Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*.

Ένα ερωτικό τραγούδι ήταν η αιτία να πέσει ξύλο και η γκλίτσα να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο εκείνη τη βραδιά. Έπεσαν πολλές γκλιτσιές, το ποιος έφαγε τις περισσότερες δεν έκατσε να τις μετρήσει κανένας. Σημασία έχει ότι έγινε γερός σαματάς με την γκλίτσα να έχει την τιμητική της, δείχνοντας για μια φορά ακόμα πως παραμένει το κατεξοχήν κυρίαρχο όπλο στα χωριά.
Τέλη της δεκαετίας του ’60, στην ορεινή πατρίδα, ανήμερα πανηγυριού. Ανάμεσα στους πολλούς πανηγυριώτες από τα γύρω χωριά ήταν και η μεγάλη παρέα του αγροτικού γιατρού από το διπλανό χωριό.
Στο πλαϊνό τραπέζι καθόταν και ένας νεαρός με την παρέα του, ο οποίος γλυκοκοιτούσε την κόρη του γιατρού και αυτή του ανταποκρινόταν κάπως, πότε με κλεφτά γρήγορα κοιτάγματα και πότε με κάνα ελαφρύ χαμόγελο. Είχαν φαίνεται, κάπως γνωριστεί από πριν και ίσως γι’ αυτό να υπήρχε μια μικρή ερωτική έλξη.
Φτάνοντας η σειρά της παρέας του γιατρού για χορό, σηκώθηκαν μόνο τα κορίτσια και ξεκίνησαν με την κόρη του γιατρού, που παρήγγειλε το τραγούδι «Τούτο το καλοκαιράκι». Στα μέσα του τραγουδιού, ο νεαρός της διπλανής παρέας κέρασε την όμορφη κοπέλα που χόρευε, και τότε ξέσπασε ο «τρίτος παγκόσμιος πόλεμος». Το πώς έγινε η αρχή και το πότε πιάστηκαν στα χέρια δεν κατάλαβε κανένας. Οι γκλίτσες σηκώνονταν στον αέρα σαν τις σάρισες των Μακεδόνων, του στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και κατέβαιναν με μανία στα πλευρά των εμπλεκομένων. Με λίγα λόγια έγινε ένας χαμός, αλλά με την παρέμβαση των ψυχραιμότερων η σύρραξη έληξε.
Επειδή όμως στη ζωή μόνο βουνό με βουνό δε σμίγει, έτυχε να συναντηθούν μετά από λίγο καιρό οι γονείς των δυο πρωταγωνιστών, δηλαδή του γιατρού και του πατέρα του νεαρού με το κέρασμα, αφού εκείνος χρειάστηκε να επισκεφτεί το γιατρό.
Με αφόρητο πόνο, αυτός στο μουλάρι καβάλα, μπροστά η γυναίκα του να το τραβά, έφτασαν στο διπλανό χωριό. Μπαίνοντας στο αγροτικό ιατρείο, ο ασθενής δε μίλησε στο γιατρό, γιατί ήταν τσακωμένοι και δεν κρένονταν από πριν, μόνο η γυναίκα είπε με σιγανή φωνή.
– Καλ’μέρα, γιατρέ.
– Μμμ! αποκρίθηκε αυτός μόλις τους είδε. Κοιτώντας στη συνέχεια κάτω με κοφτή και αγριωπή φωνή λέει στη γυναίκα:
– Πες τ’, τι έπαθε;
Πριν προλάβει η γυναίκα να απαντήσει, την απάντηση την έδωσε ο άντρας της.
– Πες τ’, έπισα απ’ του μπλάρ’ κι έχου σφαϊό στα πλιυρά.
– Πες τ’ να ξιντ’θεί κι να ξαπλώσ’, είπε ξανά ο γιατρός.
– Πες τ’, ξάπλουσα, είπε μετά από λίγο ο ασθενής.
Αρχίζει να τον εξετάζει ο γιατρός, ψηλαφώντας τα πλευρά του.
– Πες, τουν πουνάει ιδώ;
– Όχ’ι, πες τ’ παραπάν’.
–  Πες, τουν πουνάει ικεί;
–  Όχ’ι, πες τ’ παραδώθι.
– Ιδώ; πες τ’.
– Όι! Όι! Όι! Πες τ’ ικεί μι σφάζ’.
– Πες τ’, έχ’ει δυο πλιυρά τσακ’σμένα και πες τ’ να ντ’θεί μην τ’ τσακίσου κι τ’ άλλα δυο απ’ τ’ν άλλ’η μιριά.
– Θα τ’ δώκ’ς κάνα φάρμακου, γιατρέ; ρώτησε η γυναίκα με δισταγμό.
– Όχ’ι! είπε ο γιατρός υψώνοντας τη φωνή του. Πες τ’ να κοιμάτι απ’ τ’ άλλου του πλιυρό κι για κάμποσις μέρις να μην κάν’ δ’λειές.
Αφού πέρασαν κάμποσα χρόνια, τα παιδιά τους, που ήδη είχαν κάνει δεσμό, τελειώνοντας τις σπουδές τους, παντρεύτηκαν και αυτοί συμπεθέριασαν.

*ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι Χοροδιδάσκαλος,  λαογράφος,  τηλεοπτικός παραγωγός.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ