«Ἄκου τί κράζει ὁ οἰωνός στίς βρύσες τοῦ ἀμάραντου ἀπ’ τίς ἐραλδικές πατημασιές τῆς λαβωμένης Κίχλης».
Γράφει η Ἑλένη Ἡλιοπούλου-Ζαχαροπούλου.
Ὁ τίτλος τῆς Ποιητικῆς Συλλογῆς τοῦ Νίκου Κατσαλίδα, «Τά ἐραλδικά τῆς Κίχλης», καί τό ὡς ἄνω μόττο τῆς εἰσαγωγῆς, προϊδεάζουν γιά τόν ἐννοιολογικό ἄξονα αὐτῆς τῆς σπουδαιας ποιητικῆς του δημιουργίας.
Στό πρῶτο ποίημα τῆς Συλλογῆς «Ἰχνηλασίες» σέλ. 9, δίνεται περιληπτικά το ποιητικό σύμπαν, κι ἡ ὅλη φυσιογνωμία τοῦ ἔργου: Μιά παραδοσιακή οἰκογένεια πού κατοικεῖ σ’ ἕνα ἐπαρχιακό ἐξοχικό περιβάλλον. Ὁ παππούς Νικόλας, ὁ γενάρχης τῆς οἰκογένειας, πού τοῦ ἀξίζουν ὅλα τα οἰκόσημα καί ὅλος ὁ σεβασμός, μαζί καί στήν γιαγιά, πού μέ πρωτογενῆ ἀθωότητα γαλούχησε τήν οἰκογένεια μέ τίς ἀρχές καί τίς ἀξίες τῆς Παράδοσης.
Μιά νοσταλγική περιπλάνηση τῆς μνήμης τοῦ ποιητῆ Νίκου Κατσαλίδα στούς ἱερούς τόπους τῆς γενέτειρας γῆς, στήν ὀμορφιά τῆς φύσης πού ἀγάπησε, καί στό ἦθος μιᾶς οἰκογένειας, πού μοιάζει μυθική.
Στό μόττο τῆς εἰσαγωγῆς, μέ κάποια σύμβολα τῶν συνειδητοποιήσεών του, μᾶς προτρέπει νά ψυχανεμιστοῦμε, γιά τήν κακοποιημένη φύση καί τήν ξεχασμένη Παράδοση. Καί στήν συνέχεια γράφει στίχους τρυφερούς γιά τό ἀθῶο πετούμενο τήν κίχλη, ὑποστασιώνοντάς την καί μεταφορικά, ὅπως φτερωτή, μελωδική, καί μοναδική, λάμπει μέ τόν συμβολισμό της μέσα στό μεγαλεῖο τῆς Δημιουργίας:
«Τώρα ἡ κίχλη ραμφίζει, τιτιβίζει καί κοιτάζει τά βουνά.
Στό προσκλητήριο τῆς αὐλῆς φωνάζει τά μωρά της
σκορπισμένα στίς χαράδρες…
Κελαηδάει τόν ὄρθρο της, κάποιον φωνάζει ἐρωμένη.
Τώρα ἡ κίχλη συλλαβίζει σούρουπο, καί ἠρεμεῖ τίς νύχτες»
Ο Νίκος Κατσαλίδας ἔχει μιά ἰδιαίτερη περιγραφική καί συνθετική ἱκανότητα, μιά δυναμική συγκινησιακή, πού γοητεύει. Στήν εἰκονοπλαστική του δύναμη τόν βοηθᾶ ὁ γλωσσικός του ὑπεροπλισμός, πού καταπλήσσει τόν ἀναγνώστη, καί καταξιώνει τή γλώσσα. Χρησιμοποιεῖ λέξεις ἀπ’ ὅλο τόν πλοῦτο τῆς γλώσσας. Λέξεις λαϊκές, τῆς καθαρεύουσας, τῆς Ὁμηρικῆς, τῆς Ἀρχαίας, τῆς νεοελληνικῆς. Μέ τήν ποίησή του ἐκφράζει μιά ἀρχέτυπη καθαρότητα, μιά ἁγνότητα αἰσθημάτων. Τά πράγματα περιγράφονται μέ ἰδιαίτερη εὐαισθησία καί πυκνότητα λόγου, πού κάποτε γίνεται χειμαρρώδης. Ἡ γραφή του, πέραν τῶν φιλολογικῶν του σπουδῶν, εἶναι προϊόν βιωματικῆς ἐμπειρίας. Μιά βιωμένη φιλοσοφημένη ἐσωτερικότητα δίνει στά πράγματα ὑποστασιακή ἀξία. Ὁ ἀναγνώστης νιώθει μιά ἀμεσότητα σάν νά ζεῖ ὁ ἴδιος τά γεγονότα. Εἶναι ἀξεπέραστες οἱ περιγραφές τῆς φύσης:
«Ἔξω στά ὅρη τῆς ἀντάρας, στά φαράγγια, στήν ὀρεινή ζώνη τῆς αἰωνιότητας τῆς πέτρας καί τῶν δέντρων, τρίζουνε σάν δεινόσαυροι οἱ αἰωνόβιες καστανιές, ἀνατριχιάζει ὁ τροῦλος τοῦ Θεοῦ, κι οἱ κλάρες δέρνονται στούς λυχνοστάτες τ’ οὐρανοῦ, στίς τρέλλες τῶν βοριάδων».
Τά στοιχεῖα τῆς φύσης γίνονται σύμβολα, ὀντότητες ἀξεχώριστες ἀπ’ τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Συχνά χρησιμοποιεῖ μυθικά καί ἱστορικά ἀρχέτυπα, γνωρίζοντας τήν γοητεία πού ἐξασκοῦν στήν διήγηση. Μιά γένεση κοσμογονική, μυθική, τοῦ ἄνω καί κάτω κόσμου, τ’ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καί τῆς θάλασσας:
«Πετροκότσυφας, ἐρωδιός, πετροπέρδικα, κοκκινολαίμης, σαλαμάνδρες, τέρατα, ὄφις ὁ οἰκουρός… Δρῦς, συκαμιά, καστανιά, ὁμηρικές βαλανιδιές, φουντουκιές…
Νερά, γλάροι, μέδουσα, συμπληγάδες, γοργόνες…
Ἀχέροντας, Ἅδης, Κέρβερος, στύγα, χάροντας…
Χερουβείμ, Σεραφείμ, Ἀρχάγγελοι…
Σίσυφος, Λαοκόωντας, μονοσάνδαλος, Ὀδυσσέας…».
Εἶναι ἐλάχιστα, ἀπό τά στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ ἔργου, στήν σύνταξη, στήν ὀμορφιά, στήν ἑνότητα τῆς Δημιουργίας. Μερικά ποιήματα ἔχουν ἐπιρροές ἀπό τό λαϊκό Δημοτικό τραγούδι:
«Τίς νύχτες δένω τ’ αὐλάκια στίς πηγές, σπορέας, ποτιστής ξυπόλυτος»
«στή ρημαγμένη χώρα τοῦ χιονιά χορεύει ὁ χάρος… βγαίνει πρῶτος στό χορό στά βάραθρα τοῦ Κέρβερου». Θυμίζουν ἀντίστοιχα τοῦ Παλαμά: «Παιδί το περιβόλι μου πού θά κληρονομήσεις…», καί «Καβάλλα πάει ὁ χάροντας τόν Διγενῆ στόν Ἅδη». Θησαυρίσματα τοῦ λαϊκοῦ ποιητικοῦ λόγου, πού συγκινοῦν μέ τό ἀπέριττο κάλλος, καί τήν ἀβίαστη ἁπλότητα.
Συνδέει τά περισσότερα θέματα τῆς ποιητικῆς του δημιουργίας μέ τήν γενεαλογία τῶν προγόνων του, πού σέβεται κι εἶναι περήφανος γιά τήν εὐγενική καταγωγή του:
«Στέκει κοιτάζει τά βουνά ὁ ἄρχοντας τῆς ἔπαρσης.
Βάζει τόν ὄρθρο νά σταθεῖ στῆς καστανιᾶς τό φύλλωμα,
τίς καμπανοῦλες τῆς ροδιᾶς στή χρυσωμένη χτένα του.
…στήν ἡλιαχτίδα τῆς αὐγῆς, πού ροβολᾶ στό διαρραχο
στέκει καί βράζει στό νερό τό ἄγριο τριαντάφυλλο.
Κάθεται κάνει τόν καφέ γιά τήν κυρά τῶν γιασεμιῶν.»
Αἰσθητικός ζωγραφικός πίνακας, ἡ ὀμορφιά πού ὁ ποιητής δεξιώνεται κι ἡ ἐπένδυσή της μέ λέξεις. Τό ἀσύλληπτο κάλλος, ἡ ἄριστη εὐτυχισμένη θέα, ἐσωτερική θέαση μέ συγγενῆ στοιχεῖα πρός τό ὀρώμενο ὅμοιό του. Ὅταν ἡ ψυχή παύσει νά θαυμάζει ἔχει ἡττηθεῖ. Γιά τούς Ἀρχαίους Ἕλληνες ἡ ὀμορφιά εἶναι ἡ ἀρχή τῶν πάντων. Μᾶς βοηθᾶ νά ζοῦμε καί νά πεθαίνουμε.
Οἱ ἐπιτυχεῖς παρομοιώσεις καί μεταφορές διευρύνουν τό ἐπίπεδό των πραγμάτων σέ δύο ἤ περισσότερες ἀναγνώσεις. Λέξεις πού ἐπαναλαμβάνονται πολλές φορές (ἐραλδικά) δείχνουν τήν προτεραιότητά του στήν ἀξιολόγηση τῶν ἐπιλογῶν του. Στήν ἀγάπη του στήν φύση, τόν σεβασμό του στήν οἰκογενειακή παράδοση, σέ ὅ,τι ἀρχέγονο καί πρωτογενές, καί τήν ἀξία πού ἔχει στήν ζωή μας.
Ὁ ποιητής εἰσέρχεται στό κύριο θέμα τοῦ ἔργου ἀρχίζοντας μέ τό ἀρχέγονο στοιχεῖο τῆς ζωῆς, τό νερό, πού σύμφωνα μέ τόν προσωκρατικό φιλόσοφο Θαλῆ τόν Μιλήσιο, εἶναι ἡ πρώτη θεμελιώδης οὐσία, πού φέρει μέσα της τή δυνατότητα νά γίνει φορέας τῆς ὕπαρξης καί ἐξέλιξης τῶν ὄντων. Κι ὁ Ἠράκλειτος θά εἰπεῖ, πώς ἡ οὐσία τοῦ κόσμου εἶναι ἡ ροή, καί πώς «εἰς τόν αὐτόν ποταμόν, δίς, οὐκ ἄν ἐμβαίης». Κι αὐτήν τήν ἀέναη μεταβολή ἐκφράζουν οἱ ἀκόλουθοι στίχοι στό μόττο τοῦ ποιητῆ Νίκου Κατσαλίδα:
«Ὅσες φορές ξαναγυρνῶ νά πιῶ στά ἱερά νερά
στίς ἴδιες βρύσες τίς ἐφηβικές ὁπού παλάβωσα
βγαίνει ὁ Ἡράκλειτος, τά διώχνει γιά τή θάλασσα».
Ξαναγυρνώντας ὁ ποιητής στήν πατρώα γῆ τήν ἐφηβική, οἱ μνῆμες τόν προδίδουν. Στήν ροή τοῦ χρόνου τίποτα δέν μένει ἴδιο. Γιά τήν κυριολεκτική καί μεταφορική ἀείρροη κίνηση τοῦ νεροῦ, τοῦ καιροῦ, καί τῶν πραγμάτων, μᾶς δίνει θαυμάσιους παραστατικούς στίχους:
«Ἄκου τί λένε τ’ ἀρχαῖα νερά στά ὅρη τῆς γενεαλογίας… στή χαίτη τῶν ἐρημικῶν βοριάδων, ροβολώντας, στά φαράγγια, στίς χαράδρες τῆς κρουστῆς νεφέλης, ἰερουργώντας στή βιογραφία τῆς βροχῆς, στά κάτοπτρα τῆς βρύσης, στίς βραχνές φωνές τῶν ἐρωδιῶν…».
Καί συνεχίζει μέ χειμαρρώδη λόγο ν’ ἀπαριθμεῖ σέ ἀπίστευτες λεπτομέρειες τή ροή τῶν νερῶν, καί τί παρασέρνουν στό δρόμο τους, καί ποιά μυστικά της ζωῆς κουβαλοῦν στίς θάλασσες τοῦ κόσμου…
Στήν σχέση τοῦ νεροῦ μέ τή Μυθολογία μας, τόν κατακλυσμό τοῦ Νῶε, καί τήν ἀρχαία ὑδάτινη «κλεψύδρα», εἶναι ἐκπληκτική ἡ μεταφορά στό στίχο «ἀναποδογυρίζοντας τοῦ πάνω καί τοῦ κάτω κόσμου τίς κλεψύδρες», ὅπου τελειώνοντας ἡ ὑδάτινη ροή στό δοχεῖο τῆς ἀρχαίας κλεψύδρας, ὁδηγοῦσε τόν ἄνθρωπο στόν Ἀχέροντα. Καί τελειώνει μέ τό στίχο «καί μήν τό λές τό ματωμένο γλώσσημα τῶν ἱερῶν πορφυρῶν νερῶν πού τρέχει στίς ἀρτηρίες μας»… Καί ὅλοι κατανοοῦμε τήν τραγικότητα πού μπορεῖ νά ἐκφράζει αὐτός ὁ στίχος.
Οἱ παιδικές μνῆμες φυτεύονται μέσα μας, γίνονται ἕνα μέ τό εἶναι μας. Εἶναι τό νοσταλγικό κερί πού συντηρεῖ τό γλυκό φῶς τοῦ θάμβους τῆς πρώτης αὐγῆς τοῦ κόσμου.
Πάντα ἡ μνήμη τοῦ ποιητῆ Νίκου Κατσαλίδα ξαναγυρίζει «…στίς προφητεῖες τῆς γιαγιᾶς, στίς ὀπτασίες τοῦ παπποῦ, στή σβούρα τῆς μητέρας, στό κουβάρι τοῦ λαβύρινθου, στίς μαγγανεῖες τοῦ πατέρα».
Οἱ προφητεῖες, οἱ μαγγανεῖες, οἱ οἰωνισμοί, οἱ μύθοι, οἱ δοξασίες, εἶναι μέρος τῆς ἑλληνικῆς Παράδοσης. Δημιουργήθηκαν στίς ἀπαρχές τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε ἀνυπεράσπιστος μέ τίς δυνάμεις τῆς φύσης, πού τόν ὑπερέβαιναν. Δέν μποροῦσε νά ἐξηγήσει τή μοῖρα του, καί τήν ἀπέδιδε σέ ἐπιδράσεις στοιχείων καί σέ μαγγανεῖες. Μέ τήν παρατήρηση στήν ἐπανάληψη, καί τόν συσχετισμό τυχαίων ἀποτελεσμάτων, (πέταγμα πουλιῶν, κρωγμός κ.λπ.), οἱ γεροντότεροι προέλεγαν ἤ φαντάζονταν πράγματα. Ὁ Μῦθος, πού εἶναι χῶρος τῶν συμβόλων, περιεῖχε ἐν δυνάμει καί τήν προοπτική τῆς ἔρευνας, τή διάνοιξη τῆς διάνοιας στήν ἐξέλιξη καί τόν πολιτισμό. Τό σύνολο τῆς Παράδοσης, κι ἡ γλώσσα, εἶναι τό φῶς πού διαχέεται διά μέσου των αἰώνων καί πιστοποιεῖ τήν ταυτότητα τοῦ λαοῦ μας. Εἶναι ἡ σφραγίδα τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ, ὠκεανός μεγαλοσύνης τῆς ψυχῆς τοῦ εὐφάνταστου καί δημιουργικοῦ λαοῦ μας, πού καλλιέργησε τή φιλία, τή συναλληλία, τή φιλοξενία, τήν ἀγάπη καί τό σεβασμό στή φύση καί τά πλάσματά της.
Ὁ ποιητής Νίκος Κατσαλίδας ἀρέσκεται ν’ ἀναθυμᾶται, νά ἐπαναλαμβάνει, καί νά τονίζει τίς χαριτωμένες αὐτές μυθοπλασίες τῆς παράδοσης πού ἔθρεψαν τήν παιδική του φαντασία, καί τόν βοήθησαν στήν οἰκείωσή του μέ τόν κόσμο, πού σημαίνει ἀποδοχή τῆς ὕπαρξης, καί τῆς συνύπαρξης, μέ τούς ἄλλους καί τό περιβάλλον. Δημιουργεῖ ἐκπληκτικούς ποιητικούς βιωματικούς στίχους. Χρησιμοποιεῖ ἀπανωτά ἐπίθετα συνώνυμα, μετωνυμίες, λεκτικούς σχηματισμούς, ἐκ πρώτης ὄψεως ἄσχετων μεταξύ των, μέ ὑπερρεαλιστικές ἰλιγγιώδεις ὑπερβάσεις, πού δημιουργοῦν συγκινησιακή ἀτμόσφαιρα, καί γοητεία στό ποίημα. Οἱ ποιητικές καταγραφές του ἀφοροῦν, στήν πλειονότητά τους, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει, στούς προγόνους του: «Τώρα ὁ κύρ Γρηγόρης καί ἡ κυρά-Σταυρούλα θωπεύουνε τόν οὐρανό μαυλίζοντας τίς πεταλοῦδες, τίς τουλοῦπες στά μαλλιά τους, χαϊδεύουν τά ἐραλδικά ἀστράκια τῆς λιγνῆς χιονοστιβάδας. Τώρα ἔξω πετοῦνε τά πουλιά ἀπ’ τή λιγνή, γυμνή, κληματαριά, κουκουλωμένοι ἀσκητές, ἀραδιασμένοι γούμενοι, σωματοφύλακες τῆς ἔπαλξης, ψάχνοντας στό κατώφλι μας τά θλιβερά ματάκια τους». Ἄφθαστη ποιητική εἰκόνα. Ζωντανή, κυριολεκτική, μεταφορική, ὀνειρώδης, τρυφερή διήγηση. Οἱ εἰκόνες πού χρησιμοποιεῖ ὁ Νίκος Κατσαλίδας προβάλλουν πάντα τήν ἐσώτερη ἀλήθεια τῶν ἀντικειμένων. Κι αὐτό εἶναι τό στίγμα τοῦ ταλαντούχου ποιητῆ.
Μέ τή μεταφορά, ἔρχεται στό φῶς ὁ ἄνθρωπος κι ὁ κόσμος σέ μιά ἀμοιβαιότητα, σέ μιά συγκλίνουσα πάλη, σέ μιά βαθιά συμφωνική ἀνταπόκριση, γιατί ὁ ἔξω κόσμος εἶναι κάποτε χαοτικός καί ἀνοίκειος. Οἱ γέροντες πρόγονοί μας εἶχαν ἐνωτισθεῖ αὐτήν τήν συνδιαλλαγή καί τήν συμφιλίωση μέ τούς νόμους τοῦ σύμπαντος. Ἦταν ριζωμένοι στή γῆ τους, προσηλωμένοι στ’ ἁπλά κι ἁγνά πράγματα, δημιουργήματα τῆς φύσης; «Ἡ γερόντισσα κυρά Σταυρούλα «Ἀγκομαχώντας, πάνω σε λιγνή βέργα κρανιᾶς, ἀνηφορεῖ γιά τούς Οὐρανούς, καί κροταλίζει ἡ ρούγα της. Δέν θέλει σύγχρονα ραβδιά, νά συντηρεῖ τίς φασολιές, ν’ ἀραιώνει μαϊντανό, στό πότισμα, στά γιασεμιά, στό κλάδεμα». Πέραν τῶν συνηθειῶν τῆς Παράδοσης, ἐδῶ ὑπαινίσσεται καί τή γυμνότητα τῶν ἐπιθυμιῶν, καί τήν αὐτάρκεια τῆς γεροντικῆς ἡλικίας πού ἀπό μιά σχισμή, ἀτενίζει ἐλπιδοφόρο οὐρανό… Τό βράδυ, οἱ γέροντες γονεῖς ἁπλώνουν στό παραγώνι τίς παλιές φωτογραφίες κι ἀναρωτιοῦνται: «Πῶς μείνανε μιά χούφτα καλοσύνης πλάι στήν ἑστία τους, καί νά τρίζουν τά ὀστᾶ τους». Κι οἱ ἀφανισμένες ἀντοχές τους νά φοβοῦνται τόν ἀνεμοστρόβιλο ἔξω, πού στοιχειώνει τά βουνά.
Καί θέλω νά σταθῶ μέ σεβασμό, σέ κάποιους στίχους ἀπό τό ποίημα «Ἡ χρεία τῆς χειμερίας». Ἕνα θαυμάσιο λυρικό ποίημα πού κλείνει ὅλα τα χρώματα, κι ὅλη τή μουσική τῆς Ἑλληνικῆς Παράδοσης: «Καί θέλει νά ἔχει, λέει, ὅλα τά ἐραλδικά τῆς ὕπαρξης, νά μήν τῆς λείπει οὔτε ἁλάτι ἀπό τό σπίτι της. Χρειάζεται ἀλεύρι γι’ ἀρραβῶνες καί γιά κόλυβα. Καί ζυμώνει, κάνει κουλουράκια καί λαγάνες παγανιστικές στοῦ φεγγαριοῦ τίς ἀργυρές σφραγίδες σφραγισμένες, στούς ἐραλδικούς σταυρούς τῆς Παναγιᾶς, νά φᾶνε, νά ραμφίσουν τά πουλιά τῆς μοναξιᾶς τίμιο ξύλο… Βγάζει κι ἁπλώνει στήν αὐλή τό ἐξεφτισμένο κλινοσκέπασμα μέ τίς φθαρμένες οὔγιες. Ράβει, μπαλώνει τή βελέντζα τ’ οὐρανοῦ πού ὕφανε στά πορφυρογέννητα λιογέρματα… Νά μην τά φάει ὁ σκόρος». Ἡ ἀρχοντιά κι ὑπερηφάνεια, ἡ εὐγενική ἁπλότητα μέ τό ἦθος τῆς ἀνθρωπιᾶς καί τῆς φιλοξενίας, μέ τίς χριστιανικές παραδόσεις καί τήν προσήλωση στά πατροπαράδοτα ἔθιμα. «Ἡ οἰκία εἶναι ἡ βασική κοινωνική μονάδα» λέει ὁ Ἀριστοτέλης. Σήμερα ἀπ’ τούς ἀνθρώπους τῶν πόλεων λείπει ὁ συνεκτικός δεσμός μέσα τους καί γύρω τους, ἡ βαθύτερη ἐπικοινωνία, ἡ συναρμόζουσα τάξη τοῦ κόσμου, πού μᾶς συνδέει μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί μέ τούς νεκρούς μας.
Κι ἔρχεται ὁ χειμώνας τῆς ἡλικίας, μέ τίς ἀρρώστειες τῆς φθορᾶς. Κι ὁ ὁρατός κίνδυνος τοῦ θανάτου ἀλλάζει ὁριακά τήν ὕπαρξη. «Τώρα δέν θέλει κανενός κακό ὁ ἄρχοντας τῆς καλοσύνης. Τώρα αὐτός ξέρει καλά το κόστος μιᾶς ρανίδας αἵματος. Τώρα αὐτός φωνάζει: «μή σκοτώνεται πουλιά, μήτε θεριά κι ἀγρίμια».
Ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπό τήν ὀδύνη ἀποκαθαίρεται καί αὐτοπροσδιορίζεται. Εἶναι τό πέρασμα πρός τήν ἀγάπη καί τήν πίστη: «Ἐκεῖ στίς κρύες νύχτες τῆς ἀνατριχίλας «πότε ἀνεβαίνει ὁ Ἰησοῦς καί πότε ὁ Ἰούδας, καί ἀνταλλάσσονται στή Σταύρωση τῆς Νύχτας».
Ἔτσι κι ἡ σεβαστή γερόντισσα πού ἡ ὑγεία της ἔχει πληγεῖ καί νιώθει ἐγγύς τοῦ θανάτου «… στό καταμεσήμερο βγάζει τ’ ἄσπρα χιονάτα μισοφόρια της στήν ἁπλωσιά τοῦ ἥλιου. Κι ὅλα ξανά τά συμμαζεύει ἀπ’ τά σύρματα τῆς ὄστριας. Κι ἀργά, ὅταν στά μαῦρα καταρράχια πέσει ἡ μαύρη νύχτα, πάει νά πλαγιάσει ἀναπαυμένη, σίγουρη, ὅτι ἐντάξει τά ἔχει ὅλα τα ὑπάρχοντα, τά ροῦχα τοῦ θανάτου».
Οἱ γέροντες τῆς ὑπαίθρου χαίρονταν τή ζωή καί τήν Δημιουργία, κι ἦταν προϊδεασμένοι, συμβιβασμένοι, μέ τόν θάνατο.
Εἶναι ἀπίστευτης τρυφερότητας ἡ μακροσκελής ἐλεγεία ἀπό εἴκοσι πέντε λυρικά ποιήματα, πού ἀφιερώνει ὁ ποιητής στόν θάνατο τῆς ἀρχόντισσας γιαγιᾶς του, πού καταξιώνουν τόν ταλαντοῦχο ποιητή, τή γλώσσα, τήν ποίηση, καί τήν παράδοση. Παραθέτω λίγους στίχους:
«Ἡ γιαγιά Ὄλγα ἔφυγε σάν ἥλιος
πίσω ἀπό τά λιονταρίσια ὅρη μας
ὁπού βρυχιοῦνται τέρατα τίς νύχτες…»
«Ἐψές, πῶς δέν μοῦ τό ‘πανε τ’ ἀστέρια πού μέ φώναζε, νά σέλωνα τ’ ἄλογο τοῦ Ἀποσπερίτη, νά κάλπαζα νά τή βρῶ στό μαξιλάρι της; Νά φόρτωνα στ’ ἄλογό τοῦ Αὐγερινοῦ βότανα τῆς γιατρειᾶς, νά ἔδινα χίλιες βιτσιές στό ἄλογό του ἀγέρα, ὅρη νά πηδοῦσα, σπίτι νά ξημέρωνα;». «Τώρα, ποιός θά τά λέει τῆς ροδιᾶς, τίς μαγγανεῖες τῆς τριανταφυλλιᾶς παρέα ποιός θά κάνει; Καί ποιός θά δείχνει μέ τό δάχτυλο τούς κύκλους τῆς σελήνης;». «Μιά πεταλούδα ἀέρινη, γήινος γύπας, χούφτα φῶς σπαρμένη στόν ὁρίζοντα τῶν ἄστρων, χούφτα χῶμα σπαρμένη, φυτρωμένη στά χωράφια μας». Πότε μέ τό ὕφος δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, πότε μέ ἄφθαστους λυρικούς σχηματισμούς, ὁ ποιητής Νίκος Κατσαλίδας μᾶς συγκινεῖ, μᾶς γοητεύει, καί μᾶς ἐκπλήσσει.
Ἐπιβλητική κι ἡ βιογραφία τοῦ παπποῦ, τοῦ ἄρχοντα τῆς γενεαλογίας τους, τοῦ ταξιδευτῆ σέ γῆ καί θάλασσες, τῆς προκοπῆς, τῆς σοφίας, τῆς ἐπιβλητικῆς του παρουσίας:
«Ἰδού ἐγώ, ἄσωτος γιός, θαυματουργός, ἀεικίνητος, ἀβυσσαλέος, αἰωρούμενος, ὅν τῆς στεριᾶς, τῆς θάλασσας, τῆς γῆς, τ’ οὐρανοῦ, ἱεροφάντης τῆς δροσιᾶς στίς ἐκβολές τῶν ἄστρων, σμιλευτής τῶν τερατόμορφων βουνῶν καί λαξευτής τῶν δέντρων καί τῶν βράχων, μέθυσος τῶν ἀμίλητων νερῶν, τοῦ σίτου καί τῆς ρώγας, ὁ ἐρωτιάρης τῆς ροδιᾶς, περιβολάρης τῆς αἰθρίας, … ὁ πυρπολητής κι ἀναστενάρης τοῦ λιογέρματος…». Καί συνεχίζει μέ χειμαρρώδεις στίχους, μέ θαυμασμό καί δέος γιά τόν πρόγονο, τόν γενάρχη τῆς οἰκογένειας, πού τοῦ καταθέτει ὅλα τα σεβάσματα καί τά ἐραλδικά οἰκόσημα τῆς οἰκογένειας: «Nicolas Katsalidas, κάτοικος Ν. Ὑόρκης, στήν Ἄνω Λεσινίτσα γεννημένος. Ἕλληνας».
Ὁ Νίκος Κατσαλίδας ταλαντοῦχος ποιητής καί λαογράφος ἔχει βιωμένη ἀγάπη γιά τή φύση καί τά πλάσματά της. Ταυτίζει τήν ὕπαρξη μαζί τους. Ὀνομάζει τόν κότσυφα «συντοπίτη του», κι αἰσθάνεται τή δικαιοσύνη τ’ Οὐρανοῦ, στίς ἐνοχές μέσα του, γιά τόν πληγωμένο πετροκότσυφα. Ἀναγνωρίζει τήν πρωταρχική τους ἀξία καί ἱερότητα, κι ὁ χῶρος, ὁ Οὐρανός, κι ἡ γῆ ἀνακύπτουν στήν συνείδησή του, μέσα ἀπ’ αὐτήν τήν συνομιλία. «Κι ἀπ’ τίς λαβωματιές τῆς Κίχλης… εἶδα ὅτι τό ἴδιο αἷμα ρέει μέ τό δικό μου» γράφει. Κι αὐτοί οἱ στίχοι εἶναι τά παράσημα πού δίνει ὁ ἀναγνώστης στήν εὐαισθησία τοῦ ποιητῆ.
«Κι αὐτό πού κάνει τόν καλλιτέχνη εἶναι οἱ στιγμές πού νιώθει κάτι περισσότερο ἀπό ἄνθρωπος» (Κορμπιζιέ). Κι ὁ ποιητής Νίκος Κατσαλίδας θά γράψει: «δίχως πουλάκια μέσα μας ὑπάρχουν τιτιβίσματα;»
Κι αὐτοί οἱ τελευταῖοι στίχοι ἐκφράζουν τό διπλό συμβολικό ἐπίπεδό τῆς μεταφορικῆς ἀνάγνωσης «γιά τίς ἐραλδικές πατημασιές τῆς λαβωμένης Κίχλης»: Εἶναι τ’ ἀχνάρια τῆς ξεχασμένης Παράδοσης, πού πάνω τους πρέπει νά ξαναπερπατήσει ὁ ἄνθρωπος. Στίς ἀξίες της, καί τό ἦθος, πού μαζί μέ τή γλῶσσα καί τόν σεβασμό στή Δημιουργία, εἶναι συνειδητοποιήσεις τοῦ ὑπάρχειν, πυρῆνες ζωῆς. Καλλιεργοῦν τήν ἁπλότητα, τήν φιλαλληλία, τήν καλοσύνη τῆς ψυχῆς, ὅ,τι ἔχει ξεθωριάσει καί ξεχαστεῖ στήν βιομηχανοποιημένη ψυχρή ἐποχή μας. Ὁ T.S. Eliot θά εἰπεῖ: «Δέν μποροῦμε νά χτίσουμε τό μέλλον, παρά μέ τό ὑλικό τῆς παράδοσης».
Κι ἡ λαβωμένη Κίχλη, εἶναι τά πληγωμένα παιδιά, τῶν ἄδικων πολέμων, τά πεινασμένα, τῶν ὑποανάπτυκτων χωρῶν, ἡ παραβιασμένη φύση. Καί γιατί ὄχι ὁ ποιητής;
Ἡ Ποιητική Συλλογή « Τα εραλδικά της κίχλης», τοῦ Νίκου Κατσαλίδα εἶναι πολυδίδακτος θησαυρισμός. Εἶναι προορισμένη γιά τήν διάρκεια, γιατί στόν κρυφό πυρήνα της θά διατηρεῖ πάντα τήν αὐθεντική της ἐντελέχεια, πού εἶναι ὁ διάλογος τῶν γενεῶν, ἡ σύζευξη τοῦ χθές μέ τό σήμερα, πού μπορεῖ νά γίνει ἐλπίδα γιά τό μέλλον.
Βιογραφικό
Ο Νίκος Κατσαλίδας γεννήθηκε στην Άνω Λεσινίτσα των Αγίων Σαράντα. Έκανε ανώτατες φιλολογικές σπουδές στα Τίρανα. Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος με πολλές τιμητικές διακρίσεις και βραβεία. Είναι μέλος και επίτιμο μέλος λογοτεχνικών ενώσεων και σωματείων. Υπηρέτησε ως καθηγητής φιλόλογος στην ιδιαίτερη πατρίδα και στα χρόνια της μεταπολίτευσης ως λογοτεχνικός συντάκτης στον Τύπο της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας. Αντιπροσωπευτικά του ποιήματα περιλαμβάνονται σε διάφορες παγκόσμιες Ανθολογίες στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, βουλγαρικά. Μετάφρασε τριάντα Έλληνες ποιητές και συγγραφείς στα Αλβανικά και Αλβανούς στα ελληνικά. Είναι ένας από τους ιδρυτές της Δημοκρατικής Οργάνωσης της Εθνικής Ελληνικής μειονότητας «Ομόνοια». Κατά το 2001-2002 χρημάτισε υπουργός Επικρατείας (παρά τω πρωθυπουργώ) για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Αλβανία. Κατά το 2004-2008 διετέλεσε διπλωμάτης, Μορφωτικός Σύμβουλος στην Αλβανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Ο Νίκος Κατσαλίδας είναι τακτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Ο ΑΣΗΜΟΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ.
Ο άσημος ο ποιητής
που πέθανε στα ξένα
πολλά τραγούδια έγγραψε
για σένα και για μένα.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΙ.