Ιερατική Σύναξη για το τρέχον εκκλησιαστικό έτος

Πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας η 1η Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος για το τρέχον Εκκλησιαστικό έτος. Ομιλητής ήταν ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας, Παξών & Διαποντίων Νήσων Πρωτ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Οικονόμοι ποικίλης χάριτος του Θεού (Α´ Πέτρου 4,10). Το Μυστήριο της Ιερωσύνης: ενώπιον της κλήσης μας και αντιμέτωποι με την πρόκληση ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου κόσμου».

Ο ομιλητής αναφέρθηκε στην διαρκή ανατροπή των δεδομένων της σύγχρονης Ελληνικής και όχι μόνο κοινωνίας μέσα στην οποία καλείται να διακονήσει ο Κληρικός και εντόπισε τρία σημεία τού μεταβαλλόμενου κόσμου, που συνιστούν προκλήσεις για το ιερατικό έργο. Το πρώτο σημείο είναι η ρευστότητα. Όπως σημείωσε «Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Βιώνουμε την μετεξέλιξη του πολιτισμού και της κοινωνίας σε ένα μετα-νεωτερικό πλαίσιο, το οποίο χαρακτηρίζεται από μία έντονη ρευστότητα.

Οι θεσμοί, χωρίς να έχουν πάψει να υφίστανται, αντιμετωπίζονται με καχυποψία, αμφισβήτηση, απόρριψη από την μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας. Κι αυτό διότι έχουν κυριαρχήσει τα ανθρώπινα πάθη και η δίψα για εξουσία, που υπερνίκησαν τις δικλείδες ασφαλείας που ονομάζονται «αξίες», ξεπεράστηκαν τα «όρια» που ετίθεντο από πιο συλλογικές αντιλήψεις ζωής (στις οποίες δέσποζε ο πατριωτισμός και η θρησκευτική πίστη) και ο άνθρωπος, που θεοποίησε τον εαυτό του και τα δικαιώματά του, έγινε άπληστος. Συνέπεια της απληστίας είναι η βαθμιαία επικράτηση της λογικής «ο καθένας για τον εαυτό του», σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Έτσι, η εξουσία παύει να λειτουργεί προς όφελος των περισσοτέρων και εγκλωβίζεται στη λογική της χρήσης της προς ίδιον όφελος.»

Το δεύτερο σημείο του μεταβαλλόμενου κόσμου είναι η εικονική πραγματικότητα. Επεσήμανε ότι «Δεν είναι μόνο ο χρόνος τον οποίον αφιερώνουμε οι άνθρωποι στην τηλεόραση, η οποία δεσπόζει στη ζωή μας και ως μέσο ενημέρωσης και ως μέσο διασκέδασης και ως μέσο εκτόνωσης. Είναι και το Διαδίκτυο, από το οποίο μαθαίνουμε ειδήσεις, συζητούμε, κάνουμε γνωριμίες, ενημερώνουμε τους άλλους για το ποιοι είμαστε και τι θέλουμε στη ζωή μας, ποιες είναι οι ιδέες που έχουμε για τον κόσμο και αντλούμε πληροφορίες, αγοράζουμε προϊόντα, αλλά και αμαρτάνουμε, γιατί το Ίντερνετ είναι ένας ανοικτός κόσμος, στον οποίο μπορούμε να βρούμε τα πάντα. Ιδίως οι νεώτεροι, και αυτό αξίζει να το λάβουμε σοβαρά υπόψιν μας στην ποιμαντική μας στη νεολαία, εκφράζονται πλέον εικονικά. Η συστηματική απαξίωση των πάντων, ιδίως από την τηλεόραση, αλλά και από το διαδίκτυο, η ενημέρωση του οποίου ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από εκείνους που ελέγχουν και την τηλεόραση, οδήγησε σε έλλειμμα εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, σε ξεγύμνωμά τους τελικά, όπως επίσης και στην προσγείωση των προσώπων στην πραγματικότητα των θνητών»

Το τρίτο σημείο του μεταβαλλόμενου κόσμου είναι η αλλαγή του ανθρωπολογικού μοντέλου. Στο σημείο αυτό ο π. Θεμιστοκλής τόνισε ότι «Η παραδοσιακή θεώρηση του ανθρώπου στην προοπτική «σώμα- ψυχή», «υλικό-πνευματικό», «Θεός-διάβολος», που ενίοτε άγγιζε ή ταυτιζόταν με έναν δυαδισμό, γνωστικής προέλευσης, σήμερα δεν μπορεί να ερμηνεύσει τις νέες απαντήσεις που έχει δώσει η επιστημονική πρόοδος, αλλά και η κοινωνική πραγματικότητα. Η χαρτογράφηση των γονιδίων που μαρτυρεί την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου οργανισμού, η ανάπτυξη της ψυχιατρικής, της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης μας έδειξαν ότι δεν μπορεί να αποδίδουμε εξ ολοκλήρου «στον διάβολο και τον πειρασμό» μία σειρά καταστάσεων όπως η απελπισία, η κατάθλιψη, η ανικανότητα της αγάπης, ακόμη και η αγωνία της επιβίωσης. Η επιστήμη της Γενετικής, με τη δυνατότητα μηχανιστικής κατασκευής ανθρώπου μέσω του επιστημονικού σωλήνα ή, πιθανόν, και της κλωνοποίησης, γεννά νέους προβληματισμούς πάνω στο ερώτημα της ψυχής και της παρέμβασης του Θεού στη ζωή του κόσμου».

Αφού ανέλυσε τα τρία ως άνω σημεία ο ομιλητής έθεσε το θέμα της θέσης των Κληρικών σ’ αυτή την κοινωνία και πώς μπορούν να σταθούν ενώπιον της κρίσης, της κλήσης και της αποστολής τους, ενώπιον των προκλήσεων του μεταβαλλόμενου κόσμου μας. Επεσήμανε δε τρεις τρόπους: Ο πρώτος είμαι η προσευχή και η μετάνοια: «Η προσευχή χρειάζεται πρωτίστως σωφροσύνη και νήψη. Οφείλουμε να επανεκτιμήσουμε λοιπόν την πνευματική μας κατάσταση.

Πόσο σώφρονες είμαστε; Πόσο γνωρίζουμε το θέλημα του Θεού; Πόσο αγωνιζόμαστε να είμαστε νηφάλιοι, να μπορούμε δηλαδή να βλέπουμε τις αληθινές πτυχές του εαυτού μας, τα μικρότερα ή μεγαλύτερα πάθη μας, τις ρίζες τους, ώστε να μπορούμε και να ζητούμε από το Θεό την ανάλογη ενίσχυση, αλλά και να εντάσσουμε τον εαυτό μας εν υπακοή προς τον πνευματικό μας, στη ζωή της πίστης; Αυτή η εσωτερική θεώρηση της δικής μας κατάστασης θα μας βοηθήσει στο να μπορούμε να ερμηνεύσουμε και κατά Θεόν και κατά άνθρωπον την πνευματική κατάσταση των πιστών, όσων συζητούν μαζί μας ή μας εμπιστεύονται την πνευματική μας πορεία, αλλά και θα μπορούμε να προσευχόμαστε εν επιγνώσει.

Η προσευχή είναι απαραίτητη για να μην λαθεύουμε στις εκτιμήσεις μας. Για να μπορούμε να διακρίνουμε τελικά το ίδιο το θέλημα του Θεού για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο μας, τι παραχωρεί και πώς μπορούμε να βρούμε τον δρόμο της ανάνηψης, που περνά μέσα από την μετάνοια. Γιατί, περισσότερο παρά ποτέ, καλούμαστε να διακηρύξουμε στους ανθρώπους μετάνοια, αλλά και να την ζήσουμε ο καθένας μας.»

Ο δεύτερος είναι η αγάπη και η ταπείνωση: «Και η αγάπη πρωτίστως πρέπει να ξεκινά από το ιερατικό μας σώμα και να εκτείνεται σε όλη την εκκλησιαστική κοινότητα. Για να υπάρξει αγάπη, χρειάζεται ταπεινό φρόνημα.

Δεν είναι καιρός πλέον να συγκρουόμαστε ή να ανταγωνιζόμαστε για μικρότητες. Δεν είναι καιρός να προβάλλουμε διαφορές σε θέματα που τελικά είναι δευτερεύοντα και να τα καθιστούμε πρωτεύοντα στις σχέσεις μας. Δεν είναι όμως τώρα καιρός ούτε για εγκλωβισμό στον εαυτό μας ούτε για χαιρεκακία για τον άλλον που φοβάται την «εφεδροποίησή» του, ίσως όχι από το κράτος, αλλά από τη νοοτροπία των ανθρώπων. Δεν είναι καιρός για στείρους ζηλωτισμούς και διαγωνισμούς «γνησιότητας». Δεν είναι καιρός και για εκκοσμικεύσεις, οι οποίες δεν στηρίζονται στο πνεύμα της παράδοσής μας. Σίγουρα όμως δεν είναι καιρός και για περιχαρακώσεις στα του οίκου μας. Τα όποια ανοίγματα πρέπει να έχουν ως βάση τους τον λόγο του Θεού και την αγάπη, τόσο προς τους αδελφούς και συλλειτουργούς, όσο και προς το λαό μας».

Το τρίτο είναι το σωτηριολογικό μήνυμα της πίστης μας. Παρατήρησε ότι «Χρειάζεται να απο-εγκλωβιστούμε από έναν υπερτονισμό της χρησιμότητας που η κοινωνία ζητά από εμάς. Το να επικαλούμαστε το πόσο φαγητό δίδουμε ή όσα ιδρύματα συντηρούμε ή πόσα χρήματα προσφέρουμε στους αναξιοπαθούντες είναι ένας πειρασμός που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, αλλά δεν πρέπει να εξαντλεί και την ουσία της διακονίας μας. Άλλωστε, σπάνια οι άνθρωποι θα αναγνωρίσουν δημόσια τι τους προσφέρει η Εκκλησία. Συνήθως θα θέλουν περισσότερα και πάντοτε θα υποστηρίζουν ότι έχουμε και άλλα, τα οποία δεν τα δίδουμε στο λαό. Η Εκκλησία όμως δεν μπορεί να περιοριστεί στο να είναι χρήσιμη στην κοινωνία. Εάν δεν λειτουργεί ως «το άλας της γης» (Ματθ. 5,13).»

Τέλος, πρότεινε την ανάγκη ενεργοποίησης της απολογητικής της πρώτης Εκκλησίας, ως διάλογο αλήθειας με τον κόσμο και επεσήμανε: «Απολογητική δεν σημαίνει υπεράσπιση της δικής μας προσωπικής αλήθειας με κάθε τρόπο, αλλά την προσωπική προσπάθεια να τονισθεί η αλήθεια της Εκκλησίας και να κληθεί ο άνθρωπος να επιλέξει, αφού προβληματισθεί πάνω σ’ αυτήν. Σήμερα, λοιπόν έχουμε περισσότερο παρά ποτέ την ανάγκη να επανεύρουμε αυτό το ήθος της απολογητικής που θα ερμηνεύει, θα συζητά, θα προτείνει και θα καλεί σε κοινωνία αγάπης και ελευθερίας με το Θεό εν τη Εκκλησία και εδώ η ευθύνη της συνεχούς κατάρτισής μας είναι μεγάλη.»

Αμέσως μετά τον λόγο πήρε ο Σεβ. κ. Ιγνάτιος, ο οποίος ευχαρίστησε τον ομιλητή και εκθείασε τόσο την διακονία του στην Μητρόπολη Δημητριάδος, κατά το παρελθόν, όσο και την δυνατότητά του να προσλαμβάνει τα μηνύματα των καιρών και να διακονεί με σύγχρονο και αποτελεσματικό τρόπο στον χώρο της ποιμαντικής και εκπαιδευτικής του ευθύνης.

Ο Σεβασμιώτατος μίλησε για την ανάγκη να διακρίνει τους κληρικούς σήμερα το πνεύμα της θυσιαστικής αγάπης, που θ’ αποσκοπεί στην ουσιαστική διακονία και προσφορά στον κόσμο ώστε να κρατηθεί ο Χριστός ζωντανός στις καρδιές των ανθρώπων. Μίλησε για την ανάγκη εκσυγχρονισμού λειτουργίας της ενοριακής ζωής, ώστε να καταστεί κοινότητα ζωντανής αγάπης για όλους, ενώ επεσήμανε στους κληρικούς του ότι η ιερατική διακονία οφείλει ν’ αποσκοπεί στην ενότητα και όχι στον διχασμό, γιατί πρωτίστως είναι διακονία του έργου του Ιησού Χριστού.