Η περί «κουρέματος» του ελληνικού χρέους φιλολογία συσκοτίζει τις πολύ πιο σοβαρές αντιπαραθέσεις μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Γράφει ο Αθανάσιος Παπανδρόπουλος.

 

 

Το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι το υψηλότερο κατά κεφαλήν στον κόσμο. Είναι δε ένα κάκιστο χρέος, γιατί δεν δημιουργήθηκε λόγω παραγωγικής ενίσχυσης της χώρας και βελτίωσης των υποδομών της, αλλά για λόγους υπερβολικής δημόσιας κατανάλωσης. Κατά συνέπεια, με όρους οικονομολογικούς, η Ελλάδα έχει ένα «κακό χρέος», το οποίο δύσκολα θα αποπληρωθεί.

Η σημερινή Ελλάδα δεν διαθέτει τους παραγωγικούς αυτούς μηχανισμούς που θα επέτρεπαν να πετύχει ρυθμούς τέτοιους ώστε να μπορεί να αποπληρώσει χρέος μέσω της αύξησης του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) της. Κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό αν από το 2016 και μετά και επί 48 χρόνια η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και μέσους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης 2% έως 3%. Όμως, για να συμβούν αυτά, είναι ζωτική και επείγουσα η ανάγκη η χώρα να πραγματοποιήσει ριζικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες ωστόσο το πολιτικό σύστημα δεν θέλει να κάνει. Και αυτό οι δανειστές μας το έχουν καταλάβει.

Το γνωρίζουν, σε βάθος μάλιστα, και οι υπεύθυνοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), οι οποίοι, όμως, μετά τις επιλογές του πρώην γενικού διευθυντή τους Ντομινίκ Στρως-Καν, θέλουν σταδιακά να αποδεσμευτούν από την Ευρώπη. Αυτή είναι η θέληση και των ΗΠΑ, αλά και άλλων μελών του Ταμείου, όπως η Βραζιλία. Πιστεύουν ότι η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες διαχείρισης του δημοσίου χρέους της και στήριξης των πιο αδύναμων μελών της αν θέλει να επιβιώσει οικονομικά και νομισματικά.

Επισημαίνουν έτσι ότι, από πλευράς ισοζυγίου πληρωμών, η Ευρώπη δεν έχει πρόβλημα. Παράλληλα, με τους μηχανισμούς ΟΜΤ (Outright Monetary Transactions) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και το Ταμείο Αλληλεγγύης (EMS), μπορεί σήμερα να βοηθήσει στην οικονομική και θεσμική ανασυγκρότηση του ευρωπαϊκού Νότου –αρκεί, βέβαια, η Γερμανία να βάλει το χέρι βαθειά στην τσέπη. Αυτή, εξάλλου, είναι και μία βασική επιδίωξη των ΗΠΑ, όχι βέβαια γιατί πολυενδιαφέρεται για την ευρωπαϊκή περιφέρεια, αλλά επειδή τις ενδιαφέρει «να σπάσουν τον γερμανικό τσαμπουκά». Ο τελευταίος τις ενοχλεί τόσο από εμπορικής όσο και από γεωπολιτικής πλευράς. Οι γερμανο-ρωσικές ενεργειακές σχέσεις, η γερμανική οικονομική διείσδυση και επιρροή στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη και οι εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας του Γκαίτε θα έπρεπε, κατά τους Αμερικανούς, να κατέβουν μια-δυο νότες, γιατί σήμερα ενοχλούν. Αυτή δε η ενόχληση γίνεται ολοφάνερη από την αμερικανική συνδρομή στην ανάπτυξη του αντιγερμανισμού στην Ευρώπη και ιδιαίτερα του «αντιμερκελισμού».

Ως φαίνεται, η κατάσταση αυτή θα πηγαίνει σερνόμενη έως τις γερμανικές εκλογές του προσεχούς Σεπτεμβρίου –τις οποίες, με βάση τις σημερινές ενδείξεις, θα κερδίσουν εκ νέου οι Χριστιανοδημοκράτες της κυρίας Μέρκελ, είναι δε πολύ πιθανός ο σχηματισμός κυβέρνησης με τους Σοσιαλδημοκράτες. Αυτό σημαίνει ότι η ευρωπαϊκή ευρωζωνική πολιτική θα γίνει πιο ελαστική, με αποτέλεσμα να υπάρξει και νέα συμφωνία για την παρουσία του ΔΝΤ στην Ευρώπη, που θα είναι περισσότερο συμβουλευτική και καθόλου χρηματοδοτική.

Καθώς ήδη υπάρχουν σαφέστατες ενδείξεις ότι η Ευρώπη αφήνει πίσω της την ύφεση και την στασιμότητα, η πρόβλεψη που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι επίσημο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους δεν πρόκειται να υπάρξει. Τρόποι διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους αυτού σίγουρα θα συζητηθούν και, απ’ ό,τι γνωρίζουμε, μερικοί από αυτούς έχουν ήδη κατατεθεί στο τραπέζι.

Το καίριο ερώτημά μας μετά από όλα αυτά έγκειται στον πολιτικό δρόμο που θα αποφασίσει να ακολουθήσει η Ευρώπη.
Γερμανία, Γαλλία και άλλες χώρες έχουν ήδη ταχθεί υπέρ μιας ευρωζώνης που θα στηρίζεται στην συνεργασία κρατών και όχι σε ισχυρούς θεσμούς, που βέβαια θα αποδυναμώνουν τα τελευταία. Με άλλα λόγια, τα μεγάλα εθνικά κράτη για την ώρα δεν συζητούν καν μία πιο ενιαία και θεσμικά ισχυρή Ευρώπη. Όμως, αυτό είναι και ένα από τα σημεία που έρριξαν λάδι στην φωτιά της κρίσης. Οι αδυναμίες και τα ελαττώματα του ευρωζωνικού οικοδομήματος ήταν αυτά που έδωσαν την ευκαιρία στις αγορές να «παίξουν» με την ευρωπαϊκή κρίση. Οι ελλείψεις της ευρωζώνης επέτρεψαν σε χώρες όπως η Ελλάδα να αναβάλλουν συνεχώς ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και να κοροϊδεύουν εαυτούς και αλλήλους.

Αν λοιπόν μέσα στην προσεχή διετία η Ευρώπη δεν αποκτήσει τον επιθυμητό υπερεθνικό χαρακτήρα, κάπου προς το 2020 θα ισχύει η ρήση «τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου», ή καλύτερα ίσως η αντίστοιχη «τί είχες Γιάννη, τί είχα πάντα»…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ