Η προέλευση, η ιστορία και η σημασία των παρωνυμίων από τα παλαιότερα χρόνια μέχρι και σήμερα.

Γράφει ο δημοσιογράφος Ευθύμιος Χατζηϊωάννου.

 

Το παρωνύμιο, παρεπώνυμο, ή παρατσούκλι, όπως το λένε στις πόλεις και τα χωριά της ελληνικής επαρχίας, είναι ένα αστείο ή περίεργο συνήθως όνομα, με το οποίο φωνάζουν κάποιον, λόγω κάποιας ιδιότητας, συμπεριφοράς, ομοιότητας ή και ασχολίας του, επειδή, δηλαδή, μοιάζει στην εμφάνισή του  με κάτι ή έχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα, που παραπέμπει σε κάτι ιδιαίτερο και ασυνήθιστο, ή ο τόπος κατοικίας του έχει κάτι το ξεχωριστό και αξιοπερίεργο, ή απλά για να τον πειράξουν και να τον κοροϊδέψουν χάριν αστεϊσμού. Το να έχει κάποιος παρατσούκλι, είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο και στην χώρα μας από την αρχαιότητα, καθώς το παρατσούκλι πήρε την θέση του παρανόματος, που υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και που απαραίτητα «κολλούσαν» οι παλαιοί στον καθένα, σαν «στάμπα» κάποιας προσωπικότητας. Σήμερα η χρήση των παρωνυμίων στην πατρίδα μας είναι αρκετά διαδεδομένη, όχι μόνο μεταξύ των νέων, αλλά και μεταξύ των μεγαλυτέρων σε ηλικία. Ετυμολογικά η λέξη παρατσούκλι έχει αρχαιοελληνική και βυζαντινή προέλευση, που με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε στην σημερινή της μορφή. [Το επίκλην = τουπίκλην = τουπικλιάζω = τουπ’κλιάζω= τσουκλιάζω (Τζια) = τσούκλι (Τζια) = παρατσούκλι.] Τα περισσότερα παρατσούκλια έχουν ξεπηδήσει από προτερήματα ή ελαττώματα. Έτσι  συναντούμε τα παρονόματα Γιάνναρος, Σταμάταρος, Βασίλαρος, Δημήτραλος, Στελιανάρας, Γιωργάρας, αλλά και το Μιχαλάκι, το Γιαννάκι, το Δημητράκι, το Πιτσονάκι  κ.λ.π.  Και για το έτερο φύλο: Δεσποινάρα, Καλλιοπάρα, Ελενάρα ανάλογα με τη σωματική διάπλαση. Τόσο οι παλαιοί όσο και οι νέοι – γιατί δεν παύει ακόμη να «βαπτίζει» ο λαός μας με παρατσούκλια,  – δίνουν εξετάσεις εξυπνάδας και ψυχοφυσιολογίας, αξιολογώντας άτομα, που μόνον ο λαός μπορεί να τους δώσει κάποια θέση στο πάνθεο της προφορικής του δημιουργίας.

 

Τα παρατσούκλια κατοίκων διαφόρων  ελληνικών πόλεων και περιοχών. -«Κουμπάροι», «Μπόχαλοι», «Τσαμπίκοι», και «Καμινέτα» στην Κύπρο και στα Δωδεκάνησα.

 

Όπως υπάρχουν στην πατρίδα μας παρωνύμια για τα μεμονωμένα πρόσωπα, έτσι υπάρχουν παρατσούκλια και για τους κατοίκους σχεδόν κάθε ελληνικής πόλης και περιοχής. Τα παρατσούκλια αυτά είναι τα «συνθηματικά» ονόματα των κατοίκων μιας πόλης ή περιοχής, που χρησιμοποιούνται συνήθως με σκωπτική -αλλά μερικές φορές και με προσβλητική διάθεση- για να τους χαρακτηρίσουν με βάση κάποια ιδιαίτερα στοιχεία της μορφολογίας τους, της συμπεριφοράς τους, της τοπικής τους διαλέκτου, της ιστορίας τους, της καταγωγής τους, της επαγγελματικής τους ενασχόλησης, του τόπου τους κλπ. και για να τους ξεχωρίσουν από τους κατοίκους άλλων πόλεων και περιοχών. Ιδιαίτερη χρήση αυτών των παρωνυμίων γίνεται σήμερα στην πατρίδα μας στις αθλητικές (κυρίως τις ποδοσφαιρικές) αναμετρήσεις μεταξύ ομάδων από διάφορες πόλεις και περιοχές, κατά τις οποίες οι οπαδοί της μίας ομάδας χρησιμοποιούν τέτοια παρατσούκλια για να προκαλέσουν και να κοροϊδέψουν τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας.

Σε σχετική έρευνά μας και σε αναζήτηση, που πραγματοποιήσαμε σε διάφορες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, ανακαλύψαμε διάφορα ενδιαφέροντα παρωνύμια – παρατσούκλια για τους κατοίκους πολλών πόλεων και περιοχών της πατρίδας μας, τα οποία στην πλειονότητά τους, αν και η καθιέρωσή τους ανάγεται στα παλαιότερα χρόνια, εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα. Παραθέτουμε, λοιπόν, στην συνέχεια ενδεικτικά κάποια από τα παρατσούκλια αυτά με την σχετική τους προέλευση και ιστορία, παραλείποντας κάποια άλλα, που θεωρούνται πολύ υποτιμητικά, προσβλητικά, ή και υβριστικά.
Αρχίζοντας από τους νησιώτες, αναφέρουμε, ότι οι Κύπριοι έχουν το χαρακτηριστικό παρατσούκλι «Κουμπάροι»
, που προήλθε από την συνηθισμένη και
προσφιλή προσφώνηση των Κυπρίων μεταξύ των.

Οι κάτοικοι της νήσου Κω φέρουν το παρατσούκλι «Μπόχαλοι». Το παρατσούκλι αυτό προέρχεται από την λέξη μπουκάλι, που στην τοπική διάλεκτο του νησιού, το μπουκάλι το λένε μποχάλι.
Οι κάτοικοι της Ρόδου έχουν το παρωνύμιο «Τσαμπίκοι», επειδή το όνομα αυτό συναντάται πολύ ως επώνυμο στο νησί.

Οι κάτοικοι της Κάσου έχουν το παρατσούκλι «Καμινέτα».
Την ονομασία αυτή, ακόμη και σήμερα την χρησιμοποιούν οι Κασιώτες μεταξύ τους, για να ειρωνευτούν κάποιον Κασιώτη, που «νεωτερίζει». «Καμινέτα», έλεγαν τους εξ Αιγύπτου Κασιώτες της περιόδου 1900-1960. Το παρατσούκλι αυτό το έδωσαν οι Κασιώτες που έμειναν στο νησί στους Αιγυπτιοκασιώτες για λόγους ζήλιας. Οι Κασιώτες στην Αίγυπτο, δουλεύοντας κυρίως στην Διώρυγα του Σουέζ, απέκτησαν πολλά χρήματα, σπούδασαν τα παιδιά τους και κάθε τρία χρόνια. που έπαιρναν την τρίμηνη άδεια από την Υπηρεσία της Διώρυγας του Σουέζ, πήγαιναν «κονζέ» (διακοπές) στην Κάσο. Οι Αιγυπτιοκασιώτες στο νησί έμεναν όλο αυτό το τρίμηνο, είτε στα πατρικά τους, είτε σε συγγενείς, που τους φιλοξενούσαν γιατί ούτε ξενοδοχεία ούτε ενοικιαζόμενα δωμάτια και σπίτια υπήρχαν τότε στον «βράχο». Οι Αιγυπτιοκασιώτες μαζί με τα άλλα συμπράγκαλα κουβαλούσαν και το καμινέτο (μικρή γκαζιέρα, χρυσαφιού χρώματος, που στη βάση της υπήρχε δοχείο για το πετρέλαιο και στη μία άκρη του μία τρόμπα, που τη πρέσαραν για να ανάψουν τη φωτιά και να ψήσουν καφέ). Οι ντόπιοι Κασιώτες, που είχαν μείνει στον ξυλόφουρνο, για να περιπαίξουν τους νεωτερισμούς αυτούς, τους έλεγαν «καμινέτα»

 

 «Σύντεκνοι» και «Πέτσακες» Κρητικοί, «Γκασμάδες» Μυτιληνιοί, «Μπακαούκες»  Σαλαμίνιοι και «Παγανέλια» Κερκυραίοι


Τα πιο διαδεδομένα παρατσούκλια για τους Κρητικούς είναι «Πετσιά» ή «Πέτσακες», «Σβούροι» και «Σύντεκνοι».
«Πέτσακας», ονομάζεται υποτιμητικά ο ορεσίβιος ή «πρωτόγονος» και απολίτιστος χωρικός, που κατεβαίνει στην πόλη με κατακτητικές διαθέσεις, με τα γνωστά γνωρίσματα (4X4, μαύρο πουκάμισο κ.λπ.). Εναλλακτικά, αποκαλούνται και «βοσκοί». «Σβούροι» είναι οι «κάγκουρες» στην τοπική διάλεκτο (σβουρίζω=στριφογυρίζω), δηλαδή αυτοί που επιδεικνύουν τα καλοδιατηρημένα μηχανάκια τους και αυτοκίνητα. «Σύντεκνοι», είναι οι κουμπάροι (πιο συγκεκριμένα «σύντεκνος» αποκαλείται ο νονός του παιδιού) και αποτελεί προσφιλή προσφώνηση στην τοπική διάλεκτο (όπως και το «κουμπάρε»), ενίοτε περιπαικτικά ή χαριτολογώντας.

Οι κάτοικοι στο Ηράκλειο της Κρήτης έχουν αποκτήσει από τα παλαιότερα χρόνια τα παρωνύμια  «Σουμπερίτες» και «Καστρινοί».
Ονομάστηκαν «Σουμπερίτες», διότι στην κατοχή ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής του νησιού Σούμπερ είχε την έδρα του στο Hράκλειο και «Καστρινοί», επειδή το Ηράκλειο ονομαζόταν από τα παλαιότερα χρόνια και Κάστρο, εξαιτίας του μεγάλου τείχους, που περιέβαλε την πόλη και την καθιστούσε απόρθητο κάστρο για τους εχθρούς της.

Οι Ιεραπετρίτες έχουν αποκτήσει το παρατσούκλι «Βορέδες».
Η ονομασία αυτή προέρχεται από την λέξη «βορέ», που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι της περιοχής της Ιεράπετρας κατά κόρον σε κάθε συνδυασμό με την κρητική διάλεκτο, αφού αποτελεί συνώνυμο των λέξεων « μωρέ», «βρε» κλπ.
Χαρακτηριστική είναι η ιεραπετρίτικη έκφραση «’Ιντα κάνεις βορέ;»

Οι κάτοικοι της Λέσβου, οι Μυτιληνιοί, έχουν το παρωνύμιο «Γκαζμάδες» ή «Κασμάδες», που το απέκτησαν τα τελευταία χρόνια από όσους υπηρέτησαν την στρατιωτική τους θητεία στο όμορφο αυτό νησί.
Την Μυτιλήνη την ονόμασαν «Γκασμαδία» ή «Κασμαδία» οι φαντάροι, επειδή η στρατιωτική ζωή εκεί θεωρείται δύσκολη και κουραστική. Μεταξύ άλλων η στρατιωτική ζωή στην Μυτιλήνη περιλαμβάνει και την εκσκαφή στρατιωτικών αμυντικών ορυγμάτων, που απαιτεί πολύ σκάψιμο με κασμάδες, από όπου βγήκε και το παρατσούκλι «Γκασμαδία» για το νησί και «Γκασμάδες» για τους κατοίκους του. Κατά μία άλλη εκδοχή το παρατσούκλι αυτό προέρχεται από έναν μύθο, (κατά την προφορική παράδοση, που επικρατεί μεταξύ των φαντάρων) σύμφωνα με τον οποίο, όταν ήταν να κατασκευαστεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όλοι οι κάτοικοι του νησιού πήγαν να συνδράμουν στο έργο, κρατώντας μόνον από έναν κασμά (χωρίς να έχει κανένας μαζί του φτυάρι ή σκαπέτι).

Οι Σαλαμίνιοι έχουν τα παρατσούκλια «Μπακαούκες» και «Μανάρια».
Για το παρατσούκλι «Μπακαούκας» υπάρχει και το γνωστό ανέκδοτο, ότι στο νησί της Σαλαμίνας επικρατεί «εμφύλιος» μεταξύ των Μπάκις και των Ούκας. Το παρατσούκλι «Μανάρια» το απέκτησαν
πιθανότατα, λόγω της προσφιλούς προσφώνησης, που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι του νησιού («Μανάρι μου»). Μανάρι, λέγεται το νεογέννητο αρνί, που ακολουθεί κατά πόδας την μάνα του.

Οι Κερκυραίοι είναι ευρύτερα γνωστοί ως «Παγανέλια» ή «Φραγκολαντζέρηδες».
Λέγεται, ότι πήραν το παρατσούκλι αυτό από τα παγανέλια. Παγανέλι στην κερκυραϊκή διάλεκτο σημαίνει περιστέρι και η Κέρκυρα (κυρίως οι πλατείες, αλλά γενικά όλη η πόλη της) είναι γεμάτη από περιστέρια. Για το παρατσούκλι «Φραγκολαντζέρηδες» δεν είναι βεβαιωμένη η προέλευσή του, πιθανώς, όμως, αυτό να προέρχεται από το ότι στα παλιά χρόνια πολλοί Κερκυραίοι δούλευαν -συνήθως σε βαριές ή υποτιμητικές δουλειές- με αφεντικά ξένους, καθολικούς (Γάλλους, Ιταλούς, κ.α. δηλ. «Φράγκους») άρχοντες. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι από την Κέρκυρα και γενικά τα Επτάνησα πέρασαν από τον Μεσαίωνα μέχρι και στα τέλη του 19ου αιώνα ως κατακτητές Ενετοί, Γάλλοι, Άγγλοι, Ρώσοι κ.α., αλλά όχι και οι Τούρκοι, και για αυτό οι κάτοικοί τους δεν βίωσαν την Τουρκοκρατία, όπως οι άλλοι πρόγονοί μας σε άλλα μέρη της πατρίδας μας.

 

«Χαμουτζήδες», «Συκιές» Καλαματιανοί, «Μινάρες» Πατρινοί, «Πρασάδες» Αργίτες και «Αυγοζύγες» Αρκάδες

 

Όλοι οι Νοτιοελλαδίτες έχουν από παλιά το παρωνύμιο«Χαμουτζήδες», που το χρησιμοποιούν οι Βορειοελλαδίτες, για να ονομάσουν όσους κατοικούσαν στα μέρη της πατρίδας μας από την Αθήνα και κάτω (εκ του «χάμω»->«Εκεί χάμου»->«Χαμουτζήδες»).

Οι Καλαματιανοί είναι γνωστοί με τα παρατσούκλια«Συκιές» και «Σύκα».
Τα παρατσούκλια αυτά τα απέκτησαν παλαιότερα, λόγω των σύκων, που εκτός από τις ελιές, αποτελεί σημαντικό προϊόν στην Μεσσηνία και στην Καλαμάτα. Στις ημέρες μας τα παρατσούκλια αυτά έχουν αρνητική σημασία, καθώς στην αργκό γλώσσα, «συκιά» αποκαλείται κοροϊδευτικά ο κίναιδος.

Οι Πατρινοί έχουν, ως πιο γνωστό από αυτά που κυκλοφορούν, το παρατσούκλι  «Μινάρες», που γενικά έχει υβριστική και υποτιμητική σημασία, αλλά δεν φαίνεται να ενοχλεί ιδιαίτερα τους νεότερους σε ηλικία κατοίκουςτης Πάτρας, που έχουν σαν τυπικό χαιρετισμό την έκφραση «που ‘σαι ρε μινάρα»;.
Το πιο γνωστό παρωνύμιο για τους Ναυπλιώτες, που επεκράτησε από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, είναι «Κωλοπλένηδες».
Φαίνεται, ότι κυρίως οι Aργίτες τους έδωσαν το παρατσούκλι αυτό και τους αποκαλούν έτσι, διότι στα παλιά χρόνια οι Ναυπλιώτες πλένονταν στις τούρκικεςτουαλέτες. Όμως και οι κάτοικοι του Άργους είχαν το παρατσούκλι τους, που ήταν «Πρασάδες».
Είναι πιθανό να έβγαλαν το παρατσούκλι αυτό, ως αντίποινα, οι Ναυπλιώτες, επειδή κοροϊδεύανε τους Αργίτες, ότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους.

Οι Αρκάδες έχουν τα παρατσούκλια «Σκορδάδες» και «Αυγοζύγες».
Ο κάτοικος της περιοχής της Αρκαδίας ονομάστηκε  «Σκορδάς» λόγω της παλαιότερης μεγάλης τοπικής παραγωγής σκόρδων και αυγοζύγης, γιατί, όπως λέγεται, κατηγορούσαν τους Αρκάδες, ότι πουλούσαν τα αυγά, όχι με το κομμάτι, αλλά βάσει του μεγέθους τους (ζύγιζαν τα αυγά).
Το γνωστότερο παρατσούκλι των Κορινθίων είναι «Λαΐδες» και έχει υποτιμητική σημασία, γιατί η Λαΐδα ήταν μια γνωστή εταίρα της αρχαιότητας από την Κόρινθο.


«Γκάγκαροι» Αθηναίοι, «Τρελλονερίτες» Χαλκιδείς, «Βλάχοι» Αγρινιώτες

 

Οι εκ καταγωγής γνήσιοι Αθηναίοι έχουν το γνωστό παρωνύμιο «Γκάγκαροι». Το παρατσούκλι αυτό καθιερώθηκε από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και προέρχεται από την λέξη γκάγκαρο.
Γκάγκαρο ήταν το βαρύ ξύλο, που ήταν κρεμασμένο με σκοινί πίσω από τις αυλόπορτες, τις οποίες έκλεινε με το βάρος του (gaga στην τουρκική γλώσσα είναι το ράμφος).
Γκάγκαρος λεγόταν, λοιπόν, επί Τουρκοκρατίας ο Αθηναίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος στην πόρτα του είχε γκάγκαρο. Το παρατσούκλι «Γκάγκαρος» διατηρήθηκε μέχρι τώρα και σημαίνει ο γνήσιος Αθηναίος.

Οι κάτοικοι της Xαλκίδας στην Εύβοια έχουν το παρατσούκλι «Τρελλονερίτες», που προέρχεται από το γνωστό φαινόμενο της παλίρροιας. Λέγεται, ότι τα «τρελλά» νερά του Ευρίπου έχουν πειράξει και τα μυαλά των Χαλκιδέων, που «τρελλάθηκαν» από αυτά και ονομάστηκαν «τρελλονερίτες».

Οι κάτοικοι της Λιβαδειάς στην Βοιωτία απέκτησαν το παρωνύμιο «Καβουράδες».
Λέγεται, ότι τους «κόλλησαν» το παρατσούκλι αυτό, όταν γκρέμισαν μια ολόκληρη γέφυρα για να σώσουν ένα…καβούρι!

Τους κατοίκους του Ορχομενού της Βοιωτίας τους έχουν δώσει το παρατσούκλι «Βλασταράδες», πιθανότατα, λόγω της ενασχόλησής τους με την καλλιέργεια οπωροκηπευτικών.

 Οι κάτοικοι του Αγρινίου της Αιτωλοακαρνανίας έχουν το παρωνύμιο «Βλάχοι», όχι τόσο λόγω της ιδιαίτερης καταγωγής κάποιων εξ αυτών, αλλά, με υποτιμητική σημασία, λόγω της φήμης, που είχαν αποκτήσει, ότι είχαν άξεστη και κουτοπόνηρη συμπεριφορά. Το παρατσούκλι αυτό προήλθε μάλλον από τους Μεσολογγίτες, οι οποίοι εξακολουθούν υποτιμητικά να αποκαλούν έτσι τους Αγρινιώτες, θεωρώντας τον εαυτό τους καλύτερο, εξευγενισμένο και εκπολιτισμένο.

Οι κάτοικοι της Αμφιλοχίας απέκτησαν το παρωνύμιο «Καβουροζούμηδες»
Λέγεται πως παλιότερα, λόγω της φτώχειας, έπιαναν καβούρια, τα έβραζαν, και έπιναν το ζουμί τους.

 

«Τυράδες» Λαρισαίοι, «Αυστριακοί» Βολιώτες και «Σακαφλιάδες» Τρικαλινοί

 

Οι κάτοικοι της Λάρισας και της ευρύτερης περιοχής της έχουν τα παρατσούκλια «Πλατυποδαράδες» ή «Πλατύποδες», «Τυράδες»  και «Τυρόγαλα».
Φαίνεται, ότι οι Λαρισαίοι απέκτησαν τα παρατσούκλια αυτά εξαιτίας της περιοχής, που ζουν και της αγροτικής τους παραγωγής. Λόγω του θεσσαλικού κάμπου, που είναι επίπεδος και δεν βοηθάει στο σχηματισμό καμάρας στο πόδι, οι Λαρισαίοι χαρακτηρίστηκαν «πλατύποδες», ενώ τα παρατσούκλια «Τυράδες» και «Τυρόγαλα» βγήκαν από τα χαρακτηριστικό τοπικά κτηνοτροφικά προϊόντα της περιοχής.
Οι κάτοικοι του Βόλου από τα παλαιότερα χρόνια έχουν το παρατσούκλι «Αυστριακοί».
Για το παρατσούκλι αυτό κυκλοφορούν διάφορες εκδοχές. Άλλοι εξηγούν την καθιέρωσή του, επειδή οι Βολιώτες θεωρούνταν τσιγκούνηδες – σαν τους Αυστριακούς-, άλλοι υποστηρίζουν, ότι προέρχεται από την φήμη, ότι οι Βολιώτες είναι ψυχροί άνθρωποι – σαν τους Αυστριακούς-, και άλλοι από την φήμη, ότι οι Βολιώτες είναι μοχθηροί άνθρωποι – σαν τους Αυστριακούς. Και για να εξηγήσουμε αυτή την προκατάληψη εναντίον των Αυστριακών, σημειώνουμε ότι επί Τουρκοκρατίας σε πολλά μέρη της πατρίδας μας οι Αυστριακοί (ίσως και λόγω της φιλοτουρκικής συμπεριφοράς και πολιτικής τους) ήσαν μισητοί και είχαν χειρότερη φήμη σαν άνθρωποι, ακόμη και από τους Τούρκους. Μία άλλη εκδοχή είναι, ότι το παρατσούκλι αυτό το πήραν οι Βολιώτες επειδή στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μπήκε στον Παγασητικό κόλπο ένα αυστριακό πολεμικό, αν και εχθρικό, οι Βολιώτες το υποδέχθηκαν με μπάντες και αυστριακές σημαίες.
Πάντως, οι εξηγήσεις, που δίνουν οι ίδιοι οι Βολιώτες, είναι, ότι επί Τουρκοκρατίας η πόλη είχε διάφορα εμπορικά προνόμια, ένα από τα οποία ήταν και η ύπαρξη Αυστριακού Προξενείου στην πόλη, αλλά και η δυνατότητα, που είχαν οι Βολιώτες να εμπορεύονται υπό αυστριακή προστασία.
Μετά το 1881, που ο Βόλος ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, η ελληνική διοίκηση, για να ανταπεξέλθει στις μεγάλες οικονομικές ανάγκες του κράτους, φορολόγησε βαριά τους κατοίκους της Θεσσαλίας. Επιβλήθηκε τότε ένας ιδιότυπος νέος κεφαλικός φόρος σε όλους τους «Έλληνες το γένος» (κατά κύριο λόγο εμπόρους), κάτι το οποίο οδήγησε τους μαγαζάτορες του Βόλου να βάλουν ξένες, αυστριακές σημαίες στα μαγαζιά τους για να αποφύγουν να φορολογηθούν.

Οι Τρικαλινοί  έχουν τα παρατσούκλια «Κασέρια» και «Σακαφλιάδες».
Το παρωνύμιο «Κασέρια» το πήραν λόγω του εξαιρετικής ποιότητας τοπικού κασεριού, που παράγεται σε μεγάλη ποσότητα στην περιοχή αυτή, και το «Σακαφλιάδες» από τον Σακαφλιά, ο οποίος υπήρξε ιστορικό πρόσωπο και έζησε στα Τρίκαλα κατά την εποχή του Μεσοπολέμου, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Λέγεται, ότι ο Σακαφλιάς ήταν ένας ωραίος άντρας, ένας «Δον Ζουάν» στα Τρίκαλα εκείνης της εποχής, που είχε ξετρελλάνει τις Τρικαλινές και είχε αναστατώσει την τρικαλινή κοινωνία με τα καμώματά του. Εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς του κάποιοι θέλησαν να τον «βγάλουν από την μέση», ώσπου τους δόθηκε η ευκαιρία να του στήσουνε καρτέρι στα στενά σοκάκια του Βαρουσίου και τον σκοτώσουν μαχαιρώνοντάς τον, όπως περιγράφει και το πασίγνωστο λαϊκό τραγούδι. Η λέξη σακαφλιάς  σημαίνει κατά λέξη φίλος της σάρκας (σάρκα+φίλος > σαρκαφιλιάς > σακαφλιάς).

 

«Παγουράδες» Γιαννιώτες, «Σαρδέλες» Πρεβεζάνοι και «Νερατζόκωλοι» Αρτινοί

 

Τα πιο γνωστά και διαδεδομένα παρωνύμια των κατοίκων των Ιωαννίνων είναι «Παγουράδες», που προέρχεται από την λέξη παγούρι και «Σκωταράδες», που προέρχεται από την λέξη συκώτι .
Οι Γιαννιώτες αποκαλούνται «Παγουράδες», γιατί παλιά έλεγαν, ότι στην λίμνη των Ιωαννίνων καθρεπτιζόταν το φεγγάρι και οι Γιαννιώτες έτρεχαν με τα παγούρια για να μαζέψουν το μαγικό νερό, ή κατ’ άλλους για να αδειάσουν την λίμνη με τα παγούρια τους και να βγάλουν το φεγγάρι έξω, που νόμιζαν, ότι είχε πέσει μέσα σε αυτήν!
Κατ’ άλλους απέκτησαν το παρατσούκλι αυτό επειδή επιχείρησαν να αδειάσουν την λίμνη με παγούρια, όταν κυκλοφόρησε η φήμη, πως στον βυθό της υπήρχε θησαυρός. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο όρος προέκυψε στο Αλβανικό Μέτωπο το 1940. Κάποιοι, (όχι απαραίτητα από τα Ιωάννινα), δείλιασαν και για να αποφύγουν να πάνε σαν στρατιώτες στον πόλεμο, εφηύραν ένα κόλπο: Γέμιζαν με νερό ένα παλιό μεταλλικό παγούρι του στρατού, το έβάζαν στην γάμπα τους και…πυροβολούσαν. Έτσι δημιουργούσαν ένα πολύ αμυδρό τραύμα, που τους έστελνε αναγκαστικά στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, στον Κουραμπά. Οι γιατροί του Νοσοκομείου, όμως,  κατάλαβαν τελικά το κόλπο και έλεγαν μεταξύ τους για τις περιπτώσεις αυτές: «Άιντε κι’ άλλος με παγούρι ήρθε» κι έτσι σιγά σιγά τους βαφτίσανε με το παρατσούκλι «παγουράδες». Τέλος, σύμφωνα με την πιο απλή εκδοχή, την προσωνυμία έδωσαν οι επισκέπτες της πόλης, επειδή οι Γιαννιώτες είχαν στη ζώνη τους δεμένο το παγούρι τους ή επειδή κατέβαιναν στη λίμνη Παμβώτιδα για να πάρουν νερό με τα παγούρια τους. Λέγονται και «σκωταράδες», επειδή παλαιότερα, στις περισσότερες ταβερνούλες της εποχής τα τηγανισμένα συκωτάκια ήταν για τον Γιαννιώτη ο βασικός μεζές (ίσως και γιατί ήταν ο πιο φτηνός).

Οι κάτοικοι της Πρέβεζας έχουν το παρατσούκλι «Σαρδέλες». Λέγεται, ότι οι Πρεβεζάνοι πήραν το παρατσούκλι αυτό, λόγω της φήμης που είχαν, ότι είναι κουτοί και ότι…βάζουν τις σαρδέλες στο κλουβί!

Οι Αρτινοί είναι γνωστοί με το παρωνύμιο «Νεραντζοκώληδες» ή «Νεραντζόκωλοι», λόγω του ότι στην Άρτα καλλιεργούν πολλά εσπεριδοειδή και επειδή εκεί υπάρχουν ειδικά, πολλές νεραντζιές με νεράντζια. Το παρατσούκλι αυτό, λέγεται, ότι τους το κόλλησαν οι Γιαννιώτες.

Οι εκ καταγωγής Πόντιοι, που ζουν σε διάφορες περιοχές της χώρας μας και κυρίως στην Βόρεια Ελλάδα,, έχουν διάφορα παρωνύμια. Τα πιο γνωστά εξ αυτών είναι «Αβούτοι» (από το αούτος ή αβούτος, που σημαίνει στα ποντιακά αυτός) , «Ντουντούμια» και «Τουρκούλια».

 

«Καρντάσια» Θεσσαλονικείς, «Σούρδοι» Κοζανίτες και «Γουναράδες» Καστοριανοί

 

Οι Θεσσαλονικείς είναι ευρύτερα γνωστοί με τα παρατσούκλια «Καρντάσια» (ή «Γκαρντάσια»), «Μπαγιάτηδες» και «Παυλοκαταραμένοι».
Καρντάσι είναι ο αδερφός στα τουρκικά και επειδή στην συμπρωτεύουσα είχαν εγκατασταθεί πολλοί πρόσφυγες από τον Πόντο, την Μ. Ασία, την Κων/πολη κ.ά., που χρησιμοποιούσαν τουρκικές λέξεις στις συνομιλίες μεταξύ τους και ιδιαίτερα την λέξη καρντάσι, βγήκε για τους Θεσσαλονικείς το παρατσούκλι «Καρντάσια» και για την Θεσσαλονίκη το παρατσούκλι «Καρντασούπολη»! Οι γηγενείς Θεσσαλονικείς είναι επίσης γνωστοί με το παρατσούκλι «Μπαγιάτηδες»
 (που χρησιμοποιούσαν οι πρόσφυγες για να χαρακτηρίσουν τους γηγενείς, βέρους Θεσσαλονικείς), και ως «Παυλοκαταραμένοι». Μια λαϊκή παράδοση λέει πως, όταν ο Απόστολος Παύλος ξεκίνησε να περιοδεύει στην Μακεδονία για την ίδρυση των πρώτων Χριστιανικών Εκκλησιών, οι Εθνικοί τον κυνήγησαν με τις πέτρες. Ο Απόστολος Παύλος έχασε την ψυχραιμία του και έδωσε κατάρα να μην σηκωθούν ποτέ οι πέτρες από τους δρόμους της πόλης. Και από τότε η παράδοση ονόμασε τους Θεσσαλονικείς, «Παυλοκαταραμένους.

Τα παρατσούκλια αυτά είναι, όμως, σήμερα λιγότερο διαδεδομένα και τείνουν να εκλείψουν.
Οι σλαβόφωνοι γηγενείς κάτοικοι της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας έχουν πάρει το παρατσούκλι από τα παλαιότερα χρόνια«Νεζνάμηδες».

Το παρατσούκλι αυτό οφείλεται στο ότι απαντούσαν «νε ζναμ, νε βιντέμ» (δεν ξέρω, δεν είδα) σε ερωτήσεις, που δεν καταλάβαιναν ή ήθελαν να αποφύγουν.

Οι κάτοικοι της Πτολεμαΐδας έχουν το παρωνύμιο «Καϊλαριώτες», με το οποίο είναι γνωστοί κυρίως στους κατοίκους των γειτονικών της περιοχών.
Αυτό το παρατσούκλι επεκράτησε επειδή η Πτολεμαΐδα λέγεται αλλιώς και Καϊλάρια. Επίσης λέγεται και «λασποχώρι», γιατί στα παλιά χρόνια, όταν έβρεχε, ήταν ένα χωριό γεμάτο λάσπες.
Οι Κοζανίτες έχουν από τα παλιά χρόνια το παρατσούκλι «Σούρδοι».
Λέγεται, ότι πήραν το παρατσούκλι αυτό, διότι ήσαν πονηροί και συμφεροντολόγοι και προσποιούνταν τους χαζούς, ή ότι δεν άκουγαν κάτι, όταν φυσικά δεν τους συνέφερε. Και έτσι, οι μεν υπόλοιποι Έλληνες τους δέχτηκαν με αυτή την ιδιαίτερη νοοτροπία τους, οι δε Εβραίοι, σύμφωνα με την παράδοση, δεν κατάφεραν να στεριώσουν ούτε στιγμή στην περιοχή, επειδή αντελήφθησαν ότι εκεί, με τέτοιους γηγενείς κατοίκους, δεν θα μπορούσαν ποτέ να προκόψουν και να πλουτίσουν. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το παρατσούκλι αυτό έχει βλαχική προέλευση, αφού στην βλαχική διάλεκτο Σούρδος σημαίνει κουφός ή βλάκας.

Οι Καστοριανοί έχουν το παρωνύμιο «Γουναράδες», επειδή μία από τις σπουδαιότερες και πλέον επικερδείς επαγγελματικές δραστηριότητές τους υπήρξε από τα παλαιότερα χρόνια η γουνοποιία.
Οι Φλωρινιώτες έχουν το παρατσούκλι «Απόγονοι της Γιουργίας». Το παρατσούκλι αυτό έχει υβριστικό χαρακτήρα, επειδή η Γιούργα ή Γιουργία, που σήμαινε Γεωργία στην  τοπική φλωρινιώτικη διάλεκτο, υπήρξε ιστορικό πρόσωπο και ήταν η μεγαλύτερη πόρνη της περιοχής.

«Ακανέδες» Σερραίοι, «Ψαροκασέλες» Καβαλιώτες, «Γκάτζολοι» Εβρίτες

 

Οι κάτοικοι των Σερρών έχουν το παρωνύμιο «Ακανέδες».
Το παρατσούκλι αυτό το πήραν οι Σερραίοι, επειδή στην πόλη των Σερρών από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας φτιάχνονται οι περίφημοι ακανέδες, που είναι ένα είδος γλυκού σαν λουκούμι.
Οι κάτοικοι της Καβάλας έχουν το παρωνύμιο «Ψαροκασέλες», με το οποίο τους αποκαλούσαν από τα παλιότερα χρόνια οι γείτονές τους, κυρίως Δραμηνοί και Ξανθιώτες, πιθανώς επειδή πολλοί ήσαν ψαράδες. Οι Ξανθιώτες έχουν το παρατσούκλι «Πομάκοι» ή «Πομάκια», λόγω της παρουσίας στην περιοχή αυτή μεγάλου πληθυσμού Πομάκων, ενώ οι κάτοικοι της Κομοτηνής και της ευρύτερης περιοχής της Ροδόπης αποκαλούνται με τα παρατσούκλια «Σουτζούκ-λουκούμια» και «Στραγαλάδες» εξαιτίας των γνωστών τοπικών προϊόντων

 Για τους κατοίκους ολόκληρης της περιοχής του νομού Έβρου χρησιμοποιείούνται τα παρατσούκλι «Γκάτζοι» ή «Γκάτζολοι», που το συνηθίζουν ιδιαίτερα όσοι υπηρετούν εκεί την στρατιωτική τους θητεία και «Γαλαζοβράκηδες».
Στο Σουφλί του νομού Έβρου παλαιότερα υπήρχαν πολλά γαϊδούρια, τα οποία τα έλεγαν αλλιώς γκατζόλια (από την βουλγαρική λέξη γκατζόλ, που σημαίνει γάϊδαρος) και γκάτζους. Έτσι οι φαντάροι έβγαλαν κοροϊδευτικά την περιοχή «Γκατζολία» και έμεινε να φωνάζουν τους κατοίκους «Γκάτζολους». Ακόμα και η ιστορική αμαξοστοιχία του ΟΣΕ «604 Έβρος Εξπρές» πήρε το παρατσούκλι «Γκάτζος Εξπρές».
«Γαλαζοβράκηδες», ονομάστηκαν οι Εβρίτες από τους άλλους Θράκες, στους παλαιότερους χρόνους, λόγω της ιδιαίτερης ενδυμασίας τους, που περιελάμβανε και την γαλάζια βράκα.

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ