Στην εκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης του βιβλίου του Σταύρου  Χ. Γιωλτζόγλου, Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις (1922-1930). Από την αντιπαλότητα στην συνδιαλλαγή, Εκδόσεις Σταμούλη, Θεσσαλονίκη, 2011, ο Θεοδόσιος Αρ. Κυριακίδης , Υπ. Διδ. Νεότερης Ιστορίας Υπ. Ερευνητικού Κέντρου «Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα», ανέφερε τα παρακάτω:

Το βιβλίο του Σταύρου Γιωλτζόγλου που παρουσιάζουμε σήμερα με τον τίτλο: Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις (1922-1930). Από την αντιπαλότητα στην συνδιαλλαγή από τις εκδόσεις Σταμούλη ιστορεί μια εξαιρετικά σημαντική περίοδο της ελληνικής ιστορίας κατά τη διάρκεια της οποίας διαμορφώθηκαν πολλές και σημαντικές παράμετροι του ελληνισμού με την ευρύτερη οριοθέτηση του, τόσο του ελλαδικού δηλαδή, όσο και του οικουμενικού. Το βιβλίο αποτελεί μια αναπροσαρμοσμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα και σκοπός της συγγραφής της ήταν –σύμφωνα με τον ίδιο-, «να συμπληρώσει τα υπάρχοντα κενά συνδυάζοντας τις πληροφορίες που αντλήθηκαν τόσο μέσα από τις τουρκικές και ελληνικές αρχειακές πηγές και επίσημες εκδόσεις όσο και από την διαθέσιμη τουρκική, κυρίως, ελληνική και αγγλική βιβλιογραφία».

Ένα βιβλίο που τιτλοφορείται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις από το 1922-1930, από την αντιπαλότητα στη συνδιαλλαγή δεν μπορεί παρά να προκαλέσει το ενδιαφέρον ακόμη και του πιο ανίδεου ή και του πιο αδιάφορου σε θέματα ιστορίας και εξωτερικής πολιτικής καθώς οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούσαν και θα συνεχίζουν να αποτελούν και στο μέλλον ένα εξόχως ενδιαφέρον θέμα. Δεν είναι μόνο η γειτνίαση των δυο χωρών που προκαλεί αυτό το ενδιαφέρον. Είναι πρωτίστως η συμβίωση για περίπου μισό αιώνα και η κοινή τους πορεία, αλλά και το γεγονός ότι πολλά σοβαρά θέματα αυτής της σχέσης εξακολουθούν να τίθενται στο προσκήνιο ακόμη και σήμερα κατά καιρούς μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση.
Ο συγγραφέας ερεύνησε πλήθος σημαντικών αρχείων τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Τουρκία. Ιδιαίτερα αξίζει να αναφερθούν ενδεικτικά κάποια αρχεία της Τουρκίας, όχι μόνο διότι είναι εξαιρετικά σημαντικά, αλλά επειδή σπανιότερα συναντούμε ερευνητές που κατέχουν την τουρκική γλώσσα και επομένως είναι σε θέση να τα ερευνήσουν. Ενδεικτικά αναφέρω τα Κρατικά Αρχεία της Πρωθυπουργίας, το αρχείο του Ινστιτούτου Μεταρρυθμίσεων του Ατατούρκ, τη Βιβλιοθήκη της Βουλής, το Ίδρυμα Τουρκικής Ιστορίας και το αντίστοιχο της Τουρκικής Γλώσσας. Στην Ελλάδα μελέτησε τα αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, στη Διεύθυνση Στρατού, στις βιβλιοθήκες της Βουλής, στη Γεννάδιο, στο Μπενάκη κ.α.
Η χρήση ενός πλούσιου αρχειακού υλικού δεν σημαίνει πάντοτε και την επαρκή κάλυψη ενός θέματος, πόσο μάλλον όταν το θέμα είναι εξαιρετικά περίπλοκο και πολυεδρικό, όπως το θέμα του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα. Παρόλα αυτά το βιβλίο του Γιωλτζόγλου είναι εξαιρετικά πλήρες. Ο συγγραφέας έχει καταφέρει να καλύψει όλα τα σημαντικά ζητήματα που καθόρισαν, απασχόλησαν και συνεχίζουν να απασχολούν τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, περιγράφοντας και αναλύοντας τα διεξοδικά και με εξαιρετικές λεπτομέρειες στο πόνημα του. Ο συγγραφέας εκτός από πολύτιμο αρχειακό υλικό χρησιμοποιεί την υπάρχουσα ελληνική, αγγλική και το σημαντικότερο, τουρκική βιβλιογραφία καταφέρνοντας να φωτίσει διεξοδικά τις σημαντικότερες πτυχές των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέχρι και το 1930. Το μεγάλο αυτό πλεονέκτημα του συγγραφέα, της γνώσης της τουρκικής γλώσσας του επιτρέπει να βλέπει τα γεγονότα αντικειμενικότερα από τους αντίστοιχους μελετητές της περιόδου που δεν χρησιμοποιούν τις τουρκικές πηγές.
Τα στοιχεία που θα αναφέρω παρακάτω για το βιβλίο παρακαλώ να ληφθούν εντελώς ενδεικτικά στην προσπάθεια μου να δοθεί μια εικόνα του πλούτου των πληροφοριών που εμπεριέχονται στην εν λόγω μελέτη. Θα ήταν αδύνατο σε μια σύντομη βιβλιοπαρουσίαση, όπως η σημερινή, να αναφερθούμε διεξοδικά σε αυτό, όπως θα οφείλαμε να πράξουμε, αν θα θέλαμε να είχαμε μια ολοκληρωμένη εικόνα της εξαιρετικής αυτής μελέτης που έχουμε τη χαρά να παρουσιάζουμε σήμερα.
Ο συγγραφέας λοιπόν στο πρώτο μέρος του βιβλίου ασχολείται με την ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων, ξεκινώντας με την ανακωχή και τη διάσκεψη των Μουδανιών (1922), η οποία τερμάτισε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου και διευθέτησε ανοικτά ζητήματα της Τουρκίας με την Ελλάδα και τις συμμαχικές δυνάμεις όπως ήταν η εκκένωση και παράδοση της Ανατολικής Θράκης στις τουρκικές αρχές.  Ο συγγραφέας δεν εξετάζει μόνο τη συνθήκη αυτή καθ’ αυτή αλλά αναλύει διεξοδικά τις αιτίες και τα γεγονότα που οδήγησαν στη συγκεκριμένη διάσκεψη δίνοντας στον αναγνώστη το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο που διαμόρφωσαν τις υπό εξέταση συνθήκες.  Ο Κεμάλ είχε καταφέρει να αξιοποιήσει πολύ σωστά στο διπλωματικό επίπεδο τις στρατιωτικές του επιτυχίες και να διασφαλίσει την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας του, όπως ορίζονταν με το Εθνικό Συμβόλαιο που είχε υιοθετηθεί στο εθνικό συνέδριο στο Ερζερούμ το 1919. Ο συγγραφέας γράφει: «για την ηττημένη Ελλάδα η Συμφωνία των Μουδανιών κρίνεται από τη μια πλευρά ως αποτυχία σε σχέση με τον στόχο για διατήρηση της Ανατολικής Θράκης και από την άλλη ως αναγκαία λύση για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, που θα ολοκληρωνόταν στην επικείμενη Διάσκεψη Ειρήνης, που θα έθετε την Ελλάδα μπροστά στις νέες δυσκολίες που η εποχή εγκυμονούσε, που θα την οδηγούσαν, όπως και την νικήτρια Τουρκία, στην αναζήτηση συνεργασιών που θα διασφάλιζαν το μέλλον της μέσα στα νέα εθνικά της όρια».
Στο δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου μέρους ο συγγραφέας εξετάζει τη Διάσκεψη της Ειρήνης που έκλεισε με την υπογραφή της γνωστής Συνθήκης της Λωζάννης το 1923. Το βιβλίο αναφέρεται με εκπληκτικές λεπτομέρειες σε διάφορες πτυχές της Συνθήκης, όπως η επιλογή του τόπου, ο χρόνος οι συμμετοχές και οι αντιπροσωπείες που έλαβαν μέρος σ’ αυτήν. Στη Συνθήκη της Λωζάννης η Τουρκία επιζητούσε ξεκάθαρα και σταθερά να κατοχυρωθεί η ανεξαρτησία της χωρίς όρους και προϋποθέσεις καθώς και να στηριχθεί η νέα αυτή ειρηνική διευθέτηση σε διεθνείς αρχές και όχι με βάση τη Συνθήκη των Σεβρών. Ο συγγραφέας περιγράφει τις απόψεις των πρωταγωνιστών, όπως του Βενιζέλου, του Ινονού, τoυ Curzon, του Βarrère, του Montagna κ.α. Καταθέτει τις προτάσεις, τις αντιπροτάσεις και τις θέσεις των χωρών που συμμετείχαν στις διπλωματικές συναντήσεις, αναλυτικά για όλα τα ζητήματα της Συνθήκης, για τη Δυτική Θράκη, τα νησιά του βορειοανατολικού αιγαίου, για την Κύπρο, καθώς και για τα χωρικά ύδατα και τον εναέριο χώρο που ορίζονταν εμμέσως πλην σαφώς, στα τρία μίλια. Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρεται στην Ανταλλαγή των ομήρων, των αιχμαλώτων και των πληθυσμών. Η Τουρκία επιθυμούσε να διωχθούν όλοι οι έλληνες, ακόμη και εκείνοι της Κωνσταντινούπολης και να παραμείνουν οι Τούρκοι στη Δυτική Θράκη, ενώ σε αντίθεση με την Ελλάδα και την πρόταση του Βενιζέλου επιθυμούσε η Ανταλλαγή να είναι υποχρεωτική και όχι εθελούσια. Ο συγγραφέας υποσημειώνοντας τον Χάρη Ψωμιάδη αναφέρει: «Η υποχρεωτική Ανταλλαγή των Πληθυσμών Ελλάδας και Τουρκίας που αποφασίστηκε στη Λωζάννη αποτελεί «το πιο δραστικό διορθωτικό μέτρο από όσα αποφασίστηκαν… για τον περιορισμό της πιθανότητας μελλοντικών τριβών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας… Παρά τις οδυνηρές επιπτώσεις αυτού του διορθωτικού μέτρου στη ζωή των προσφύγων και τον αρνητικό ρόλο του στην οικονομική και πολιτική ζωή των δυο κρατών, ο χωρισμός των χριστιανών από τους μουσουλμάνους αύξησε σημαντικά τις πιθανότητες για μια τελική ελληνοτουρκική συμφωνία. Η μετακίνηση των πληθυσμών όχι μόνο οδήγησε στην μετατροπή της Ελλάδας και της Τουρκίας σε ομοιογενή εθνικά κράτη, αλλά συνέβαλε επίσης στην μείωση μελλοντικών συγκρούσεων με αίτια τις μειονότητες που εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή και στην σταθεροποίηση των πολιτικών ορίων ανάμεσα στις δυο χώρες. Η Συμφωνία της Ανταλλαγής σήμανε το τέλος του ελληνικού αλυτρωτισμού και την οριστική εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας. Ήταν το τελευταίο μεγάλο βήμα για την λύση των θεμάτων εθνικότητας του Ανατολικού Ζητήματος».
Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρεται στις διώξεις που έγιναν στην Ανατολική Θράκη και στη Δυτική Μικρά Ασία από το 1913 και έπειτα, στο μεγάλο κύμα των προσφύγων και το ανθρωπιστικό πρόβλημα που αυτό δημιούργησε, και στην ανάληψη της αντιμετώπισης της κατάστασης από τον νορβηγό Φρίντγιοφ Νάνσεν. Οι πρωταγωνιστές στο Συνέδριο της Λωζάννης καταλαβαίνοντας πόσο απάνθρωπο ήταν αυτό το μέτρο της Ανταλλαγής, αρνούνταν την πατρότητα της ιδέας, ο Ινονού κατεδείκνυε τον Βενιζέλο, ο Βενιζέλος τους ύπατους αρμοστές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, εκείνοι τον Νάνσεν και ούτω καθεξής. Όλοι τους παραδέχονταν ότι η λύση της προσφυγοποίησης εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων ήταν ένα σκληρό και απάνθρωπο μέτρο, αλλά αναγκαίο για την εξασφάλιση της ειρήνης. Ο Γιωλτζόγλου ορθά γράφει ότι η δραματική πρωτοβουλία του έλληνα πολιτικού, του Βενιζέλου, ήταν απότοκη της ψύχραιμης σταθμίσεως των τετελεσμένων γεγονότων.
Στη συνέχεια αναλύει τα μέτρα που λήφθηκαν για την προστασία των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που συμφωνήθηκε να παραμείνουν στις δυο χώρες ως μη ανταλλάξιμοι, όπως ήταν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και οι Τούρκοι και μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Ουσιαστικά συμφωνήθηκε η προστασία της ζωής και της ελευθερίας όσων ζούσαν στην Ελλάδα και στην Τουρκία, χωρίς διακρίσεις καταγωγής, εθνότητας, γλώσσας, φυλής ή θρησκείας. Δίδονταν εγγυήσεις για την ελευθερία μετακίνησης, εγκατάστασης και άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων.
Ο συγγραφέας δεν αρκείται απλώς στην παράθεση των στοιχείων και των γεγονότων αλλά προχωρεί στην ανάλυση τους. Όταν για παράδειγμα αναφέρει ότι παρά την αντίδραση του Βενιζέλου η έννοια «φυλετικές, γλωσσικές και θρησκευτικές μειονότητες» αντικαταστάθηκε με τον όρο «μη-μουσουλμάνοι», μια σαφή και μεγάλη επιτυχία της τουρκικής αντιπροσωπείας, επεξηγεί γιατί αυτό συνιστούσε επιτυχία για την Τουρκία παραθέτοντας χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα του προέδρου της τουρκικής επιτροπής στην Υποεπιτροπή των Μειονοτήτων Riza Nur: «Οι Φράγκοι γνωρίζουν τρία είδη μειονοτήτων: φυλετική μειονότητα, γλωσσική μειονότητα και θρησκευτική μειονότητα. Αυτό για μας είναι κάτι τρομερό, ένας κίνδυνος… Με τον όρο φυλή θα βάλουν τους Τσερκέζους, Αβαζγούς, Βόσνιους, Κούρδους, κοντά στους Έλληνες ορθόδοξους και Αρμένιους. Με τον όρο γλώσσα θα κάνουν μειονότητα δυο εκατομμύρια Κιζιλμπάσηδες που είναι γνήσιοι Τούρκοι. Δηλαδή θα μας διαλύσουν και θα μας διασκορπίσουν. Κατέβαλα όλες μου τις δυνάμεις να άρω αυτόν τον όρο…». Ο συγγραφέας δεν αφήνει έξω από την έρευνα του και το ενδιαφέρον θέμα του αρμενικού ζητήματος, για το οποίο όμως η πίεση που ασκήθηκε από την Τουρκία και η ανένδοτη στάση που κράτησε είχε ως συνέπεια να μη γίνει καμία αναφορά γι’ αυτούς σε κανένα επίσημο κείμενο της Συνθήκης.
Το επόμενο κεφάλαιο της μελέτης συνιστά ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα και αφορά το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις σχέσεις του τόσο με την Τουρκία, όσο και με την Ελλάδα. Η Τουρκία αρχικά επιθυμούσε την έξωση του από την επικράτεια της. Το ενδιαφέρον του Δυτικού κόσμου για την παραμονή και τη λειτουργία του Πατριαρχείου στην Τουρκία και τον μη περιορισμό του στον ιστορικό του ρόλο ως κέντρου της Ορθοδοξίας, επιβλήθηκε και από το διπολικό σχήμα που είχε αρχίσει να δημιουργείται στα επόμενα χρόνια. Οι δυτικές δυνάμεις γνώριζαν ότι οποιαδήποτε εξασθένιση του θα ενίσχυε το ρόλο του Πατριαρχείου Μόσχας που ήταν όργανο από το 1917 της σοβιετικής εξουσίας. Από την άλλη μεριά η Αγγλικανική Εκκλησία θεωρούσε την απομάκρυνση του Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη μεγάλη επιτυχία της Καθολικής Εκκλησίας και ενήργησε ώστε αυτό να παραμείνει στη θέση του. Στη συνέχεια εξετάζει την υιοθέτηση μιας εθνικιστικής πολιτικής από τον Μελέτιο Μεταξάκη, ο οποίος ήταν δεμένος στο άρμα της Μεγάλης Ιδέας. Αυτή βέβαια η ανοιχτή θέση του Πατριαρχείου υπέρ της ελληνικής πλευράς, του δημιούργησε σοβαρότατα προβλήματα, όταν ανατράπηκαν πια τα δεδομένα και ο Κεμάλ έγινε ο κύριος ρυθμιστής της κατάστασης στην Τουρκία. Η στάση του Μελέτιου θα αλλάξει με την έναρξη των συνομιλιών στη Λωζάννη, όπου θα παραδεχτεί ότι: «…στο παρελθόν κάναμε πολλά λάθη. Από εδώ και πέρα είμαστε έτοιμοι να γίνουμε μια γέφυρα φιλίας ανάμεσα στους Τούρκους και στους χριστιανούς. Τα διαπραχθέντα παλαιότερα από τους Έλληνες ορθόδοξους ήταν μια παραφροσύνη. Οι Τούρκοι είναι αρκετά μακρόθυμοι, ώστε να μην ανταποδώσουν σε μας τα ίδια». Τελικώς και με την πίεση των δυτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας και της Γαλλίας, το πατριαρχείο παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη αλλά παραιτήθηκε από όλες τις κοσμικές εξουσίες που του παρείχαν τα προνόμια που του είχαν χορηγηθεί στο παρελθόν. Η διπλωματική απομόνωση της Τουρκίας στο θέμα του Πατριαρχείου την ώθησε να ενισχύσει τον Παπα-ευθύμ και την ίδρυση του Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου αλλά τελικά το ζήτημα έληξε με την απομάκρυνση του πατριάρχη Μελέτιου και τον περιορισμό της αρμοδιότητας του πατριαρχείου σε θρησκευτικά ζητήματα.
Το καθεστώς των διομολογήσεων, τις οποίες οι Τούρκοι εθνικιστές ήταν αποφασισμένοι να καταργήσουν, ενώ οι δυτικές δυνάμεις επιζητούσαν απλώς μερική αναθεώρηση τους, καταλαμβάνει το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου. Στη συνέχεια μελετά το ζήτημα των ελληνικών επανορθώσεων, ένα θέμα που έκλεισε με την παραχώρηση της περιοχής του Κάραγατς, προκαλώντας έντονη αντίδραση στην τουρκική κοινή γνώμη, η οποία είχε γαλουχηθεί με την πεποίθηση ότι η Ελλάδα κάποια στιγμή θα πλήρωνε για τις καταστροφές που είχε προκαλέσει. Στην συνέχεια αναφέρεται στο καθεστώς των Στενών και προτού προχωρήσει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου που αφορούσε την εφαρμογή της ειρήνης, τα αδιέξοδα της και την αναζήτηση της συνεργασίας, επιχειρεί μια γενική επισκόπηση της Συνθήκης της Λωζάννης και μελετά τις αντιδράσεις στην Ελλάδα και στην Τουρκίας.
Παρά την μακρά περίοδο των συζητήσεων και τις πολλές συνεδριάσεις που οδήγησαν στην επίτευξη συμφωνίας και στην υπογραφή της Ειρήνης, τα προβλήματα δεν έπαψαν αυτομάτως. Το ζήτημα αυτό, δηλαδή της εφαρμογής και των δυσκολιών της εφαρμογής της ειρήνης μελετά ο συγγραφέας στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του. Το κλίμα εναντίων των Ελλήνων που είχαν παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη χειροτέρευε με την υποδαύλιση του τουρκικού τύπου, ενώ η Τουρκία προέβαινε σε σωρεία παραβιάσεων της Συνθήκης τις οποίες μελετά διεξοδικά ο συγγραφέας. Οι ελληνορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης παρουσιάζονταν στον τουρκικό τύπο ως η γέφυρα του ελληνικού ιμπεριαλισμού στην Μικρά Ασία. Παρά λοιπόν την υπογραφή της Συμφωνίας οι Τούρκοι, παρερμηνεύοντας σκόπιμα τον ορισμό των εταμπλί (30 Οκτωβρίου 1918), που υπήρχε στη Συμφωνία, επιθυμούσαν να λυτρωθούν από την παρουσία των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη και η επιθυμία τους αυτή εκδηλώθηκε ήδη από τον επόμενο χρόνο της υπογραφής της Συνθήκης. Τα προβλήματα για τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης μελετά ο συγγραφέας στο επόμενο κεφάλαιο, όπου περιγράφει την υποβάθμιση της παιδείας, το κλείσιμο σχολείων και ιδρυμάτων και τον παντός είδους περιορισμό των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας. Ο στόχος της κεμαλικής ηγεσίας σύμφωνα με το συγγραφέα υπήρξε η εξάλειψη κάθε εστίας αντίστασης στην πορεία προς τον πλήρη εκτουρκισμό της χώρας. Τη ζημιά που προκάλεσαν τότε με τις παραβιάσεις της Συνθήκης, ολοκλήρωσαν μερικά χρόνια αργότερα με το βαρλίκ βεργκισι (1942-3) και τους διωγμούς του ‘55 και του ‘64. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης αριθμούσαν το 1924, 279.788, ενώ το 1955 έγιναν 80.000, το 1965, 48.000 και σήμερα υπολογίζονται στις 2.000.
Στο επόμενο κεφάλαιο ο συγγραφέας ασχολείται με τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος και την παραλαβή τους από τους Τούρκους και στη συνέχεια μελετά τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης, την δημογραφική της αλλαγή και την οργάνωση της μουσουλμανικής κοινότητας. Στο έκτο κεφάλαιο ασχολείται με τα περιουσιακά ζητήματα, την Μικτή Επιτροπή της Ανταλλαγής, την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων και με τις ελληνοτουρκικές συμφωνίες της Άγκυρας (21 Ιουνίου 1925) και Αθηνών (1 Δεκεμβρίου 1926).
Η νέα περίοδος μετά την υπογραφή της Συνθήκης σηματοδοτούσε την ανάγκη για εσωτερική ανασυγκρότηση και οικονομική πρόοδο, γεγονός που καθιστούσε επιτακτικότερη μια οριστική συμφωνία και προσέγγιση μεταξύ των δυο χωρών. Αυτό το ενδιαφέρον ζήτημα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης του 1930, που προέκυπτε από το κοινό αίτημα ασφάλειας και των δυο χωρών, μελετά ο συγγραφέας στο επόμενο κεφάλαιο. Εξετάζει το οικονομικό σύμφωνο, το σύμφωνο φιλίας, σταθερότητας, διαλλαγής και διαιτησίας, την απόφαση για τις προσφυγικές αποζημιώσεις, ακόμη και την πρόταση του Βενιζέλου για την υποψηφιότητα του Ατατούρκ για το Νόμπελ Ειρήνης θέλοντας να σφραγίσει μ’ αυτό για πάντα το τέλος της αμοιβαίας εχθρότητας μεταξύ των δυο χωρών.
Στο τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας μελετά αναλυτικά την ανταλλαγή των μουσουλμάνων της Ελλάδας και την εγκατάσταση τους στην Τουρκία, τα προβλήματα τους και την αντιμετώπιση τους από τους οργανισμούς που δημιουργήθηκαν και την προσαρμογή τους στη νέα πατρίδα.
Στο σημείο αυτό αφού ολοκληρώσαμε εν συντομία μια επισκόπηση του βιβλίου και έχοντας πια μια γενική εικόνα, θα ήθελα να σημειώσω κάποια χαρακτηριστικά του συγγραφέα. Καταρχήν η εξέταση της συγκεκριμένης περιόδου – η οποία είναι πλούσια σε γεγονότα εξαιρετικής σημασίας- είναι πληρέστατη και πολλές φορές εξαντλητική. Από την άλλη μεριά ο συγγραφέας γράφοντας για μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περίοδο δεν είναι στρατευμένος συγγραφέας. Αναγνωρίζει τα λάθη της ελληνικής κυβέρνησης και τις βαρβαρότητες που οι έλληνες κατά περίπτωση διέπραξαν. Δεν κλείνει τα μάτια του μπροστά στο αρχειακό υλικό, δεν λέει μισές αλήθειες αποκρύπτοντας την άλλη πλευρά, διότι δεν κάνει ιδεολογική ιστορία. Μένει πιστός, όσο αυτό είναι εφικτό για έναν άνθρωπο συγκεκριμένης καταγωγής και πατρίδας, στο ιδεατό της επιστημονικής ιστοριογραφίας. Τη διατήρηση της αντικειμενικότητας και των ίσων αποστάσεων. Αυτό το ζητούμενο σε μια εποχή που έχει αναπτυχθεί έντονα η ιδεολογική και στρατευμένη ιστοριογραφία, ο συγγραφέας φαίνεται να το υπηρετεί πιστά. Δεν φοβάται να καυτηριάσει την επεκτατική προώθηση προς την Άγκυρα, ή τις θηριωδίες των ελλήνων στρατιωτών. Ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη μπορεί για τους Έλληνες να θεωρείται απελευθερωτικός, για τους Τούρκους όμως δεν παύει να θεωρείται κατακτητικός. Ότι σήμαινε νίκη και θρίαμβος για τον ένα λαό, σήμαινε αυτομάτως καταστροφή και βαρβαρότητα για τον άλλο. Οι νικηφόροι βαλκανικοί πόλεμοι και ο θρίαμβος του ελληνικού στρατού υπήρξε η πανωλεθρία και η ταπείνωση του τουρκικού. Οι όροι αντιστράφηκαν περίπου μια δεκαετία αργότερα. Η Μικρασιατική περιπέτεια που σήμαινε για τον Ελληνισμό την απόλυτη καταστροφή ήταν η λυτρωτική αποτίναξη της θηλιάς για τον τουρκικό λαό.
Κατά την άποψη μου η επιτυχία του συγγραφέα βρίσκεται στο γεγονός ότι ενώ ψέγει ορθώς την εθνικιστική έξαρση του μεγαλοϊδεατισμού, δεν προσπαθεί να αποδομήσει στο σύνολο το ελληνικό έθνος. Ο συγγραφέας δεν ακολουθεί τον συρμό των παντός είδους αποδομιστών που αποτελεί τελευταία ιδιαίτερα δημοφιλές ρεύμα στην εποχή μας και στη χώρα μας. Όπως κάθε σοβαρός επιστήμονας δεν εξωραΐζει τα εγκλήματα της μια πλευράς, και δεν υπερβάλλει για τα εγκλήματα της άλλης.
Θεωρώ ότι το συγκεκριμένο βιβλίο συνιστά μια σημαντικότατη συμβολή στην επιστήμη και θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ως πανεπιστημιακό εγχειρίδιο για ιστορικούς, διεθνολόγους, πολιτικούς επιστήμονες και τουρκολόγους. Είναι γραμμένο με τόσες αναλυτικές λεπτομέρειες για όλα τα σημαντικά ζητήματα που αναπτύσσει που πιστεύω πια ότι οποιαδήποτε καινούργια μελέτη εκδοθεί που θα περιγράφει γεγονότα της συγκεκριμένης περιόδου, θα χρησιμοποιεί οπωσδήποτε και το βιβλίο του Γιωλτζόγλου, διαφορετικά δεν θα είναι πλήρες.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ