Του άρεσε ο ήλιος του απογεύματος. Την ώρα που το καλοκαίρι έχει πέσει η μεγάλη κάψα και το χειμώνα ροδίζει απαλά ο ορίζοντας. Εκείνες τις ώρες άφηνε το σπίτι και κατευθυνόταν για τον απογευματινό καφέ του στα παρακείμενα της κεντρικής πλατείας καφενεία.

Φοιτητής ακόμα ένα τέτοιο απόγευμα γνώρισε τη γυναίκα του. Τελείωσε το μάθημα και ένας συμφοιτητής πρότεινε να πάνε μια βόλτα για καφέ στο κέντρο. Στην παρέα ήταν και η Δήμητρα.

Μεγάλος έρωτας τους έδεσε. Ο έρωτας αυτός τους κράτησε στα δύσκολα χρόνια στο πρώτο άνοιγμα των φτερών τους. Γιατί και τότε «Του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλη η πτώχεια». Με νοικιασμένο νυφικό -το φτηνότερο που βρήκαν- και ασημένιες βέρες παντρεύτηκαν. Άνεργοι και οι δύο, νεώτατοι και πτωχότατοι μαζί. Μετά εκείνος βρήκε δουλειά στην Αθήνα σε ένα λογιστικό γραφείο. Βρήκε και η Δήμητρα μια θέση στο Δημόσιο. Αγωνίστηκαν όλη τους τη ζωή κι έστησαν ένα δυαράκι στην Κυψέλη. Παιδιά δεν έκαναν. Ζούσαν καλά. Τα χρήματά τους τα επένδυαν σε ταξίδια και διακοπές. Δεν είχαν λόγο να τα μαζεύουν. Κι ύστερα ήρθε η αρρώστια της Δήμητρας. Πάλεψε εκείνος δίπλα της για καιρό, έδωσε ό,τι είχε στα καλύτερα νοσοκομεία. Στο τέλος πούλησε και το σπίτι γιατί τού ‘δωσαν κάποιοι ελπίδες για την Αγγλία. Μάταια. Μόνος πια νοίκιασε ένα σπίτι κοντά στο δικό τους. Η σύνταξή του ίσα που έφτανε να τα φέρει βόλτα. Έτρωγε ελάχιστα, τα ρούχα του είχαν φθαρεί και μόνο σε μεγάλη ανάγκη τα ανανέωνε. Μόνη του απόλαυση τις μέρες με φως ήταν ο ήλιος του απογεύματος. Πήγαινε και έπινε έναν καφέ στην πλατεία. Ύστερα επέστρεφε και κάθονταν ώρες πολλές κοιτάζοντας φωτογραφίες. Τις κοίταζε πάλι και πάλι μέχρι που χάνονταν το φως. Τότε έβγαινε στο μπαλκόνι και κάρφωνε το βλέμμα στο βάθος, στο φωτισμένο δυάρι τους. Βούρκωναν πάντα τα μάτια του και ένιωθε απέραντη μοναξιά μέσα στην τεράστια πολιτεία.

Με την κρίση μειώθηκαν οι συντάξεις· απέφευγε και τον απογευματινό καφέ. Κάθονταν στα παγκάκια της πλατείας και μασούσε  αργά το βραδινό του κουλουράκι. Τα ψίχουλα τα έριχνε στα περιστέρια. Στο τέλος δεν είχε ούτε το κουλούρι. Τον είδα ένα απόγευμα ακίνητο να κοιτάζει πέρα, εκεί που έδυε ο ήλιος. Ένα περιστέρι είχε ανέβει και ράμφιζε την ποδιά του ψάχνοντας ψίχουλα κι ένα άλλο είχε καθίσει στον ώμο του.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

25-2-2013

Θουκυδίδης3.74
Κ.Π.Καβάφης, Από υαλί χρωματιστό

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Η ομορφιά της απλότητας ‘ το ζεστό χαμόγελο ‘ η χαμηλόφωνη ευφυία, η Ελλάδα όπως φαίνεται με το αληθινό της πρόσωπο. Αυτά αντιλαμβάνομαι, διαβάζοντας αυτό το καθαρό κείμενο.
    Καλή σας μέρα!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ