Μιλάει σήμερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου κ. Θεόδωρος Νικολάου, με αφορμή το παράσημο με ταινία που του απένειμε ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

 

Κείμενο-παρουσίαση: Αποστόλης Ζώης

 

Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κ. Ιωακείμ Γκάουκ, απένειμε κατόπιν προτάσεως του πρωθυπουργού της Βαυαρίας κ. Χορστ Σεεχόφερ το παράσημο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με ταινία (Bundesverdienstkreuz am Bande) στον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μονάχου κ. Θεόδωρο Νικολάου. Το παράσημο αυτό, το οποίο απονέμεται σε Γερμανούς πολίτες και μη, αποτελεί τη μοναδική γενική κρατική αναγνώριση κι ως εκ τούτου την ανώτατη τιμητική διάκριση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Απονέμεται δε σε πρόσωπα, τα οποία διακρίθηκαν για την αξιόλογη προσφορά και το ιδιαίτερα σοβαρό και κοινωφελές έργο τους στην επιστήμη, την οικονομία τον πολιτισμό, τον φιλανθρωπικό και διαφόρους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής. Το παράσημο επέδωκε στον καθηγητή Νικολάου εξ ονόματος του Προέδρου της Δημοκρατίας της Γερμανίας ο υπουργός Παιδείας, Τέχνης και Επιστήμης κ. Λουδοβίκος Σπένλε σε ειδική τελετή στις 9 Ιανουαρίου 2014. Σήμερα ο κ. Θεόδωρος Νικολάου, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μονάχου μιλάει στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ.

 

Η συνέντευξη

 

Τι σημαίνει αυτή η βράβευση για σας, καθώς το παράσημο αυτό, το οποίο απονέμεται σε Γερμανούς πολίτες και μη, αποτελεί τη μοναδική γενική κρατική αναγνώριση κι ως εκ τούτου την ανώτατη τιμητική διάκριση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας;

 

Η απονομή του παρασήμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Bundesverdienstkreuz am Bande) στο πρόσωπό μου αποτελεί δημόσια αναγνώριση του έργου της ζωής μου και ιδιαιτέρως της επιστημονικής και κοινωνικής μου προσφοράς. Και η αναγνώριση αυτή μου δίνει έντονη χαρά και ικανοποίηση, η οποία ενισχύει επιπροσθέτως την υποκειμενική πεποίθηση, ότι έπραξα επαξίως το καθήκον μου. Δοθέντος μάλιστα, ότι η βράβευση προέρχεται από τον Πρόεδρο της χώρας, στην οποία ζω από το 1965, έχω διέλθει δηλαδή σχεδόν ολόκληρη τη ζωή μου, αντιλαμβάνεσθε, ότι η τιμητικη αυτή διάκριση καταφάσκει και εξαίρει το έργο της ζωής μου σχεδόν στο σύνολό του. Έρχεται έτσι να συμπληρώσει από πολιτικής πλευράς τη βράβευση από σκοπιάς εκκλησιαστικής, την οποία μου απένειμε ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, αναγορεύοντάς με (πέντε χρόνια πιο πρίν) σε Άρχοντα Υπομιμνήσκοντα της Μητρός Εκκλησίας.

Στο έργο αυτό συγκαταλέγονται όχι μόνον τα βιβλία και άρθρα, που έχω δημοσιεύσει και ξεπερνούν τα τριακόσια, και η διδασκαλία μου στα Πανεπιστήμια της Βοννης (1971-1984) και Μονάχου (1984-2005), αλλά και η ίδρυση του Τμήματος Ορθοδόξου Θεολογίας στο Πανεοιστήμιο Μονάχου. Σε αυτό το Ίδρυμα, τη μικρή μας Θεολογική Σχολή στην καρδιά της Ευρώπης, η οποία στήθηκε με πολλαπλές και άοκνες προσπάθειες και θυσίες, αλλά και τη συμπαράσταση πολλών πανεπιστημιακών, πολιτικών και εκκλησιαστικών παραγόντων, μπορούν οι επιθυμούντες να σπουδάσουν πλήρως και νά λάβουν το πτυχίο ορθοδόξου θεολογίας ή μπορουν ωσαύτως να κάνουν διδακτορικό δίπλωμα. Προ πάντων μπορούν να προετοιμασθούν καταλλήλως ως μέλλοντες ιερείς και καθηγητές του μαθήματος των θρησκευτικών ιδιαιτέρως στις γερμανόφωνες χώρες. Είμαι υπερήφανος για την ίδρυση του Τμήματος αυτού, το οποίο είναι μοναδικό στο είδος του στη Δυτική Ευρώπη και στο οποίο φοιτούν στο μεταξύ γύρω στους 130 φοιτητές από διάφορες ορθόδοξες Εκκλησίες. Το Τμήμα συμβάλλει έτσι στην ενσωμάτωση των 1,5 εκατομυρίων ορθοδόξων χριστιανών στο γερμανόφωνο χώρο και στην πραγμάτωση του ιδεώδους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Στο πνεύμα αυτό ένα θεολογικό ίδρυμα όπως το Τμήμα Ορθοδόξου Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου οφείλει να καλλιεργεί απαραιτήτως και τον διεκκλησιαστικό διάλογο. Ο οικουμενικός διάλογος αποτέλεσε γι αυτό επίσης έναν από τους τομείς δραστηριότητάς μου. Συμμετείχα ως εκ τούτου πολλαπλώς σε επίσημες αποστολές της Μητροπόλεως Γερμανίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου για θεολογικές επαφές και συζητήσεις με εκπροσώπους των άλλων Εκκλησιών, π.χ. ήμουν από το 1977 ως το 1997 μέλος της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής για τον επίσημο Ορθόδοξο-Λουθηρανικό Διάλογο ή ίδρυσα το 2000 με συναδέλφους από την Ρωμαιοκαθολική και την Ευαγγελική Σχολή το «Κέντρο Οικουμενικής Έρευνας» του Πανεπιστημίου του Μονάχου.

 nikolaou

 

Πόσο δύσκολο είναι στη σημερινή πραγματικότητα να υπηρετούμε επάξια το κοινό καλό; Ποιες αρετές πρέπει να διαθέτουμε;

 

Πριν δώσω κάποια απάντηση στο ερώτημά σας, θα ήθελα νά προτάξω την παρατήρηση, ότι το θέμα για το «κοινό καλό» μου θυμίζει την έντονη και διεξοδική φιλοσοφική αντιπαράθεση, που προκάλεσε τον περασμένο αιώνα η απαίτηση κυρίως του Νίτσε για τη «μεταξίωση όλων των αξιών» και τον ηθικό σχετικισμό.

Αλλ’ επειδή στα πλαίσια της συνεντεύξεως αυτής δεν είναι δυνατόν να υπεισέλθω στο ευρύ και περίπλοκο αυτό ζήτημα, σημειώνω, ότι κατά την άποψή μου το κοινό καλό δεν είναι αφηρημένη ιδέα και δεν αρχίζει κάπου έξω από την καθημερινή μας ζωή. Το κοινό καλό μορφώνεται και μορφώνει από την κάθε ενέργειά μας και το κάθε βήμα μας εδώ και τώρα. Αυτό σημαίνει, ότι σε κάθε ενέργειά μας πρέπει να υποτάσσουμε το «ίδιον συμφέρον» στο κοινό. Το κοινό καλό έχει οπωσδήποτε τα πρωτεία απέναντι στο προσωπικό και τρόπον τινα το περιέχει. Στο σημείο αυτό ας υπενθυμίσω τη σοφή γνώμη του Βυζαντινού φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος: O «αγαθός πολίτης», λέγει ο Πλήθων, προτιμά το κοινό (καλό) πριν από το δικό του, και όχι τούτο πριν από το κοινό. Διότι είναι στη φύση του κοινού καλού και συμφέροντος, όταν το εκτιμήσουμε και το υπηρετήσουμε σωστά να διασώζουμε και να καλύπτουμε και το δικο μας προσωπικό συμφέρον. Ενώ αντιθέτως, όταν διίσταται το δικό μας συμφέρον από τό κοινό, τότε παραβλάπτονται και χάνουν σε αξία και τα δύο.

Στο φως των παρατηρήσεων αυτών και αν αναλογισθούμε επι πλέον, ότι ο άνθρωπος προτάσσει και προτιμάει συνήθως το ιδιωτικό, ήτοι το προσωπικό καλό έναντι του κοινού, τότε η προβληματική που τίθεται με την ερώτηση γίνεται εξόχως δυσχερής και δυσαναπάντητη. Όμως επι του προκειμένου δεν πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια τυχόν αποτυχίας πρωτίστως στη «σημερινή πραγματικότητα», αλλά στο ζήτημα, αν πρώτον κάναμε τη σωστή διάγνωση και δεύτερον, αν την οικειοποιηθήκαμε και την κάναμε τρόπο ζωής. Αμφότερα (η διάγνωση και η οικειοποίησή της) προϋποθέτουν παιδεία και άσκηση.

 

 

Ποια γεγονότα είναι αυτά που σημάδεψαν την μέχρι τώρα πορεία σας και έχουν μείνει χαραγμένα στη μνήμη σας;

 

Την πορεία μου έχει σημαδέψει κυρίως το γεγονός, ότι όντας γεννημένος σε ένα ορεινό, φτωχό και απομακρυσμένο χωριό, πάνω στα βουνά της Γούρας (Όθρυος), δε είχα να διαλέξω, ποιό δρόμο θα πάρω. Από τη στιγμή δηλαδή που ως από μηχανής θεός μου δόθηκε την τελευταία στιγμή η προοπτική μιάς υποτροφίας, η ευκαιρία δηλαδή να φύγω από το χωριό και να πάω στο Γυμνάσιο, πιο συγκεκριμένα στην Εκκλησιατική Σχολή Λαμίας, ο δρόμος μου ήταν ένας και μοναδικός: Να τραβήξω μπροστά και όπου με βγάλει η πορεία. Πίσω δεν υπήρχε!

Στην πορεία μου αυτή προς τα εμπρός δεν υπήρχαν σχέδια προκαταβολικά. Ως ορεσίβιος την καταγωγή θα ήθελα να παρομοιώσω την πορεία μου αυτή με εκείνη του ορειβάτη: Βλέπει μιά κορυφή ενός λόφου και ξεκινάει να ανεβεί εκεί. Στην πλαγιά του λόφου δεν γνωρίζει, ούτε μπορεί να εκτιμήσει, ποσο ψηλά ανέβηκε ή πόσο υπολείπεται ακόμη. Αγωνιά και αγωνίζεται να φθάσει στον προορισμό του. Όταν τέλος γεμάτος ικανοποίηση φθάσει στη συγκεκριμένη κορυφή, που είχε θέσει ως στόχο, βλέπει όμως ότι υπάρχει κι άλλη υψηλότερη κορυφή. Γι αυτό κάνει τότε νέα σχέδια και βάζει ως στόχο του να ανεβεί στη νέα, υψηλότερη κορυφή. Και το παιχνίδι αυτό (το παιχίδι της ζωής) συνεχίζεται. Εναπόκειται δε τελικά στη φρόνηση του κάθε ορειβάτη (κάθε ανθρώπου) να «αρκεσθεί σε αυτό που έχει (επιτύχει)» («τοις παρεούσι αρκέεσθαι» θα έλεγε ο Δημόκριτος) ή να συνεχίσει. Το πρώτο αντίκειται στην έννοια της ζωής και σημαίνει σε τελευταία ανάλυση στασιμότητα, ενώ η συνέχιση συνάδει προς τη ζωή, αποτελεί εξέλιξη και επιφέρει πρόοδο.

 nikolaou2

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ