Θεόδωρος Καλτσούνης, Δρ. Φ.
Απόφοιτος Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς, 1953
Ομότιμος Καθηγητής Παιδαγωγικής στις Κοινωνικές Σπουδές
University of Washington, Seattle, WA, USA

Η εντολή που πήρα από τους οργανωτές των εκδηλώσεων ήταν να απευθυνθώ σήμερα στο θέμα της προσφοράς των Βελλαΐτών στη Βόρειο ‘Ηπειρο. Σαν Βορειοηπειρώτης, δέχτηκα αμέσως το ευρύ και δύσκολο αυτό θέμα που περιέχει πολλές και ποικίλες πτυχές. Οι πτυχές αυτές διαμορφώθηκαν από τις διάφορες επιδρομές, εξελίξεις, κινήματα, και ιδεολογίες σε μια περίοδο πάνω από δύο χιλιετηρίδες. Οι πολύμορφες αυτές αλλαγές επέφεραν διαδοχικά νέες καταστάσεις που τελικά επηρέασαν και το έργο των Βελλαϊτών της Βορείου Ηπείρου στον εικοστό αιώνα.

‘Οπως είναι γνωστό, στην αρχαία εποχή υπήρχαν μόνον δυό λαοί στην Ευρώπη—οι ‘Ελληνες και οι βάρβαροι. Ακολούθησαν μετά διάφορες αυτοκρατορίες, από τη Ρωμαϊκή μέχρι την Οθωμανική, μέσα στις οποίες όλοι σχεδόν οι λαοί, προ παντός στα Βαλκάνια, ζούσαν μαζύ. Κάτω από την πίεση των κατακτητών πολλοί άνθρωποι ξεχνούσαν την ταυτότητά τους και άλλαζαν ακόμα και τη θρησκεία τους, όπως έγινε με την πλειονότητα των Βοσνίων και των Αλβανών. Εξισλαμίστηκαν οι περισσότεροι Αλβανοί και εγκατέλειψαν την Χριστιανική Ορθόδοξη πίστη τους. Η εξέλιξη αυτή άρχισε να δημιουργεί προβλήματα μεταξύ των Αλβανών και των Ελλήνων γειτόνων τους, και ειδικά αυτών που ζούσαν δίπλα τους στο χώρο της σημερινής Βορείου Ηπείρου ή Νοτίου Αλβανίας, όπως οι Αλβανοί προτιμούν.

Παρ’ όλα αυτά, συνέχισαν οι διάφοροι λαοί να ζούν μαζύ μέχρις ότου παρουσιάστηκε ο εθνικισμός του 19ου αιώνα. Το κίνημα αυτό διαχώρισε τους ανθρώπους και τους πότισε με επεκτατικές τάσεις. Οι τάσεις αυτές ήταν τυφλές στα δικαιώματα του ανθρώπου και οδήγησαν τον κόσμο σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο κομμουνισμός κατέκτησε όλες σχεδόν τις Βαλκανικές χώρες, συμπαραλαμβομένης και της Αλβανίας με τον Βόρειοηπειρωτικό πληθυσμό στη νότια περιοχή της. ‘Οπως όλοι γνωρίζομε, η Ελλάδα απέφυγε την άμεση ή έμμεση κυριαρχία της πρώην Σοβιετικής ‘Ενωσης, αλλά έπεσε στα δεινά ενός άγριου εμφιλίου πολέμου.

Το Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς ιδρύθηκε το 1911 και υπολογίζω ότι οι πρώτοι απόφοιτοι γύρησαν στη Βόρειο ‘Ηπειρο όταν η Αλβανία ήταν ακόμα στα τελευταία στάδια της εγκαθίδρυσής της ως ανεξάρτητο κράτος. Τότε ήταν η εποχή των ονείρων της Μεγάλης Ιδέας και της Μεγάλης Αλβανίας. ‘Ηταν σχεδόν αμέσως μετά τη διάλυση της Αυτονόμου Βορείου Ηπείρου. Ήταν η εποχή που η Ελλάδα διεκδικούσε τη Βόρειο Ήπειρο, ενώ η Αλβανία, επιδιώκοντας μια ομοιογενή Μεγάλη Αλβανία, επέμενε στην αφομοίωση των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Και τούτο παρά το γεγονός ότι η Αλβανική Κυβέρνηση επίσημα υποσχέθηκε ότι θα σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών.

Ήταν μέσα σε αυτή την εποχή, που κράτησε μέχρι το 1939, όταν ο Βελλαΐτης Θωμάς Λιόλιος γύρισε στη Βόρειο ‘Ηπειρο το 1922, χειροτονήθηκε ιερέας, και υπηρέτησε στο Μουρσί ως παπάς και δάσκαλος. Όταν ο Ζόγου έκλεισε τα Ελληνικά σχολεία το 1929, ο παπά Θωμάς ξαναζωντάνεψε το κρυφό σχολειό, που δυστυχώς μερικοί αμφισβητούν σήμερα, και κρυφά μέσα στην εκκλησία δίδασκε στα παιδιά τα γράμματα και τα σπουδάσματα του Ελληνικού πολιτισμού. Τον πρόδωσε κάποιος και φυλακίστηκε ο παπά Θωμάς.

Οι χωριανοί μου απόφοιτοι Βελλαΐτες Νικόλαος Κώτσης και Αριστοτέλης Χαρμπάτσης γύρισαν στη Δίβρη για να μας διδάξουν τη μητρική μας Ελληνική γλώσσα και τα ιδανικά των προγόνων μας. Και οι δυό τους ήταν τα καμάρια του χωριού, και όπως θυμάμαι καλά, κάθε μάνα έλεγε στα παιδιά της: σαν αυτούς να γίνετε. ’Οπως και οι άλλοι Βελαΐτες, μαζύ με τους ιερείς και προέδρους των κοινοτήτων, ο Νικόλαος Κώτσης και ο Αριστοτέλης Χαρμπάτσης, πιστοί στα διδάγματα της Βελλάς, αντέδρασαν στην προσπάθεια της τότε Αλβανικής Κυβέρνησης να περιορίσει τα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών—γλώσσα, θρησκεία, και γενικά τον πολιτισμό. Ο ιρέας πατέρας μου, που μόλις είχε χειροτονηθεί το 1932, έλαβε μέρος σε αυτές τις αντιδράσεις. Δεν υπέγραψε όταν οι Αλβανοί τον πίεζαν να συμφωνήση για την αλλαγή της γλώσσας.

Η κατάσταση χειροτέρευσε στην Αλβανία μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στις άκρες εθνικιστικές τάσεις της τότε Αλβανίας προσθέτηκε και το δογματικό κι’ αυταρχικό κομμουνιστικό σύστημα του Ενβέρ Χότζα. Οι ζώνες της Ελληνικής μειονότητας λιγόστεψαν αυθαίρετα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία απαγορεύτηκε, και οι ναοί της κατεδαφίστηκαν. Η διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας περιορίστηκε μόνον στις τέσσαρες πρώτες τάξεις. Η τιμωρία για τη μη υποταγή στη νέα κατάσταση ήταν ο θάνατος.

Ο Νικόλαος Κώτσης, ο δάσκαλός μου στην τετάρτη τάξη, προέβλεψε το εγγύς μέλλον και δραπέτευσε στην Ελλάδα. Ο Αριστοτέλης Χαρμπάτσης, όμως, έπεσε θύμα, όπως και άλλοι Βελλαΐτες, της κατοχικής προπαγάντας του Ενβέρ Χότζα, που έδεινε υποσχέσεις ότι θα υποστήριζε δήθεν την Ελληνική μειονότητα. ‘Εμεινε πίσω ο ήρωας Χαρμπάτσης και αγωνίστηκε εναντίον των Γερμανο-Ιταλών κατακτητών. ‘Οταν όμως η κατοχή έληξε και ο Χότζας φανέρωσε ποιός στην πραγματικότητα ήταν, ο Αριστοτέλης Χαρμπάτσης αντιστάθηκε, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του. ‘Οπως έγραψε και ο αείμνηστος καθηγητής μας και διευθυντής της Σχολής Οδυσσέας Δημογκίνης, «απαγχονίστηκε από το Κ. Κ. Αλβανίας».

Σ’ αυτό το σημείο, αγαπητοί αδελφοί Βελλαΐτες, θα μου επιτρέψετε και μια παρένθεση. Ο Αριστοτέλης Χαρμπάτσης έλαβε μέρος σε κομμουνιστκό κίνημα, αλλά απέδειξε με τη θυσία της ζωής του ότι δεν ήταν κομμουνιστής της εποχής εκείνης. Ήταν, μάλλον, πιστός στα δικαιώματα του ανθρώπου και στα άλλα ιδανικά που απέκτησε στη Βελλά. Για αυτό και ο αξέχαστος Δημογκίνης, αναφερόμενος στο συγχωριανό μου Χαρμπάτση, είπε τα εξής: «Ομολογουμένως, τέτοιοι κατά κανόνα ανεδείχθησαν οι απόφοιτοι του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς…», αλλά ο αείμνηστος Δημογκίνης δεν σταμάτησε εκεί…συνέχισε με τη φράση: «εξαιρουμένων ολίγων αποτελούντων ασήμαντον μειοψηφίαν».

Χωρίς να θέλω να μειώσω τη μεγάλη μου ευγνωμοσύνη προς το δάσκαλό μας, έρχομαι να υποστηρίξω ότι, όπως ο Αριστοτέλης Χαρμπάτσης, έτσι και εκείνοι οι ολίγοι Βελλαΐτες που είχε στο νού του ο δάσκαλός μας δεν ήταν κομμουνιστές. Απλώς έπεσαν θύματα της κομμουνιστικής προπαγάντας που στην αρχική της φάση έμοιαζε με τις ανθρωπιστικές αξίες της Βελλάς. Παιδί ακόμα στη Δίβρη, πολύ καλά θυμάμαι τους διαφωτιστές του Ενβέρ Χότζα που συνέχεια μας διαβεβαίωναν πως όταν το κόμμα αναλάβει την εξουσία δεν θα υπάρχει φτωχός στο χωριό. Μεγαλωμένοι στη φτώχεια, όπως όλοι εμείς οι Βελλαΐτες είμασταν, ακούγαμε τα λόγια αυτά με ανακούφηση. Δεν αποκλείεται κι’ εκείνοι οι ολίγοι του δάσκαλού μας, να πίστεψαν σε αυτά που άκουγαν γιατί ήταν, όπως είπα, παρόμοια με τα διδάγματα της Βελλάς—αγάπη, αλληλεγγύη, ανθρωπιά. Ενας απ’ αυτούς τους ολίγους, ενεργό ακόμα μέλος στο σύστημα του Χότζα, ήταν και ο δάσκαλος που το 1945 περπάτησε τα βουνά για οκτώ ώρες για να συναντήσει έμπιστο άνθρωπο που θα μπορούσε να ενημερώσει τον πατέρα μου ότι είχε ήδη βγεί η απόφαση για τη σύλληψη και εκτέλεσή του. Αμέσως δραπετεύσαμε οικογενειακώς και σωθήκαμε.

Αυτά τα λίγα μου επιτρέπει ο χρόνος για τους Βελλαΐτες που έδρασαν στην Βόρειο ‘Ηπειρο πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και κατα την απάνθρωπη περίοδο του Ενβέρ Χότζα. Θέλω τώρα να ασχοληθώ περιληπτικά με το παρόν και με το τί όλοι μας, Βελλαΐτες και μή, μπορούμε να κάνουμε ώστε να βελτιώσουμε τις σχέσεις μεταξύ των Αλβανών και των μελών της Ελληνικής μειονότητας που ακόμα μαστίζονται από εσωστρέφια, υπονόμευση, και άκρο εθνικισμό. Συνέχιση αυτής της τόσο άκαρπης κατάστασης δεν είναι καλό ούτε για τη μιά, αλλά ούτε και για την άλλη παράταξη. Εδώ και αρκετά χρόνια, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες ήταν σε παρόμοια κατάσταση, αλλά έλυσαν τελικά τις διαφορές τους με το διάλογο και τη λογική. Αυτό ακριβώς πρέπει να γίνει και στην προκειμένη περίπτωση.

‘Υστερα από δεκατρία χρόνια εργασίας, πέρα-δώθε από την Αμερική στην Αλβανία, έχω την πεποίθηση ότι τόσο οι Αλβανοί, όσο και οι Βορειοηπειρώτες, πρέπει να εγκαταλείψουν τις εθνικιστικές τους τάσεις και να προσπαθήσουν με το διάλογο να βελτιώσουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Οι Αλβανοί πρέπει να καταλάβουν πως όσο επιμένουν στην αφομοίωση των Ελλήνων που βρίσκονται μέσα από τα σύνορά τους, τόσο πιό πολύ εκείνοι θα συσπειρώνονται μεταξύ τους και θα αντιδρούν. Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες της Νοτίου Αλβανίας πρέπει να ενωθούν και να αποφασίσουν να αλλάξουν την τακτική τους, εγκαταλείποντας τον ανταγωνισμό και υιοθετώντας το διάλογο και τη λογική. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει και οι δύο πλευρές να αντικαταστήσουν τον εθνικισμό με κάποιο ανώτερο ιδανικό της εποχής μας. ‘Ενα ιδανικό που θα τους επιτρέψει να ζούν μαζύ με ελευθερία, συνεργασία, κι’ εκτίμηση ο ένας για τον άλλον. Το ιδανικό αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο παρά τα δικαιώματα του ανθρώπου όπως αυτά προσδιορίστηκαν από τα Ηνωμένα ‘Εθνη και επικυρώθηκαν από την Ευρωπαϊκή ‘Ενωση.

Με τη Μεγάλη Ιδέα στο παρελθόν, το ρεύμα της παγκοσμιοποίησης, και τις τελευταίες εξεργέρσεις των λαών, είμαι βέβαιος πως αυτά τα δικαιώματα επιδιώκουν οι Βορειοηπειρώτες—τη γλώσσα τους, τά σχολεία τους, τη θρησκεία τους, τις περιουσίες τους, τον πολιτισμό τους…και γιατί όχι; ‘Ολες οι ανεπτυγμένες χώρες, ειδικά στην Ευρώπη, σέβονται και προστατεύουν τα δικαιώματα αυτά των μειονοτήτων που βρίσκονται στην επικράτειά τους.

‘Οπως έγραψα και στο τελευταίο μου βιβλίο (The Democratization of Albania: Democracy from Within, Palgrave Macmillan, 2010), η Αλβανία προχώρησε κάπως προς την κατεύθυνση αυτή. Γνωρίζω όμως καλά ότι η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση δεν είναι ικανοποιημένη. Στην προσπάθειά της να προετοιμάσει την Αλβανία για είσοδο, η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση έθεσε τους όρους να γίνει η απογραφή των μειονοτήτων και να επιτραπούν περισσότερα σχολεία στιs γλώσσες τους. Να γίνει αυτό, μάλιστα, σε σημείο που η Αλβανία θα υπογράψει το Ευρωπαϊκό Προτόκολο για τις Επαρχιακές και Μειονοτικές Γλώσσες. Δεν υπάρχουν δικαιλογίες για καθυστέρηση.

Παρά ταύτα, ενώ η απογραφή ήταν προγραμματισμένη να γίνει την περασμένη Άνοιξη, η Αλβανική Κυβέρνηση, κάτω από την πίεση εθνικιστικών κύκλων, ανέβαλλε την απογραφή για το μήνα που τώρα διανύουμε. Αυτό όμως έγινε, όπως διαβάσαμε στις εφημερίδες, με αλλαγές που είναι απαράδεκτες για τις μειονότητες, αλλά και για τους Ευρωπαίους. Οι υποδείξεις, ή μάλλον απαιτήσεις των Ευρωπαίων, πρέπει να γίνουν πραγματικότητα, αν η Αλβανία θέλει να μπεί στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση.

Επομένως, και παρόλο που μερικοί ίσως διαφωνήσουν μαζύ μου, απευθύνομαι προς όλους, Βελλαΐτες και μή, να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να μπεί η Αλβανία στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση. Μόνον έτσι οι Αλβανοί θα ξεχάσουν παλαιές τάσεις και συνήθειες και θα σεβαστούν εμπράκτως τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των μειονοτήτων στη χώρα τους, συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής μειονότητας των Βορειοηπειρωτών. Είναι όμως απαραίτητο στις προσπάθειες αυτές να χρησιμοποιήσουμε τη λογική και το διάλογο. ‘Ετσι θα μπορέσουμε να βρούμε αποτελεσματικές, δίκαιες, και βιώσιμες λύσεις. Αυτό ακριβώς διακήρυξε προ ημερών από το Κόσοβο και ο ‘Ελληνας Υπουργός των Εξωτερικών όταν είπε: «βιώσιμες λύσεις μπορούν να είναι μόνο προϊόν διαλόγου και διπλωματίας». Τέλος, έτσι θα τιμήσουμε τη μνήμη του ιδρυτή της Σχολής μας, και αυτή όλων των καθηγητών και Βελλαϊτών που άφησαν αυτόν τον κόσμο. Προπαντός, θα τιμήσουμε τη μνήμη εκείνων που θυσίασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τα ιδανικά της Βελλάς.

Προτού όμως κατέβω από το βήμα, και τιμής ένεκεν, παρακαλώ όλους τους παρόντες Βορειοηπειρώτες Βλλαΐτες να σηκωθούν και με ένα πολύ γερό χειροκρότημα να τους απευθύνουμε ένα θερμό χαιρετισμό.

7 Σεπτεμβρίου 2011           

Περίληψη

Οι ‘Ελληνες και οι Αλβανοί, όπως και οι άλλοι λαοί των Βαλκανίων, ζούσαν μαζύ για εκατοντάδες χρόνια χωρίς σύνορα μεταξύ τους. Το εθνικιστικό όμως κίνημα των τελευταίων αιώνων προώθησε τους λαούς αυτούς σε διαχωρισμό και στην ίδρυση κρατών με ομοιογένεια και συγκεκριμένα σύνορα. Αυτό όμως απεδείχθη δύσκολο, αλλά και άδικο. Μή θέλοντας να εγκαταλείψουν τις προγονικές τους εστίες, πολλές εθνότητες, όπως οι ‘Ελληνες της Βορείου Ηπείρου, κατέληξαν σε κράτη με πολιτισμική παράδοση διαφορετική από τη δική τους. Το αποτέλεσμα αυτό αντιμετωπίστηκε, δυστυχώς, με την πράξη της αφομοίωσης. Οι Βορειοηπειρώτες, αντιμέτωποι με την έντονη επιμονή της Αλβανίας να τους αφομοιώσει, αντέδρασαν για να διατηρήσουν την ταυτότητά τους. Οι Βελαϊτες έπεξαν μεγάλο ρόλο στην προσπάθεια αυτή—ακόμα και τη ζωή τους μερικοί θυσίασαν για το σκοπό αυτό. Τώρα, όμως, που η Αλβανία έχει την ευκαιρία να ενσωματωθεί με την υπόλοιπη Ευρπώπη, πιά είναι η πιό αποδοτική προσέγγυση, τόσο για τους Αλβανούς, όσο και για τους Βορειοηπειρπώτες; Η λογική επιβάλλει και στις δύο παρατάξεις να εγκαταλείψουν τις εθνοκεντρικές τους ανταγωνιστικές τάσεις και με πάθος να υιοθετήσουν την αξία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. ‘Ετσι θα μπορέσουν μαζύ να προχωρήσουν με λογική προς ένα διάλογο που θα ικανοποιήσει τους Έλληνο-Αλβανούς, αλλά και θα κάνει δυνατή την εισαγωγή της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση. Αυτό απαιτούν οι καιροί και η αξία της δικαιωσύνης.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ