Γράφει ο Θωμάς Σαββίδης καθηγητής στο Α.Π.Θ.

Πριν από μόλις 19 χρόνια, στις 7 Μαρτίου του 1994 η ελληνική βουλή καθιέρωσε ομόφωνα με νόμο (υπ’ αρ. 2193) την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου την περίοδο 1916-1923. Η αναγνώριση αυτή, παρ’ όλη την μακρά καθυστέρηση, δικαίωσε ηθικά τους Έλληνες ποντιακής καταγωγής και συνέδεσε το σύγχρονο ελληνισμό με την ιστορική του μνήμη. Πέρα όμως από αυτή την τυπική υποχρέωση της Βουλής η ημέρα αυτή καθιερώθηκε στις καρδιές όλων των γενικά των Ελλήνων, χωρίς πομπώδεις εορτασμούς με άνωθεν κρατική οργάνωση, αλλά με αποκλειστικό κίνητρο τη γνώση της αλήθειας, την απονομή δικαίου και την αποθάρρυνση παρόμοιων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Τι εννοούμε όμως με τον όρο “γενοκτονία” ;

Η γενοκτονία ως όρος διαμορφώθηκε στη δίκη της Νυρεμβέργης το 1945, όπου δικάστηκε η ηγεσία των ναζιστών εγκληματιών του πολέμου. Συγκεκριμένα ο όρος σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις. Μεταξύ θυτών και θυμάτων δεν υπάρχει καμία απολύτως διαφορά. Ο γενοκτόνος δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι. Στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί. Πως και πότε διαπράχθηκε η γενοκτονία;

Ο ποντιακός ελληνισμός, από την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, το 1461, γνώρισε συνεχείς διωγμούς, σφαγές, ξεριζωμούς και προσπάθειες για το βίαιο εξισλαμισμό και εκτουρκισμό του. Το αποκορύφωμα όμως έγινε με τη συστηματική και μεθοδευμένη εξόντωση – γενοκτονία του προηγούμενου αιώνα. Από τους βαλκανικούς πολέμους οι Νεότουρκοι διδάχθηκαν από τους επίσημους συμβούλους τους, τους Γερμανούς, ότι μονάχα με την εξαφάνιση των Ελλήνων και Αρμενίων θα έκαναν πατρίδα τους τη Μικρά Ασία. Έτσι με απόφαση που πάρθηκε από τους Νεότουρκους στη Θεσσαλονίκη το 1911, καταδίκασαν σε εξόντωση διάφορες εθνότητες. Η ολοκλήρωση έγινε από τον Μουσταφά Κεμάλ από το 1919 μέχρι το 1923. Η χρονολογική σειρά των γεγονότων έχει ως εξής:

Το 1915 και ενώ μαίνεται ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, οι Τούρκοι εκπόνησαν ένα σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Τον Ιούνιο πραγματοποιήθηκε η εξορία και στη συνέχεια η σφαγή 1.500.000 Αρμενίων. Το σύνθημά τους ήταν «Αρμενία χωρίς Αρμένιους». Παράλληλα αρχίζουν οι πρώτες βιαιοπραγίες εναντίον του ποντιακού στοιχείου. Οι Τούρκοι στον Πόντο άρχισαν με την επιστράτευση όλων των ανδρών από 15 έως 45 ετών και την αποστολή τους σε Τάγματα Εργασίας. Παράλληλα αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματά τους και επί πλέον απαγόρευσαν τους μουσουλμάνους να συνεργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες με την ποινή της τιμωρίας από τις στρατιωτικές Αρχές. Στην αρχή οι άτακτες ορδές των Τούρκων επιτίθεντο στα απομονωμένα ελληνικά χωριά κλέβοντας, φονεύοντας, κακοποιώντας και καίγοντας. Για να εξασφαλίσουν την ανοχή του τουρκικού πληθυσμού οι μουλάδες επιστρατεύτηκαν να κηρύττουν το Κοράνιο με πύρινους λόγους κατά των χριστιανικών πληθυσμών ως πηγή παντός κακού για τον τόπο.

Στη συνέχεια, ανάγκαζαν χιλιάδες Έλληνες των παραλίων της Μικρασίας να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους και να μετοικήσουν με πολυήμερες εξοντωτικές πορείες. Η βολικότερη εποχή για τις επιχειρήσεις αυτές ήταν ο χειμώνας ο οποίος ήταν ο αδιαμφισβήτητος σύμμαχος. Σύμφωνα με έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας, τον Ιούνιο του 1915 αναφέρονται τα εξής: << Οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια. Το τέρμα του ταξιδιού δεν σήμαινε και τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι των χωριών, τους παρελάμβαναν για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα … >>

Το Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους Τούρκους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλαάτ σχέδιο εκτοπισμού και εξόντωσης του άμαχου ελληνικού πληθυσμού του Πόντου που προέβλεπε: “Άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με τελικό στόχο τη σφαγή και εξόντωση”. Το πρόγραμμα εφαρμόστηκε κυρίως στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας, οι οποίες και πλήρωσαν το ακριβότερο τίμημα. Ένα «Άουσβιτς εν ροή» σύμφωνα με τον καθηγητή του πανεπιστημίου της Βιέννης κ. Ενεπεκίδη. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια από τον θρήνο των Ποντίων της Πάφρας σε μετάφραση από την τουρκική:

Κοίταξε τις πέτρες της Αγκυρας / βλέπε και τα δακρυσμένα μου μάτια.

Μείναμε σκλάβοι των Τούρκων, / για δες της μοίρας τα γραμμένα.

Οι λόφοι της Άγκυρας είναι μονοκόμματοι. / Η Ελλάδα κάηκε, κατακάηκε.

Να τυφλωθείς καταραμένε Άγγλε, / στην Ελλάδα δεν απόμεινε ελπίδα.

Ο στρατός που πήγε για την Άγκυρα, / έμεινε εκεί πεσκέσι στους Τούρκους.

Όσοι μας βοήθαγαν έκαναν πίσω / και τους Έλληνες τους παρέσυρε το κύμα.

Το 1920 Έλληνες του Πόντου πίστευαν ότι το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου θα έφερνε και οριστικό τέρμα στα δεινά τους, αλλά διαψεύστηκαν. Οι εκκλήσεις τους για να συμπεριληφθούν στο ελληνικό κράτος δεν εισακούστηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Πόντος ήταν πολύ απομακρυσμένος από τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η υπεράσπισή του από τις τουρκικές επιδρομές. Σε αντάλλαγμα πρότεινε να προχωρήσουν οι Πόντιοι στη δημιουργία μιας ομοσπονδίας με τους Αρμένιους, και πράγματι ο αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο πρόεδρος των Αρμενίων Αλέξανδρος Χατισιάν υπέγραψαν τον Ιανουάριο του 1920 συμφωνία για τη δημιουργία Ποντοαρμενικού κράτους. Όμως το Νοέμβριο του ιδίου έτους ο αρμενικός στρατός ηττήθηκε στο Ερζερούμ από τις δυνάμεις του Κεμάλ με αποτέλεσμα να συνθηκολογήσουν οι Αρμένιοι και να μείνουν οι Πόντιοι μόνοι τους.

Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να ανέβουν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο για την προστασία του αμάχου πληθυσμού. Τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το επικό και ακατάβλητο ποντιακό αντάρτικο. Στις πόλεις του Πόντου στήνονται τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που καταδικάζουν και εκτελούν την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού με αστήρικτες και γελοίες κατηγορίες.

Ο σκοπός ήταν, με τους εκτοπισμούς, τις λεηλασίες και τις πυρπολήσεις να επιτύχουν την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών και να καταφέρουν ευκολότερα των εκτουρκισμό εκείνων που θα απέμεναν. Στις 19 Μαΐου, αποβιβάζεται ο Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, οπότε αρχίζει η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας. Το κεμαλικό καθεστώς, πολύ πιο απάνθρωπο αυτή τη φορά έδωσε τη χαριστική βολή στον ποντιακό ελληνισμό. Με τη βοήθεια μελών του Νεοτουρκικού Κομιτάτου συγκροτεί μυστική οργάνωση, κηρύσσει το μίσος εναντίον των Ελλήνων και σχεδιάζει την ολοκλήρωση της εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού. Αυτό που δεν πέτυχε το σουλτανικό καθεστώς στους πέντε αιώνες της τυραννικής διοίκησής του, το πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια ο Κεμάλ, ο οποίος εξόντωσε τον ελληνισμό του Πόντου και της Ιωνίας.

Από τον Αύγουστο του 1922 ο Κεμάλ έχοντας εκκαθαρίσει τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία, προχώρησε ανενόχλητος στη σταδιακή εξόντωση του Ποντιακού Ελληνισμού. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους με τη μεσολάβηση των συμμαχικών δυνάμεων η ελληνική κυβέρνηση και ο Κεμάλ συμφώνησαν να μεταφερθούν οι Έλληνες του Πόντου στην Ελλάδα. Το πρώτο καράβι με πρόσφυγες ξεκίνησε από τη Σαμψούντα το Νοέμβριο του 1922 για την Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης. Το προσφυγικό ρεύμα θα συνεχιστεί και σε όλη τη διάρκεια του 1923. Όσοι άνδρες επέζησαν από τα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) πέρασαν στην Ελλάδα είτε μέσω Σαμψούντας είτε μέσω Συρίας. Υπολογίζεται ότι από τους 1.220.000 πρόσφυγες, που δέχθηκε η Ελλάδα στη δεκαετία του 1920, περίπου 400.000 Πόντιοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, κυρίως στη Μακεδονία και στα αστικά κέντρα Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη.

Οι Έλληνες στον Πόντο ανέρχονταν σε 700.000 άτομα την παραμονή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι το τέλος του 1923 είχαν εξοντωθεί 353.000 άτομα. Η γενοκτονία αυτή (1916 – 1923) αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του προηγούμενου αιώνα. Η γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο υπήρξε το αποτέλεσμα της απόφασης των Τούρκων εθνικιστών για επίλυση του εθνικού προβλήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη φυσική εξαφάνιση των γηγενών εθνοτήτων, με τις γενοκτονίες των χριστιανικών λαών, Ελλήνων και Αρμενίων και με τη βίαιη τουρκοποίηση των μουσουλμανικών εθνοτήτων, όπως οι Κούρδοι, που συνέχισαν να παραμένουν στην τουρκική, πλέον, επικράτεια.

Η επίσημη Τουρκία σήμερα αρνείται τη σφαγή των Ελλήνων του Πόντου και όταν έρχεται αντιμέτωπη με αδιάσειστα ντοκουμέντα, τα αποδίδει στις αναπόφευκτες ακρότητες του πολέμου. Η αλήθεια όμως είναι πολύ διαφορετική. Η γενοκτονία των Χριστιανών ήταν ένα καλά μελετημένο σχέδιο εξόντωσης όλων των μειονοτήτων της άλλοτε κραταιάς Αυτοκρατορίας. Οι Ελληνες του Πόντου πριν το Πόλεμο του 1914 ανέρχονταν σε 700.000 κατοίκους. Αριθμός που αναγνωρίσθηκε επίσημα από την κυβέρνηση του Κιαμήλ πασσά. Η στατιστική της Μαύρης Βίβλου, η οποία εκδόθηκε από το Κεντρικό Συμβούλιο του Πόντου στα 1922 αναφέρει: ‘οι σφαγέντες και οπωσδήποτε εξολοθρευθέντες Ελληνες του Πόντου από το 1914 μέχρι το 1922 ανέρχονται εις τους εξής αριθμούς: Περιφέρεια Αμασείας134.078 Περιφέρεια Ροδοπόλεως17.479, Περιφέρεια Χαλδείας – Κερασούντας 64.582, Περιφέρεια Νεοκαισαρείας 27.216, Περιφέρεια Τραπεζούντας 38.435, Περιφέρεια Κολωνίας 21.448: Σύνολο 303.238. Μέχρι την Ανοιξη του 1924 το τραγικό μαρτυρολόγιο των Ποντίων περιέλαβε ακόμα 50.000 νεομάρτυρες στην πλειοψηφία τους γυναικόπαιδα. Ο καθηγητής Γ. Κ. Βαλαβάνης, αναφέρει στη “ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”: “Η εις ανθώπινον υλικόν απώλειαι των Ποντίων δύναται να υπολογισθεί από του Γενικού πολέμου μέχρι Μαρτίου 1924 εις τριακοσίους πεντήκοντα τρεις χιλιάδες φονευθέντας απαγχονισθέντας και αποθανόντας εκ πείνης, ασθενειών και κακουχιών.” (σ.σ. Δηλαδή το 50% του πληθυσμού).

Η διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού δημιουργεί ένα πολιτικό κεφάλαιο που εξουδετερώνει τις μελλοντικές προκλήσεις της Άγκυρας. Βοηθά τη γείτονα χώρα να συμφιλιωθεί με το ιστορικό της παρελθόν. Αντίθετα, η λήθη και η κατάθεση στεφάνων στον σφαγέα του Ποντιακού Ελληνισμού καμιά συνδρομή δεν θα μπορούσαν να έχουν στην από όλους ποθούμενη «ελληνοτουρκική φιλία». Η αλήθεια η ιστορική μνήμη και η συγνώμη είναι ο μόνος δρόμος για την προσέγγιση των λαών. Την οφείλουμε στην Ιστορία.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ