» ο πρωταγωνιστής  του «Πατρίδα από βαμβάκι» γιατρός Στέργιος Χ. κάνει ένα πέρασμα στο «Δύο φορές αθώα», ενώ η κόρη του  Λένα  είναι επιστήθια φίλη της ηρωίδας. Μ’ αυτήν την έννοια θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «διλογία» αν και όπως σωστά επισημαίνετε πρόκειται για αδόκιμο όρο».

-Ποιο είναι  το φόντο, θα λέγαμε,  όπου ακουμπάει η προσωπική διαδρομή και ιστορία της ηρωίδας σας στο Δύο φορές αθώα;

«Το φόντο είναι η Αθήνα από τη δεκαετία του 1990 έως το 2011, δηλαδή η περίοδος της ανόδου και της κατάρρευσης. Οι αναδρομές όμως της ηρωίδας μας οδηγούν και  στην Τασκένδη των παιδικών και νεανικών της χρόνων, καθώς και  σε ιστορικές περιόδους  του τέλους του  20ου αιώνα, όπως εκείνη της περεστρόικα στην πρώην ΕΣΣΔ ή της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου. Σποραδικά αναφέρεται και η Θεσσαλονίκη των αρχών της δεκαετίας του 1990 με αφορμή το «μακεδονικό ζήτημα».

-Ξένοι κι εκεί, ξένοι κι εδώ; Πρόκειται για το αιώνιο και αξεπέραστο πρόβλημα των ελλήνων  μεταναστών;

«Δυστυχώς έτσι είναι. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν ξένοι στα ξένα μέρη ξένοι και στην πατρίδα τους. Αυτό  πιστεύω ότι ήταν το χειρότερο επακόλουθο του εμφυλίου πολέμου γι αυτούς. Να μην ξέρεις που να σταθείς, πού να αναγνωριστείς».

-Με ποιον τρόπο η Βερόνικα αντιμετωπίζει τον ξεριζωμό της από την Τασκένδη και την εγκατάστασή της σε μια Αθήνα που δε γνωρίζει;  

«Η ηρωίδα μου από την στιγμή που μπαίνει στο τραίνο που θα την οδηγήσει μακριά από την Τασκένδη, δηλαδή την παιδική, εφηβική και νεανική της ηλικία, για να μπορέσει να εξοικονομήσει μέσα της το βαθύ ρήγμα που της δημιουργεί ο ακούσιος ξεριζωμός παγώνει όλα τα συναισθήματά της, τα βάζει σε μία κάψουλα κι έτσι παγωμένα τα διατηρεί έως τη στιγμή που δέχεται το πρώτο τηλεφώνημα της δημοσιογράφου η οποία κάνει έρευνα για την τύχη των «παιδιών» των πολιτικών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν  στην Ελλάδα».

-Γιατί δεν μπορεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα; Μήπως επειδή βρίσκει  μια χώρα που δεν έχει σχέση μ’ εκείνη για την οποία ο πατέρας της αλλά και όλοι οι άλλοι φίλοι του της μιλούσαν;

«Η προσαρμογή για τη δεύτερη γενιά των Ελλήνων που γεννήθηκαν στην Τασκένδη, δηλαδή στην πρώην ΕΣΣΔ,  δεν ήταν μόνον γιατί δεν βρήκαν την ιδανική χώρα με την εικόνα της οποίας τους είχαν γαλουχήσει οι γονείς τους, ήταν και το ότι ήρθαν σ ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα οικονομικής και κοινωνικής δομής, αξιών και νοοτροπιών. «ΉτVIVLIOαν σαν να ήρθαμε σε άλλον πλανήτη» μου είπε κάποιος. Υπήρξαν και κάποιοι που δεν άντεξαν και αυτοκτόνησαν. Έπαιξε και ρόλο η ηλικία την οποία είχαν όταν ήρθαν. Όσο νεώτεροι τόσο ευκολότερη η προσαρμογή, όσο μεγαλύτεροι, όπως η ηρωίδα μου, τόσο δυσκολότερη έως και αδύνατη. Αρκεί να σας πω ότι ακόμη και σήμερα, ορισμένοι μεταξύ τους μιλούν ρωσικά και οι περισσότεροι εκτός από τα ελληνικά παρακολουθούν και ρωσικά κανάλια. Ωστόσο τους ήταν αδιανόητο το να μην ακολουθήσουν  τους γονείς τους στο δρόμο προς την ιδανική Ιθάκη, δηλαδή την Ελλάδα. Τελικά πατρίδα τους ήταν η πατρίδα των γονιών τους».

-Πάντα κάνετε έρευνα όταν πρόκειται για καταστάσεις που δεν έχετε ζήσει, όπως η συγγραφή του τελευταίου μυθιστορήματος;

«Ναι, πάντα κάνω έρευνα εφόσον δεν έχω ζήσει τέτοιες καταστάσεις. Κυρίως επιδιώκω να μιλάω με τους ανθρώπους που τις έχουν ζήσει και να προσπαθώ να τους νιώσω, να εισχωρήσω, όσο το δυνατόν, στα βιώματά τους και να τα αγγίξω. Στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν εύκολο διότι δεν μπορούσα στην αρχή να καταλάβω τι εκείνοι δεν είχαν μπορέσει να καταλάβουν στον δικό μας κόσμο. Πράγματα που για μένα, για μας, ήταν αυτονόητα γι αυτούς ήταν ακατανόητα».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ