Ουρουγουάη, η τραπεζική κρίση: Οι ιδιαιτερότητες του Ελληνικού χρέους, η Ουρουγουάη πριν από την κρίση, το ξέσπασμα της καταιγίδας, η διαχείριση της, η αναδιάρθρωση των τραπεζών με τη βοήθεια του ΔΝΤ, ο αντίθετος δρόμος της Αργεντινής και συμπεράσματα για την Ελλάδα

Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος*
Αθήνα, 27. Αυγούστου 2011
viliardos@kbanalysis.com

Ανάλυση

Πρέπει να αγαπάμε την αρετή – καλό όμως είναι να γνωρίζουμε πως δεν είναι παρά ένα τέχνασμα, επινοημένο από τους ανθρώπους, για να κάνουν βολική τη συμβίωση τους. Αυτό που αποκαλούμε ηθική δεν είναι παρά ένα εγχείρημα απόγνωσης των ομοίων μας, ενάντια στην παγκόσμια τάξη – η οποία είναι η πάλη, η σφαγή και η τυφλή σύγκρουση των αντίθετων δυνάμεων” (Anatole France).

Ουσιαστικά, στη σύνοδο κορυφής της 21ης Ιουλίου αποφασίσθηκε η αναδιάρθρωση του Ελληνικού χρέους (εάν φυσικά εφαρμοσθεί – άρθρο μας), μεταξύ άλλων η μείωση του σε ποσοστό της τάξης του 21%. Επειδή τώρα αρκετοί συγκρίνουν τη συγκεκριμένη «διαδικασία» που επιλέχθηκε, με την αντίστοιχη επιτυχημένη στην περίπτωση της Ουρουγουάης, θεωρούμε σκόπιμη μία μικρή ανάλυση της κρίσης της λατινοαμερικανικής χώρας – η οποία, κατά την άποψη μας, ήταν εντελώς διαφορετική.

Πριν συνεχίσουμε οφείλουμε να επισημάνουμε ότι, τόσο η αναδιάρθρωση, όσο και η στάση πληρωμών (Αργεντινή), έχουν άμεση σχέση με τα μεγέθη μίας χώρας – καθώς επίσης με τα ποσά, απόλυτα ή σχετικά (ως προς το ΑΕΠ κλπ.). Για παράδειγμα, το συνολικό δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι της τάξης των 360 δις € ή 165% του ΑΕΠ της (υπολογίζουμε με ΑΕΠ μικρότερο των 220 δις €, λόγω της τεράστιας ύφεσης που βιώνει η χώρα μας).

Απέναντι σε αυτό, οι συνολικές απώλειες πιστώσεων που έχουν καταγραφεί από την Moody’s, από το 1983 έως σήμερα, για 28 ολόκληρα έτη δηλαδή και για όλες τις χώρες, από στάσεις πληρωμών κλπ., δεν υπερβαίνουν τα 126 δις € (182 δις $) – ενώ ακόμη και αυτό το μέγεθος δεν είναι αντιπροσωπευτικό, αφού μεσολάβησαν οι απώλειες δύο μεγάλων χωρών: της Αργεντινής και της Ρωσίας. Επομένως, το μέγεθος του χρέους της Ελλάδας, τριπλάσιο σχεδόν από όλα τα υπόλοιπα μαζί, δεν είναι καθόλου αμελητέο – όσον αφορά την επίδραση του στο παγκόσμιο σύστημα, ειδικά στο ευρωπαϊκό.

Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει κανείς να αναλύσει διεξοδικά τους ιδιοκτήτες των ομολόγων – των δημοσίων χρεών δηλαδή μίας χώρας, τα οποία πρόκειται να αναδιαρθρωθούν. Ειδικότερα, τα ομόλογα των αναπτυσσομένων χωρών, όπως της Ουρουγουάης ή της Αργεντινής, αγοράζονται κυρίως από επενδυτικά κεφάλαια υψηλού ρίσκου, από hedge funds, καθώς επίσης από ιδιώτες επενδυτές. Αντίθετα, τα ομόλογα των ανεπτυγμένων, βιομηχανικών κρατών (στις οποίες ανήκει η Ελλάδα, λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη), ευρίσκονται στην κατοχή τραπεζών, ασφαλειών, συνταξιοδοτικών ταμείων κλπ. – κυρίως για λόγους ρευστότητας και περιορισμού του ρίσκου.

Εάν λοιπόν οι τράπεζες δεν κρατήσουν τα ομόλογα αυτά μέχρι τη λήξη τους, καθώς επίσης εάν δεν γίνεται αποτίμηση τους στις τρέχουσες αξίες, αλλά σε πολύ χαμηλότερες, όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, οι ζημίες τους περιορίζουν άμεσα τα κεφάλαια τους – οπότε, οι κίνδυνοι χρεοκοπίας τους αυξάνονται ραγδαία, ενώ οφείλουν να αντιμετωπίζονται με άμεσες αυξήσεις κεφαλαίων.

Περαιτέρω, η αναδιάρθρωση έχει άμεση σχέση με το εάν μία χώρα αντιμετωπίζει απλά προβλήματα ρευστότητας ή ευρίσκεται σε αδυναμία πληρωμών (insolvent). Κατά την άποψη πολλών, εάν το δημόσιο χρέος μίας χώρας ξεπερνά το 120% του ΑΕΠ της, ενώ «μαστίζεται» ταυτόχρονα από δίδυμα ελλείμματα (άρθρο μας), δεν είναι σε θέση να εξοφλεί τις υποχρεώσεις της – οπότε χρεοκοπεί αργά ή γρήγορα. Τυχόν αναδιάρθρωση λοιπόν θα πρέπει, αφενός μεν να μειώνει δραστικά τα χρέη της (στο 80% του ΑΕΠ της ή ακόμη λιγότερο), αφετέρου να δημιουργεί τις προϋποθέσεις επίλυσης των προβλημάτων της, τα οποία προκαλούνται, μεταξύ άλλων, από τα δίδυμα ελλείμματα.

Τέλος όταν μία χώρα, όπως η Ελλάδα σήμερα, δεν έχει τη δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος της ή κάποιας άλλης μορφής νομισματική πολιτική (αύξηση της ποσότητας χρήματος, μείωση των βασικών επιτοκίων κλπ.), ακόμη και μία αναδιάρθρωση της τάξης του 50% (για παράδειγμα, μέσω της έκδοσης Ευρωομολόγων και ανταλλαγής τους, όπου ένα ασφαλές Ευρωομόλογο θα ανταλλάσσεται με δύο επικίνδυνα Ελληνικά), είναι αδύνατον να έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα – εάν δεν συνοδεύεται από άλλες ενέργειες, όπως ένα σχέδιο επαναβιομηχανοποίησης τύπου «Μάρσαλ» κλπ.

Όπως φαίνεται λοιπόν, η αναδιάρθρωση χρέους μίας ανεπτυγμένης οικονομίας, η οποία ανήκει ταυτόχρονα σε μία νομισματική ένωση συγκοινωνούντων δοχείων, με τεράστια προβλήματα συνοχής, με ανεπαρκή πολιτική ηγεσία και με πολλές εστίες πυρκαγιάς, με έναν επικίνδυνο εσωτερικό εχθρό (άρθρο μας) και σε συνθήκες διεθνούς κρίσης, είναι μία πάρα πολύ δύσκολη διαδικασία – πόσο μάλλον αφού εκλείπει εντελώς η οποιαδήποτε εμπειρία.

Επομένως, για όλους τους παραπάνω λόγους, η Ελλάδα δεν πρέπει να συγκρίνεται με καμία άλλη χώρα – φυσικά, σε καμία περίπτωση με την Ουρουγουάη, η οποία απλά αναδιάρθρωσε χρέη ύψους 5,7 δις $ (περί τα 4 δις €, όσο δηλαδή το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Ελλάδας για ένα μήνα!), επεκτείνοντας το χρόνο αποπληρωμής τους στα πέντε μόλις έτη – χωρίς να αλλάξει το επιτόκιο ή την ονομαστική τους αξία.

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Η Ουρουγουάη θεωρούταν η Ελβετία της Λατινικής Αμερικής, αφού αποτελούσε το μεγαλύτερο τραπεζικό «off shore» κέντρο της περιοχής, ειδικά για τους κατοίκους της Βραζιλίας και της Αργεντινής – σαν αποτέλεσμα της «ευέλικτης» τραπεζικής νομοθεσίας της, καθώς επίσης της γενικής εμπιστοσύνης στην Οικονομία και στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της (όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα με την Ελβετία, για την οποία κανείς δεν αμφιβάλλει, αν και μάλλον θα έπρεπε).

Στα τέλη λοιπόν του 2001, με την παγκόσμια κρίση τότε στο αποκορύφωμα της (Ασία, Ρωσία, Μεξικό, Βραζιλία, Αργεντινή κλπ.), ο τραπεζικός τομέας της Ουρουγουάης θεωρούταν από τους περισσότερους σαν απόλυτα υγιής – παρά το ότι η ύφεση είχε αρχίσει από το 1999, εξασθενώντας σημαντικά την κερδοφορία των τραπεζών, λόγω της κρίσης των γειτονικών χωρών. Ειδικά τα δημόσια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας, εκ των οποίων τα δύο μεγαλύτερα (BROU, BHU) συγκέντρωναν το 40% του συνολικού Ενεργητικού, φαίνονταν να έχουν σωστή κεφαλαιακή διάρθρωση, καθώς επίσης αρκετή ρευστότητα.

Παράλληλα λειτουργούσαν περίπου 30 ιδιωτικές τράπεζες, κυρίως ξένης ιδιοκτησίας, καθώς επίσης μερικές τοπικές επενδυτικές τράπεζες και ταμιευτήρια. Μεταξύ αυτών, κυριαρχούσαν δύο (BGU, BC), το συνολικό ενεργητικό των οποίων αντιπροσώπευε το 20% του τραπεζικού συστήματος της Ουρουγουάης. Ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα ήταν εξαιρετικά ευαίσθητο σε εξωτερικούς «κραδασμούς», αφού χαρακτηριζόταν από πολύ υψηλές καταθέσεις σε δολάρια, από ξένους κυρίως καταθέτες. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, είναι χαρακτηριστικός της δομής του συστήματος:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Ανάλυση των τραπεζικών καταθέσεων της Ουρουγουάης σε δολάρια, από το Δεκέμβριο του 2001 έως το Δεκέμβριο του 2002

Καταθέσεις

Δεκ-01

Μαρ-02

Ιουν-02

Σεπ-02

Δεκ-02

Συνολικές

15.403

13.475

10.744

8.007

8.374

Ξένο συνάλ.

13.970

12.261

9.824

7.458

7.747

Τοπικό νόμισμα

1.433

1.214

920

549

627

Κάτοικοι

7.413

6.953

5.958

5.250

5.431

Ξένοι

6.557

5.308

3.866

2.208

2.315

Πηγή: ΔΝΤ
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Με κριτήριο τη μείωση των καταθέσεων στην Ουρουγουάη κατά περίπου 7 δις $ μέσα σε ένα έτος (-37,7% του ΑΕΠ της), οι καταθέσεις στην Ελλάδα θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 80 δις € – μία πολύ «αμυδρή» πιθανότητα μεν, λόγω του Ευρώ, η οποία όμως οφείλει μάλλον να εξετασθεί, έστω «εγκυκλοπαιδικά», από τις τράπεζες μας.

Όπως διαπιστώνεται από τον Πίνακα Ι, το Δεκέμβριο του 2001 οι συνολικές καταθέσεις ήταν 15,4 δις $ – το 83% δηλαδή του ΑΕΠ της Ουρουγουάης τότε (18,55 δις $ – όταν το Ελληνικό ΑΕΠ σήμερα είναι περί τα 320 δις $ και οι καταθέσεις 260 δις $, ήτοι το 81%). Από τις συνολικές καταθέσεις, το 90% ήταν σε ξένο συνάλλαγμα (13,97 δις $), με το 47% να ανήκουν σε ξένους, μη κατοίκους της χώρας. Στα πλαίσια αυτά, η κεντρική τράπεζα της Ουρουγουάης δεν επέβαλλε ειδικούς κανόνες, όσον αφορά τις καταθέσεις σε συνάλλαγμα των ξένων, τον περιορισμό των αναλήψεων ή όποιους άλλους – ενώ η επίβλεψη των κρατικών τραπεζών εκ μέρους της ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.

Τα συνολικά δάνεια που παρείχε το τραπεζικό σύστημα στα τέλη του 2001 ήταν της τάξης των 11,5 δις $, εκ των οποίων τα 8,6 δις $ (75%) ήταν σε ξένο συνάλλαγμα – κυρίως σε δολάρια. Παραδόξως δε, τα 6,1 δις $ (ή το 71% αυτών των δανείων) είχαν δοθεί σε κατοίκους της χώρας, παρά το ότι κανένας από αυτούς δεν είχε εισοδήματα σε συνάλλαγμα ή από άλλες χώρες.

Στα τέλη του 2001, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των κρατικών τραπεζών είχαν φτάσει στο 39,1% των συνολικών – έναντι 5,6% μόλις των ιδιωτικών. Το κόστος λειτουργίας δε των κρατικών τραπεζών ήταν πολύ υψηλό, ενώ τα κέρδη τους κατά πολύ χαμηλότερα, από τα αντίστοιχα των ιδιωτικών – ειδικά της BHU, η οποία ήταν ο κυριότερος «παροχέας» στεγαστικών δανείων της χώρας.

Από δημοσιονομικής πλευράς, η ύφεση που ξεκίνησε το 1999, δημιουργούσε τεράστια ελλείμματα στον ήδη προβληματικό προϋπολογισμό της Ουρουγουάης (από 38% του ΑΕΠ το 1998, στο 58% του ΑΕΠ το 2001, κυρίως λόγω της ενίσχυσης των τραπεζών) – με τη χρηματοδότηση τους να γίνεται με τη σύναψη ξένων δανείων (σε συνάλλαγμα). Λίγο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, το συνολικό δημόσιο χρέος ήταν 10,7 δις $ (57,7% του ΑΕΠ), εκ των οποίων το 83% σε ξένο συνάλλαγμα (για σύγκριση, «μόλις» το 30% του συνολικού δανεισμού της Τουρκίας σήμερα είναι σε ξένο συνάλλαγμα).

Περαιτέρω, το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ της Αργεντινής το ίδιο έτος ήταν 51% και της Βραζιλίας, το 1999, μόλις 44% («ονειρεμένα» μεγέθη, σε σχέση με το 160% της Ελλάδας ή το 130% της Ιταλίας). Το χρέος της Ουρουγουάης αυξήθηκε στο 93% του ΑΕΠ το Δεκέμβριο του 2002 και στο 108% του ΑΕΠ το Δεκέμβριο του 2003 – σαν αποτέλεσμα της κρίσης, της μείωσης του ΑΕΠ (ύφεση), κυρίως δε της υποτίμησης του νομίσματος της, η οποία πλησίασε τα επίπεδα του 50% (η υποτίμηση είναι ένας από τους βασικούς λόγους που αυξήθηκαν και τα δημόσια χρέη ως προς το ΑΕΠ, τόσο της Αργεντινής, όσο και της Βραζιλίας – επίσης ένας από τους λόγους που θα χαρακτήριζαν έγκλημα την επιστροφή της χώρας μας στη δραχμή, χωρίς την παροχή πολλαπλάσιας αξίας ανταλλαγμάτων).

Συμπερασματικά λοιπόν, στα τέλη του 2001 η οικονομία της Ουρουγουάης υπέφερε από μία εκτεταμένη κρίση των κρατικών τραπεζών, από την εξάρτηση της από το ξένο συνάλλαγμα, καθώς επίσης από μειωμένη ανταγωνιστικότητα, η οποία προκαλούσε μεγάλα ελλείμματα – λόγω της υποτίμησης των νομισμάτων των βασικών εμπορικών εταίρων της. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο τραπεζικός τομέας της χώρας ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος σε εξωτερικά σοκ, καθώς επίσης στην (ενδεχόμενη τότε), υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.

ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Η κρίση ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2001, όταν η κυβέρνηση της Αργεντινής επέβαλλε στους κατοίκους της ελέγχους διακίνησης κεφαλαίων και «πάγωσε» τις καταθέσεις τους (το γνωστό «corralito»). Εκείνη τη στιγμή, οι δύο μεγαλύτερες ιδιωτικές τράπεζες της Ουρουγουάης αντιμετώπισαν προβλήματα ρευστότητας, λόγω της μεγάλης έκθεσης τους στην Αργεντινή. Στην πραγματικότητα βέβαια, οι δύο αυτές τράπεζες («υπεύθυνες» για το 20% των συνολικών καταθέσεων εντός του συστήματος) ανήκαν σε οικονομικούς ομίλους της Αργεντινής – οπότε ήταν εξαιρετικά ευαίσθητες στις εκεί συνθήκες.

Ειδικά η BGU, η νούμερο δύο τράπεζα της Ουρουγουάης σε όρους ενεργητικού, ήταν υποκατάστημα της μεγαλύτερης ιδιωτικής τράπεζας της Αργεντινής (Galicia) – ενώ είχε επικεντρώσει τις δραστηριότητες της σχεδόν αποκλειστικά στη λήψη καταθέσεων Αργεντινών υπηκόων, καθώς επίσης στο δανεισμό Αργεντινών, ιδιωτών και επιχειρήσεων.

Όταν λοιπόν η Αργεντινή επέβαλλε ελέγχους διακίνησης κεφαλαίων και «πάγωμα» καταθέσεων, η BGU αφενός μεν απομονώθηκε από τα περιουσιακά της στοιχεία στην Αργεντινή, αφετέρου αντιμετώπισε εκροή καταθέσεων, εκ μέρους των Αργεντινών (οι νέες εστίες πυρκαγιάς στην Α. Ευρώπη, επίσης στην Τουρκία, οφείλουν να προσεχθούν ιδιαίτερα από τις Ελληνικές τράπεζες).

Μόνο τον Ιανουάριο του 2002, η BGU έχασε το 15% των συνολικών καταθέσεων της, αντιμετωπίζοντας αμέσως τεράστια προβλήματα ρευστότητας – με αποτέλεσμα η κεντρική τράπεζα της Ουρουγουάης να υποχρεωθεί να σταματήσει τη λειτουργία της (απόσυρση αδείας στις 13. Φεβρουαρίου). Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να συμβεί και στην Ελβετία, στο Λουξεμβούργο ή στη Μ. Βρετανία, σε περίπτωση ραγδαίας επιδείνωσης της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης ή των Η.Π.Α.

Η BC τώρα, η μεγαλύτερη τότε ιδιωτική τράπεζα της Ουρουγουάης, η οποία ήταν επίσης εκτεθειμένη στην οικονομία της Αργεντινής, λόγω του υψηλού δημοσίου χρέους της χώρας που κατείχε (ομόλογα), καθώς επίσης λόγω των δανείων της στον αργεντινό όμιλο εταιρειών BGdeN, του οποίου αποτελούσε υποκατάστημα, αντιμετώπισε ανάλογα προβλήματα ρευστότητας (μετά από κάποιες προσπάθειες ανακεφαλαιοποίησης της, μεσολάβησε η κεντρική τράπεζα της Ουρουγουάης, η οποία τελικά την «αναδιάρθρωσε»).

Τις επόμενες εβδομάδες, έως το Μάρτιο του 2002, καθώς η οικονομική κρίση της Αργεντινής εξελισσόταν, το 12% των συνολικών καταθέσεων «εγκατέλειψε» την Ουρουγουάη (Πίνακας Ι). Παρά το ότι λοιπόν οι Αρχές βοηθούσαν τις τράπεζες, παρέχοντας τους ρευστότητα, ενώ είχε ανακοινωθεί επί πλέον από το ΔΝΤ ένα πρόγραμμα δανεισμού τους, η αρνητική δημοσιοποίηση των προβλημάτων άσκησε μεγάλες πιέσεις στο νόμισμα της χώρας, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να αυξήσει τα περιθώρια διακύμανσης του από το 6% στο 12% – επιδεινώνοντας εξ αυτού τη θέση των τραπεζών.

Αν και ακολούθησε η υποτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ουρουγουάης, η οποία ως συνήθως συνοδεύεται από την αντίστοιχη μείωση της αξιολόγησης των τραπεζών, ενώ οι καταθέσεις μειώνονταν διαρκώς, η κυβέρνηση συνέχισε να ενισχύει τις τράπεζες – ακόμη και όταν η τρίτη μεγαλύτερη ιδιωτική τράπεζα της χώρας αντιμετώπισε με τη σειρά της προβλήματα ρευστότητας.

Εν τούτοις, όταν τον Ιούλιο τα επιτόκια δανεισμού της Ουρουγουάης (spreads) αυξήθηκαν υπερβολικά (έως και 20%, όσο περίπου τα ελληνικά σήμερα – 25% το Νοέμβριο του 2002), τα συναλλαγματικά της αποθέματα μειώθηκαν δραματικά (80%) και αφέθηκε ελεύθερη η ισοτιμία του νομίσματος (πέζο), το οποίο υποτιμήθηκε αμέσως κατά 27%, η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να ανακοινώσει το κλείσιμο των τραπεζών – για πέντε ημέρες (bank holidays).

Στα τέλη Ιουλίου του 2002, το 38% των καταθέσεων είχε εγκαταλείψει το σύστημα, το πέζο είχε υποτιμηθεί κατά 57%, ενώ οι περισσότερες τράπεζες ήταν πρακτικά χρεοκοπημένες. Το 67% των καταθέσεων ήταν στα χέρια της κυβέρνησης, είτε στις κρατικές τράπεζες, είτε στις «κρατικοποιημένες», ενώ το 51% των καταθέσεων κατοίκων του εξωτερικού είχαν φύγει από τη χώρα.

Την 1η Αυγούστου, μετά το κλείσιμο των τραπεζών, χιλιάδες άνθρωποι ακολούθησαν τα συνδικάτα σε μία τετράωρη γενική απεργία, η οποία κατέληξε σε λεηλασίες καταστημάτων και σε οδομαχίες, στις φτωχές περιοχές του Montevideo. Η κυβέρνηση αντέδρασε με την αποστολή χιλιάδων αστυνομικών, οι οποίοι τελικά απεκατέστησαν την ηρεμία. Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, στις 16 Απριλίου του 2002, περί τους 100.000 διαδηλωτές είχαν συγκεντρωθεί ξανά στην πρωτεύουσα της χώρας, με στόχο να διαμαρτυρηθούν για τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της.

Επίσης, στις 12. Ιουνίου μία 24ωρη γενική απεργία είχε νεκρώσει εντελώς τη χώρα – για πρώτη φορά μετά το 1984, όπου η τότε στρατιωτική κυβέρνηση ήταν λίγο πριν την πτώση της. Τόσο οι εργαζόμενοι, όσο και οι επιχειρηματίες απαιτούσαν πολιτικά μέτρα για την διατήρηση του κοινωνικού κράτους, της εθνικής βιομηχανίας και της ανάπτυξης της οικονομίας – διαμαρτυρόμενοι ταυτόχρονα για την αύξηση των φόρων (οι ομοιότητες με την Ελλάδα είναι προφανείς).

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Στις αρχές Αυγούστου του 2002, το ΑΕΠ της Ουρουγουάης βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση (12% σε ετήσια βάση), οι επιχειρήσεις έκλειναν η μία μετά την άλλη και η ανεργία είχε εκτοξευθεί στα ύψη – το νόμισμα έχανε συνεχώς σε αγοραστική αξία και το δημόσιο χρέος, σε όρους δολαρίου, ξεπερνούσε πλέον τα ασφαλή επίπεδα. Ο άνθρωποι είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και η επιδρομή εναντίον των τραπεζών (bank run) είχε αναγκάσει την κυβέρνηση να διακόψει τη λειτουργία τους – με αποτέλεσμα να προκληθούν μεγάλες κοινωνικές αναταραχές. Οι ξένες εφημερίδες έγραφαν ότι, η Ουρουγουάη θα χρειαζόταν ένα θαύμα για να αποφύγει την οριστική χρεοκοπία, δίνοντας πιθανότητες 1% σε κάτι τέτοιο.

Ειδικοί εκ μέρους των Η.Π.Α. (U.S. Treasury) είχαν καταφθάσει επειγόντως στη χώρα, με σκοπό να βοηθήσουν στην εύρεση λύσης. Η αιτία της μη ενασχόλησης του ΔΝΤ με το πρόβλημα της Ουρουγουάης, ήταν η απαίτηση του να βοηθήσει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι, η χώρα θα κήρυσσε στάση πληρωμών και θα μετέτρεπε όλα τα χρηματικά αποθέματα της (καταθέσεις) σε ομόλογα – ληστεύοντας προφανώς τους Πολίτες της, για να πληρώσει τους πιστωτές της. Η κυβέρνηση δεν συμφώνησε με τέτοιες μεθόδους, προτιμώντας να ζητήσει τη βοήθεια του U.S. Treasury – το οποίο είχε την απαιτούμενη εμπειρία, ενώ διατηρούσε καλές σχέσεις με τις κυβερνήσεις και των δύο χωρών.

Το ζητούμενο ήταν ουσιαστικά να σταματήσει η «τραπεζική επιδρομή», έτσι ώστε να εξασφαλισθεί ένα διάλειμμα στο σύστημα πληρωμών της χώρας – το οποίο θα εμπόδιζε τη μεγέθυνση της ζημίας που είχε προκαλέσει στην οικονομία της η κρίση της Αργεντινής. Αντίθετα με το ΔΝΤ, η επιτροπή των οικονομολόγων των δύο χωρών πίστευε ότι, η αναδιάρθρωση του χρέους της Ουρουγουάης θα έπρεπε να αναβληθεί για αργότερα – αφού θα είχε σταθεροποιηθεί η οικονομία της.

Παράλληλα θεωρήθηκε πως η επιδρομή στις τράπεζες οφειλόταν στην πεποίθηση των καταθετών σε σχέση με το ότι, η κεντρική τράπεζα δεν είχε τόσα χρήματα, όσες οι καταθέσεις τους (εύλογη, αφού καμία τράπεζα δεν διατηρεί τις καταθέσεις στα θησαυροφυλάκια της, αλλά μόλις το 2% στην κεντρική). Έτσι, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να αποσύρουν τα χρήματα τους το δυνατόν γρηγορότερα – πριν εξαντληθούν δηλαδή τα αποθέματα των τραπεζών.

Αποφασίσθηκε λοιπόν ότι, η λύση ήταν η εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων – η κάλυψη τους δηλαδή κατά 100% με δολάρια. Κάτι τέτοιο όμως ήταν αδύνατον για την κεντρική τράπεζα της Ουρουγουάης, επειδή δεν μπορούσε να δανεισθεί ένα τέτοιο ποσόν. Έτσι, η επιτροπή απευθύνθηκε στο ΔΝΤ για τη χρηματοδότηση, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες να πείσει το Ταμείο για την επιτυχία του σχεδίου της. Στόχος της ήταν ένα δάνειο ύψους 1,5 δις $ – οπότε, εάν το ΔΝΤ συμφωνούσε να δώσει 500 εκ. $, τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να εξασφαλισθούν από την Παγκόσμια Τράπεζα, ως συνήθως σε συνεργασία με την IDB (Inter-American Development Bank).

Το ΔΝΤ, όπως και οι δύο υπόλοιποι οργανισμοί, συμφώνησαν τελικά ενώ, επειδή η επιτροπή θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του σχεδίου της το άμεσο άνοιγμα των τραπεζών, ζητήθηκε δάνειο από το U.S. Treasury (bridge loan), έως ότου οι τρεις οργανισμοί ολοκληρώσουν τις απαραίτητες διαδικασίες έγκρισης. Έτσι, οι τράπεζες άνοιξαν πολύ γρήγορα, η επιδρομή των καταθετών δεν συνεχίσθηκε, η κρίση τελείωσε και η ανάπτυξη επανήλθε το 2003 (αύξηση του ΑΕΠ κατά 11% το 2004).

Αργότερα, το Μάιο του 2003, η κυβέρνηση της Ουρουγουάης συνεργάσθηκε με τους πιστωτές της, με στόχο την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους της. Η «προσφορά» των νέων «ομολόγων ανταλλαγής» ανακοινώθηκε στις 10 Απριλίου και ολοκληρώθηκε στις 29 Μαΐου, με την αποδοχή του 93% των πιστωτών. Από τα 5,4 δις $ δηλαδή αναδιαρθρώθηκαν τελικά τα 5 δις $, ενώ το ΔΝΤ υπολόγισε τον περιορισμό της αξίας των ομολόγων, λόγω της χρονικής τους μετάθεσης, στο -20%.

Ουσιαστικά συμφωνήθηκε η αύξηση του χρόνου αποπληρωμής των ομολόγων του δημοσίου κατά πέντε έτη, χωρίς να μειωθεί η ονομαστική τους αξία (δεν υπήρξε διαγραφή χρέους – haircut) και χωρίς να υπάρξει καμία αλλαγή στα επιτόκια. Το χρέος προς το ΔΝΤ αποπληρώθηκε και η χώρα επανήλθε στις χρηματοπιστωτικές αγορές τον ίδιο χρόνο, μετά από πολύ σύντομη απουσία.

Τέλος, παρά το ότι τα CDS υπήρχαν εκείνη την εποχή, δεν χρησιμοποιούνταν σε μεγάλη έκταση, οπότε δεν έγινε καμία συζήτηση σχετικά με το εάν η αναδιάρθρωση του χρέους της Ουρουγουάης αποτελούσε πιστωτικό γεγονός ή όχι. Σε κάθε περίπτωση, η S&P αξιολόγησε την αναδιάρθρωση σαν SD (Selective Default – Επιλεκτική Χρεοκοπία), όπως την Ελληνική, ενώ η Fitch σαν χρεοκοπία (DDD) – ενώ τα επιτόκια δανεισμού της χώρας, παρά το ότι μειώθηκαν δραστικά, παρέμειναν έκτοτε σχεδόν διπλάσια, σε σχέση με αυτά πριν από την κρίση.

Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Σε σχέση με την εξυγίανση των τραπεζών, είναι σημαντικό να τις διαχωρίσει κανείς σε τρεις ομάδες, λόγω της φύσεως των προβλημάτων και των ιδιαιτεροτήτων τους: στις κρατικές (BROU και BHU), στις ιδιωτικές, στις οποίες επενέβη το δημόσιο (Banco Comercial, Banco Mondevideo-Caja Obrera και Banco de Credito), καθώς επίσης στις υπόλοιπες ιδιωτικές.

Οι κρατικές τράπεζες

Η BROU: Σαν αποτέλεσμα της κρίσης, η BROU έχασε περί το 66% των συνολικών καταθέσεων της εντός του 2002 – γεγονός που επιδείνωσε σημαντικά τη ρευστότητα της, ενώ έφερε στο φως τα προβλήματα του Ισολογισμού της, καθώς επίσης πολλά διαχειριστικά ελαττώματα, προερχόμενα από την «ελλειμματική εταιρική διακυβέρνηση» της. Με τη συμμετοχή του ΔΝΤ, η τράπεζα υποχρεώθηκε σε ένα δραστικό πρόγραμμα εξυγίανσης, το οποίο συμπεριελάμβανε τα εξής:

(α) Το 2003 ιδρύθηκε μία εταιρεία διαχείρισης Ενεργητικού (Asset Management Company), με την εγγύηση του κράτους και με στόχο την κατηγορία των δανείων 4 και 5 (τα επισφαλή δάνεια στην Ουρουγουάη ονομάζονται δάνεια κατηγορίας 4 και 5 μέσα στο βιβλίο των τραπεζών, αντιπροσωπεύοντας τις δύο πιο επικίνδυνες κατηγορίες μεταξύ συνολικά πέντε).

Σύμφωνα με το πρόγραμμα, τα δάνεια αυτά όφειλαν αφενός μεν να «αποσβεσθούν» λόγω πλήρους αδυναμίας είσπραξης τους, αφετέρου να «καλυφθούν» χρηματοπιστωτικά, εντός μίας περιόδου 5 ετών. Η τράπεζα υποσχέθηκε να ολοκληρώσει τη μεταφορά αυτών των δανείων προς την εταιρεία διαχείρισης Ενεργητικού, μέχρι το Δεκέμβρη του 2004.

(β) Η κυβέρνηση κάλυψε ένα ομόλογο δανεισμού της BROU (αφορούσε ένα εγγυημένο από το κράτος ομόλογο ύψους 776 εκ. $, το οποίο είχε εκδώσει η δεύτερη δημόσια τράπεζα, η BHU, η οποία δεν μπορούσε πλέον να το εξυπηρετήσει), ενώ η BHU υποσχέθηκε να το αποπληρώσει στο μέλλον.

(γ) Η τράπεζα υποχρεώθηκε να διαφοροποιήσει μελλοντικά την εμπορική της δραστηριότητα, απασχολούμενη μόνο με προϊόντα βασιζόμενα στο πέζο (καθόλου με προϊόντα άλλων νομισμάτων).

(δ) Το κόστος λειτουργίας της εξορθολογίστηκε, με στόχο τη μείωση του κατά 15% εντός των δύο επομένων ετών (απολύσεις προσωπικού κλπ.)

(ε) Το τμήμα ρίσκου (credit risk management) και παροχής δανείων της τράπεζας, υποχρεώθηκε να περιορίσει ριζικά το ποσοστό των επισφαλειών στο μέλλον.

Η BHU: Τέλη του 2001, οι περισσότερες καταθέσεις της BHU (77%) ήταν σε δολάρια, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των δανείων της (94%) ήταν σε πέζος – «αναφερόμενες» σε οφειλέτες, τα εισοδήματα των οποίων (μισθοί κλπ.) ήταν σε πέζος. Όπως ήταν φυσικό, όταν ξέσπασε η κρίση και υποτιμήθηκε σημαντικά το εθνικό νόμισμα, η μεγάλη έκθεση της τράπεζας σε δάνεια είχε σαν αποτέλεσμα να φτάσει στο χείλος της χρεοκοπίας.

Με τη βοήθεια της Παγκόσμιας Τράπεζας (το ΔΝΤ είχε αναλάβει τη μία κρατική τράπεζα, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα την άλλη), η BHU αναδιαρθρώθηκε ριζικά – υποχρεούμενη να μετατραπεί σε ένα μη τραπεζικό ίδρυμα, το οποίο δεν επιτρεπόταν πλέον να λαμβάνει νέες καταθέσεις (με εξαίρεση τις προθεσμιακές «καταθέσεις ταμιευτηρίου»).

Εκτός αυτού, απαγορεύθηκε στην τράπεζα να παρέχει δάνεια υψηλότερα από το ποσόν των 50 εκ. $ συνολικά. Παράλληλα, η BHU αναγκάσθηκε να μειώσει δραστικά το κόστος λειτουργίας της, καθώς επίσης να δημιουργήσει συνθήκες απόλυτης διαφάνειας στον Ισολογισμό της.

Οι ιδιωτικές, «διασωθείσες» από το κράτος τράπεζες

Τον Ιανουάριο του 2003 η κυβέρνηση «εκκαθάρισε» τις δύο τράπεζες (Banco Comercial και Banco Montevideo-Caja Pbrera), δημιουργώντας εξ αυτών μία καινούργια: τη Nuevo Banco Comercial (NBC). Τέλη Φεβρουαρίου η νέα αυτή τράπεζα εξέδωσε ομόλογα (CDs), για να χρηματοδοτήσει την εξαγορά των στοιχείων του Ενεργητικού των δύο «εκκαθαρισμένων» τραπεζών – με τα έσοδα εξ αυτών να οδηγούνται στη «μερική εξυπηρέτηση» των καταθέσεων των δύο προηγουμένων τραπεζών. Η τράπεζα άνοιξε τέλη Μαρτίου, ενώ μέχρι τα τέλη του έτους έγινε η τρίτη μεγαλύτερη της χώρας, αντιπροσωπεύοντας το 9,5% των συνολικών καταθέσεων του συστήματος.

Από την άλλη πλευρά η τρίτη ιδιωτική τράπεζα, την οποία είχε διασώσει το κράτος, η Banco de Credito, τέθηκε τελικά σε εκκαθάριση, έκλεισε δηλαδή το Φεβρουάριο του 2003, μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες ανακεφαλαιοποίησης της. Επειδή τώρα η BCU ανήκε στις JP Morgan Chase, Dresdner Bank και Credit Suisse First Boston, ενώ έχασε το συνολικό Ενεργητικό της ύψους 800 εκ. $ όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να την κλείσει, η Ουρουγουάη καταδικάσθηκε τον Ιανουάριο του 2005 από το διεθνές εμπορικό επιμελητήριο, με έδρα το Παρίσι, σε αποζημίωση ύψους 120 δις $ προς τις τρεις ξένες τράπεζες-μετόχους.

Οι λοιπές ιδιωτικές τράπεζες

Ο τομέας αυτός του τραπεζικού συστήματος της Ουρουγουάης, αποτελούμενος από ένα μικρό δίκτυο κυρίως ξένων τραπεζών, αφέθηκε ουσιαστικά στην τύχη του – υποχρεούμενος να προσπαθήσει με δικά του μέσα να ανταπεξέλθει με την κρίση. Στην πραγματικότητα, οι ιδιωτικές τράπεζες που κατάφεραν να ανταπεξέλθουν με τα προβλήματα τους, ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι της κρίσης – ενώ δεν έγιναν σημαντικές αναδιαρθρώσεις ή μειώσεις στα μεγέθη τους. Ο Πίνακας ΙΙ που ακολουθεί αναφέρεται στη δομή της τραπεζικής αγοράς, μετά τον Ιούνιο του 2004:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Η τραπεζική αγορά της Ουρουγουάης, τον Ιούνιο του 2004, σε εκ. $

Τράπεζα

Ενεργητικό

Ποσοστά επί συνόλου

BROU

4.941

42%

BHU

1.202

10%

NBC

1.057

9%

Σύνολο κρατικών τραπεζών

7.200

61%

Ιδιωτικές τράπεζες

4.568

39%

Γενικό σύνολο

11.768

100%

Πηγή: BHU – ΔΝΤ
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σύμφωνα με τον Πίνακα ΙΙ, οι κρατικές τράπεζες αντιπροσώπευαν στα τέλη Ιουνίου του 2004 περί το 61% του συνολικού Ενεργητικού του τραπεζικού συστήματος της Ουρουγουάης, με την κρατική BROU να παραμένει ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της αγοράς – αντιπροσωπεύοντας το 45% των συνολικών καταθέσεων, καθώς επίσης το 50% των συνολικών δανείων του συστήματος.

Αν και οι συνολικές καταθέσεις τον Ιούνιο του 2004 ήταν μόλις το 61% των αντίστοιχων το Δεκέμβριο του 2001 («χάθηκε» δηλαδή το 39%), ανέκτησαν τα επίπεδα του Ιουλίου του 2002 – όπου είχαν κλείσει η τράπεζες (bank holiday). Όσον αφορά τις καταθέσεις των ξένων, έχουν μειωθεί πλέον στο 38%, σε σχέση με το επίπεδο τους πριν από την κρίση.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ

Η προσέγγιση της κρίσης από την Αργεντινή ήταν εντελώς διαφορετική, από αυτήν της Ουρουγουάης. Επομένως θεωρούμε σκόπιμη μία μικρή αναφορά, έτσι ώστε να συμπεράνουμε ποια από τις δύο χώρες ακολούθησε το σωστότερο δρόμο – κρίνοντας αποκλειστικά και μόνο εκ του αποτελέσματος για τους Πολίτες (η έννοια «σωστό» δεν έχει απολύτως κανένα νόημα, εάν δεν εξετάζεται από την πλευρά του ποιόν ωφελεί και ποιόν ζημιώνει).

Το Δεκέμβρη του 2001 η Αργεντινή κήρυξε στάση πληρωμών (άρθρο μας), η οποία αφορούσε τόσο τους εγχώριους, όσο και τους ξένους ιδιοκτήτες των ομολόγων της. Το συνολικό ποσόν, το οποίο όφειλε να αναδιαρθρωθεί, ήταν της τάξης των 100 δις $ (περί τα 70 δις €) – αν και η πρόταση αναδιάρθρωσης προς τους πιστωτές της δεν έγινε έως το 2004 και δεν ολοκληρώθηκε ούτε το 2005. Τελικά, οι ιθύνοντες της Αργεντινής πρότειναν στους δανειστές την εξόφληση ενός μέρους των απαιτήσεων τους, αναγκάζοντας τους «είτε να δεχθούν, είτε να το αφήσουν» (take it or leave it offer).

Το 75% των δανειστών της Αργεντινής συμφώνησε να αποδεχθεί την πρόταση της κυβέρνησης, η οποία προέβλεπε διαγραφή χρεών (haircut) ύψους περί το 65% (μέσω επέκτασης του χρόνου αποπληρωμής, μείωσης της ονομαστικής αξίας και δόσεις με χαμηλά επιτόκια). Η διαμάχη μεταξύ της Αργεντινής και του 25% των πιστωτών της, οι οποίοι δεν αποδέχθηκαν την πρόταση της κυβέρνησης, συνέχισε μέχρι το 2010, όπου η Αργεντινή κατάφερε να ολοκληρώσει μία επόμενη συμφωνία – ενώ απομένουν ακόμη 7,5 δις $ χρέους, στις χώρες που εκπροσωπούνται από «το κλαμπ του Παρισιού».

Στην περίπτωση της Αργεντινής πρόκειται προφανώς για ένα «πιστωτικό γεγονός», το οποίο ενεργοποιεί τα CDS – ενώ η S&P αξιολόγησε της Αργεντινή με SD (Επιλεκτική χρεοκοπία), όπως ακριβώς την Ουρουγουάη (Ελλάδα) και η Fitch με DD, ήδη από το 2001.

Μετά την αναδιάρθρωση χρέους, η Ουρουγουάη εισήλθε αμέσως σε πορεία ανάπτυξης, επιτυγχάνοντας μέσους ρυθμούς αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ, της τάξης του 8% μεταξύ των ετών 2004 και 2008. Παραδόξως, η οικονομία της Αργεντινής αναπτύχθηκε ανάλογα βασιζόμενη, μεταξύ άλλων, στις υψηλότερες τιμές των εμπορευμάτων. Κατά τη διάρκεια λοιπόν της ίδιας χρονικής περιόδου, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της Αργεντινής ήταν 8,5% – παρά την «οικονομική ανεπάρκεια» των κυβερνητικών στελεχών της, καθώς επίσης την απομόνωση της από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.

Επομένως, η μορφή της αναδιάρθρωσης, είτε αυτή της Ουρουγουάης (soft), είτε αυτή της Αργεντινής (hard), δεν διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, όσον αφορά την εξέλιξη των δύο χωρών – ενώ η Αργεντινή, σε αντίθεση με την Ουρουγουάη, κατάφερε τελικά να μειώσει στο μισό το δανεισμό της, με τεράστια οφέλη τόσο για τον προϋπολογισμό (τόκοι δανείων), όσο και για τους Πολίτες της.

Όσον αφορά δε τις αγορές, σε τελική ανάλυση κρίνουν και δανείζουν ανάλογα με τη προβλεπόμενη μελλοντική εξέλιξη της χώρας και όχι με βάση τις ζημίες τους από το παρελθόν – οπότε μία χώρα, η οποία επιλέγει το δύσκολο δρόμο (λιτότητα, ύφεση κλπ.), χωρίς καμία ελπίδα επιτυχίας όπως η Ελλάδα, είναι πολύ πιο δύσκολο να επανέλθει στις αγορές, από μία άλλη που επιλέγει ριζικές λύσεις (haircut κλπ.), οι οποίες εξασφαλίζουν τη μελλοντική της ανάπτυξη.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σχεδόν για τρία ολόκληρα χρόνια ασχολούμαστε με την οικονομική ενημέρωση, στο βαθμό που μπορούμε – με όλα τα τυχόν λάθη ή τις παραλείψεις μας. Σκοπός μας δεν είναι η απόδοση ευθυνών, οι κατηγορίες η/και η κριτική κανενός (θα ήταν μάλλον ανόητο), αλλά απλά και μόνο η ανάλυση όλων όσων συμβαίνουν ή έχουν συμβεί με κάποιες, ή δυνατόν «εποικοδομητικές» προτάσεις – αφού πιστεύουμε απόλυτα ότι, η γνώση είναι δύναμη, ενώ η άμεση Δημοκρατία απαιτεί πλήρη ενημέρωση των Πολιτών μίας χώρας (η οποία πρέπει να επιδιώκεται σε όλους τους «τομείς γνώσης» και όχι μόνο στα οικονομικά).

Περαιτέρω θεωρούμε ότι, η άμεση Δημοκρατία είναι η μοναδική λύση μας απέναντι στην παντοδυναμία του απολυταρχικού καπιταλισμού (κινεζικός δρόμος), ο οποίος διαδέχθηκε τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», καθώς επίσης απέναντι στην «δριμύτητα» του μονοπωλιακού καπιταλισμού – αυτού δηλαδή που προωθεί το «δυτικό» κυρίως Καρτέλ, σε πλήρη συνεργασία με τις αχόρταγες, ανεξέλεγκτες χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες δεν «συμπεριφέρονται» σύμφωνα με το «αόρατο χέρι» του A.Smith (αδυνατώντας προφανώς να λειτουργήσουν με τους κανόνες της ζήτησης και της προσφοράς, χωρίς αυτό να προϋποθέτει συνωμοσίες).

Στα πλαίσια τώρα της παραπάνω ανάλυσης της κρίσης της Ουρουγουάης, έχουμε την άποψη ότι, η μοναδική πλέον επιλογή της Ελλάδας είναι η ανάπτυξη ή η στάση πληρωμών – χωρίς καμία απολύτως καθυστέρηση. Εάν δεν εξασφαλιστεί άμεσα η ανάπτυξη για τη χώρα μας, με οποιονδήποτε εφικτό διακανονισμό αποπληρωμής των υποχρεώσεων της (άρθρο μας), οφείλουμε να προβούμε γρήγορα σε στάση πληρωμών, παραμένοντας δυστυχώς υποχρεωτικά στο χώρο του Ευρώ – διαφορετικά είναι πλέον φύσει αδύνατον να επιβιώσουμε (αν και δεν βλέπουμε σοβαρές προοπτικές επιβίωσης του Ευρώ, κρίνοντας από τις «ικανότητες» του περιπλανώμενου Ευρωθιάσου και τα συνεχή «ήξεις αφίξεις» της ανατολικογερμανίδας καγκελαρίου).

Τέλος, τόσο η αισιόδοξα προβλεπόμενη (άρθρο μας – Πίνακας Ι) επιδείνωση της ύφεσης, όσο και οι εγκληματικές ιδιωτικοποιήσεις κάτω από τις σημερινές συνθήκες (με το χρηματιστήριο στο ναδίρ και τις αξίες «καταρρακωμένες»), απειλούν να μας οδηγήσουν δεκάδες χρόνια πίσω – εάν δεν μας καταδικάσουν σε μία νέα «κατοχή» της Ελλάδας, από τους συνήθεις δυτικούς εισβολείς και νεοαποικιοκράτες.

Όσον αφορά δε τις τράπεζες, η καταβαράθρωση των τιμών των μετοχών τους είναι η καλύτερη τεκμηρίωση σε σχέση με το τι πρόκειται να συμβεί σύντομα – κρίνοντας από την εμπειρία της Ουρουγουάης, από την ριζική αναδιάρθρωση που ακολούθησε, η οποία καταδίκασε χιλιάδες τραπεζοϋπαλλήλους στην ανεργία, καθώς επίσης από τις μάλλον «σκοτεινές» προθέσεις κάποιων «εταίρων» μας.

Εκτός αυτού, η απίστευτη μείωση της ονομαστικής αξίας της μετοχής της Alpha Bank, για παράδειγμα, από 4,70 € στα 0,30 € (σημερινή τιμή διαπραγμάτευσης της μετοχής 1,90 €), ταυτόχρονα με τον τεράστιο περιορισμό των Ιδίων Κεφαλαίων της κατά 2,5 δις € (στο 1,1 δις €), δεν προϊδεάζει για τα καλύτερα – ενώ μάλλον τεκμηριώνει ότι, έχουμε εισέλθει στην «τελική ευθεία». Προφανώς δε, η σημερινή κατάσταση επηρεάζει, μεταξύ άλλων, σε μεγάλο βαθμό τα δημόσια και τα άλλα ταμεία (συνταξιοδοτικά κλπ.), με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον τους.

Βασίλης Βιλιάρδος ©,
viliardos@kbanalysis.com

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων με πολλά συγγράμματα και μελέτες, ενώ έχει εκδώσει πρόσφατα το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Η κρίση των κρίσεων»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ