Ο επικίνδυνος τυνήσιος ισλαμιστής Σάμι Α. βρίσκεται επιτέλους εκεί όπου τον ήθελαν οι περισσότεροι: στην πατρίδα του και, κυρίως, μακριά από τη Γερμανία. Το πολιτικό κόστος της απέλασης όμως ενδέχεται να είναι υψηλό.Ο Τυνήσιος Σάμι Α. συγκαταλέγεται στους λεγόμενους «επικίνδυνους ισλαμιστές» τους οποίους οι γερμανικές ανακριτικές αρχές κατατάσσουν στους εν δυνάμει τρομοκράτες. Πέραν αυτού φέρεται να ήταν και προσωπικός σωματοφύλακας του πρώην αρχηγού της Αλ Κάιντα Οσάμα Μπιν Λάντεν. Ακόμη και η ίδια η καγκελάριος Μέρκελ δήλωνε στα τέλη Ιουνίου ότι δεν μπορεί να συμβιβαστεί κανείς με την ιδέα ότι «ένας πρώην σωματοφύλακας του Μπιν Λάντεν ζει στη Γερμανία». Το ότι μέχρι στιγμής δεν έχει αποδειχτεί η συμμετοχή του σε τρομοκρατική οργάνωση, δεν φαίνεται να παίζει στο μεταξύ κανέναν απολύτως ρόλο.

Η υπόθεσή του συνεχίζει να βρίσκεται εδώ και μέρες στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας στη Γερμανία, με την πολιτική των απελάσεων να έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με το κράτος δικαίου. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να απελαύνεται από μια ευνομούμενη χώρα όπως τη Γερμανία ένας ύποπτος για τρομοκρατική δράση όταν ενδέχεται να πέσει θύμα κακοποίησης και βασανισμού στην πατρίδα του;

Διελκυστίνδα δικαιοσύνης και αρχών

Το Διοικητικό Δικαστήριο του Γκελζενκίρχεν και η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων ερίζουν εδώ και χρόνια για την υπόθεση απέλασης του Τυνήσιου. Κάθε φορά που η υπηρεσία αποφάσιζε την άρση της απαγόρευσης απέλασης λόγω υποτιθέμενης βελτίωσης της κατάστασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τυνησία, οι δικαστές εναντιώνονταν, με το επιχείρημα της πιθανότητας βασανισμού. Έπειτα από μια πολυετή διελκυστίνδα μεταξύ των δυο πλευρών, ο Σάμι Α. απελάθηκε τελικά στην Τυνησία την περασμένη Παρασκευή. Με το ίδιο επιχείρημα -ότι «κατά πάσα πιθανότητα» θα υποστεί βασανισμό στην πατρίδα του- το δικαστήριο διέταξε την άμεση επιστροφή του στη Γερμανία. Οι τυνησιακές αρχές όμως αρνούνται καταρχήν να παραδώσουν τον υπήκοό τους, υποστηρίζοντας ότι προηγουμένως θα πρέπει να ολοκληρωθούν οι δικές τους έρευνες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένα ερωτήματα που αφορούν στο αμιγώς διαδικαστικό σκέλος της απέλασης θα πρέπει να απαντηθούν άμεσα: πώς απελαύνεται το πρωί ένας ύποπτος όταν το προηγούμενο βράδυ δικαστήριο απαγορεύει ακριβώς αυτό; Τι γνώριζε το τοπικό υπουργείο αρμόδιο για τους Πρόσφυγες στη Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία και πότε ενημερώθηκε ο αρμόδιος ομοσπονδιακός υπουργός Εσωτερικών Ζεεχόφερ;

Βεβιασμένη απέλαση ως επίδειξη αποφασιστικότητας;

Η ουσία της υπόθεσης όμως έγκειται αλλού. «Η ΒΡΝ μάχεται με αποφασιστικότητα και με όλα τα μέσα του κράτους δικαίου κατά της τρομοκρατίας», τονίζει επανειλημμένως ο αρμόδιος για την Ενσωμάτωση και τους Πρόσφυγες υπουργός του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας Σταμπ. Ο ίδιος δεν έχει τοποθετηθεί ακόμη προσωπικά για την υπόθεση της απέλασης, αλλά αντ΄ αυτού παραπέμπει στο Διοικητικό Δικαστήριο του Γκελζενκίρχεν. Σύμφωνα με τον υπουργό, κατά την απογείωση του αεροσκάφους που μετέφερε τον Σάμι Α. εκκρεμούσε η δικαστική απόφαση και ως εκ τούτου μπορούσε να απελαθεί. Όπως σημειώνουν αναλυτές, τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ του ότι έγιναν σκοπίμως βεβιασμένες κινήσεις προκειμένου να τονιστεί η αποφασιστικότητα των αρχών να προχωρά σε απελάσεις ατόμων που θεωρούνται επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια. Με το επιχείρημα της προάσπισης των βασικών αρχών του κράτους δικαίου, η ετυμηγορία των δικαστών ήρθε να αναιρέσει την πολιτική απόφαση. Μια εξέλιξη που έριξε νερό στο μύλο των ακροδεξιών. «Η υπόθεση καταδεικνύει ότι αρχές και δικαιοσύνη απέχουν παρασάγγας από την κοινή λογική», σχολίασε η επικεφαλής της Κ.Ο. του AfD Βάιντελ.

Τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης που συνήθως δεν φείδονται κριτικής στον υπουργό Εσωτερικών Ζεεχόφερ εμφανίζονται αυτή τη φορά αρκετά συγκρατημένα. Έντονη κριτική άσκησε όμως η ίδια η υπουργός Δικαιοσύνης Καταρίνα Μπάρλεϊ, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο αυθαιρεσίας στη δημόσια διοίκηση: «Όταν οι αρχές επιλέγουν ποιες δικαστικές αποφάσεις θα εφαρμόζουν και ποιες όχι, τότε αυτό συνεπάγεται το τέλος του κράτους δικαίου».

Πάντως ενώ παραμένει άγνωστο εάν και πότε θα επιστρέψει ο Σάμι Α. στη Γερμανία, ένα μπορεί να θεωρείται ήδη βέβαιο: στο δημόσιο διάλογο η «κοινή λογική» και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης τείνουν να παρουσιάζονται πλέον ως αντικρουόμενες έννοιες.

dpa, Κώστας Συμεωνίδης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ