Γράφει για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο Σωτήριος Οικονόμου Δάσκαλος-Συγγραφέας

Βρισκόμαστε εις το «εθνοσωτήριον» έτος 2012 ήτοι 2788 έτη από της ενάρξεως των πρώτων επίσημων Ολυμπιακών Αγώνων στην αρχαία Ολυμπία και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση στη Ελλάδα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.

Το νέο ζευγάρι που απολύθηκε από την εργασία του, μη μπορώντας να ανταπεξέλθει στις συνθήκες επιβίωσης, όντας φτωχό, άνεργο και άστεγο, αναγκάζεται να μεταναστεύσει με τον μικρό του γιο από την Αθήνα στο χωριό και να βρει καταφύγιο στο πατρικό σπίτι του άνδρα, όπου ζουν ακόμα οι ηλικιωμένοι γονείς του με τα ψίχουλα της αγροτικής σύνταξης «των περήφανων γηρατειών». «Των περήφανων γηρατειών», που ως τα εβδομήντα τους χρόνια τάιζαν με τα  παραγόμενα γεωργοκτηνοτροφικά τους προϊόντα τους πάντες και έκαναν πλούσιους τους μεσάζοντες και τους εμπόρους, χωρίς αυτοί να ιδρώσουν. Εκεί αναζητεί μέσα στην αβεβαιότητα την έναρξη μιας νέας, φτωχής μεν αλλά διαφορετικής και λιγότερο εξαρτημένης ζωής. Όμως από το σοκ που υπέστη λόγω της εργασιακής του απόλυσης, δεν είναι ακόμα σε θέση να επεξεργασθεί νηφάλια τα στοιχεία που διέπουν το όλο θέμα και έτσι αποφεύγει να το συζητεί με τον γιο του και κατά συνέπεια να του απαντά σε ερωτήσεις που αφορούν την απότομη αυτή αλλαγή της ζωής τους. Γι’ αυτούς πάνω απ’ όλα προέχει η επιβίωση.

Ο εγγονός με τη σειρά του καταφεύγει στην ζεστή αγκαλιά του παππού, ο οποίος , ενώ δέχεται σαν βροχή τις ερωτήσεις του για τα αίτια που  δημιούργησαν αυτή την κατάσταση, αντί  ολιγόλογης απάντησης του διηγείται μια ιστορία, ώστε από μόνος του να αντιληφθεί, αποκομίζοντας ό,τι τον ενδιαφέρει μέσα απ’ αυτήν.

-«Κάποτε, εγγονέ μου, του λέει, υπήρχε μια οικογένεια, η οποία απαρτιζόταν από τον πατέρα, τη μάνα και τους τρεις γιους τους.

Η ζωή της στην αρχή κυλούσε σχετικά ήρεμα πότε από τα έσοδα που επέφερε η εργασία των μελών της, ιδιαίτερα του μικρότερου και πότε από κάποια δανεικά χρήματα, που αποπληρώνονταν στην ώρα τους. Μάλιστα τα παραγόμενα αγαθά, όχι μόνο έφταναν να την συντηρήσουν, αλλά και κάποια από αυτά πουλιούνταν κιόλας στην αγορά.

Οι γονείς περνούσαν καλά και ο μεγαλύτερος γιος τους καλύτερα. Ο μεσαίος σχετικά καλά, ενώ το πιο μικρός φτωχικά και δύσκολα, παρόλο που σήκωνε  όλο το βάρος της παραγωγής αγαθών.

Τα χρόνια περνούσαν και η κατάσταση δεν έλεγε να αλλάξει. Ο μικρός γιος παραπονιόταν συνέχεια, πίεζε τους γονείς και αγωνιζόταν, ώστε να βελτιωθεί η ζωή του. Αυτοί όμως, με την συναίνεση-συνεπικουρία των δύο άλλων και ιδιαίτερα του μεγαλυτέρου, όχι μόνο δεν ικανοποιούσαν τα αιτήματά του, αλλά  ορισμένες φορές τον κακοποιούσαν και τον αδικούσαν, κάνοντάς τον να υποφέρει, με αποτέλεσμα να υπάρχουν συχνές διενέξεις.

– Τί έκανε αυτός τότε; Κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια; Ρώτησε ο εγγονός.

– Όχι! Δεν κάθισε!

« Εγώ σας ταϊζω, σας ποτίζω και με τον ιδρώτα μου δίνω νόημα στην παρασιτική ζωή σας, ενώ εσείς είστε όχι μόνο αχόρταγοι αλλά και ανάλγητοι »! Τους έλεγε και τους ξαναέλεγε με παράπονο αλλά και κρυφή οργή, η οποία, άμα φτάσει στο σημείο του κορεσμού, οδηγεί το άτομο στην έκρηξη, η έκρηξη στην δυναμική ενέργεια ή τη βία και αυτή με τη σειρά της στην ανατροπή της υπάρχουσας νοσηρής κατάστασης.

Μετά από όλα αυτά οι γονείς, για να αποφύγουν τα δυσάρεστα επακόλουθα, αλλά και να τον έχουν υπό τον έλεγχό τους, θεώρησαν πως έπρεπε να του δώσουν κάτι, έτσι ώστε να νιώσει ότι ο αγώνας του δικαιώθηκε.

– Και, τί του έδωσαν, παππού;

– Τι του  έδωσαν; Του πέταξαν λοιπόν ένα κόκαλο, που λέμε, για γλείψιμο, όπως στα σκυλιά, τον αποκοίμισαν επάνω στις δάφνες της μεγάλης του νίκης και σχεδίασαν ανεμπόδιστα την αλλαγή της στάσης ζωής του, αλλοτριώνοντας τον τρόπο σκέψης  και  ενέργειάς του, γιατί τον ήθελαν έτσι, ακίνδυνο, αποπροσανατολισμένο και έρμαιο των δικών τους επιθυμιών.

Τότε λοιπόν ήταν που ένιωσε και ο ίδιος μέλος της οικογενειακής εξουσίας, μιας και του έδωσαν τη δυνατότητα έκφρασης λόγου για κάποια ζητήματα, άσχετα αν αυτός ο λόγος δεν λαμβανόταν σοβαρά υπόψη από τους ρυθμιστές της πορείας της ζωής του.

Αφού όμως συνέβη αυτό, δηλαδή αναβαθμίστηκε υλικά και κοινωνικά ο μικρός γιος, οι άλλοι δύο απαίτησαν αναλογικά οφέλη για τον εαυτό τους, όχι μόνο για να ζήσουν πιο πλούσια, αλλά και να εξασφαλίσουν μεγάλη περιουσία στους απογόνους τους.

– Να εξασφαλίσουν μεγάλη περιουσία στους απογόνους τους; Γιατί;

– Μάλλον φαίνεται πως διακατέχονταν από το σύνδρομο της μελλοντικής ανασφάλειας!

– Για συνέχισε. Τι έγινε μετά;

– Τι έγινε; Λοιπόν, που λες, οι γονείς, για να δείξουν καλό πρόσωπο στην κοινωνία και να θεωρηθούν σπουδαίοι οικογενειάρχες, ενέδωσαν στις απαιτήσεις τους, αλλά διαπίστωσαν ότι τα έσοδα από τα παραγόμενα αγαθά δεν επαρκούσαν ούτε και τα δανεικά από τις τράπεζες.

Για τον λόγο λοιπόν αυτόν προσέφυγαν συνειδητά σε τοκογλύφους, οι οποίοι προσέφεραν μεν μεγάλα ποσά αλλά υψηλότοκα.

– Ποιοι είναι οι τοκογλύφοι, παππού;

– Είναι αυτοί που, όταν σε βρουν στην ανάγκη, παριστάνουν τους ευσεβείς θρησκευόμενους και ελεήμονες, ενώ στη συνέχεια, χωρίς βέβαια να το αντιληφθείς, σε κατασπαράζουν, σαν να είναι πεινασμένοι λύκοι.

– Δηλαδή στην αρχή τους ελέησαν και μετά τους κατασπάραξαν;

– Οι λύκοι, πρέπει να ξέρεις ότι κατασπαράζουν μόνο τα αδύναμα και αφύλακτα ζώα. Τα δυνατά και αυτά που φυλάγονται από τα σκυλιά, όχι.

– Και, πώς εξελίχθηκε η ζωή τους σ’ αυτή την περίφημη εποχή της τοκογλυφίας;

– Θα σου πω. Η αλόγιστη, σπάταλη και άτακτη ζωή, όπου ακόμα και ο μικρός μπήκε στον τζόγο του χρηματιστηρίου, συνεχίστηκε για ορισμένο χρονικό διάστημα, ταυτισμένη με την πρόσκαιρη ευμάρεια της περιόδου των «παχιών αγελάδων» και το έκλυτο στοιχείο των «Σοδόμων και Γομόρων», θεμάτων δηλαδή των μύθων της εβραϊκής Βίβλου.

Παράλληλα δε, όλοι, εκτός βέβαια του μικρού, φρόντισαν σε ατομικό επίπεδο να διασφαλίσουν μέρος των χρημάτων των δανείων σε ειδικούς τραπεζικούς λογαριασμούς χωρών του εξωτερικού.

– Γιατί;

– Μα, για να τα αποκρύψουν από τη φορολόγηση και να τα διασφαλίσουν.

– Τι λες βρε, παππού;

– Αυτό που ακούς. Όμως το περίεργο  στην όλη υπόθεση ήταν ότι κάθε δάνειο που λαμβανόταν, θεωρούταν οικογενειακό, ενώ το μερίδιο απ’ αυτό, που αντιστοιχούσε στον καθένα, ατομικό-προσωπικό.

Έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκε επί της ουσίας μια οικογένεια φτωχή και ανεπρόκοπη αλλά με κάποια άτομα πλούσια. Περιττό να σου πω ότι ο μεγάλος δεν ήξερε πού τα είχε! Η προηγηθείσα πνευματική χρεοκοπία μηνούσε και έφερνε προ των πυλών με γοργό ρυθμό την οικονομική.

– Σοβαρά;

– Εμ, τι αστεία;

– Και οι τοκογλύφοι τι έκαναν;

– Οι τοκογλύφοι δάνειζαν συνεχώς, διότι το καθένα νέο δάνειο που συναπτόταν, αποπλήρωνε το προηγούμενο. Και να μην μπορούσε η οικογένεια να συνάψει νέο, γνώριζαν ότι είχε μεγάλης αξίας περιουσιακά στοιχεία, τα οποία μπορούσαν να βγάλουν σε πλειστηριασμό ή να τα κατασχέσουν ανά πάσα στιγμή και ώρα.

Επειδή όμως, ό,τι στραβό αρχίζει στη ζωή, έχει ένα τέλος, συνέβη το εξής ανεπάντεχο. Οι τοκογλύφοι έντεχνα σταμάτησαν προσωρινά να δίνουν δανεικά, επειδή τα θεώρησαν επισφαλή, με αποτέλεσμα οι γονείς να έρθουν σε δεινή θέση. Μάλιστα δε, τους είπαν ότι , «για να σας δώσουμε άλλα, πρέπει να εκποιήσετε με χαμηλή βέβαια τιμή ένα σημαντικό και προσοδοφόρο μέρος της περιουσίας σας, ώστε να το αποκτήσουμε εμείς πιο εύκολα και φτηνά, να κάνουμε οι ίδιοι κουμάντο και επίσημα στα του οίκου σας και επιπλέον δε, να σμικρυνθεί λίγο το εισόδημα του μεσαίου, ενώ ο μικρός να περιέλθει σε  φτώχεια, γιατί αυτός ουσιαστικά φέρει την κύρια ευθύνη».

– Αλήθεια; Έτσι είπαν;

– Ναι. Όμως πρέπει να πούμε και τούτο.

– Ποιο;

– Να, ότι ο μικρός μετά από την κακή οικογενειακή πολιτική είχε υποχρεωθεί να γίνει κι αυτός ως ένα σημείο αντιπαραγωγικός. Τι τα θέλουμε, του έλεγαν, τα αμπέλια και τις ελιές; Είναι πολλά! Ας ξεριζώσουμε κάποια απ’ αυτά. Τι τα θέλουμε τα τεύτλα; Ας σταματήσουμε την καλλιέργειά τους. Μπορούμε να αγοράζουμε από άλλους ζάχαρη φθηνή. Σε τι μας χρησιμεύει η βιοτεχνία; Ας την κλείσουμε και να αγοράζουμε τα προϊόντα, που αυτή παράγει, από ξένες μεγάλες βιομηχανίες.

Με τα πολλά παρακάλια από τη μια και τις έντεχνες πιέσεις από την άλλη επιτεύχθηκε επιτέλους συμφωνία. Μόνο όμως που δεν ετέθη θέμα φραγμού αγοράς πολυδάπανων προϊόντων από τις επιχειρήσεις τους ούτε βέβαια επιστροφής στο οικογενειακό ταμείο των χρημάτων, που κατά παράβαση του οικογενειακού δικαίου κατατέθηκαν στις τράπεζες φίλων τους από μέλη της οικογένειας.

Αν αυτά τα χρήματα επέστρεφαν στον τόπο του εγκλήματος, όχι μόνο έφταναν να αποπληρωθούν τα χρέη, αλλά και να εναρμονισθεί η οικογενειακή ζωή, αναβαθμιζόμενη πλήρως.

Έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκε έντεχνα μια πολύ φτωχή και εξαρτημένη οικογένεια απ’ τους τοκογλύφους με αποτέλεσμα κάποια μέλη της να τρώνε με χρυσά κουτάλια και κάποια άλλα να μην έχουν ψωμί για να φάνε ή σπίτι για να κοιμηθούνε, όπως δηλαδή συμβαίνει και μ’ εμάς σήμερα.

Ερωτώ σε, λοιπόν, εγγονέ μου.

Τίς  πταίει;»

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ