Η συνήθης αντίδραση των χωρών, στις οποίες καταγράφονται διαδοχικά ρεκόρ νέων κρουσμάτων και θανάτων είναι η αυστηροποίηση των μέτρων. Όχι όμως στην Ελβετία, όπου το κλίμα παραμένει ακόμη σχετικά ήρεμο και χαλαρό. Βάσει αριθμών η επιδημιολογική κατάσταση στην Ελβετία είναι δραματική. Το τελευταίο διάστημα κατέγραφε ανά 100.000 κατοίκους έως και 351 νέες μολύνσεις σε διάστημα επτά ημερών. Στη Γερμανία ο αριθμός αυτός βρίσκεται κάτω από το 140. Από την αρχή της πανδημίας έχουν χάσει τη ζωή τους στην Ελβετία 41 άνθρωποι ανά 100.000 κατοίκους, ενώ στη Γερμανία 16. Μολονότι οι ελβετικοί αριθμοί κινούνται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η κυβέρνηση, οι υγειονομικές αρχές αλλά και οι πολίτες της χώρας παραμένουν χαλαροί.

Την περασμένη Δευτέρα η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Υγείας ανακοίνωσε 9.751 νέα κρούσματα σε διάστημα τριών ημερών. Αν και η σύγκριση είναι δύσκολη, καθότι τα Σαββατοκύριακα γίνονται συνήθως λιγότερα τεστ, ο αριθμός αυτός και βάσει πληθυσμιακών κριτηρίων μπορεί να θεωρηθεί περίπου διπλάσιος απ’ ότι στη Γερμανία. Επίσης, και πάλι με βάση τον πληθυσμό της, η Ελβετία μέτρησε αυτό το τριήμερο τέσσερις φορές περισσότερους νεκρούς με Covid-19 σε σχέση με τη Γερμανία.

«Η Ελβετία βάζει την οικονομία πάνω από τις ανθρώπινες ζωές»

Σε πολλές περιοχές τα μπαρ, εστιατόρια και οι κινηματογράφοι παραμένουν ανοιχτοί, στις λαϊκές αγορές υπάρχει ο συνήθης συνωστισμός, το ίδιο στα καζίνο και τα γυμναστήρια ενώ ανοιχτοί είναι ακόμη και οι οίκοι ανοχής. Την 1η Οκτωβρίου η ελβετική κυβέρνηση είχε άρει τον περιορισμό για τον επιτρεπόμενο αριθμό 1.000 ατόμων σε μεγάλες εκδηλώσεις. Στα μεγάλα εμπορικά κέντρα οι καταναλωτές έχουν ξεκινήσει ήδη τις χριστουγεννιάτικες αγορές.

«Η Ελβετία βάζει την οικονομία πάνω από τις ανθρώπινες ζωές», έγραψε πρόσφατα το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy. Ο συντάκτης του άρθρου Γιόζεφ ντε Βεκ, Ελβετός ιστορικός, εμφανίζεται οργισμένος με μια φράση του υπουργού Οικονομικών της χώρας Μάουρερ, ο οποίος εκτίμησε ότι η Ελβετία δεν αντέχει ένα δεύτερο λοκντάουν. «Αυτό δείχνει ότι η Ελβετία δεν έχει πρόβλημα να προχωρά σε μια στάθμιση μεταξύ υγείας και χρήματος», είπε στο δίκτυο SRF.

O υπουργός Οικονομικών πάντως εμμένει στη θέση του σχεδόν ανερυθρίαστα. Σε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα του λαϊκίστικου κόμματός του SVP στις 10 Νοεμβρίου επανέλαβε ότι οι επιστήμονες επικεντρώνουν μεν στην υγεία, ωστόσο σημασία έχει και το χρήμα, όπως χαρακτηριστικά είπε.

Λόγω της ομοσπονδιακής διοικητικής δομής η διαχείριση της κρίσης και η λήψη μέτρων εμπίπτουν κανονικά στην αρμοδιότητα των καντονιών. Στην αρχή της πανδημίας ωστόσο οι τοπικές αυτές κυβερνήσεις παρέδωσαν ατύπως τις εξουσίες τους στην κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η οποία και προχώρησε στη λήψη μιας σειράς ενιαίων περιοριστικών μέτρων, όπως το κλείσιμο των καταστημάτων, κλαμπ και εστιατορίων. Ωστόσο μετά την αποκλιμάκωση που επήλθε, η ομάδα διαχείρισης κρίσης που είχε συσταθεί διαλύθηκε τον Ιούνιο, παραδίδοντας τη σκυτάλη και πάλι στα καντόνια.

Αψηφώντας τις συστάσεις ειδικών

Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές. Τον Οκτώβριο σημειώθηκε έξαρση κρουσμάτων και αυτό παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις και συστάσεις των επιστημόνων. Στις αρχές Νοεμβρίου ακολούθησε μια ανοιχτή επιστολή πολλών οικονομολόγων: «Όσο δύσκολο και επώδυνο κι αν είναι, η Ελβετία χρειάζεται ένα δεύτερο απαγορευτικό, σε συνδυασμό με ένα συνολικό πακέτο δημοσιονομικών μέτρων προκειμένου να αποφευχθούν περαιτέρω ζημίες από την πανδημία».

Στο Καντόνι της Γενεύης η κατάσταση εκτροχιάστηκε πλήρως με πάνω από 1.000 κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους. Καμία άλλη περιοχή της Ευρώπης δεν έχει καταγράψει τόσο μεγάλο αριθμό μολύνσεων. Στις αρχές Νοεμβρίου η τοπική κυβέρνηση αντέδρασε επιβάλλοντας απαγορευτικό: καταστήματα λιανικής, πάροχοι υπηρεσιών και εστιατόρια έκλεισαν. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν εν μέρει ακόμη περισσότερο οι μετακινήσεις στο καντόνι, με τους πολίτες να επισκέπτονται γειτονικές περιφέρειες ακόμη και για κούρεμα. Και άλλα καντόνια προχώρησαν όμως στο μεταξύ -και με αρκετή καθυστέρηση-σε αυστηροποίηση του πλαισίου και επιβολή μέτρων. Μόλις πρι ημερών έκλεισαν και στη Βασιλεία εστιατόρια, μπαρ, καφέ, γυμναστήρια, κολυμβητήρια και καζίνο.

Παρά ταύτα οι υγειονομικές αρχές εμφανίζονται ιδιαίτερα καθησυχαστικές. «Οι εξελίξεις με κάνουν να αισθάνομαι συγκρατημένα αισιόδοξη, φαίνεται να έχουμε αναστροφή της τάσης», εκτίμησε η επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Υγείας Άν Λέβι μιλώντας στην εφημερίδα Sonntagsblick.
Μπορεί ο αριθμός των νέων κρουσμάτων σε διάστημα μιας εβδομάδας να μειώθηκε τελευταία από 450 στους 350 ανά 100.000 κατοίκους. Σε διάστημα 14 ημερών ωστόσο η Ελβετία συγκαταλέγεται στις χώρες εκείνες της δυτικής Ευρώπης που μετρούν τα περισσότερα κρούσματα, περισσότερα ακόμη και από την Ιταλία και τη Γαλλία. «Δεν είμαστε σε χειρότερη κατάσταση απ΄ ότι η υπόλοιπη Ευρώπη», σχολίασε η Αν Λέβι.

Σχολιάζοντας τις δηλώσεις αυτές ο Νταβίντ Ναμπάρο, ειδικός εντεταλμένος της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για τον κορωνοϊό εμφανίστηκε ιδιαίτερα ανήσυχος. «Με εκπλήσσει το ότι οι εξελίξεις δεν αντιμετωπίζονται ως εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης», είπε πρόσφατα ο ειδικός της ΠΟΥ που έχει την έδρα της στην Ελβετία.

Η εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung, αντιθέτως, απονέμει τα εύσημα στην ελβετική στρατηγική κατά του Covid. «Ούτε λοκντάουν, ούτε πανικός, η κυβέρνηση διατηρεί την ψυχραιμία της. Αυτό είναι αξιοσέβαστο», σχολίαζε προ ημερών, προσθέτοντας: «Εάν η πλειονότητα των πολιτών επιδείξει την ίδια χαλαρότητα όπως η κυβέρνηση, τότε τα πράγματα θα πάνε καλά».

Κριστιάνε Έλριχ (dpa)

Επιμέλεια: Κώστας Συμεωνίδης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ