Γράφει ο Δρ. Θωμάς Σαββίδης, αναπληρωτής καθηγητής στο ΑΠΘ.

H παρουσία του ελληνικού στοιχείου στη γη του Πόντου τοποθετείται γύρω στο 1.000 π.Χ. από τότε που για την αναζήτηση ευγενών κυρίως μετάλλων ξεκίνησαν οι πρώτες αποστολές. H οργανωμένη εκστρατεία του Ιάσωνα και των Αργοναυτών στην Κολχίδα, οι περιπλανήσεις του Ορέστη στη Θοανία του Πόντου, οι περιπέτειες του Οδυσσέα στη χώρα των Κιμμερίων, το μαρτύριο του Προμηθέα και η εξορία του στον Καύκασο, το ταξίδι του Ηρακλή στον Πόντο είναι μερικοί γοητευτικοί μύθοι που αναφέρονται σ’ αυτόν τον γεωγραφικό χώρο και επιβεβαιώνουν την ύπαρξη πανάρχαιων εμπορικών δρομολογίων.

Πριν από το 700 π.Χ. ο Πόντος ονομαζόταν από τους Έλληνες Άξεινος, δηλαδή αφιλόξενος λόγω των τρικυμιών, του ψυχρού κλίματος και της αγριότητας των αυτόχθονων φυλών, που κατοικούσαν στα παράλιά του. Φαίνεται, όμως, ότι στην πραγματικότητα η ονομασία αυτή προήλθε από το αρχέγονο ιρανικό (σκυθικό) όνομα της περιοχής Aksaena που σήμαινε περίπου ότι και το σκοτεινός (πρβ. το νεώτερο Μαύρη Θάλασσα). Παρ’ όλα αυτά, οι εξερευνήσεις και η εμπορική ναυσιπλοία άρχισαν σχετικά πρώιμα στον Πόντο. Οι πρώτοι που τον επισκέφθηκαν φαίνεται πως ήταν οι Κάρες, δηλαδή οι προελληνικής καταγωγής κάτοικοι των βόρειων και των δυτικών μικρασιατικών ακτών, ύστερα ήρθαν οι Φοίνικες και σχεδόν ταυτόχρονα οι Έλληνες.

Οι πρώτοι Έλληνες ναυτικοί που έφτασαν στον Πόντο καθιέρωσαν αυτό το όνομα για να κρατήσουν μακριά όσους ήταν φυσικό να τους ακολουθήσουν ως ανταγωνιστές. Έτσι, τα πλούτη που προσέφεραν οι παραλίες και τα νερά του θα έμεναν στην αποκλειστική τους κυριότητα. Από την άλλη μεριά ήθελαν να δηλώσουν ότι τόσο οι γηγενείς κάτοικοι των παράκτιων περιοχών όσο και οι προς τα βόρεια κείμενες χώρες ήταν αφιλόξενες και προπάντων βαρβαρικές, αντίθετα με το γνήσιο ελληνικό κόσμο με το γνωστό ήπιο κλίμα του και το υψηλό πολιτιστικό του επίπεδο.

Αργότερα, ο Πόντος ονομάστηκε Εύξεινος είτε κατ’ ευφημισμό είτε γιατί η εξοικείωση των Ελλήνων με αυτόν τους είχε πείσει στο μεταξύ ότι ήταν μια πάρα πολύ φιλόξενη περιφέρεια. Στη φαντασία τους όμως διατηρήθηκε πάντοτε σαν μια βαθιά και κρύα θάλασσα, που τα νερά της ταράσσονταν συχνά από παγωμένες θύελλες, δεν είχε νησιά και οι παραλίες της ήταν συχνά απρόσιτες για τη ναυσιπλοΐα. Αυτό δικαιολογείται, αν λάβει κανείς υπόψη ότι η γεωφυσική εικόνα του Εύξεινου Πόντου ήταν όντως ασυμβίβαστη με τα καθιερωμένα από τον ελληνικό χώρο μέτρα.

Ο ιστορικός εποικισμός του Εύξεινου Πόντου από τους Έλληνες φαίνεται πως εγκαινιάστηκε γύρω στο 800 π.Χ., όταν περίπου άρχισε να καθιερώνεται στο χώρο του Αιγαίου η τριήρης ως ποντοπόρο πλοίο. Κύρια αποικιακή δύναμη αυτή την εποχή ήταν η Μίλητος και λίγο αργότερα τα Μέγαρα. Οι Ίωνες άποικοι από τη Μίλητο, με την βοήθεια και ναυτική τεχνογνωσία της Χίου, ίδρυσαν τη Σινώπη στην παραλία της Παφλαγονίας, στην ακατοίκητη ως τότε νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Κατά τον πόντιο γεωγράφο Στράβωνα, η Σινώπη ιδρύθηκε από τις μυθικές Αμαζόνες.

Αυτή η περιοχή διέθετε αρκετά πλεονεκτήματα όπως το λιμάνι και η εύκολη πρόσβαση στις γύρω περιοχές. Έτσι, σύντομα αναδείχθηκε και σε μητρόπολη των αποικιών του Πόντου. Ως μητρόπολη, ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα και το 756 π.Χ., ίδρυσε την Τραπεζούντα προς τα ανατολικά της. Πολύ γρήγορα όλη η ευρύτερη περιοχή γέμισε με ελληνικές πόλεις όπως η Κρώμνα, η Κύτωρος (Κοτύωρα) και η Κερασούντα, πάντοτε στη νότια παραλία του Πόντου.

Η Σινώπη άνθησε από τον 6ο ως τον 4ο π.Χ. αιώνα ως η κατάληξη ενός μεγάλου εμπορικού δρόμου που ερχόταν από τον Ευφράτη στη Μαύρη Θάλασσα. Πρέπει να είχε σημαντικές επαφές με τους Παφλαγόνες και τους Φρύγες, όχι όμως και με τους Κιμμέριους ή τους Ασσύριους. Εδώ γεννήθηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Διογένης, ο κυνικός φιλόσοφος του βαρελιού ο οποίος έφυγε νέος στην Αθήνα και μαθήτευσε κοντά στον ιδρυτή της κυνικής σχολής Αντισθένη.

Η Τραπεζούντα εξελίχτηκε σε μια μεγάλη και πολυάνθρωπη πόλη, η καρδιά του Πόντου. Η οικονομική της ευμάρεια προέρχονταν εκτός των άλλων και από το εκτεταμένο εμπόριο με την Περσία, την Συρία, την Αίγυπτο και τις άλλες ανατολικές χώρες όπως Ινδία και Κίνα. Η πρώτη φορά που αναφέρεται η Τραπεζούντα σε αρχαίο κείμενο είναι στην “Κάθοδο των Μυρίων”. Το 400 π.Χ. όταν κατεβαίνοντας από τα απόκρημνα βουνά, ταλαιπωρημένοι από μια εκστρατεία μέσα στο βαρύ χειμώνα και αφού είχαν διασχίσει 1.700 χιλιόμετρα οι Μύριοι βρέθηκαν απρόσμενα σε μια όαση ελληνική, στην Τραπεζούντα:

«Εντεύθεν δ΄επορεύθησαν δύο σταθμούς, παρασάγγας επτά, και ήλθον επί θάλασσαν εις Τραπεζούντα, πόλιν Ελληνίδα οικουμένην εν τω Ευξείνω Πόντω, Σινωπέων αποικίαν εν τη των Κόλχων χώρα. Ενταύθα έμειναν ημέρας αμφί τας τριάκοντα εν ταις των Κόλχων κώμαις. Αγοράν δε παρείχον τω στρατοπέδω Τραπεζούντιοι και εδέξαντό τε τους Έλληνας, και ξένια έδοσαν βούς και άλφιτα και οίνον».

Εδώ οι Μύριοι φιλοξενήθηκαν ελληνοπρεπώς για 30 μέρες. Κρίνοντας από τη μεγάλη βοήθεια που πρόσφεραν οι Τραπεζούντιοι στους Μυρίους, συμπεραίνει κανείς πως η Τραπεζούντα το 400 π.Χ. ήταν ήδη μια πολύ οργανωμένη πολιτεία με δικό της μάλιστα νόμισμα.Εκτός από τις καινούργιες πόλεις που ίδρυαν οι Έλληνες, συχνά εγκαθίσταντο και στα οικιστικά κέντρα του ντόπιου πληθυσμού που κατά κανόνα τα εξελλήνιζαν βαθμιαία. Έτσι το 560 π.Χ. έγινε αποικία των Μιλησίων και η Αμισός η οποία ιδρύθηκε από τους αρχαίους Καππαδόκες. Η Αμισός εξελίχτηκε σε σπουδαίο λιμάνι το δεύτερο μετά την Τραπεζούντα. Η τουρκική ονομασία Σαμσόν ή Σαμσούν (Σαμψούντα) προέρχεται από την συνεκφορά των λέξεων «εις Αμισόν».

Άλλες πόλεις ήταν η Αμάσεια σε υψόμετρο 450 μ, που απείχε 70 χιλιόμετρα από τη θάλασσα. Την πόλη διασχίζει ο ποταμός Ίρις. Εδώ γεννήθηκε ο γεωγράφος Στράβων το 66 π.Χ. ο οποίος περιγράφει την πόλη ως εξής: «… η δε ημετέρα πόλις κείτε εν φάραγγι βαθεία και μεγάλη δι ης ο Ίρις φέρεται ποταμός, κατασκευάσται δε θαυμαστής, προνεία τε και φύσει, πόλεως άμα και φρουρίου παρέχεσθαι χρείαν δυναμένη».

Η ναυτιλία, το εμπόριο και η γεωργία αναπτύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ο Εύξεινος Πόντος έγινε θάλασσα ελληνική και ο ελληνικός πολιτισμός, έντονα διαφοροποιημένος από τον πολιτισμό των ντόπιων πληθυσμών, κυριάρχησε αδιαμφισβήτητα σε όλες τις νότιες παραλίες του Εύξεινου Πόντου. Η περιοχή αυτή, που συνέβαλε αποφασιστικά με τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της στην οικονομική ανάπτυξη του αρχαίου Ελληνισμού κατοικήθηκε βαθμιαία από τόσους Έλληνες, ώστε τελικά αποτέλεσε μια πλατιά προέκταση του ελληνικού κόσμου προς τα βορειοανατολικά. Μέσω αυτών όχι μόνο έφταναν τα ελληνικά προϊόντα στο βαρβαρικό Βορρά, αλλά και εξάγονταν από αυτόν προς το Αιγαίο, εκτός από τα διάφορα και αφθονότατα υλικά εφόδια, ιδέες, μορφές τέχνης και ανθρώπινο υλικό (δούλοι).

Στους πρώτους αιώνες της δράσης του, ο αρχαίος Ελληνισμός του Ευξείνου Πόντου διατήρησε αναλλοίωτα στην κοινωνική και πολιτική του οργάνωση και τα χαρακτηριστικά της κατά μέγιστο ποσοστό ιωνικής του προέλευσης. Τα αρχαιολογικά ευρήματα στις διάφορες αποικίες της παραθαλάσσιας ζώνης φανερώνουν ότι οι κάτοικοί τους κρατούσαν ανέπαφες τις παραδόσεις, τις συνήθειες, τα πολεοδομικά δεδομένα, τα ταφικά έθιμα, τους πολιτειακούς θεσμούς που είχαν φέρει από τη μητρόπολη, σε ορισμένες δε περιπτώσεις παρακολουθούσαν και τις προόδους που πραγματοποιούνταν στην πατρίδα, εφόσον η επικοινωνία με αυτή δεν σταματούσε ποτέ χάρη κυρίως στο ναυτικό εμπόριο.

Επί Μεγάλου Αλεξάνδρου η Τραπεζούντα συμμετείχε στην εθνική δόξα των Ελλήνων χωρίς θύματα. Κατά τον Fallmerayer: «Οι Τραπεζούντιοι, σοφότεροι από τα αδελφά κράτη στις ακτές της Ιωνίας, ήξεραν να επιλέγουν μάλλον τα προτερήματα μιας ονομαστικής εξάρτησης από έναν μακρυνό μονάρχη, παρά εκείνα μιας πολυτάραχης αυτονομίας, και ήσαν ευτυχισμένοι και πλούσιοι, ενώ η Φώκαια και η Μίλητος δεν άργησαν να μεταβληθούν σε ερείπια».

Αργότερα, με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου προχώρησαν προς το εσωτερικό της νότιας ποντικής παραλίας προκειμένου να αξιοποιηθούν τα αγαθά του πλούσιου υπεδάφους της όπως ασήμι, χαλκός, σίδηρος. Στα Ελληνορωμαϊκά χρόνια παρατηρήθηκε μια καινούργια εξάπλωση των Ελλήνων στον Πόντο και το αποτέλεσμα του έσχατου αυτού αποικιστικού κύματος ήταν η ανάπτυξη νέων ελληνικών πόλεων, όπως οι: Άμαστρις, Νικόπολις, Φαρνάκεια, Νεοκαισάρεια, Πολεμώνιον και άλλες.

Ο Δυτικός Πόντος κατακτήθηκε από τους Πέρσες και διοικήθηκε από σατράπες περσικής καταγωγής. Ένας από αυτούς, ο Μιθριδάτης ο VI, κήρυξε την περιοχή ανεξάρτητη και ίδρυσε το 302 π.Χ., το Βασίλειο του Πόντου, χωρίς όμως να καταλύσει το πολίτευμα των παραθαλάσσιων ελληνικών πόλεων που έλεγχαν τις αγορές και την εμπορική ναυτιλία. Πολύ αργότερα, το 183 π.Χ., και η Κερασούντα και η Τραπεζούντα καταλαμβάνονται από το Μιθριδατικό Βασίλειο. Το όνομα Μιθριδάτης (από το Μίθρος = ο περσικός θεός του ήλιου) το έφεραν έξι βασιλείς του Πόντου ο τελευταίος των οποίων ο Μιθριδάτης ο VI o Ευπάτωρ, από Ελληνίδα μητέρα, ήταν φανατικός εχθρός των Ρωμαίων.

Ο προσωπικός γιατρός του βασιλιά Μιθριδάτη του VI ήταν ο Κρατεύας, βοτανολόγος με ζωηρό ενδιαφέρον για φαρμακευτικά και τοξικά φυτά. Κατέστησε άνοσο τον βασιλιά Μιθριδάτη δίνοντάς του σταδιακά μικρές δόσεις από δηλητήριο. Ο Κρατεύας έγραψε ένα βιβλίο για την φυσιολογία και τη χρήση των βοτάνων. Στο έργο αυτό για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν εικόνες που συμπληρώνουν την περιγραφή.

Ο Πόντος γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του κατά τη βασιλεία του Μιθριδάτη VI του Ευπάτορος, που κυρίευσε και το κράτος του Βοσπόρου. Επί των ημερών του προσαρτήθηκε και η Κριμαία στο βασίλειο του Πόντου. Από τα εδάφη που κατέκτησε ο Μιθριδάτης απεκόμιζε τεράστια έσοδα και στρατολογούσε μισθοφόρους για τον ποντιακό στρατό. Σύναψε συμμαχίες με ορισμένα θρακικά και ποντιακά φύλα. Τον 1ο αιώνα π.Χ. ο Πόντος ήταν το ισχυρότερο βασίλειο του ελληνιστικού κόσμου. Ο Μιθριδάτης συμμάχησε με το βασιλιά της Μεγάλης Αρμενίας Τιγράνη Β΄ και κήρυξε πόλεμο εναντίον της Ρώμης.

Το 71 π.Χ. ο ρωμαίος στρατηγός Λούκουλλος κατέκτησε την Μ. Ασία και ο Μιθριδάτης κατέφυγε στην Αρμενία. Ο Πομπήιος αντικατέστησε το 66 π.Χ. τον Λούκουλλο ενώ ο Μιθριδάτης εγκατέλειψε τον Πόντο για πάντα. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καταστρέφει τις αρχαιοελληνικές πόλεις του Πόντου, για να τις “τιμωρήσει”  έτσι για τη βοήθειά τους στους Πέρσες κατά τους Μιθριδατικούς πολέμους εναντίον των Ρωμαίων. Η μόνη πόλη που γλιτώνει, είναι και πάλι η καρδιά του Πόντου, η Τραπεζούντα που είχε κρατήσει ουδέτερη στάση.

Χωρίς τις ελληνικές πόλεις, όμως, οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να επιβάλουν τη στρατηγική τους. Έτσι προτίμησαν από τον αφανισμό και τον μαρασμό, την ανοικοδόμηση των ελληνικών πόλεων, την υιοθέτηση του ελληνικού πολιτισμού και τον εξελληνισμό των λαών που ζούσαν στα βουνά και στην ενδοχώρα, ώστε να μπορέσουν να ελέγξουν ουσιαστικότερα ολόκληρη την περιοχή. Η Τραπεζούντα, εξ αιτίας της γεωγραφικής της θέσης έγινε το πρώτο λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας και η μεγαλύτερη αποθήκη των κυριότερων εμπορευμάτων που εξάγονταν από την Ευρώπη προς την Περσία και την υπόλοιπη Ασία και αντίστροφα.

Στα βυζαντινά χρόνια, ο Πόντος αποκτά μεγάλη στρατηγική σημασία. Ελέγχει και προστατεύει τόσο το θαλάσσιο δρόμο προς το Βόσπορο, όσο και τον βόρειο δρόμο που καταλήγει στη βαλκανική. Ασκεί την βυζαντινή διπλωματία στην περιοχή, και λειτουργεί ως τείχος αντίστασης στους Πέρσες, Άραβες, Μογγόλους και Σελτζούκους κρατώντας τους μακριά από τη θάλασσα. Με την ανάπτυξη της ναυτιλίας γίνεται ο κύριος τροφοδότης της μητρόπολης με όλα τα αγαθά από την περιοχή της Μαύρης θάλασσας αλλά και από το εσωτερικό της Ασίας μέχρι την Περσία.

Οι Τραπεζούντιοι δεν έκαναν μεγάλα θαλάσσια ταξίδια. Προτιμούσαν το μεσιτικό εμπόριο και την ακτοπλοΐα για τον εφοδιασμό των γειτονικών χωρών με εγχώρια προϊόντα ιδίως κρασί και παστά ψάρια. Η Τραπεζούντα ήταν εμπορικό κέντρο, τόπος αποθήκευσης εμπορευμάτων, το κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου της εποχής. Ότι πολύτιμο παραγόταν στις ανατολικά της Μαύρης Θάλασσας ασιατικές περιοχές μέχρι την Ινδία και Κίνα περνούσε από την Τραπεζούντα. Οι Γενοβέζοι και οι Ενετοί έπαιζαν τον πρώτο ρόλο στην πόλη των Κομνηνών. Πλήρωναν φόρο για κάθε εισαγόμενο εμπόρευμα.

Από τον 7ο ως τον 10ο μ.Χ. αιώνα ο ανατολικός Πόντος αντιμετωπίζει την απειλή των Αράβων και οργανώνεται για να την αντιμετωπίσει. Η Τραπεζούντα γίνεται πρωτεύουσα του “θέματος” της Χαλδίας, στο πλαίσιο της αναγκαίας για τις περιστάσεις διοικητικής και στρατιωτικής ανασυγκρότησης της ακριτικής περιφέρειας. Αυτή την εποχή γεννιέται το έπος των ακριτών, αφού η ζωή σ’ αυτή την περιοχή βρίσκεται συνεχώς υπό αμφισβήτηση.

Όταν το 1074 μ.Χ. οι Σελτζούκοι φτάνουν στα περίχωρα της Τραπεζούντας, ο δούκας της Χαλδίας, Θεόδωρος Γαβράς, κηρύσσει τον Πόντο ανεξάρτητο. Οργανώνει την άμυνα και καταφέρνει να κρατήσει μακριά τον εχθρό επί 22 χρόνια. Όταν το 1098 πέφτει στα χέρια των Σελτζούκων και πεθαίνει με μαρτυρικό θάνατο, ο Πόντος αποκτά έναν Άγιο.

Την εποχή των Κομνηνών (1140 μ.Χ.) ο Πόντος επανέρχεται στη βυζαντινή επικράτεια, χωρίς όμως να πάψει συνεχώς να αμύνεται απέναντι στους Σελτζούκους Τούρκους, στους Τουρκομάνους, στους Γεωργιανούς, αλλά και στην εξουσία του κράτους της Κωνσταντινούπολης. Όταν οι σταυροφόροι καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη το 1204 μ.Χ. οι αδελφοί Αλέξιος και Δαυίδ Κομνηνοί, γιοι του Μανουήλ Κομνηνού, πρωτότοκου γιου του βυζαντινού Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α΄ του Κομνηνού (1182-1185 μ.Χ.) ιδρύουν την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Αυτή ήκμασε μέχρι την άλωση της πόλης της Τραπεζούντας στις 15.8.1461 από τους Οθωμανούς Τούρκους. Έμβλημα της Αυτοκρατορίας είναι ο μονοκέφαλος αετός.

Η ιστορία του ελεύθερου Ελληνισμού του Πόντου κλείνει με την παράδοση της Τραπεζούντας στα οθωμανικά στρατεύματα, το 1461 μ.Χ., τη μεταφορά – και την εκτέλεση αργότερα – της αυτοκρατορικής οικογένειας στη Θράκη, των αρχόντων στην Κωνσταντινούπολη και την υποχρεωτική στρατολόγηση 1.500 νέων στο σώμα των γενιτσάρων. Όμως, η καρδιά του Ποντιακού Ελληνισμού παραμένει σ’ όλη την Τουρκοκρατία ζωντανή.

Πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Πόντος κατοικούνταν από 700.000 Έλληνες, 147.000 Αρμένιους, και 1.040.000 Μωαμεθανούς από τους οποίους οι 420.040 ήταν Τούρκοι, σε μια έκταση 170 χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων. Στην περίοδο 1914-1924 οι Έλληνες του Πόντου υφίστανται εξοντωτικούς διωγμούς. Από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τον Μάρτιο του 1924 εξοντώνονται 353.000. Όσοι επιζούν ξεριζώνονται και κατευθύνονται κυρίως προς την Ελλάδα και τα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Βέβαια, μετά τις πρόσφατες κοσμοϊστορικές αλλαγές στην περιοχή έχει ήδη αρχίσει η αποχώρηση και αυτών των Ελλήνων του Πόντου με προορισμό και πάλι την Ελλάδα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ