Του Σπύρου Νεραϊδιώτη*.

Ανήμερα πανηγυριού της Αγίας Παρασκευής, 26 του Ιούλη. Ο ήλιος χτύπαγε αντίκρυ στην Αρέντα και ήθελε καμιά γκλίτσα για να γείρει πίσω από την κορυφή του Κριάκουρα και να πέσουν τα πρώτα απόσκια πάνω από την πηγή του Γλαβά. Οι πανηγυριώτες ξεκάμπαγαν σιγά – σιγά στην πλατεία. Στην απέναντι μεριά, στο μνημείο, καθόταν ο Πάνο-Τσιώλης. Παλιός τσέλιγκας, παλικάρι στα νιάτα του, όπως μολογάν οι παλιότεροι, δύσκολα του έβαζαν χέρι οι άλλοι. Πρέπει να ήταν λιοντάρι κανείς για να τον κάνει καλά, γιατί ήταν γεροδεμένος, αν και μικροκαμωμένος, από γερό σκαρί φκιαγμένος, γνήσιος «Κουτοτσιούμας», όπως έλεγε ο ίδιος. Οι χωριανοί τον λέγανε «Πανάκη», οι συνομήλικοί του τον φώναζαν χαϊδευτικά «Πανέλια».
Πάντα πιστός ο Πάνο-Τσιώλης στο ραντεβού του με το πανηγύρι. Τα όργανα έπαιζαν τραγούδια, σαν να ήθελαν να προσκαλέσουν τον κόσμο να βγει στην πλατεία για να ξεκινήσει το πανηγύρι. Ο «Πανάκης», φρεσκοξυρισμένος με στριμμένο το παχύ μουστάκι του, ντυμένος τα γιορτινά του, μπλε λουλακί κοστούμι υφαντό στον αργαλειό και χτυπημένο καλά στο μαντάνι, και φορώντας το σακάκι από το ένα μανίκι, με το άλλο να κρέμεται, και σκούφια καινούργια, πλησιάζει καμαρωτός με αργό και αγέρωχο βήμα στα όργανα που έπαιζαν κάτω από το μεγάλο πλάτανο. Βγάζει απ’ την τσέπη του μερικά χρήματα της πενιχρής σύνταξή του, κερνάει τα όργανα και παραγγέλλει «τον ήλιο». Βγάζει μετά το μαντήλι του, που πριν λίγη ώρα το είχε σιδερώσει η θεια-Μαρίνα, κάνει νεύμα σε κάποιον να τον κρατήσει και ξεκινάει να χορεύει.
Εκφράζεται με το δικό του τρόπο ο «Πανάκης», με κινήσεις βαριές και κουρασμένες, πότε να σταματάει λίγο να ξανασάνει και πότε οι κινήσεις του να μοιάζουν με αυτές του ζεϊμπέκικου. Λέει πότε-πότε και κανένα «όπα» και στη συνέχεια βγάζει τα παπούτσια του και χορεύει ξυπόλυτος. Συγκινείται, βουρκώνουν τα μάτια του, γιατί θυμάται τα νιάτα του. Στο θυροστόμι, στα σκαλιά της εκκλησίας, καθισμένη η αδερφή του, η θεια-Βάγγιω του Ματσιόλια, τον κοιτάζει με μάτια κλαμένα. Βγάζει απ’ τον κόρφο της αργά – αργά τη σακούλα με το κομπόδεμα, την ανοίγει, παίρνει ένα νόμισμα και το δίνει στα όργανα. Ύστερα αγκαλιάζει τον αδερφό της χωρίς να βγάλει κουβέντα και απ’ το βουβό κλάμα της ξεσπούν τα ανθρώπινα συναισθήματα, λες και ήθελε τόσα πολλά να του πει.

*ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι Χοροδιδάσκαλος,  λαογράφος,  τηλεοπτικός παραγωγός.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ