«κου τί κράζει οωνός στίς βρύσες το μάραντου π’ τίς ραλδικές πατημασιές τς λαβωμένης Κίχλης».

Γράφει η Ἑλένη Ἡλιοπούλου-Ζαχαροπούλου.

Ὁ τίτλος τῆς Ποιητικῆς Συλλογῆς τοῦ Νίκου Κατσαλίδα, «Τά ραλδικά τς Κίχλης», καί τό ὡς ἄνω μόττο τῆς εἰσαγωγῆς, προϊδεάζουν γιά τόν ἐννοιολογικό ἄξονα αὐτῆς τῆς σπουδαιας  ποιητικῆς του δημιουργίας.

Στό πρῶτο ποίημα τῆς Συλλογῆς «χνηλασίες» σέλ. 9, δίνεται περιληπτικά το ποιητικό σύμπαν, κι ἡ ὅλη φυσιογνωμία τοῦ ἔργου: Μιά παραδοσιακή οἰκογένεια πού κατοικεῖ σ’ ἕνα ἐπαρχιακό ἐξοχικό περιβάλλον. Ὁ παππούς Νικόλας, ὁ γενάρχης τῆς οἰκογένειας, πού τοῦ ἀξίζουν ὅλα τα οἰκόσημα καί ὅλος ὁ σεβασμός, μαζί καί στήν γιαγιά, πού μέ πρωτογενῆ ἀθωότητα γαλούχησε τήν οἰκογένεια μέ τίς ἀρχές καί τίς ἀξίες τῆς Παράδοσης.

Μιά νοσταλγική περιπλάνηση τῆς μνήμης τοῦ ποιητῆ Νίκου Κατσαλίδα στούς ἱερούς τόπους τῆς γενέτειρας γῆς, στήν ὀμορφιά τῆς φύσης πού ἀγάπησε, καί στό ἦθος μιᾶς οἰκογένειας, πού μοιάζει μυθική.

Στό μόττο τῆς εἰσαγωγῆς, μέ κάποια σύμβολα τῶν συνειδητοποιήσεών του, μᾶς προτρέπει νά ψυχανεμιστοῦμε, γιά τήν κακοποιημένη φύση καί τήν ξεχασμένη Παράδοση. Καί στήν συνέχεια γράφει στίχους τρυφερούς γιά τό ἀθῶο πετούμενο τήν κίχλη, ὑποστασιώνοντάς την καί μεταφορικά, ὅπως φτερωτή, μελωδική, καί μοναδική, λάμπει μέ τόν συμβολισμό της μέσα στό μεγαλεῖο τῆς Δημιουργίας:

«Τώρα κίχλη ραμφίζει, τιτιβίζει καί κοιτάζει τά βουνά.

Στό προσκλητήριο τς αλς φωνάζει τά μωρά της

σκορπισμένα στίς χαράδρες…

Κελαηδάει τόν ρθρο της, κάποιον φωνάζει ρωμένη.

Τώρα κίχλη συλλαβίζει σούρουπο, καί ρεμε τίς νύχτες»

 

Ο Νίκος Κατσαλίδας ἔχει μιά ἰδιαίτερη περιγραφική καί συνθετική ἱκανότητα, μιά δυναμική συγκινησιακή, πού γοητεύει. Στήν εἰκονοπλαστική του δύναμη τόν βοηθᾶ ὁ γλωσσικός του ὑπεροπλισμός, πού καταπλήσσει τόν ἀναγνώστη, καί καταξιώνει τή γλώσσα. Χρησιμοποιεῖ λέξεις ἀπ’ ὅλο τόν πλοῦτο τῆς γλώσσας. Λέξεις λαϊκές, τῆς καθαρεύουσας, τῆς Ὁμηρικῆς, τῆς Ἀρχαίας, τῆς νεοελληνικῆς. Μέ τήν ποίησή του ἐκφράζει μιά ἀρχέτυπη καθαρότητα, μιά ἁγνότητα αἰσθημάτων. Τά πράγματα περιγράφονται μέ ἰδιαίτερη εὐαισθησία καί πυκνότητα λόγου, πού κάποτε γίνεται χειμαρρώδης. Ἡ γραφή του, πέραν τῶν φιλολογικῶν του σπουδῶν, εἶναι προϊόν βιωματικῆς ἐμπειρίας. Μιά βιωμένη φιλοσοφημένη ἐσωτερικότητα δίνει στά πράγματα ὑποστασιακή ἀξία. Ὁ ἀναγνώστης νιώθει μιά ἀμεσότητα σάν νά ζεῖ ὁ ἴδιος τά γεγονότα. Εἶναι ἀξεπέραστες οἱ περιγραφές τῆς φύσης:

«ξω στά ρη τς ντάρας, στά φαράγγια, στήν ρεινή ζώνη τς αωνιότητας τς πέτρας καί τν δέντρων, τρίζουνε σάν δεινόσαυροι ο αωνόβιες καστανιές, νατριχιάζει τρολος το Θεο, κι ο κλάρες δέρνονται στούς λυχνοστάτες τ’ ορανο, στίς τρέλλες τν βοριάδων».

Τά στοιχεῖα τῆς φύσης γίνονται σύμβολα, ὀντότητες ἀξεχώριστες ἀπ’ τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Συχνά χρησιμοποιεῖ μυθικά καί ἱστορικά ἀρχέτυπα, γνωρίζοντας τήν γοητεία πού ἐξασκοῦν στήν διήγηση. Μιά γένεση κοσμογονική, μυθική, τοῦ ἄνω καί κάτω κόσμου, τ’ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καί τῆς θάλασσας:

«Πετροκότσυφας, ρωδιός, πετροπέρδικα, κοκκινολαίμης, σαλαμάνδρες, τέρατα, φις οκουρός… Δρς, συκαμιά, καστανιά, μηρικές βαλανιδιές, φουντουκιές…

Νερά, γλάροι, μέδουσα, συμπληγάδες, γοργόνες…

χέροντας, δης, Κέρβερος, στύγα, χάροντας…

Χερουβείμ, Σεραφείμ, ρχάγγελοι…

Σίσυφος, Λαοκόωντας, μονοσάνδαλος, δυσσέας…».

Εἶναι ἐλάχιστα, ἀπό τά στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ ἔργου, στήν σύνταξη, στήν ὀμορφιά, στήν ἑνότητα τῆς Δημιουργίας. Μερικά ποιήματα ἔχουν ἐπιρροές ἀπό τό λαϊκό Δημοτικό τραγούδι:

«Τίς νύχτες δένω τ’ αλάκια στίς πηγές, σπορέας, ποτιστής ξυπόλυτος»

«στή ρημαγμένη χώρα το χιονιά χορεύει χάρος… βγαίνει πρτος στό χορό στά βάραθρα το Κέρβερου». Θυμίζουν ἀντίστοιχα τοῦ Παλαμά: «Παιδί το περιβόλι μου πού θά κληρονομήσεις…», καί «Καβάλλα πάει χάροντας τόν Διγεν στόν δη». Θησαυρίσματα το λαϊκο ποιητικο λόγου, πού συγκινον μέ τό πέριττο κάλλος, καί τήν βίαστη πλότητα.

Συνδέει τά περισσότερα θέματα τῆς ποιητικῆς του δημιουργίας μέ τήν γενεαλογία τῶν προγόνων του, πού σέβεται κι εἶναι περήφανος γιά τήν εὐγενική καταγωγή του:

«Στέκει κοιτάζει τά βουνά ρχοντας τς παρσης.

Βάζει τόν ρθρο νά σταθε στς καστανις τό φύλλωμα,

τίς καμπανολες τς ροδις στή χρυσωμένη χτένα του.

…στήν λιαχτίδα τς αγς, πού ροβολ στό διαρραχο

στέκει καί βράζει στό νερό τό γριο τριαντάφυλλο.

Κάθεται κάνει τόν καφέ γιά τήν κυρά τν γιασεμιν.»

Αἰσθητικός ζωγραφικός πίνακας, ἡ ὀμορφιά πού ὁ ποιητής δεξιώνεται κι ἡ ἐπένδυσή της μέ λέξεις. Τό ἀσύλληπτο κάλλος, ἡ ἄριστη εὐτυχισμένη θέα, ἐσωτερική θέαση μέ συγγενῆ στοιχεῖα πρός τό ὀρώμενο ὅμοιό του. Ὅταν ἡ ψυχή παύσει νά θαυμάζει ἔχει ἡττηθεῖ. Γιά τούς Ἀρχαίους Ἕλληνες ἡ ὀμορφιά εἶναι ἡ ἀρχή τῶν πάντων. Μᾶς βοηθᾶ νά ζοῦμε καί νά πεθαίνουμε.

Οἱ ἐπιτυχεῖς παρομοιώσεις καί μεταφορές διευρύνουν τό ἐπίπεδό των πραγμάτων σέ δύο ἤ περισσότερες ἀναγνώσεις. Λέξεις πού ἐπαναλαμβάνονται πολλές φορές (ἐραλδικά) δείχνουν τήν προτεραιότητά του στήν ἀξιολόγηση τῶν ἐπιλογῶν του. Στήν ἀγάπη του στήν φύση, τόν σεβασμό του στήν οἰκογενειακή παράδοση, σέ ὅ,τι ἀρχέγονο καί πρωτογενές, καί τήν ἀξία πού ἔχει στήν ζωή μας.

 

Ὁ ποιητής εἰσέρχεται στό κύριο θέμα τοῦ ἔργου ἀρχίζοντας μέ τό ἀρχέγονο στοιχεῖο τῆς ζωῆς, τό νερό, πού σύμφωνα μέ τόν προσωκρατικό φιλόσοφο Θαλῆ τόν Μιλήσιο, εἶναι ἡ πρώτη θεμελιώδης οὐσία, πού φέρει μέσα της τή δυνατότητα νά γίνει φορέας τῆς ὕπαρξης καί ἐξέλιξης τῶν ὄντων. Κι ὁ Ἠράκλειτος θά εἰπεῖ, πώς ἡ οὐσία τοῦ κόσμου εἶναι ἡ ροή, καί πώς «εἰς τόν αὐτόν ποταμόν, δίς, οὐκ ἄν ἐμβαίης». Κι αὐτήν τήν ἀέναη μεταβολή ἐκφράζουν οἱ ἀκόλουθοι στίχοι στό μόττο τοῦ ποιητῆ Νίκου Κατσαλίδα:

«σες φορές ξαναγυρν νά πι στά ερά νερά

στίς ἴδιες βρύσες τίς ἐφηβικές ὁπού παλάβωσα

βγαίνει ὁ Ἡράκλειτος, τά διώχνει γιά τή θάλασσα».

Ξαναγυρνώντας ὁ ποιητής στήν πατρώα γῆ τήν ἐφηβική, οἱ μνῆμες τόν προδίδουν. Στήν ροή τοῦ χρόνου τίποτα δέν μένει ἴδιο. Γιά τήν κυριολεκτική καί μεταφορική ἀείρροη κίνηση τοῦ νεροῦ, τοῦ καιροῦ, καί τῶν πραγμάτων, μᾶς δίνει θαυμάσιους παραστατικούς στίχους:

«κου τί λένε τ’ ρχαα νερά στά ρη τς γενεαλογίας… στή χαίτη τν ρημικν βοριάδων, ροβολώντας, στά φαράγγια, στίς χαράδρες τς κρουστς νεφέλης, ερουργώντας στή βιογραφία τς βροχς, στά κάτοπτρα τς βρύσης, στίς βραχνές φωνές τν ρωδιν…».

Καί συνεχίζει μέ χειμαρρώδη λόγο ν’ ἀπαριθμεῖ σέ ἀπίστευτες λεπτομέρειες τή ροή τῶν νερῶν, καί τί παρασέρνουν στό δρόμο τους, καί ποιά μυστικά της ζωῆς κουβαλοῦν στίς θάλασσες τοῦ κόσμου…

Στήν σχέση τοῦ νεροῦ μέ τή Μυθολογία μας, τόν κατακλυσμό τοῦ Νῶε, καί τήν ἀρχαία ὑδάτινη «κλεψύδρα», εἶναι ἐκπληκτική ἡ μεταφορά στό στίχο «ναποδογυρίζοντας το πάνω καί το κάτω κόσμου τίς κλεψύδρες», ὅπου τελειώνοντας ἡ ὑδάτινη ροή στό δοχεῖο τῆς ἀρχαίας κλεψύδρας, ὁδηγοῦσε τόν ἄνθρωπο στόν Ἀχέροντα. Καί τελειώνει μέ τό στίχο «καί μήν τό λές τό ματωμένο γλώσσημα τν ερν πορφυρν νερν πού τρέχει στίς ρτηρίες μας»… Καί ὅλοι κατανοοῦμε τήν τραγικότητα πού μπορεῖ νά ἐκφράζει αὐτός ὁ στίχος.

 

Οἱ παιδικές μνῆμες φυτεύονται μέσα μας, γίνονται ἕνα μέ τό εἶναι μας. Εἶναι τό νοσταλγικό κερί πού συντηρεῖ τό γλυκό φῶς τοῦ θάμβους τῆς πρώτης αὐγῆς τοῦ κόσμου.

Πάντα ἡ μνήμη τοῦ ποιητῆ Νίκου Κατσαλίδα ξαναγυρίζει «…στίς προφητεες τς γιαγις, στίς πτασίες το παππο, στή σβούρα τς μητέρας, στό κουβάρι το λαβύρινθου, στίς μαγγανεες το πατέρα».

Οἱ προφητεῖες, οἱ μαγγανεῖες, οἱ οἰωνισμοί, οἱ μύθοι, οἱ δοξασίες, εἶναι μέρος τῆς ἑλληνικῆς Παράδοσης. Δημιουργήθηκαν στίς ἀπαρχές τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε ἀνυπεράσπιστος μέ τίς δυνάμεις τῆς φύσης, πού τόν ὑπερέβαιναν. Δέν μποροῦσε νά ἐξηγήσει τή μοῖρα του, καί τήν ἀπέδιδε σέ ἐπιδράσεις στοιχείων καί σέ μαγγανεῖες. Μέ τήν παρατήρηση στήν ἐπανάληψη, καί τόν συσχετισμό τυχαίων ἀποτελεσμάτων, (πέταγμα πουλιῶν, κρωγμός κ.λπ.), οἱ γεροντότεροι προέλεγαν ἤ φαντάζονταν πράγματα. Ὁ Μῦθος, πού εἶναι χῶρος τῶν συμβόλων, περιεῖχε ἐν δυνάμει καί τήν προοπτική τῆς ἔρευνας, τή διάνοιξη τῆς διάνοιας στήν ἐξέλιξη καί τόν πολιτισμό. Τό σύνολο τῆς Παράδοσης, κι ἡ γλώσσα, εἶναι τό φῶς πού διαχέεται διά μέσου των αἰώνων καί πιστοποιεῖ τήν ταυτότητα τοῦ λαοῦ μας. Εἶναι ἡ σφραγίδα τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ, ὠκεανός μεγαλοσύνης τῆς ψυχῆς τοῦ εὐφάνταστου καί δημιουργικοῦ λαοῦ μας, πού καλλιέργησε τή φιλία, τή συναλληλία, τή φιλοξενία, τήν ἀγάπη καί τό σεβασμό στή φύση καί τά πλάσματά της.

Ὁ ποιητής Νίκος Κατσαλίδας ἀρέσκεται ν’ ἀναθυμᾶται, νά ἐπαναλαμβάνει, καί νά τονίζει τίς χαριτωμένες αὐτές μυθοπλασίες τῆς παράδοσης πού ἔθρεψαν τήν παιδική του φαντασία, καί τόν βοήθησαν στήν οἰκείωσή του μέ τόν κόσμο, πού σημαίνει ἀποδοχή τῆς ὕπαρξης, καί τῆς συνύπαρξης, μέ τούς ἄλλους καί τό περιβάλλον. Δημιουργεῖ ἐκπληκτικούς ποιητικούς βιωματικούς στίχους. Χρησιμοποιεῖ ἀπανωτά ἐπίθετα συνώνυμα, μετωνυμίες, λεκτικούς σχηματισμούς, ἐκ πρώτης ὄψεως ἄσχετων μεταξύ των, μέ ὑπερρεαλιστικές ἰλιγγιώδεις ὑπερβάσεις, πού δημιουργοῦν συγκινησιακή ἀτμόσφαιρα, καί γοητεία στό ποίημα. Οἱ ποιητικές καταγραφές του ἀφοροῦν, στήν πλειονότητά τους, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει, στούς προγόνους του: «Τώρα κύρ Γρηγόρης καί κυρά-Σταυρούλα θωπεύουνε τόν ορανό μαυλίζοντας τίς πεταλοδες, τίς τουλοπες στά μαλλιά τους, χαϊδεύουν τά ραλδικά στράκια τς λιγνς χιονοστιβάδας. Τώρα ξω πετονε τά πουλιά π’ τή λιγνή, γυμνή, κληματαριά, κουκουλωμένοι σκητές, ραδιασμένοι γούμενοι, σωματοφύλακες τς παλξης, ψάχνοντας στό κατώφλι μας τά θλιβερά ματάκια τους». Ἄφθαστη ποιητική εἰκόνα. Ζωντανή, κυριολεκτική, μεταφορική, ὀνειρώδης, τρυφερή διήγηση. Οἱ εἰκόνες πού χρησιμοποιεῖ ὁ Νίκος Κατσαλίδας προβάλλουν πάντα τήν ἐσώτερη ἀλήθεια τῶν ἀντικειμένων. Κι αὐτό εἶναι τό στίγμα τοῦ ταλαντούχου ποιητῆ.

Μέ τή μεταφορά, ἔρχεται στό φῶς ὁ ἄνθρωπος κι ὁ κόσμος σέ μιά ἀμοιβαιότητα, σέ μιά συγκλίνουσα πάλη, σέ μιά βαθιά συμφωνική ἀνταπόκριση, γιατί ὁ ἔξω κόσμος εἶναι κάποτε χαοτικός καί ἀνοίκειος. Οἱ γέροντες πρόγονοί μας εἶχαν ἐνωτισθεῖ αὐτήν τήν συνδιαλλαγή καί τήν συμφιλίωση μέ τούς νόμους τοῦ σύμπαντος. Ἦταν ριζωμένοι στή γῆ τους, προσηλωμένοι στ’ ἁπλά κι ἁγνά πράγματα, δημιουργήματα τῆς φύσης; « γερόντισσα κυρά Σταυρούλα «γκομαχώντας, πάνω σε λιγνή βέργα κρανις, νηφορε γιά τούς Ορανούς, καί κροταλίζει ρούγα της. Δέν θέλει σύγχρονα ραβδιά, νά συντηρε τίς φασολιές, ν’ ραιώνει μαϊντανό, στό πότισμα, στά γιασεμιά, στό κλάδεμα». Πέραν τῶν συνηθειῶν τῆς Παράδοσης, ἐδῶ ὑπαινίσσεται καί τή γυμνότητα τῶν ἐπιθυμιῶν, καί τήν αὐτάρκεια τῆς γεροντικῆς ἡλικίας πού ἀπό μιά σχισμή, ἀτενίζει ἐλπιδοφόρο οὐρανό… Τό βράδυ, οἱ γέροντες γονεῖς ἁπλώνουν στό παραγώνι τίς παλιές φωτογραφίες κι ἀναρωτιοῦνται: «Πς μείνανε μιά χούφτα καλοσύνης πλάι στήν στία τους, καί νά τρίζουν τά στ τους». Κι οἱ ἀφανισμένες ἀντοχές τους νά φοβοῦνται τόν ἀνεμοστρόβιλο ἔξω, πού στοιχειώνει τά βουνά.

Καί θέλω νά σταθῶ μέ σεβασμό, σέ κάποιους στίχους ἀπό τό ποίημα « χρεία τς χειμερίας». Ἕνα θαυμάσιο λυρικό ποίημα πού κλείνει ὅλα τα χρώματα, κι ὅλη τή μουσική τῆς Ἑλληνικῆς Παράδοσης: «Καί θέλει νά χει, λέει, λα τά ραλδικά τς παρξης, νά μήν τς λείπει οτε λάτι πό τό σπίτι της. Χρειάζεται λεύρι γι’ ρραβνες καί γιά κόλυβα. Καί ζυμώνει, κάνει κουλουράκια καί λαγάνες παγανιστικές στο φεγγαριο τίς ργυρές σφραγίδες σφραγισμένες, στούς ραλδικούς σταυρούς τς Παναγις, νά φνε, νά ραμφίσουν τά πουλιά τς μοναξις τίμιο ξύλο… Βγάζει κι πλώνει στήν αλή τό ξεφτισμένο κλινοσκέπασμα μέ τίς φθαρμένες ογιες. Ράβει, μπαλώνει τή βελέντζα τ’ ορανο πού φανε στά πορφυρογέννητα λιογέρματα… Νά μην τά φάει σκόρος». Ἡ ἀρχοντιά κι ὑπερηφάνεια, ἡ εὐγενική ἁπλότητα μέ τό ἦθος τῆς ἀνθρωπιᾶς καί τῆς φιλοξενίας, μέ τίς χριστιανικές παραδόσεις καί τήν προσήλωση στά πατροπαράδοτα ἔθιμα. « οκία εναι βασική κοινωνική μονάδα» λέει ὁ Ἀριστοτέλης. Σήμερα ἀπ’ τούς ἀνθρώπους τῶν πόλεων λείπει ὁ συνεκτικός δεσμός μέσα τους καί γύρω τους, ἡ βαθύτερη ἐπικοινωνία, ἡ συναρμόζουσα τάξη τοῦ κόσμου, πού μᾶς συνδέει μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί μέ τούς νεκρούς μας.

 

Κι ἔρχεται ὁ χειμώνας τῆς ἡλικίας, μέ τίς ἀρρώστειες τῆς φθορᾶς. Κι ὁ ὁρατός κίνδυνος τοῦ θανάτου ἀλλάζει ὁριακά τήν ὕπαρξη. «Τώρα δέν θέλει κανενός κακό ρχοντας τς καλοσύνης. Τώρα ατός ξέρει καλά το κόστος μις ρανίδας αματος. Τώρα ατός φωνάζει: «μή σκοτώνεται πουλιά, μήτε θεριά κι γρίμια».

Ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπό τήν ὀδύνη ἀποκαθαίρεται καί αὐτοπροσδιορίζεται. Εἶναι τό πέρασμα πρός τήν ἀγάπη καί τήν πίστη: «κε στίς κρύες νύχτες τς νατριχίλας «πότε νεβαίνει ησος καί πότε ούδας, καί νταλλάσσονται στή Σταύρωση τς Νύχτας».

Ἔτσι κι ἡ σεβαστή γερόντισσα πού ἡ ὑγεία της ἔχει πληγεῖ καί νιώθει ἐγγύς τοῦ θανάτου «… στό καταμεσήμερο βγάζει τ’ σπρα χιονάτα μισοφόρια της στήν πλωσιά το λιου. Κι λα ξανά τά συμμαζεύει π’ τά σύρματα τς στριας. Κι ργά, ταν στά μαρα καταρράχια πέσει μαύρη νύχτα, πάει νά πλαγιάσει ναπαυμένη, σίγουρη, τι ντάξει τά χει λα τα πάρχοντα, τά ροχα το θανάτου».

Οἱ γέροντες τῆς ὑπαίθρου χαίρονταν τή ζωή καί τήν Δημιουργία, κι ἦταν προϊδεασμένοι, συμβιβασμένοι, μέ τόν θάνατο.

Εἶναι ἀπίστευτης τρυφερότητας ἡ μακροσκελής ἐλεγεία ἀπό εἴκοσι πέντε λυρικά ποιήματα, πού ἀφιερώνει ὁ ποιητής στόν θάνατο τῆς ἀρχόντισσας γιαγιᾶς του, πού καταξιώνουν τόν ταλαντοῦχο ποιητή, τή γλώσσα, τήν ποίηση, καί τήν παράδοση. Παραθέτω λίγους στίχους:

« γιαγιά λγα φυγε σάν λιος

πίσω πό τά λιονταρίσια ρη μας

πού βρυχιονται τέρατα τίς νύχτες…»

«ψές, πς δέν μο τό ‘πανε τ’ στέρια πού μέ φώναζε, νά σέλωνα τ’ λογο το ποσπερίτη, νά κάλπαζα νά τή βρ στό μαξιλάρι της; Νά φόρτωνα στ’ λογό το Αγερινο βότανα τς γιατρεις, νά δινα χίλιες βιτσιές στό λογό του γέρα, ρη νά πηδοσα, σπίτι νά ξημέρωνα;». «Τώρα, ποιός θά τά λέει τς ροδις, τίς μαγγανεες τς τριανταφυλλις παρέα ποιός θά κάνει; Καί ποιός θά δείχνει μέ τό δάχτυλο τούς κύκλους τς σελήνης;». «Μιά πεταλούδα έρινη, γήινος γύπας, χούφτα φς σπαρμένη στόν ρίζοντα τν στρων, χούφτα χμα σπαρμένη, φυτρωμένη στά χωράφια μας». Πότε μέ τό ὕφος δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, πότε μέ ἄφθαστους λυρικούς σχηματισμούς, ὁ ποιητής Νίκος Κατσαλίδας μᾶς συγκινεῖ, μᾶς γοητεύει, καί μᾶς ἐκπλήσσει.

Ἐπιβλητική κι ἡ βιογραφία τοῦ παπποῦ, τοῦ ἄρχοντα τῆς γενεαλογίας τους, τοῦ ταξιδευτῆ σέ γῆ καί θάλασσες, τῆς προκοπῆς, τῆς σοφίας, τῆς ἐπιβλητικῆς του παρουσίας:

«δού γώ, σωτος γιός, θαυματουργός, εικίνητος, βυσσαλέος, αωρούμενος, ν τς στερις, τς θάλασσας, τς γς, τ’ ορανο, εροφάντης τς δροσις στίς κβολές τν στρων, σμιλευτής τν τερατόμορφων βουνν καί λαξευτής τν δέντρων καί τν βράχων, μέθυσος τν μίλητων νερν, το σίτου καί τς ρώγας, ρωτιάρης τς ροδις, περιβολάρης τς αθρίας, … πυρπολητής κι ναστενάρης το λιογέρματος…». Καί συνεχίζει μέ χειμαρρώδεις στίχους, μέ θαυμασμό καί δέος γιά τόν πρόγονο, τόν γενάρχη τς οκογένειας, πού το καταθέτει λα τα σεβάσματα καί τά ραλδικά οκόσημα τς οκογένειας: «Nicolas Katsalidas, κάτοικος Ν. όρκης, στήν νω Λεσινίτσα γεννημένος. λληνας».

 

Ὁ Νίκος Κατσαλίδας ταλαντοῦχος ποιητής καί λαογράφος ἔχει βιωμένη ἀγάπη γιά τή φύση καί τά πλάσματά της. Ταυτίζει τήν ὕπαρξη μαζί τους. Ὀνομάζει τόν κότσυφα «συντοπίτη του», κι αἰσθάνεται τή δικαιοσύνη τ’ Οὐρανοῦ, στίς ἐνοχές μέσα του, γιά τόν πληγωμένο πετροκότσυφα. Ἀναγνωρίζει τήν πρωταρχική τους ἀξία καί ἱερότητα, κι ὁ χῶρος, ὁ Οὐρανός, κι ἡ γῆ ἀνακύπτουν στήν συνείδησή του, μέσα ἀπ’ αὐτήν τήν συνομιλία. «Κι π’ τίς λαβωματιές τς Κίχλης… εδα τι τό διο αμα ρέει μέ τό δικό μου» γράφει. Κι αὐτοί οἱ στίχοι εἶναι τά παράσημα πού δίνει ὁ ἀναγνώστης στήν εὐαισθησία τοῦ ποιητῆ.

«Κι ατό πού κάνει τόν καλλιτέχνη εναι ο στιγμές πού νιώθει κάτι περισσότερο πό νθρωπος» (Κορμπιζιέ). Κι ὁ ποιητής Νίκος Κατσαλίδας θά γράψει: «δίχως πουλάκια μέσα μας πάρχουν τιτιβίσματα;»

Κι αὐτοί οἱ τελευταῖοι στίχοι ἐκφράζουν τό διπλό συμβολικό ἐπίπεδό τῆς μεταφορικῆς ἀνάγνωσης «γιά τίς ραλδικές πατημασιές τς λαβωμένης Κίχλης»: Εἶναι τ’ ἀχνάρια τῆς ξεχασμένης Παράδοσης, πού πάνω τους πρέπει νά ξαναπερπατήσει ὁ ἄνθρωπος. Στίς ἀξίες της, καί τό ἦθος, πού μαζί μέ τή γλῶσσα καί τόν σεβασμό στή Δημιουργία, εἶναι συνειδητοποιήσεις τοῦ ὑπάρχειν, πυρῆνες ζωῆς. Καλλιεργοῦν τήν ἁπλότητα, τήν φιλαλληλία, τήν καλοσύνη τῆς ψυχῆς, ὅ,τι ἔχει ξεθωριάσει καί ξεχαστεῖ στήν βιομηχανοποιημένη ψυχρή ἐποχή μας. Ὁ T.S. Eliot θά εἰπεῖ: «Δέν μπορομε νά χτίσουμε τό μέλλον, παρά μέ τό λικό τς παράδοσης».

Κι ἡ λαβωμένη Κίχλη, εἶναι τά πληγωμένα παιδιά, τῶν ἄδικων πολέμων, τά πεινασμένα, τῶν ὑποανάπτυκτων χωρῶν, ἡ παραβιασμένη φύση. Καί γιατί ὄχι ὁ ποιητής;

 

Ἡ Ποιητική Συλλογή « Τα εραλδικά της κίχλης», τοῦ Νίκου Κατσαλίδα εἶναι πολυδίδακτος θησαυρισμός. Εἶναι προορισμένη γιά τήν διάρκεια, γιατί στόν κρυφό πυρήνα της θά διατηρεῖ πάντα τήν αὐθεντική της ἐντελέχεια, πού εἶναι ὁ διάλογος τῶν γενεῶν, ἡ σύζευξη τοῦ χθές μέ τό σήμερα, πού μπορεῖ νά γίνει ἐλπίδα γιά τό μέλλον.

Βιογραφικό

Ο Νίκος Κατσαλίδας γεννήθηκε στην Άνω Λεσινίτσα των Αγίων Σαράντα. Έκανε ανώτατες φιλολογικές σπουδές στα Τίρανα. Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος με πολλές τιμητικές διακρίσεις και βραβεία. Είναι μέλος και επίτιμο μέλος λογοτεχνικών ενώσεων και σωματείων. Υπηρέτησε ως καθηγητής φιλόλογος στην ιδιαίτερη πατρίδα και στα χρόνια της μεταπολίτευσης ως λογοτεχνικός συντάκτης στον Τύπο της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας. Αντιπροσωπευτικά του ποιήματα περιλαμβάνονται σε διάφορες παγκόσμιες Ανθολογίες στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, βουλγαρικά. Μετάφρασε τριάντα Έλληνες ποιητές και συγγραφείς στα Αλβανικά και Αλβανούς στα ελληνικά. Είναι ένας από τους ιδρυτές της Δημοκρατικής Οργάνωσης της Εθνικής Ελληνικής μειονότητας «Ομόνοια». Κατά το 2001-2002 χρημάτισε υπουργός Επικρατείας (παρά τω πρωθυπουργώ) για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Αλβανία. Κατά το 2004-2008 διετέλεσε διπλωμάτης, Μορφωτικός Σύμβουλος στην Αλβανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Ο Νίκος Κατσαλίδας είναι τακτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

 

 

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Ο ΑΣΗΜΟΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ.

    Ο άσημος ο ποιητής
    που πέθανε στα ξένα
    πολλά τραγούδια έγγραψε
    για σένα και για μένα.

    ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΙ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ