Στο Δομοκό, όταν έπιαναν οι ζέστες, δεν μαζευόμουν στο σπίτι. Οι γονείς θεώρησαν ότι είχαν τακτοποιήσει το θέμα χαρακτηρίζοντάς με άτακτο. Τότε το αποδεχόμουν κι εγώ. Σήμερα όμως ξέρω. Δεν με χωρούσε το σπίτι.

             Μέναμε στην είσοδο της κωμόπολης σε ένα σπίτι ανάλογο των οικονομικών δυνατοτήτων μας, δηλαδή άθλιο. Δυο δωμάτια και μια κουζίνα. Το ένα ήταν το σαλόνι·  σκοτεινό και κρύο. Το ανοίγαμε μόνο, αν το απαιτούσαν οι συνθήκες. Σκοτεινή και η κουζίνα. Προς χρήσιν όλων το υπνοδωμάτιο. Εκεί ζούσαμε και κοιμόμασταν και οι τέσσερις, γονείς και παιδιά. Δυο κρεβάτια ακουμπούσαν στον δεξί και αριστερό τοίχο αντίστοιχα. Στα πόδια του σιδεροκρέβατου των γονιών η ασπρόμαυρη τηλεόραση και ανάμεσα στα κρεβάτια σφηνωμένο ένα σπαστό τραπέζι φορμάικα. Στο κενό του πι που σχημάτιζαν τα κρεβάτια και το τραπέζι τα βράδια ανοίγαμε  ένα ράντζο στρατιωτικό με καραβόπανο όπου κοιμόμουν εγώ. Το σπίτι στεγαζόταν με τσίγκια. Κάτι βέβαια που θεωρούσα πλεονέκτημα. Άμα έβρεχε, ο ήχος με νανούριζε και με έπαιρνε αμέσως ο ύπνος. Δεν έβρεχε όμως πάντα και, όταν ξάπλωνα στο ράντζο μου, ένιωθα το σκοτάδι να με συνθλίβει. Το χειμώνα έφταιγαν και τα σκεπάσματα. Λόγω κρύου σκεπαζόμασταν με βαριές βελέντζες που μύριζαν ναφθαλίνη. Υπήρχαν φορές που μ’ έπιαναν τα κλάματα. Η μητέρα για να ξεχαστώ άναβε την τηλεόραση. Την ήθελα ακόμη και όταν δεν έδειχνε τίποτα, παρά μόνο χιόνια. Αυτό το παιδικό κατάλοιπο το κουβαλάω μέχρι σήμερα. Κοιμάμαι με την τηλεόραση ανοιχτή.

            Για το διάβασμα, το μικρό τραπέζι ίσα που έφτανε για την αδελφή μου, που προηγούνταν ως μεγαλύτερη και πιο επιμελής. Για να γράψω την αντιγραφή και την αριθμητική κατέφευγα στο εσωτερικό περβάζι ενός παράθυρου πάνω από το κρεβάτι της αδελφής μου. Γονατιστός έγραφα. Γόνατα και αγκώνες καταπονούνταν αφάνταστα.

            Μόλις ζέσταινε ο καιρός ο Δομοκός γινόταν Παράδεισος. Πώς να με ελκύσει η τρύπα που είχαμε για σπίτι; Σαν τα φίδια έβγαινα και λιαζόμουν. Παντού δάση και απίστευτη χλωρίδα κάθε είδους. Κυριολεκτικά με μάγευε.

            Με το τελευταίο κουδούνι καθυστερούσα ώσπου να φύγουν οι άλλοι και έτρεχα πίσω από το σχολείο σ’ έναν χώρο γεμάτο δέντρα αλλά προπάντων κάτι θεόρατες λεύκες. Εκεί έγραφα πρηνηδόν αντιγραφή και αριθμητική και μετά ξάπλωνα ανάσκελα. Φυσούσε αέρας και κουνιούνταν τα κλαδιά των δέντρων. Φουρφούριζαν οι λεύκες. Χίλια παιγνιδίσματα τα φύλλα με το φως. Με έραιναν οι λεύκες με το χνούδι τους που αιωρούνταν ανάλαφρο στον αέρα και ζούσα σε άλλο κόσμο, ονειρικό, παραμυθένιο. Με ελευθέρωνε η φύση, με λύτρωνε από το φόβο της νύχτας και του σκότους. Αισθανόμουν να υψώνομαι προς τον ουρανό μαζί με τα χνούδια, τα πουλιά και τα φύλλα των δέντρων που χόρευαν τρελαμένα. Στην επιστροφή έλεγα απέξω την ορθογραφία και μετά το φαγητό περίμενα να πάει πέντε η ώρα ώστε να φύγω πάλι, για παιγνίδι.

            Στη Θεσσαλονίκη τις προάλλες, αν η κόρη μου ήξερε αυτή την ιστορία, δεν θα ανησυχούσε, όταν με είδε να γονατίζω και να ξαπλώνω μέσα στο πάρκο της Νομικής, την ώρα που χιλιάδες χνούδια λεύκας στον αέρα κυνηγούσαν το ένα το άλλο. Ευτυχώς που δεν την ήξερε. «Αλλεργία στις λεύκες», είπε ο γιατρός. Μου δημιούργησε κρίση άσθματος τόσο δυνατή που θα μπορούσα και να πεθάνω.

            Μακριά απ’ τις ανθισμένες λεύκες λοιπόν. Οι λεύκες που με ελευθέρωναν, κίνδυνος, οι λεύκες που με θεράπευαν, θάνατος. Δυστυχώς αντιστράφηκαν τα πράγματα. Δεν ξέρω αν είναι μόνο δικιά μου αίσθηση, αλλά με το πέρασμα των χρόνων όλο και πιο πολύ νιώθω να με νικά η βαρύτητα και το κεφάλι μου αντί να κοιτά τον ουρανό είναι σχεδόν σταθερά πλέον σκυμμένο προς τη γη. Και όταν έγνοιες ταράζουν τα βράδια μου, πολλές φορές αισθάνομαι την ανάγκη να με πλακώσει μια τεράστια βελέντζα και να χωθώ μέσα της, κρυμμένος απ’ όλους και απ’ όλα.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης            Το σχέδιο είναι της εικαστικού Μαρίας Καραχρήστου

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ