Συνέντευξη του  Ηλία Θ. Παππά στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη.

Οι αρνήσεις μιας ημέρας, από το άγουρο ξύπνημα άνευ ονείρου στις 09:00 το πρωί, μέχρι και τις 08:00 το βράδυ, όπου αποδέχεται κανείς την όποια έγερση ή την όποια πτώση στο πέρασμα της ημέρας… 24 ποιήματα, 24 ώρες, ένα σύντομο ποιητικό χρονικό, ένας κύκλος που ανοίγει και κλείνει με νίκες και χαρές ή θανάσιμες ήττες. Τα ποιήματα του Ηλία Θ. Παππά στη νέα του ποιητική συλλογή που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Στοχαστής» είναι ένα συμβολικό ταξίδι σε μια πόλη αφιλόξενη, γνωστή, αλλά και ξένη, όπου ο γράφων ξεκινά τη περιδιάβασή του ανοίγοντας την πόρτα της εξόδου και «χωρίς να ξέρει ποιος είναι ο δρόμος και ποιος ο λαβύρινθος». Κάθε ώρα που περνά είναι και μια στάση της σκέψης και της ψυχής, κάθε ώρα και μια εικόνα γεμάτη φως ή σκιά, ελπίδα ή απελπισία. Η ιστορία, η πολιτική, η πατρίδα, το ξεπεσμένο μεγαλείο, ξεγυμνώνονται και ξεμπροστιάζονται με στίχους κοφτερούς και σαρκαστικούς αποδεικνύοντας πως οι άνθρωποι είναι «δετοί των ημερών» και «ανήμποροι μες στους δακτύλιους του καιρού», αλλά και εν τέλει πως «το ζύγι δεν κάνει λάθος: ο άνθρωπος είναι βαρύτερος του θεού» και μπορεί να φτιάξει τη μέρα του ο ίδιος αφού πρώτα την έχει αποδεχτεί.
ekswfyllo-arnhseis
Ο Ηλίας Θ. Παππάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Έχει επίσης εκδώσει την ποιητική συλλογή Λυρική Αρχή και Τέλος, εκδ. Εριφύλη, Αθήνα 1997.

Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί η ποιητική συλλογή «Οι αρνήσεις μια ημέρας», εκδόσεις Στοχαστής;

Η αφορμή ήταν απλή, να σας πω την αλήθεια, όπως πιστεύω απλές είναι συχνά και οι πιο σημαντικές αφορμές. Μου έκανε εντύπωση, πριν αρκετά χρόνια, στην τελική ευθεία προς το πρώτο μνημόνιο, μια γενικότερη αδιαφορία γύρω μου για την καθημερινότητα, την οποία παρατήρησα φυσικά πρώτα στις δικές μου ενέργειες. Μια παραίτηση, αν θέλετε, μάλλον υποσυνείδητη, η οποία με έκανε να αναρωτηθώ πώς μπορεί κάποιος να ζει μέρα τη μέρα μέσα σε τέτοιες αποδυναμωτικές, ναρκωτικές αντιθέσεις, δίχως να αντιδρά.

 

Η ξέφρενη ταχεία της κυβέρνησης Καραμανλή έδωσε τη θέση της στην αποπλανητική κυβέρνηση Παπανδρέου, που κατέληξε  στην απόβαση της Τρόικας, με τα γνωστά φυσικά αποτελέσματα. Για να επιβιώσουμε, λοιπόν, έχω την εντύπωση ότι έπρεπε να αρνηθούμε τα περισσότερα από όσα βλέπαμε να συμβαίνουν, τουλάχιστον ως πρώτη αντίδραση, η οποία μου μοιάζει αρκετά ως μια συλλογική προσπάθεια ψυχολογικής αυτοπροστασίας.

 

Στις «Αρνήσεις μιας Ημέρας» προσπάθησα να αποτυπώσω όλη την ασχήμια που αρνούμαστε να δούμε, με απώτερο σκοπό να δείξω ότι μόνο αν ανοίξουμε τα μάτια μας, αν αποδεχτούμε δηλαδή την καθημερινότητα ως έχει -κατ’ ουσία τη θέση μας σε αυτή- μπορούμε να την αλλάξουμε.

 

Στην ποιητική συλλογή μιλάτε για τις αρνήσεις της μιας ημέρας. Στην πραγματικότητα πόσες αρνήσεις μπορούν να υπάρξουν στις δύσκολες στιγμές της ζωής;

 

Οι αρνήσεις δεν τελειώνουν ποτέ κατά τη γνώμη μου. Ο άνθρωπος έχει μια ριζωμένη ανάγκη να αρνείται, να μην αποδέχεται τον εαυτό του, όπως φυσικά και να μην αποδέχεται τον συνάνθρωπό του (που σημαίνει κατ’ επέκταση την ίδια του τη χώρα) για να μπορεί κουτσά στραβά να επιβιώνει. Μια συνεχής πάλη ενάντια σε αυτές τις αρνήσεις, ενάντια στον αδύναμο εαυτό μας, αν θέλετε, είναι το μοναδικό όπλο που έχουμε στα χέρια μας για να βγούμε από την προσωπική μας πλάνη και να βοηθήσουμε, πιθανώς, τόσο εμάς τους ίδιους όσο και τους γύρω μας.

 

   Ξεκινάτε την γραφή ως ημερολογιακή αναφορά . Αλήθεια ο σημερινός άνθρωπος έχει την συνήθεια να γράφει τις προσωπικές του στιγμές σε ένα ημερολόγιο;

 

 Ναι, περισσότερο από ποτέ. Ίσως όχι τόσο σε χαρτί αλλά ψηφιακά. Αν ρίξετε μια ματιά στο internet θα δείτε ότι υπάρχουν εκατομμύρια blogs, με αυτόν ακριβώς τον ημερολογιακό χαρακτήρα. Λογικό, θα έλεγα, αφού όσο οι πληθυσμοί απομακρύνονται, τόσο μεγαλώνει η ανάγκη συσπείρωσης του ατόμου.   

 

 Γράφετε «Ας πούμε  Ελλάδα  την Ελλάδα». Ποιες είναι οι σκέψεις σας για αυτή την δύσκολη οικονομική κατάσταση που έχουμε πέσει;

 

 Η οικονομική μας κατάσταση δεν είναι κάτι το πρωτοφανές. Δεν είναι δα η πρώτη φορά που έχουμε το καρκινοφόρο χέρι του Δ.Ν.Τ. να καθοδηγεί το δικό μας. Αυτό που προσωπικά μου προκαλεί τη μέγιστη εντύπωση είναι ο τρόπος που φτάνουμε να επιτρέπουμε σε αυτό το χέρι να μας μολύνει. Και αναφέρομαι φυσικά στη δουλικότητα των εκάστοτε κυβερνήσεων απέναντι στις «μεγάλες δυνάμεις», που φτάνει στα όρια του δοσιλογισμού. Το πρόβλημά μας, φυσικά, είναι πρωτίστως η έλλειψη παιδείας. Αυτή η ρίζα τρέφει τόσο την πολιτική ασέλγεια όσο και την ατομική μας παραίτηση και εξάρτηση από το κομματικό σύστημα. Σαν λαός έχουμε φτάσει στην πρωτόγνωρη σχεδόν θέση να ενδιαφερόμαστε αποκλειστικά για την προσωπική μας επιβίωση εις βάρος του διπλανού μας, όχι απλώς εις βάρος των νόμων ή των κρατικών μηχανισμών (μια κατάσταση που ούτως ή άλλως επιστρέφει ως κοινωνικό μπούμερανγκ). Αυτό που κατάφεραν οι πολιτικές δυνάμεις, με τις δημαγωγίες τους, είναι η ανάδειξη του προσωπικού συμφέροντος ως κινητήρια δύναμη του ψηφοφόρου, ενάντια βέβαια στην επίτευξη του συλλογικού συμφέροντος που διατυμπανίζεται στις ιδεολογικές τους θέσεις. Πρόκειται για ένα τραγικό, πέρα ως πέρα παρανοϊκό αποτέλεσμα. Είμαι της γνώμης ότι η Ελλάδα πρέπει να σταματήσει τις εξωφρενικές υποχωρήσεις στην Τρόικα και να ισορροπήσει, μια και καλή, την τεχνοκρατική με την κοινωνική πολιτική. Η εκάστοτε κυβέρνηση πρέπει να καταλάβει ότι η πρώτη εξαρτάται από τη δεύτερη και όχι το αντίστροφο. Οι συχνές παραβιάσεις του συντάγματος και του ευρωπαϊκού εργατικού δικαίου δεν αφήνουν επιλογές στους πολίτες, που σημαίνει ότι αργά ή γρήγορα θα μας ωθήσουν σε αντιδράσεις που δεν θα είναι υπέρ κανενός.

 

 -«Ύπνο δεν θα αφήσω να με λούσει ούτε μουντή βροχή να με ονειρέψει. Ξάγρυπνος θα μείνω…». Και τι θα απογίνει το όνειρο;

 

Μα αν δεν δεις τον κόσμο ως έχει, αν δεν αντέξεις να τον αποδεχτείς, πρώτα, πώς θα ονειρευτείς έναν καλύτερο; 

 

 -«Περνάω και ισορροπώ σε σχοινί τεντωμένο». Μα μια ζωή έτσι δεν ζει ο καθημερινός άνθρωπος; Σε τι μπορεί να τον βοηθήσει η ποίηση;

 

Δεν ξέρω σε τι μπορεί να τον βοηθήσει η ποίηση, νομίζω για τον καθένα είναι ένα προσωπικό ζήτημα. Θα πω όμως, με κίνδυνο να διαβαστώ ως ελιτιστής, ότι όταν η ποίηση απουσιάζει οι άνθρωποι χαλαρώνουν τις αντιστάσεις τους, με τη κακή έννοια, και χάνουν μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής και συναισθηματικής τους συνείδησης.

 

 -Έχετε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Πώς νιώθετε όταν σας αναφέρουν ως ποιητή;

 

Περίεργα, θα έλεγα, αν και δεν το έχω σκεφτεί ποτέ αναλυτικά. Προσπαθώ πάντως να μην το ενθαρρύνω, αν θέλετε να είμαι ειλικρινής. Είμαι της άποψης (ίσως λόγω κάποιας παραπλανημένης σεμνοτυφίας) ότι αυτός ο χαρακτηρισμός κερδίζεται μετά από πολλά, ποιοτικά χρόνια γραφής και σημαντικό προσωπικό τίμημα. Ρωτήστε με ξανά σε δέκα χρόνια.

 

Η ποίηση σήμερα μοιάζει σαν να έχει χάσειτην παλιά αίγλη της. Τι συνέβη και η χώρα της ποίησης έχει κρατήσει αποστάσεις από τις νέες εκδόσεις νέων ποιητικών βιβλίων;

 

Αυτό που συνέβη είναι απλό, νομίζω: έχουμε γεμίσει ποίηση, μα έχουμε ελάχιστους ποιητές.

 

– Η πλειοψηφία των περιοδικών και των εφημερίδων γράφουν ελάχιστα για την ποίηση και τις νέες συλλογές. Υπάρχει ελπίδα να αλλάξει αυτή η κατάσταση;

 

Ναι, υπάρχει. Αν ξεκινήσουν να γράφουν βασιζόμενοι στην ποιότητα και όχι στις πελατειακές σχέσεις και στις προσωπικές επαφές. Το αναγνωστικό κοινό δεν ξεγελιέται εύκολα και καταλαβαίνει όταν του σερβίρουν χαζομάρες, άρα αδιαφορεί. Και όταν το κοινό αδιαφορεί, τότε το μέσο αδιαφορεί επίσης, δημιουργώντας έναν τέλειο, φαύλο κύκλο. Ειρωνικό, δεν βρίσκετε;

 

– Πριν από λίγο καιρό φύγατε για μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό. Θα θέλατε να μας κάνετε μια μικρή αναφορά στην χώρα υποδοχής σας αλλά και την εργασία σας;

 

Δεν θα ήθελα να αναφερθώ ιδιαίτερα. Η Νορβηγία είναι μια χώρα που με υποδέχτηκε καλά, όπως και οι άνθρωποι που έχω γνωρίσει, αλλά η αναγκαστική φυγή μου λόγω πολυετούς ανεργίας και η ενασχόλησή μου με ένα άσχετο επάγγελμα είναι δύο πράγματα που δεν θα τα ευχόμουν σε κανέναν.

 

– Πώς νιώθει ο ποιητής μακριά από τον γενέθλιο τόπο;

 

Το ίδιο, πιστεύω, που νιώθουν και όσοι δεν γράφουν ποίηση: έρμαιος.

 

 – Ποιο είναι το αγαπημένο σας βιβλίο ποίησης που έχετε στο προσκεφάλι;

 

Ενίοτε πολλά. Κυρίως το «Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά».

 

– Μπορείτε να μου αναφέρετε κάποιους σημαντικούς στίχους που σας επηρέασαν;

 

Έτσι άμεσα μόνο έναν μπορώ να θυμηθώ: «Είναι διγαμία να αγαπάς και να ονειρεύεσαι» του Ελύτη.

 

 

-Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν την συνέντευξή σας;

 

Ότι θα ευχόμουν και σε μένα: να νοιάζονται για τον τόπο τους, πάνω απ’ όλα.

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ