Μιλά σήμερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ  ο κ.  Δημήτρης Π. Παναγιωτόπουλος, Αν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών και
Αντιπρόεδρος του Πανεπιστημίου Στερεάς Ελλάδος. “Το πρόβλημα στην Ευρωζώνη δεν είναι το έλλειμμα των χωρών του νότου, αλλά το περίσσευμα των ισχυρών χωρών της και ο τρόπος δημιουργίας του”. Αυτά δηλώνει σημερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ανάμεσα σε άλλα ο κ.  Δημήτρης Π. Παναγιωτόπουλος, Αν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών και  Αντιπρόεδρος του Πανεπιστημίου Στερεάς Ελλάδος.

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη.

-Αλήθεια που βαδίζει η Ευρώπη, μετά τις τελευταίες εξελίξεις στο οικονομικό πεδίο, όπου αποφάσεις σκληρές καλούνται να υλοποιήσουν οι λαοί, τις περισσότερες φορές χωρίς να ερωτηθούν;

«Οι λαοί της ΕΕ στο πλαίσιο της συγκροτημένης κοινωνίας τους και σε θεσμικό πλαίσιο ζωής, ικανοποιούν ανάγκες και επιθυμίες κατά συμβολικό τρόπο, παραγωγής και οικονομίας στο οποίο έχουν μερίδιο τόσο συμμετοχής, όσο και  ευθύνης. Απαιτείται λοιπόν θεσμικό πλαίσιο αυτοπεριορισμού και πραγματικής δημοκρατίας, όπου οι  πολίτες, είναι αυτοί που πραγματικά και όχι εικονικά, προσδιορίζουν το πολιτικό, άλλα και το οικονομικό μέλλον της χώρας τους και δεν είναι οι εκ των υστέρων καλούμενοι να  πληρώνουν το λογαριασμό, που σχεδίασαν άλλοι γι΄ αυτούς, οι ισχυροί της θεσμικής και ντόπιας (εσωτερικής) οικονομικής ολιγαρχίας και  των ισχυρών της ΕΕ.
Το πρόβλημα στην Ευρωζώνη δεν είναι το έλλειμμα των χωρών του νότου, αλλά το περίσσευμα των ισχυρών χωρών της και ο τρόπος δημιουργίας του.
Η πολιτική στην ΕΕ οφείλει να θέσει πραγματική πορεία για μια Αμφικτιονική (Ομόσπονδη) Ευρώπη  με κοινό νόμισμα μεν, αλλά και κοινή πολιτική γι’ αυτό δε και με την ΕΚΤ, να είναι η Τράπεζα των λαών της Ευρώπης και όχι η Τράπεζα  εξασφάλισης σταθερού πεδίου για τις αγορές προς εύκολη λήστευση των λαών της, δια του συμφώνου σταθερότητας, από τους ισχυρούς του Ευρώ, με τους ασθενέστερους να αισθάνονται ότι είναι «σπηλιά του Κύκλωπα Πολύφημου».
Στο κέντρο μιας τέτοιας πολιτικής θα πρέπει να είναι και η διαμόρφωση συγκεκριμένων οικονομικών μέτρων, που οφείλει να λάβει η ΕΕ υπό την πίεση της κοινής πολιτικής των χωρών του ευρωπαϊκού νότου και των περιφερειακών χωρών  της Ευρωζώνης. Ένα πρόγραμμα, το οποίο θα φέρει ισορροπία ανάμεσα στο περίσσευμα των ισχυρών και το έλλειμμα των ασθενέστερων. Αυτή είναι η αναγκαία πολιτική, στο πλαίσιο δημιουργίας θεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης και ισόρροπης ανάπτυξης των χωρών και όχι εκμετάλλευσης τους από τις ισχυρές, οι οποίες αφενός καθίστανται έντονα παραγωγικές, αφετέρου δε δανείστριες των υπολοίπων με  απόλυτα τοκογλυφικά τρόπο.
Απαιτείται δηλαδή στο πλαίσιο κοινού νομίσματος και  κοινή ευρωπαϊκή πολιτική η οποία όπως τονίζει ο γνωστός κ. Σόρος: «τα χρόνια εκείνα οι γερμανικές πολιτικές ηγεσίες διαβεβαίωναν ότι η Γερμανία δεν έχει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, έχει μόνον ευρωπαϊκή. Η διαδικασία αυτή κορυφώθηκε με τη συνθήκη του Μάαστριχ και την εισαγωγή του ευρώ. Ακολούθησε μια περίοδο στασιμότητας όπου μετά το κραχ του 2008 μετατράπηκε σε διαδικασία αποδιάρθρωσης» (Βλ. Μαριάννα Τόλια 2012 « HYPERLINK “http://www.sofokleous10.gr/portal2/toprotothema/toprotothema/2012-06-05-22-27-41-2012060563917/” Το ευρώ ως φούσκα, ο Σόρος, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ», Σοφοκλέους 10, Τετάρτη, 06 Ιούνιος). Κατά συνέπεια, η δήλωση της Αγγέλα Μέρκελ, μετά τη χρεοκοπία της Lehman το 2008 ότι οι εγγυήσεις που θα παρέχονταν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα γίνονταν σε επίπεδο κάθε κράτους ξεχωριστά και όχι σε  ευρωπαϊκό επίπεδο, διαμορφώνει πλαίσιο υπονόμευσης του ευρώ από τα μέσα. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές κατά τούτο, όπως τονίζεται   από τον Σόρος, «συνειδητοποίησαν τις συνέπειες αυτής της δήλωσης αν και   χρειάστηκαν  ένα χρόνο περίπου» έπραξαν δε όπως ήταν αναμενόμενο  με τις γνωστές συνέπειες για τα αδύναμα κράτη προβάλλοντας διεθνώς ότι  το Ευρώ δεν είναι παρά μια  φούσκα. Την άποψη αυτή στερεοποιεί  η θέση, πως κάθε φορά που η υπάρχουσα δομή της Ευρωζώνης θα έφτανε σε αδιέξοδο, οι ηγέτες των κρατών θα έλυναν το πρόβλημα, κι όχι η ΕΕ με κοινή Ευρωπαϊκή  πολιτική. Αυτό αποτελεί τη μέγιστη ανακολουθία του ευρωσυστήματος, αφού μετά το κοινό νόμισμα δημιουργείται η πεποίθηση, ότι οι χώρες της Ευρωζώνης οδεύουν προς πλήρη πολιτική δημοσιονομική ένωση και έτσι να προβάλλει ως πολύ λογικό η Γερμανία και η Ελλάδα  να θεωρούνται εξίσου απαλλαγμένες κινδύνων και να δανείζονται με τα ίδια επιτόκια. Όπως και ότι, για τον ίδιο λόγο, ήταν λογικό «τα κρατικά ομόλογα όλων των κρατών μελών του ευρώ να θεωρούνται εξίσου απαλλαγμένα κινδύνων, άρα οι τράπεζες του ευρώ να μην υποχρεούνται να κρατούν γι’ αυτά κεφάλαια ασφαλείας και να φορτώνονται αστόχαστα με ολόκληρα βουνά κρατικού χρέους». Επομένως από τη στιγμή που η κ Μέρκελ έσπασε όλη αυτή τη λογική, αποφασίζοντας ότι κάθε χώρα ήταν υπεύθυνη για τις τράπεζές της, ήρθε η αντίστροφη μέτρηση. Από εκεί και πέρα, για τις χώρες, Ελλάδα και στη συνέχεια Ιρλανδία, Πορτογαλία και πλέον και η Ισπανία,  Ιταλία, άρχισαν, εξαιτίας του κοινού νομίσματος, με την πολιτική όμως ενός, να παρίσταται το φαινόμενο πως  ενώ ήταν δανεισμένες στο δικό τους νόμισμα το Ευρώ, σαν να ήταν δανεισμένες πλέον σε ξένο νόμισμα και οι ίδιες να παρίστανται ως χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου γι’ αυτές το ευρώ που παρουσιάζεται ως φούσκα (βλ. Μαριάννα Τόλια 2012 οπ. π.) και παίζει το ρόλο της Γκιλοτίνας για τους λαούς των χωρών αυτών θέτοντας τους σε παραγωγική ακινησία και υπερχρέωση των κρατών και των λαών τους, χωρίς δυνατότητα υπάρξεως στο μέλλον.
Η αλήθεια είναι ότι με την πολιτική της Γερμανίας και την αδυναμία άρθρωσης κοινής νομισματικής πολιτικής το ευρώ αποδιαρθρώνεται. Δυστυχώς  διακρίνονται παντού άφθονα τα σημάδια της διάλυσής του – από την εκ νέου ‘’εθνικοποίηση’’ ενεργητικών και παθητικών των χρηματοπιστωτικών συστημάτων των κρατών μελών, την έξοδο των καταθέσεων από τον ευρωπαϊκό νότο προς όφελος του Βορρά και τη δυσθεώρητη απόκλιση των σπρεντ Βορρά και Νότου. Όλα τα ανωτέρω  μπορεί και θα πρέπει να τεθούν σε πολιτική συζήτηση στα θεσμικά όργανα της ΕΕ όχι μόνο  για την επόμενη μέρα στη χώρα μας , αλλά και των χωρών και των λαών του νότου της Ευρωζώνης”.

-Ποια είναι η θέση της χώρας μας σε αυτό το γίγνεσθαι;

“Η Ελλάδα σήμερα έχει ανάγκη από στέρεα πολιτική με ακλόνητες  θέσεις προς προοδευτική κατεύθυνση, η οποία αφενός δεν θα μας καθιστά υπό εθελουσία έξοδο από το Ευρώ και την Ευρωζώνη και αφετέρου δεν θα απεμπολεί το δικαίωμά μας, αυτό της κατά συνθήκη αλληλεγγύης, για συνέχιση της οφειλόμενης χρηματοδότησης, καθότι η δημιουργία προγράμματος συμμετοχής στα πλεονάσματα των ισχυρών χωρών της ΕΕ είναι η μόνη νόμιμη οφειλόμενη ενέργεια εκ μέρους των.
Στο σημείο που βρισκόμαστε, κατ’ αρχήν νομίζω ότι  είναι αναγκαίο, χωρίς να υποθηκευθεί παραπάνω το μέλλον της χώρας, προκειμένου  να έχει τα αναγκαία κεφάλαια για τη διαχείριση του χρέους, αλλά και χωρίς στον «στραγγαλισμό» των Ελλήνων, να σχεδιασθεί εξ αρχής το μοντέλο ανάπτυξης με βάση τον πλούτο των περιοχών της, και την συμμετοχή των Ελλήνων στην παραγωγική διαδικασία σ’ όλους τους τομείς της οικονομίας. Απαιτείται κατ’ αρχήν να πεισθεί ο ελληνικός λαός για την επιστροφή στη γη και στην παραγωγή, με σκοπό την αύξηση τόσο της παραγωγής όσο και της παραγωγικότητας.
Ο τρόπος αυτός συνδυάζεται με την προβολή και διεκδίκηση ανάλογων προγραμμάτων, για τις χώρες της Ευρώπης  του νότου, από τα ευρωπαϊκά ταμεία, ώστε να επέλθει μια παραγωγική  ισορροπία και ισότιμη ανάπτυξη. Είναι αναγκαίο  να υπάρξει 5ετές αναπτυξιακό πρόγραμμα, του οποίου το βέλος οφείλει να έχει φορά ανάπτυξης με όψη προς την κοινωνία και τη δυνατότητα ζωής του λαού. Με στόχο την παραγωγή και παραγωγικότητα, την ενίσχυση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και της μικρής παραγωγής που θα μειώσει την ανεργία και θα φέρει φυσιολογικά έσοδα στο κράτος προς αντικατάσταση των οριζόντιων περικοπών. Να έχει δηλαδή θετικό και όχι αρνητικό πλεόνασμα, για το οποίο θα υπερηφανεύονται οι αρμόδιοι υπουργοί, για δυναμική δήθεν οικονομική πορεία προόδου δηλαδή του Ελληνικού λαού.
Μια τέτοια πολιτική μπορεί να οδηγήσει τις οικονομίες των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, όπως είναι και της χώρας μας, να μην στηρίζονται πια στα δανεικά. Επίσης αυτή η πολιτική μπορεί να οδηγήσει τους λαούς του Ευρωπαϊκού  νότου στην έξοδο από την εκμετάλλευση. Η εκμετάλλευση αυτή    κατέστησε τους λαούς του νότου, όπως και την Ελλάδα, να είναι κατ’ αποκλειστικότητα καταναλωτικά όντα των ισχυρών χωρών, ώστε να δανείζονται και μάλιστα με όρους τοκογλυφίας, μόνο και μόνο για να καταναλώνουν τα προϊόντα τους.
Απαιτείται συγκρότηση πολιτικής μετά των άλλων χωρών του νότου κοινής  πολιτικής δια ενός αμφικτιονικού συνδέσμου προς ομοσπονδοποίηση της ΕΕ, με κοινό νόμισμα μεν, αλλά και με κοινή πολιτική δε, πολιτική που δεν θα τη χαράζει ένας, η Γερμανία, για να την εφαρμόζουν οι υπόλοιποι, άλλως πρέπει να σκεφθούμε αν μπορούμε να αντέξουμε τη συνύπαρξη μια «Γερμανικής Ευρώπης το γερμανικό Ευρώ ως νόμισμα»!.

-Η περιβόητη ανάπτυξη γιατί δεν έρχεται; Τι θα πρέπει να γίνει;

“Στόχος μιας εθνικά δημοκρατικής-προοδευτικής πολιτικής αποδέσμευσης από το μνημόνιο και τη δανειακή σύμβαση οφείλει να είναι ο σχεδιασμός του   οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης με στόχο την παραγωγή και την παραγωγικότητα, τη δημιουργία της οικονομίας των προϊόντων και της μικρής παραγωγής με περιορισμό της οικονομίας των υπηρεσιών στον αναγκαίο βαθμό και με αξιοποίηση της τεχνολογίας και των τεχνικών στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας.
Σε χώρες που χρεοκόπησαν ή οδηγήθηκαν σε κατάσταση ελεγχόμενης χρεοκοπίας όπως εν προκειμένω η χώρα μας, από ότι έδειξαν ειδικές μελέτες, η μείωση των μισθών και η αύξηση των πολλαπλών και υπέρογκων φόρων, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ύφεση με ότι τούτο συνεπάγεται για το εμβαδόν της οικονομίας και με φορά ένα μαύρο και φαύλο κύκλο. Η πολιτική που φαίνεται ότι μπορεί να αποδώσει άμεσα αλλά και μεσοπρόθεσμα είναι κυρίως, η στον αναγκαίο βαθμό μείωση των δαπανών, με περιορισμό του κράτους, στους τομείς εκείνους που δεν θίγεται ο κοινωνικός του ιστός, με την στην πράξη πάταξη της φοροδιαφυγής και των φοροκλεπτών, ενώ παράλληλα και με ειδικό τρόπο απαιτείται η σύσταση ειδικής πολιτικής ενίσχυσης της μικρής παραγωγής και της μικρής και μεσαίας επιχείρησης. Όπως έδειξαν οι παραπάνω μελέτες παγκοσμίως, η ενίσχυση της μικρής παραγωγής και της μικρής και μεσαίας επιχείρησης, έχει θετική επίπτωση κυρίως στην απασχόληση και στη δημιουργία βάσης προϊόντων με εξαγωγική προοπτική και με παράλληλη μείωση εισαγωγών σε αντίστοιχα προϊόντα. Διαμορφώνεται έτσι, ένα πεδίο εισπράξεως φυσιολογικών εσόδων για το κράτος, ώστε το ποθούμενο πρωτογενές πλεόνασμα να μην είναι αποτέλεσμα οριζόντιας, άσκοπης και αναποτελεσματικής φοροεπιδρομής, η οποία ούτως ή άλλως οδηγεί σε φαύλο κύκλο ύφεσης και χρέους. Το πλεόνασμα αυτό οφείλει, ως γόνιμο και δημιουργικό, να εξασφαλίζει ταυτόχρονα, πέρα από την είσοδο σε ανάπτυξη και την στοιχειώδη ευημερία των πολιτών, στην εγκαθίδρυση της αναγκαίας ελπίδας ότι, υπάρχει θετική διέξοδος από αυτή την παρατεταμένη κρίση. Κρίση στην οποία οδηγηθήκαμε εκόντες-άκοντες από την διεθνή κατάσταση ως ένα βαθμό μεν, αλλά κυρίως από την πολιτική της πελατειακής κλεπτοκρατίας και την εφαρμοσθείσα, από αυτόκλητους σωτήρες, μονεταριστική νεοφιλελεύθερη πολιτική και οι οποίοι εκτός των άλλων έπαιξαν άριστα το παιγνίδι των αγορών, παγιδεύοντας το λαό στο φαύλο κύκλο της ύφεσης και της φτώχειας και υποθηκεύοντας πολιτικά τη χώρα και το μέλλον του λαού.
Πρώτο μέτρο λοιπόν, στην προσπάθεια εφαρμογής μιας άλλης πολιτικής, σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, είναι κατ’ αρχήν η χαλάρωση των αντιλαϊκών μέτρων σε εκείνο το βαθμό που να δημιουργηθεί η αυτοπεποίθηση στους Έλληνες, και στις Ελληνίδες για πορεία προς θετικό πλεόνασμα μεν, δημιουργικό δε.
Η εφαρμογή της ανωτέρω πολιτικής στο κέντρο της έχει την μικρή παραγωγή, τη μικρή και μεσαία επιχείρηση με εκ την παραλλήλου ενίσχυση της παραγωγικότητας, την ελάττωση του ΦΠΑ στο κατώτερο δυνατό, σ όλες τις μορφές της παραγωγικής διαδικασίας, με αναλογική εφαρμογή προς τα πάνω σε είδη που δεν είναι πρώτης ανάγκης και εντάσσονται στα πολυτελείας, όπως και σε εισαγόμενα προϊόντα για τόνωση της ελληνικής αγοράς.
Η πάταξη της φοροδιαφυγής και η φορολόγηση των άνευ αιτίας εκπατρισθέντων κεφαλαίων, με την εκ παραλλήλου εφαρμογή κινήτρων εισόδου αυτών, ξανά στη χώρα με έργα και όχι στα λόγια, καθίσταται  αναγκαιότητα. Πέραν τούτων των μέτρων, είναι αναγκαίο να δρομολογηθεί συγκεκριμένη πολιτική εκμετάλλευσης του φυσικού και του ορυκτού πλούτου της χώρας. Αυτό βέβαια έχει μακροπρόθεσμο ορίζοντα και σχετίζεται άμεσα και με την εξωτερική πολιτική”.

-Μεταρρυθμίσεις επί μεταρρυθμίσεων στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης… Λύνονται έτσι τα προβλήματα που συνεχώς αυξάνονται και μεγαλώνουν;

“Η εξασφάλιση της λειτουργίας των Πανεπιστημιακών   Ιδρυμάτων είναι ζήτημα των αυτοδιοικούμενων Οργάνων του και  των εκ του Συντάγματος Λειτουργών του, καθηγητών, οι οποίοι οφείλουν τοις πράγμασι να αποδεικνύουν και να επιδεικνύουν τούτο, ως η εξουσία της γνώσης, στην οποία  κάθε εξουσία υποτάσσεται  όχι βεβαίως  για να ικανοποιήσει τα πρόσωπα, αλλά για να στηριχθεί η ελευθερία και η Δημοκρατία και στο πλαίσιο αυτής η δικαιοσύνη, για όλα και προς όλους.
Η γνώση ως επιδίωξη της αλήθειας, ως ηθική, πνευματική και θεσμική ανεξαρτησία από την κεντρική εξουσία του κράτους, αποτελεί βασικό όρο Πολιτείας στην οποία ως πολίτευμα έχει τη σύγχρονη δημοκρατία και κατά τούτο το Πανεπιστήμιο ως αυτοθεσμούμενη αρχή, με δημόσιο χαρακτήρα, είναι συντακτικό στοιχείο αυτής.  Για το λόγο αυτό η γνώση αυτή δεν υποτάσσεται σε καμία μορφή εξουσίας νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, όπως πολύ περισσότερο δεν υποτάσσεται σε κανενός είδους και μορφή οικονομικής εξουσίας (άρθρο 16 Σ.), συστατικό στοιχείο της οποίας είναι  επιχειρηματική βούληση των ιδιωτών. Υπ’ αυτή την έννοια άλλωστε οι συντελεστές της γνώσης αυτής (καθηγητές) καθίστανται δημόσιοι λειτουργοί και διακρίνονται από τους δημοσίους υπαλλήλους (Αρ. 16 παρ. 6 Σ) και κείνται εκτός της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας.
Στη χώρα μας το πρόβλημα της παιδείας πλην φωτεινών εξαιρέσεων, οι οποίες επιβεβαιώνουν τον κανόνα (1932,1964 ιστορικό Νομοθετικό Διάταγμα 4379/1964 και Ν. 1268/82 για το Πανεπιστήμιο και 1566/85 για την εκπαίδευση) δεν αποτέλεσε σχεδόν ποτέ κεντρικό ζήτημα πολιτικής. Τούτο αποδεικνύεται άλλωστε από το ότι ακόμη και σήμερα δεν υφίσταται  σε βάθος  επεξεργασμένη πολιτική για την Παιδεία.  Όλες οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν κατά καιρούς μπορεί να ήταν απαιτήσεις των καιρών, αλλά δεν διακρίνονται από έμπνευση, τον μακρόπνοο σχεδιασμό. Τούτο είχε ως  συνέπεια  στο σύνολό του το σύστημα της Ελληνικής Παιδείας, όπως θα έλεγε και ο Ιπποκράτης, να  «νοσεί νόσον βαρείαν».
Εκτός των ανωτέρω  η μεταρρύθμιση της αλλαγής για το Πανεπιστήμιο (1268/82), η οποία εγκαθίδρυσε το μαζικό πανεπιστήμιο, έφερε μέσα της και το αντίθετό της, την αντιμεταρρύθμιση, στο πλαίσιο της οποίας κυριάρχησε η σύγχυση και η αντιφατικότητα, τουλάχιστο  από τη δεκαετία  90  μέχρι το 2007 όπου η δήθεν φιλελεύθερη μεταρρύθμιση επέβαλε την πλήρη απορρύθμιση.
Η αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη πρέπει να συμβάλει στην αναγκαία στροφή της ελληνικής κοινωνίας προς την ενίσχυση της παραγωγικής προσπάθειας, της οικονομικής ανάπτυξης, και της καινοτομίας.
Η Ανώτατη παιδεία  θα πρέπει να συνδεθεί με την έξοδο της χώρας από την κρίση και την ανάπτυξή της. Κάτι τέτοιο θα επηρεάσει σημαντικά την συνολική διάρθρωση των ΑΕΙ, τον αριθμό των εισακτέων σε σχολές και τμήματα, καθώς και την βιωσιμότητα αυτών με προσδιορισμό καινοτόμων επιστημονικών αντικειμένων πολλών εκ των ιδρυμάτων.

Κατά συνέπεια απαιτείται ριζική αναθέσμιση τόσο της ανώτατης παιδείας όσο και του όλου εκπαιδευτικού συστήματος:
Ανατροπή της θεσμικής τάξης που έχει υπαγάγει την ελευθερία της γνώσης στην κυβερνητική και επιχειρηματική βούληση.
Αποδέσμευση -Αυτοτέλεια του δημόσιου Πανεπιστήμιου με ανεξάρτητη διοικητική δομή και οικονομική εξουσία στο πλαίσιο της κοινωνικής του αποστολής.
Εξασφάλιση της ελευθερίας της γνώσης στο δημοκρατικό κοινωνικό αυτοθεσμούμενο Πανεπιστήμιο καθ’ ότι:
Α) Αυτή ελέγχει την εξουσία και στερεοποιεί τη Δημοκρατία
Β) Το άρθρο 16 του Συντάγματος αυτήν  εξασφαλίζει και εγγυάται,
Γ) Η υπαγωγή της σε μορφές εξουσίας αποβαίνει σε βάρος του λαού της δημοκρατίας και της κοινωνίας και στην υποδούλωση τελικώς του ανθρώπου με αντίστοιχη φαλκίδευση του μέλλοντος του”.

-Πώς γίνεται οι Έλληνες επιστήμονες να διαπρέπουν στο εξωτερικό και στην Ελλάδα να είναι άγνωστοι;

“Τα Πανεπιστήμια εκπαιδεύουν νέους άξιους επιστήμονες, αναδεικνύουν νέους ερευνητές και παράγουν σημαντικό έργο για άμεση αξιοποίησή του από την Πολιτεία, ένα παράδειγμα λαμπρό είναι η Ελένη Αντωνιάδου που αναδείχτηκε «Γυναίκα της χρονιάς» και βραβεύτηκε σε ειδική τελετή, στο Λονδίνο, για το ερευνητικό της έργο στα “2013 FDM Everywoman In Technology Awards” (  HYPERLINK “http://www.lifo.gr/now/greece/24672” www.lifo.gr). Η επιστήμων αυτή είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Στερεάς Ελλάδος (Τμήματος πληροφορικής με εφαρμογές στην Βιοιατρική), ένα Πανεπιστήμιο το οποίο, με τους Δελφούς στο κέντρο, θα μπορούσε να αναχθεί σε Πανεπιστήμιο του Κόσμου, παρά ταύτα  όμως, με το Σχέδιο Αθηνά, τελεί υπό κατάργηση !
Στην Ελλάδα η τριτοβάθμια εκπαίδευση οφείλει να καταστεί Βαριά βιομηχανία ως εκπαιδευτική βιομηχανία. Τούτο δε διότι:

Πρώτον για να μην υπάρξει μετανάστευση του πιο σημαντικού κομματιού της Ελλάδας της νεολαίας, η οποία έχει σπουδαία εφόδια τα οποία θα καρπωθούν τρίτοι και

Δεύτερον διότι η μεταπολιτευτική πολιτική στήριξε τις ελπίδες της και μεγιστοποίησε το εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο πρέπει να αξιοποιηθεί δεόντως, τόσο για την ανάπτυξη της χώρα όσο και για τη μείωση της ανεργίας, η οποία σε διαφορετική περίπτωση θα μεγιστοποιηθεί.

Δυστυχώς, τα τελευταία νέα σχετικά με το μέλλον της νέας γενιάς επιστημόνων στην Ελλάδα είναι άκρως αποθαρρυντικά: μετά τις τελευταίες επαφές της συντονιστικής επιτροπής της Πρωτοβουλίας με όλα τα συναρμόδια υπουργεία (Παιδείας, Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης) επιβεβαιώνεται ότι δεν θα πραγματοποιηθεί κανένας διορισμός εντός του 2012. Επιπλέον, καθίσταται σαφές πως το 2013 οι διορισμοί θα συνδεθούν με τις αποχωρήσεις μελών ΔΕΠ του 2012 και θα πραγματοποιηθούν με βάση τον κανόνα 1/5. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι, στην καλύτερη περίπτωση, 100-130 διορισμοί κατ’ έτος (Σύνοδος Πρυτάνεων 5-9-2012).
Η βιομηχανία αυτή, της εκπαίδευσης  οφείλει να παραλληλίζεται με τη στροφή κυρίως στον πρωτογενή αλλά και στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. Πλάι στη βιομηχανία του Τουρισμού και της πρωτογενούς παραγωγής ο σημαντικότερος τομέας ανάπτυξης σήμερα είναι η εκπαιδευτική Βιομηχανία ώστε εκτός των άλλων ωφελειών να βρεθούν και τρόποι περιορισμού του φαινομένου της εξαγωγής επιστημονικού δυναμικού που έχει σπουδάσει με ελληνική κρατική δαπάνη , με χρήματα του ελληνικού λαού.
Τα Πανεπιστήμια είναι από τους ελάχιστους φορείς στην Ελλάδα σήμερα, τα οποία μέσα σε ακραίες συνθήκες ύφεσης, δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, κυρίως μέσω των επιτυχιών που έχουν σε ανταγωνιστικά προγράμματα βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αλλά και άλλων Διεθνών Ερευνητικών φορέων, όπως και σε προγράμματα ΕΣΠΑ”.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ