Κολομβία: Γράμμα από το Μεντεγίν, γράφει ο Ντίνος Σιώτης.

Το Μεντεγίν, μετά την πρωτεύουσα Μπογκοτά, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Κολομβίας με πληθυσμό 4.000.000 κατοίκους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ζουν σε χαβέλες. Δεν είναι όπως οι χαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο από σανίδες και λαμαρίνες αλλά από πλίνθους και κέραμους, κανονικά σπίτια κολημμένα το ’να δίπλα στ’ άλλο. Πολύ απέχουν, ασφαλώς, από τα «Little Houses» του Βίκτορ Χάρα, το τραγούδι της δεκαετίας του ’70 του χιλιανού τραγουδιστή που ύμνησε, με ειρωνικό τρόπο, την εξάπλωση της μεσαίας τάξης. Το Μεντεγίν είναι φυτεμένο στη μέση μιας  τεράστιας πεδιάδας περιτριγυρισμένης από βουνά. Την διασχίζει ο ποταμός Ρίο Νέγκρο, που έρχεται από τις κολομβιανές Άνδεις.

Η πόλη από νωρίς το πρωί σφύζει από κίνηση και ζωή. Χιλιάδες μικροπωλητές πουλάνε στα όρθια ή σε καροτσάκια ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς: γιαλιά πρεσβυωπίας και ηλίου, φρούτα και λαχανικά όλων των ειδών, λουράκια για  ρολόγια, παπούτσια, ρούχα, χυμούς, αναψυκτικά και καφέδες, βότανα του Ειρηνικού, εργαλεία, βιβλία, περιοδικά, τσάντες, χαρτοφάκελα, στιλό, θρησκευτικά είδη. Ακόμη, επισκευάζουν παπούτσια και ρολόγια, ακονίζουν μαχαίρια και ψαλίδια. Επίσης, κάτι που δεν το έχουμε στην Αθήνα, νοικιάζουν χρόνο συνομιλίας σε κινητά τηλέφωνα με το λεπτό: με 150 πέσος (60 λεπτά του ευρώ) μιλάς για ένα λεπτό της ώρας. Χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας έχουν μια ταμπέλα που κρέμεται μπρος πίσω τους διαφημίζοντας την κινητή τους τηλεφωνία. Δεν είναι μετανάστες ή λαθρομετανάστες όπως στην Αθήνα, αλλά Κολομβιανοί βιοπαλαιστές από τις χαβέλες που κατεβαίνουν με το τελεφερίκ στην πόλη για τον επιούσιο.

Η εγκληματικότητα στην πόλη είναι στα ύψη, αν και έχει παρατηρηθεί τα τελευταία τρία χρόνια μια σχετική κάμψη: το 2009 γίνονταν στο Μεντεγίν εννέα φόνοι την ημέρα ενώ το 2012 έπεσαν στους τέσσερις την ημέρα. Τα κίνητρα, τις περισσότερες φορές, είναι τα ναρκωτικά και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Όλα αυτά τη νύχτα. Την ημέρα είσαι απόλυτα ασφαλής και μπορείς να πας οπουδήποτε στην πόλη χωρίς τη συνοδεία φουσκωτού…

Η Κολομβία είναι η 25η μεγαλύτερη χώρα του κόσμου και η 4η μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής. Είναι μια πολύ πλούσια χώρα με εκατομμύρια φτωχούς κατοίκους—η μεσαία τάξη μόλις τα τελευταία είκοσι χρόνια άρχισε να γιγαντώνεται. Έχει πετρέλαιο, αέριο, ορυκτό πλούτο, ασήμι, χρυσό, καφέ, βιομηχανία, τεράστια αγροτική παραγωγή, ξυλεία και άφθονη ηρωΐνη και κοκαΐνη. Όταν ρωτάω γιατί τόση φτώχεια, ο συνοδός μου Σεμπάστιαν, φοιτητής φιλολογίας, μου λέει: «γιατί όλα τα λεφτά πάνε στις τσέπες των πολιτικών, των τραπεζών και των πολυεθνικών». Η διαφθορά και η διαπλοκή πάνε σύννεφο. Η ποίηση όμως καλά κρατεί. Γιατί η ποίηση μ’ έφερε στο Μεντεγίν.

Τη βδομάδα από 23 έως 30 Ιουνίου ένας καταιγισμός διεθνούς ποίησης έπληξε το Μεντεγίν και τα προάστιά του: 77 ποιητές από 40 χώρες, από όλες τις ηπείρους, διάβασαν ποιήματα στη γλώσσα τους —που ακούστηκαν από ηθοποιούς και στα ισπανικά— σε 99 διαφορετικούς χώρους. Συνολικά, υπήρξαν 148 ποιητικές εκδηλώσεις. Ήταν το 22ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του Μεντεγίν για το οποίο εργάστηκαν 120 εθελοντές και το υποστήριξαν 19 δήμοι, 5 αεροπορικές εταιρείες, 6 κρατικές υπηρεσίες, 5 ανώνυμοι χορηγοί και 16 ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Ήταν κάτι το πρωτοφανές για ευρωπαϊκά στάνταρτ και κολοσιαίων διαστάσεων με άψογη οργάνωση και συντονισμό. Φέτος το θέμα του φεστιβάλ ήταν οι ιθαγενείς και οι αυτόχθονες πληθυσμοί του πλανήτη και, όπως ήταν φυσικό, είχαν έρθει ποιητές από πολλά έθνη αυτόχθονων, από Ωκεανία, Καναδά και Αμερική, έως Νορβηγία, Χιλή και Μεξικό να διεκδικήσουν, ποιητικώ τω τρόπω, τα δικαιώματά τους. 4.000 κόσμος παρακολούθησε την έναρξη και το κλείσιμο του φεστιβάλ. Υπήρχε σλαμ πόετρυ, ραπ πόετρυ, ροκ πόετρυ, ντανς πόετρυ, θίατερ πόετρυ, μάιμ πότρυ. Ήταν μια πραγματική φιέστα με όλα τα χαρακτηριστικά ενός φεστιβάλ, με το κοινό να παραληρεί και να ξεσηκώνεται με ενθουσιασμό όταν ορισμένα ποιήματα το άγγιζαν. Οι ποιητικές εκδηλώσεις έγιναν σε μουσεία, σε υπουργείο, σε μία επενδυτική κολεκτίβα, σε πολιτιστικά κέντρα, σε πάρκα και πλατείες, σε δημοτικά κτήρια, σε μπάριος, σε σχολεία, σε θέατρα,σε κήπους.

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου οι περισσότεροι ποιητές ζουν στη νιρβάνα τού «Μη μου τους κύκλος τάραττε», οι ποιητές εδώ στην Κολομβία, αλλά και στις πιο πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, γράφουν και μιλούν εξ ονόματος όσων δεν έχουν φωνή, όπως οι κατατρεγμένοι, οι καταφρονεμένοι, οι ανέστιοι, οι αδύναμοι, οι αναξιοπαθούντες, όσοι ονειρεύονται ένα καλύτερο αύριο. Φωνή δεν έχουν οι μάζες, ο λαός, οι απλοί άνθρωποι, που τους καταδυναστεύουν οι πολιτικοί, τα αφεντικά, η εξουσία. Χαρακτηριστικό ένα γκράφιτι των αναρχικών σε κεντρικό δρόμο: «Όσο δεν μας αφήνετε να ονειρευόμαστε, τόσο δεν θα σας αφήνουμε να κοιμόσαστε». Και ένα άλλο πιο ποιητικό που αποδίδεται σε ποιητικούς κύκλους: «+ Poemas – Tombos» («Περισσότερα ποιήματα, λιγότεροι μπάτσοι»).

Οι ποιητές έχουν την φαντασίωη ότι μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, νομίζουν ότι μπορούν να τον κάνουν πιο ανθρώπινο. Και το επιχειρούν, ζώντας την ουτοπία τους, σπάζοντας τα μούτρα τους ή τα στιλό τους. Μόνο που δεν τα καταφέρνουν, μια και την αλλαγή του κόσμου την έχουν αναλάβει εργολαβία οι πολιτικοί. Οι οποίοι τα καφέρνουν: αλλάζουν τον κόσμο ολοένα προς το χειρότερο…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ