Ανέκδοτο διήγημα του Αλέξανδρου Βαναργιώτη, φιλόλογου, συγγραφέα του βιβλίου «Διηγήματα για το τέλος της μέρας».

 Το θεώρησε προμήνυμα. Είχε γυρίσει από τη δουλειά προχωρημένο απόγευμα. Δούλευε σε μια εταιρεία που είχε αναλάβει την κατασκευή ενός τμήματος της εθνικής οδού. Ο Απρίλης στα τελευταία γλέντια του. Στον κήπο τα τριαντάφυλλα κυρίαρχα απέπνεαν μια ευωδία που τη σκορπούσε γύρω ο αέρας και το καταλάβαινες πια ότι είχε μπει για τα καλά η άνοιξη. Πήρε τον καφέ του και κάθισε στη βεράντα. Τα παιδιά έλειπαν στα φροντιστήρια, η γυναίκα του μαγείρευε μέσα. Απλώθηκε στην πολυθρόνα και απολάμβανε την ησυχία της ώρας. Δεν ήταν προληπτικός, ούτε εξέταζε τέτοια πράγματα, όμως ένιωσε ένα αρνητικό προαίσθημα, όταν πρόσεξε πως ψηλά, σε μια φωλιά στη γωνία της βεράντας, ακριβώς κάτω από την κεραμοσκεπή, για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια δεν πήγαν χελιδόνια. Άλλη μια φορά θυμόταν να έχει συμβεί κάτι τέτοιο· τότε που καταπλακώθηκε από το τρακτέρ ο πατέρας του. Δεν μπορούσε να μην το θεωρήσει προμήνυμα. Έκανε ασυναίσθητα το σταυρό του.

Μέσα Μαΐου τους μάζεψε ο εργολάβος και τους ανακοίνωσε ότι απολύονται όλοι, γιατί τα έργα σταματούν λόγω έλλειψης χρηματοδότησης. Θα τους προσλαμβάνανε ξανά εάν και όταν τα έργα συνεχίζονταν, αλλά με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις αυτό δεν θα συνέβαινε πριν το τέλος του επόμενου χρόνου.

Ξεκίνησε πάλι από την αρχή να ψάχνει για δουλειά. Αλλά δουλειές δεν υπήρχαν. Η οικοδομή είχε πληγεί θανάσιμα και η αγορά γονάτισε με τα νέα απάνθρωπα μέτρα των τελευταίων κυβερνήσεων. Ρώτησε ακόμη και για σερβιτόρος. Όμως στην ηλικία του δεν τον προτιμούσαν. Προσλάμβαναν νέα παιδιά με χαμηλές αμοιβές και τα περισσότερα ανασφάλιστα.

Ο Ιούνιος πέρασε με καναδυό μεροκάματα σε ένα επιπλοποιείο. Κάποια στιγμή τον φώναξαν να καθαρίσει ένα οικόπεδο και δέκα μέρες αντικατέστησε σε μια οικοδομή έναν φίλο του που τραυματίστηκε ελαφρά.

Τον Ιούλιο η θλίψη στο σπίτι ήταν αφόρητη. Πιο δυνατή και από τους καύσωνες που έλιωναν τον τόπο. Στον ορίζοντα δε φαινόταν να κινείται τίποτα. Τα παιδιά υπέφεραν μα δεν μιλούσαν. Όλο το χρόνο διάβαζαν φιλότιμα. Δικαιούνταν μερικές μέρες διακοπές.  Η γυναίκα του προσπαθούσε μήπως βρει εκείνη μια απασχόληση, αλλά μάταια. Τα χρήματα τελείωναν. Τον είχε πιάσει απόγνωση. Τα βράδια σχεδόν δεν κοιμόταν. Σηκωνόταν χαράματα και καθόταν στη βεράντα. Μόλις ξημέρωνε έπαιρνε το δρόμο για την αγορά. Δεν δίσταζε ορισμένες φορές να στέκεται δίπλα στους μετανάστες. Υπήρχαν πολλοί που προτιμούσαν τους μετανάστες για ευτελές, ανάξιο λόγου μεροκάματο. Απ’ το ολότελα όμως καλό ήταν κι αυτό.

Χαράματα είχε σηκωθεί κι εκείνη τη μέρα. Έφτιαξε έναν καφέ σκέτο κι έριξε δυο τρεις σταγόνες γάλα για να κόψει την πίκρα. Μετά βγήκε στη βεράντα. Οι δρόμοι άδειοι. Τους διέσχιζε ένας δροσερός άνεμος. Ύστερα από μια βδομάδα καύσωνα, το βράδυ έβρεξε. Καταιγίδα, που κράτησε λίγο, αλλά δρόσισε την ατμόσφαιρα. Ανάσαινε βαθιά, με ευχαρίστηση το πρωινό δώρο.

Φεύγοντας για την αγορά τράβηξε την προσοχή του ένα χελιδόνι να κάνει κύκλους χαμηλά και να βγάζει κάτι περίεργες έντονες κραυγές. Πλησιάζοντας, άκουσε και δύο πιο ασθενικές φωνούλες και είδε δυο μικρά χελιδόνια, φτερωμένα, αλλά όχι έτοιμα να πετάξουν, να πηδούν προς τη μητέρα τους, να απλώνουν τα φτερά τους  και να ξαναπέφτουν στο υγρό χώμα. Κοίταξε ψηλά και κατάλαβε. Η υδρορροή στη στέγη του γείτονα είχε βουλώσει. Ξεχείλισε με τη νεροποντή και κατέστρεψε ένα μέρος της φωλιάς. Τα μικρά δεν μπόρεσαν να μείνουν επάνω.

«Πάνε χαμένα», σκέφτηκε. Αλλά μετά, «Για στάσου», μουρμούρισε μόνος του. Πήρε στις χούφτες του προσεκτικά τα πουλάκια που ήταν τόσο τρομαγμένα, ώστε ένιωθε τους χτύπους της καρδιάς τους, ανέβηκε σε μια καρέκλα και τα έβαλε στην άδεια φωλιά στην άκρη της βεράντας. Καθώς απομακρυνόταν είδε τη χελιδομάνα να φτεροκοπάει γύρω γύρω από τη φωλιά και μετά να μπαίνει κι εκείνη μέσα.

Στο δρόμο χτύπησε το κινητό του. Του πρότειναν δουλειά σε μια οικοδομή απ’ το Σεπτέμβριο. Δέχθηκε. Στην πιάτσα πάλι δεν κινούνταν τίποτα. Ζήτησε από την εργατική εστία τα εισιτήρια κοινωνικού τουρισμού που δικαιούνταν και γύρισε σπίτι. Ανέβηκε στο πατάρι και ξέθαψε από μιαν άκρη ένα μικρό ξύλινο κουτί. Είχε μέσα ένα χρυσό σταυρό, δυο δαχτυλίδια, μια λύρα και μερικές χρυσές θήκες δοντιών των γονιών του. Πήρε κι ένα ρολόι τσέπης- αντίκα του παππού του. Τα πρώτα τα έδωσε στην «Αγορά χρυσού», το ρολόι  σε έναν ενεχυροδανειστή. Το μεσημέρι που επέστρεψε στο τραπέζι ανακοίνωσε: «Αύριο φεύγουμε για θάλασσα», δεν τον σόκαρε η έκπληξη όλων. Αρνήθηκε να δώσει εξηγήσεις στις επίμονες ερωτήσεις της γυναίκας του. «Είπα, αύριο φεύγουμε για θάλασσα», επανέλαβε. «Ετοιμάστε τα πράγματά σας». Το βράδυ κοιμήθηκε νωρίς. Στον ύπνο του ονειρευόταν ότι ήταν ξαπλωμένος στην άμμο και το κύμα του δρόσιζε τα πόδια. Γύρω του πετούσαν ψαροπούλια και πολλά μικρά μαύρα χελιδόνια.

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ