Χρυσός και νομίσματα: Η επιστροφή στον κανόνα του χρυσού φαίνεται να είναι μία από τις λύσεις για την καταπολέμηση των μανιοκαταθλιπτικών αγορών, της υπερχρέωσης, των κρίσεων, του υπερπληθωρισμού και της δικτατορίας των τραπεζών – κυρίως όμως, για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης

Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος *
Αθήνα, 21. Αυγούστου 2011
viliardos@kbanalysis.com

Ανάλυση και ιστορική αναδρομ

«Με εξαίρεση εκείνες τις εποχές, στις οποίες ίσχυε ο κανόνας του χρυσού, έχουν χρησιμοποιήσει πρακτικά όλες οι κυβερνήσεις στην Ιστορία το αποκλειστικό δικαίωμα τους να εκδίδουν χρήματα, για να λεηλατήσουν και να εξαπατήσουν τους Πολίτες-υπηκόους τους» (F.A. von Hayek).

«Χωρίς την ύπαρξη του κανόνα του χρυσού, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα προστασίας των αποταμιεύσεων από τον περιορισμό της αγοραστικής τους αξίας, σαν αποτέλεσμα του υπερπληθωρισμού» (A.Greenspan – το 1966, πριν ακόμη γίνει μέλος της άρχουσας τάξης).

«Ο χρυσός είναι χρήμα και τίποτα άλλο … Ο χρυσός είναι το πραγματικά μοναδικό χρήμα – με εξαίρεση το ασήμι» (J.P. Morgan).

«Η Utah είναι η πρώτη Πολιτεία των Η.Π.Α., η οποία αναγνώρισε πρόσφατα τόσο τα χρυσά, όσο και τα ασημένια νομίσματα, σαν επίσημα μέσα συναλλαγών – αρκετές άλλες ομοσπονδιακές Πολιτείες έχουν ήδη ανακοινώσει ότι θα ακολουθήσουν το παράδειγμα της. Μήπως θα έπρεπε να τις μιμηθεί και η Ελλάδα; Μπορεί κανείς να ισχυρισθεί τεκμηριωμένα ότι, η κατάσταση δεν θα γίνει αισθητά χειρότερη, εάν δεν συμβεί κάτι ριζικά διαφορετικό;».

Κατά τη διάρκεια της Ιστορίας όλοι σχεδόν οι ηγεμόνες προσπαθούσαν, ξανά και ξανά, να προωθήσουν στους υπηκόους τους άχρηστα χαρτονομίσματα, αντί πραγματικών χρημάτων. Το γεγονός αυτό κατέληγε πάντοτε σε καταστροφικές αποτυχίες, αφού η συγκεκριμένη «τακτική» των κυβερνώντων προκαλούσε σταθερά υπερπληθωρισμό – ο οποίος οδηγούσε στη φτώχεια, στην παρακμή, στις κοινωνικές εξεγέρσεις και στους πολέμους.

Με βάση τις εμπειρίες αυτές οι περισσότεροι ηγεμόνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, τόσο η διαρκής ασφάλεια των αποταμιεύσεων (η προστασία της αγοραστικής αξίας τους δηλαδή), όσο και η ειρήνη, ήταν τότε μόνο δυνατόν να υπάρξουν, εφόσον τα χαρτονομίσματα αντιπροσώπευαν πραγματικές αξίες – απλούστερα, εάν απέναντι σε ένα χαρτονόμισμα ή σε κάποιο άχρηστο μεταλλικό κέρμα, υπήρχε κάποια δεδομένη αξία. Έτσι λοιπόν υιοθετήθηκε ο κανόνας του χρυσού, σύμφωνα με τον οποίο κάθε χώρα μπορούσε να εκδώσει τόσα χρήματα (χαρτονομίσματα και κέρματα), όσο χρυσό διατηρούσε στα θησαυροφυλάκια της – με μία ορισμένη «ισοτιμία ανταλλαγής»

Μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και συγκεκριμένα από το 1800 έως το 1914, μία από τις πιο «οικονομικά σταθερές» εποχές της Ιστορίας, όλα τα σημαντικά νομίσματα παγκοσμίως ήταν συνδεδεμένα με το χρυσό. Επειδή δε η ποσότητα του χρυσού ήταν περιορισμένη, δεν μπορούσαν να εκδοθούν περισσότερα χρήματα – οπότε δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν οι υπερβολές (φούσκες), οι οποίες χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη εποχή (οφείλονται προφανώς στην αλόγιστη πιστωτική επέκταση, μέσα από τη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, την οποία προκαλεί/προωθεί σκόπιμα το αχόρταγο και ανεξέλεγκτο πλέον τραπεζικό σύστημα).

Όλες οι χώρες λοιπόν ήταν υποχρεωμένες να διαχειρίζονται με σύνεση τα οικονομικά τους, να διατηρούν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς δηλαδή, ενώ τόσο οι τράπεζες, όσο και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο εν γένει, ήταν αδύνατον να κερδοσκοπήσουν εις βάρος των υπολοίπων «συντελεστών παραγωγής» – πόσο μάλλον των ίδιων των κρατών και κατ’ επέκταση των φορολογουμένων Πολιτών τους, όπως δυστυχώς συμβαίνει σήμερα, σε μία έκταση άνευ προηγουμένου.

Περαιτέρω, το «ευγενές μέταλλο» διαχωρίστηκε από τα χρήματα, έπαψε δηλαδή να ισχύει ο κανόνας του χρυσού, το 1914 – επειδή ο εξοπλισμός για τη διεξαγωγή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου απαιτούσε τεράστιες ποσότητες χρημάτων, για τις οποίες δεν υπήρχαν τα ανάλογα αποθέματα χρυσού. Εάν λοιπόν είχε διατηρήσει κανείς τον κανόνα, είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να διεξαχθεί ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος – για τη χρηματοδότηση του οποίου, ειδικά η Fed (η οποία ιδρύθηκε το 1913), εκτύπωσε κατά πολύ περισσότερα χαρτονομίσματα, από όσα «δικαιούταν», πλημμυρίζοντας στην κυριολεξία τις αγορές.

Όπως συνέβη και πρόσφατα, έτσι και τότε (η υπερπαραγωγή άχρηστου χρήματος συνέχισε δυστυχώς μετά το τέλος του 1ου παγκοσμίου πολέμου), οι τράπεζες είχαν στη διάθεση τους υπερβολικά μεγάλες ποσότητες χρήματος από τις κεντρικές τους – χρήματα που προωθούσαν στους πελάτες τους με τη μορφή φθηνών (χαμηλού επιτοκίου) πιστώσεων. Οι πελάτες τους αυτοί με τη σειρά τους επένδυαν τα «άχρηστα» χαρτονομίσματα στις χρηματαγορές – με στόχο την αποκόμιση γρήγορων κερδών, τα οποία δεν μπορούσε να τους προσφέρει η πραγματική οικονομία.

Επειδή τώρα είχε καταργηθεί ο κανόνας του χρυσού, οι ποσότητες του χωρίς αντίκρισμα χρήματος συνέχισαν να αυξάνονται – ενώ κάθε χώρα είχε εντελώς διαφορετικούς κανόνες «εκτύπωσης», ανάλογους με τις δικές της ανάγκες. Κατ’ επέκταση, οι τιμές των μετοχών αυξάνονταν, τα ακίνητα ακολουθούσαν ανοδική πορεία και τα δάνεια εκτοξεύθηκαν στα ύψη – παρασύροντας ξανά όλες τις «αξίες» (μετοχές, εμπορεύματα κλπ.) σε μία παράλογα ανοδική τροχιά.

Έτσι λοιπόν, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, η αγορά μετοχών των Η.Π.Α. ήταν τόσο υπερβολικά αποτιμημένη που ήταν αδύνατον να αποφευχθεί το «σπάσιμο της φούσκας» – συνέβη τη γνωστή «μαύρη Πέμπτη», στις 24. Οκτωβρίου του 1929. Εκατομμύρια Αμερικανοί έχασαν σε μία ημέρα όλα τους τα υπάρχοντα, ενώ τα αποτελέσματα του κραχ για ολόκληρο τον κόσμο ήταν καταστροφικά. Ακολούθησε φτώχεια, δυστυχία, πείνα και κοινωνικές αναταραχές, οι οποίες κατέληξαν στη Μεγάλη Ύφεση και στο φασισμό – όπου κυρίως ο Χίτλερ στη Γερμανία, αλλά και ο Μουσολίνι στην Ιταλία ή ο Φράνκο στην Ισπανία, θέλησαν να οδηγήσουν την Ευρώπη στην έξοδο από την κρίση.

Ο τελικός προορισμός ήταν ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ο οποίος καταδίκασε εκατομμύρια ανθρώπους στο θάνατο – χρηματοδοτούμενος ξανά από τις ίδιες τράπεζες, οι οποίες είχαν προκαλέσει την καταστροφική χρηματοπιστωτική φούσκα, είχαν διευκολύνει το φασισμό και ήταν υπεύθυνες για όλα τα δεινά της μετέπειτα εποχής.

Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο επικράτησε η σύνεση στον πλανήτη, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη θέσπιση του κανόνα του χρυσού στο Bretton Woods των Η.Π.Α. – όπου όλα τα νομίσματα είχαν αντίκρισμα σε δολάρια και τα δολάρια σε χρυσό. Ακολούθησαν δεκαετίες ανάπτυξης και προόδου στη Δύση, οι οποίες όμως ουσιαστικά έφθασαν στο ζενίθ τους τη δεκαετία του 1970 – όπου καταργήθηκε ξανά ο κανόνας του χρυσού, λόγω των τεράστιων χρηματικών αναγκών των Η.Π.Α., οι οποίες δυστυχώς «επέλεξαν», ερήμην των Πολιτών τους, τη διεξαγωγή νέων πολέμων.

Έκτοτε, αργά αλλά σταθερά, οι τράπεζες άρχισαν να εκτυπώνουν ακόμη μία φορά χρήματα χωρίς αντίκρισμα, συνεχίζοντας τη λεηλασία των υπολοίπων συντελεστών παραγωγής – με αποτέλεσμα να χρεώνονται συνεχώς όλα τα κράτη, με αφετηρία το 1980, να εμφανιστούν ξανά οι κρίσεις, να γίνονται όλο και πιο μεγάλες, όλο και πιο συχνές, όλο και πιο «μανιοκαταθλιπτικές». Μία συνεχώς μικρότερη περίοδος ανάπτυξης εντάσεως ανεργίας, ακολουθείται έκτοτε από μία διαρκώς μεγαλύτερη περίοδο ύφεσης, με αποτελέσματα που δεν είναι καθόλου δύσκολο να προβλεφθούν.

Ο Κανόνας του χρυσού και η υπερχρέωση

Όπως αναφέραμε ήδη, η κατάργηση του κανόνα του χρυσού οδηγεί αξιωματικά στην υπερχρέωση, αφού τα κράτη (αλλά και οι ιδιώτες) παύουν να διαχειρίζονται συνετά τα οικονομικά τους – εξοφλώντας τις συνεχώς αυξανόμενες υποχρεώσεις τους με φρεσκοτυπωμένα χρήματα χωρίς αντίκρισμα (οι ιδιώτες με δάνεια και «υποσχετικές πληρωμών»). Ο Πίνακας Ι αναφέρεται στις περιόδους χρέωσης των Η.Π.Α., οι οποίες ουσιαστικά δεν διαφέρουν σημαντικά από τις αντίστοιχες των υπολοίπων χωρών της Δύσης – με την Ιαπωνία να κρατάει τα «σκήπτρα» (δημόσιο χρέος στο 230% σχεδόν του ετήσιου ΑΕΠ της):

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Ιστορική κατανομή του δημοσίου χρέους των Η.Π.Α., συνολικού ύψους 14,3 τρις $

Περίοδος

Πρόεδρος

Ποσοστό επί του συν. χρέους

*Χρέος

Έως το 1981

Προ Reagan

7,0%

1,01

1981-1989

Reagan

13,2%

1,89

1989-1993

Bush senior

10,5%

1,50

1993-2001

Clinton

9,8%

1,40

2001-2009

Bush junior

42,7%

6,11

2009-2010

**Obama

16,8%

2,39

Σύνολα

 

100%

14,3

* Αύξηση χρέους σε τρις $
** Εντός ενός μόνο έτους ξεπέρασε την οκταετία Reagan ενώ, εάν δεν συμβεί κάτι εξαιρετικό, θα ξεπεράσει ακόμη και τον Bush junior.

Σημείωση: Ο μεγαλύτερος πιστωτής των Η.Π.Α. είναι η Fed, αφού κατέχει το 11,6% του δημοσίου χρέους – ήτοι 1,66 τρις $. Ακολουθεί η Κίνα (1,20 τρις $) και η Ιαπωνία (0,91 τρις $).

Πηγή: New York Times
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Όπως συμπεραίνουμε από τον Πίνακα Ι οι Η.Π.Α., έως και το 1981, συσσώρευσαν χρέη ύψους μόλις 1,01 τρις $ – γεγονός που συνέβη και στις περισσότερες άλλες χώρες της Δύσης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Από το 2001 όμως μέχρι το 2009 το δημόσιο χρέος έφτασε στα ύψη, αφού αυξήθηκε κατά 6,11 τρις $ – μία κατάσταση που συνεχίζει να υφίσταται, μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Obama. Το γεγονός αυτό δεν μας επιτρέπει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον, όσο και αν ακούγεται το αντίθετο – αφού η αντιστροφή της τάσης είναι, κατά την άποψη μας, εξαιρετικά δύσκολη.

Ο Πίνακας ΙΙ που ακολουθεί, στον οποίο εμφανίζεται η αύξηση των δαπανών της υπερδύναμης μεταξύ 2001 και 2011 στους κυριότερους τομείς της οικονομίας της, τεκμηριώνει σε κάποιο βαθμό την άποψη μας:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Αύξηση των δαπανών στις Η.Π.Α., μεταξύ 2001 και 2011, σε δις $

Τομείς

2000

2011

Ποσοστό αύξησης

Συντάξεις

409

748

+82%

Υγεία

352

882

+150%

Άμυνα

341

910

+167%

Πηγή: Κυβέρνηση των Η.Π.Α.
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Οι δαπάνες των Η.Π.Α. για τις συντάξεις (προϋπολογισμός 2011) αντιστοιχούν στο 20% των συνολικών ετησίων δαπανών ύψους 3,8 τρις $, για την Υγεία στο 23% και για την άμυνα στο 24% – με όλες τις υπόλοιπες να ανέρχονται στο 33% (η Παιδεία είναι ουσιαστικά σχεδόν εξ ολοκλήρου ιδιωτικοποιημένη). Απέναντι στις δαπάνες του προϋπολογισμού τώρα, τα ετήσια έσοδα είναι μόλις 2,2 τρις $ – εκ των οποίων το 53% προέρχεται από το φόρο εισοδήματος, το 37% από τα κοινωνικά ασφάλιστρα και το 10% από άλλες πηγές.

Το έλλειμμα λοιπόν προϋπολογίζεται για το 2011 στο 1,6 τρις $ – με αποτέλεσμα να αυξηθεί το χρέος στα 15,9 τρις $, ξεπερνώντας για πρώτη φορά το 100% του ΑΕΠ της υπερδύναμης (αν και κατά την άποψη μας είναι πολύ υψηλότερο, πόσο μάλλον εάν συνυπολογίσει κανείς τα χρέη των επί μέρους Πολιτειών).

Επομένως, η απόφαση της S&P να υποτιμήσει την πιστοληπτική ικανότητα των Η.Π.Α. ήταν απόλυτα σωστή – αν και υποθέτουμε ότι άνοιξε τον «Ασκό του Αιόλου», ιδιαίτερα όσον αφορά τη διατραπεζική αγορά, προκαλώντας εκ νέου μία άνευ προηγουμένου κρίση εμπιστοσύνης (πόσο μάλλον εάν αυξηθούν τα επιτόκια του δανεισμού των Η.Π.Α., τα οποία είναι σχετικά χαμηλά – της Ιαπωνίας επίσης, αφού ευρισκόμενα στο 1%, είναι παραδόξως τα μικρότερα στον πλανήτη).

Συνεχίζοντας υπενθυμίζουμε ότι, η τελική κατάληξη του καπιταλισμού ήταν ανέκαθεν ο πληθωρισμός ή/και η χρεοκοπία – επειδή τα χρέη δεν μπορούν να μειωθούν με άλλον τρόπο, εκτός από την απαξίωση των χρημάτων. Η μοναδική σήμερα χώρα που δεν μπορεί να χρεοκοπήσει (οπότε ο πληθωρισμός είναι μονόδρομος) είναι οι Η.Π.Α. – αφού διαθέτουν το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους διεθνώς σε δολάρια. Επομένως, μπορούν να πληρώνουν όλες τις οφειλές τους τυπώνοντας νέα χρήματα – γεγονός όμως που οδηγεί στην σταδιακή μείωση της αγοραστικής τους αξίας.

Ολοκληρώνοντας, η σημερινή κατάσταση στις Η.Π.Α. θυμίζει τις αρχές της δεκαετίας του 1980 – όπου όμως, σε αντίθεση με τις παρούσες συνθήκες, η υπερδύναμη δεν ήταν ακόμη χρεωμένη. Εκείνη την εποχή, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο, η οικονομία της συρρικνώθηκε (ύφεση, μείωση του ΑΕΠ) κατά 8% σε ετήσια βάση – ένα μάλλον τρομακτικό ποσοστό. Το κράτος τότε ανακοίνωσε μεγάλα προγράμματα στήριξης της οικονομίας, μείωσε τη φορολογία, περιόρισε τα βασικά επιτόκια και αγόρασε τα επισφαλή δάνεια πολλών προβληματικών τραπεζών – όπως ακριβώς συνέβη πρόσφατα.

Σαν αποτέλεσμα όλων αυτών των δημοσίων προγραμμάτων, το ΑΕΠ αυξήθηκε το 1981 κατά 8,4% – ταυτόχρονα όμως με τον πληθωρισμό, ο οποίος εξακοντίσθηκε στα ύψη. Έτσι η Fed (P.Volcker) αναγκάσθηκε να αυξήσει δραστικά τα επιτόκια, οδηγώντας την οικονομία ξανά σε ύφεση – από την οποία τελικά διασώθηκε μετά το ξεπούλημα όλων των δημοσίων επιχειρήσεων (ιδιωτικοποίηση των πάντων), με αποτέλεσμα αργότερα, μεταξύ άλλων, να μην έχει η κυβέρνηση σχεδόν καμία ουσιαστική εξουσία (αλλά ούτε και τα μέσα για να διαχειριστεί μία κρίση προς όφελος των πολλών ή να μειώσει το τεράστιο δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα).

Η κατηγορία χειραγώγησης της τιμής του χρυσού

Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν (άρθρο μας), ο αμερικανικός όμιλος GATA (Gold Anti-Trust Action Committee), κατέθεσε το Φεβρουάριο του 2002 (λίγο αργότερα ξεκίνησε παραδόξως η άνοδος των τιμών του χρυσού, μετά από πάρα πολλά χρόνια σταθερής διατήρησης της ισοτιμίας του), στο δικαστήριο της Βοστόνης, αγωγή εναντίον του αμερικανικού αποθετηρίου, της κεντρικής τράπεζας των Η.Π.Α. (Fed), καθώς επίσης διαφόρων μεγάλων τραπεζών. Κατηγορούμενοι ήταν πολιτικοί, όπως ο πρώην Πρόεδρος B. Clinton και ο πρώην υπουργός οικονομικών L. Summers, ο διοικητής της Fed κ. A. Greenspan, καθώς επίσης οι πολυεθνικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων η BIS, η J.P.Morgan, η Chase Manhattan, η Citigroup, η Goldman Sachs και η Deutsche Bank.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η κυβέρνηση των Η.Π.Α., σε συνεργασία με τις ηγετικές τράπεζες του κλάδου, είχε «χειραγωγήσει» από το 1994 και μετά την τιμή του χρυσού, με στόχο τη διατήρηση της σε χαμηλά επίπεδα. Ο στόχος των τραπεζών ήταν η επίτευξη μεγάλων κερδών, ενώ η κυβέρνηση των Η.Π.Α. αποσκοπούσε στην παραπλάνηση του υπολοίπου κόσμου, σε σχέση με την ισχύ του δολαρίου – το οποίο ουσιαστικά διατηρούταν τεχνητά υπερτιμημένο, έτσι ώστε να παραμένει παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, χωρίς τον ανταγωνισμό των υπολοίπων νομισμάτων. Ειδικότερα, η αγωγή αναφερόταν, μεταξύ άλλων, στα εξής:

(α) Η τιμή του χρυσού δεν επιτρεπόταν να αυξηθεί, επειδή κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με «σήμα κινδύνου» προς τις διεθνείς αγορές, σε σχέση με τον πληθωρισμό του αμερικανικού νομίσματος.

(β) Μία ενδεχόμενη αύξηση της τιμής του χρυσού, θα πρόδιδε τη διεθνή αδυναμία του δολαρίου.

(γ) Θα έπρεπε να προστατευθούν από δυνητικές ζημίες τόσο οι τράπεζες, όσο και τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία δανείζονταν με χαμηλότοκα ομόλογα χρυσού, διαθέτοντας εξ αυτού πολύ χαμηλά αποθέματα του κίτρινου μετάλλου – κάτι που θα συνέβαινε, θα ζημιώνονταν δηλαδή οι τράπεζες, εάν αυξανόταν η τιμή του χρυσού. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, το ξεκίνημα της παρούσας χρηματοπιστωτικής κρίσης συνέπεσε με τη ραγδαία άνοδο της τιμής του χρυσού – ένα όχι και τόσο τυχαίο γεγονός.

Συνεχίζοντας, χωρίς καμία αμφιβολία, ο χρυσός αποτελεί ακόμη ένα αξιόπιστο βαρόμετρο του πληθωρισμού ενός νομίσματος («εκτύπωση» δυσανάλογων ποσοτήτων χρήματος, με αποτέλεσμα την υποτίμηση του), εάν δεν μπορεί κανείς να εξασφαλίσει τεχνητά τη διατήρηση του σε χαμηλή τιμή, σε σχέση με το συγκεκριμένο νόμισμα (εν προκειμένω, το δολάριο).

Αναμφίβολα λοιπόν, η αύξηση της τιμής του χρυσού σε σχέση με το δολάριο, «τεκμηριώνει» την αστάθεια του νομίσματος. Επομένως, εάν η αμερικανική κυβέρνηση ήταν σε θέση να ελέγξει την τιμή του χρυσού (σύμφωνα πάντα με το κατηγορητήριο που συνέταξαν οι δικηγόροι της GATA), μπορούσε να ελέγξει επίσης την ισοτιμία του δολαρίου – εξαπατώντας τον υπόλοιπο πλανήτη. Συνεπώς, ο χρυσός ήταν ανέκαθεν, ενώ συνεχίζει να είναι, ένα «πολιτικό» μέταλλο.

Περαιτέρω, οι τράπεζες έλαβαν τότε μέρος στο, χωρίς καμία αμφιβολία εξαιρετικά πολύπλοκο αυτό παιχνίδι, με στόχο την αποκόμιση υπερκερδών. Η επεξήγηση αυτής της «υπόθεσης εργασίας» είναι η εξής:

(α) Στα χαρτιά, δανείζονταν οι εμπορικές τράπεζες χρυσό, από την εκάστοτε κεντρική τράπεζα, με πολύ χαμηλό επιτόκιο (περί το 1%).

(β) Τον χρυσό αυτόν που δανείζονταν, τον πουλούσαν αργότερα «ανοιχτά» στις αγορές, χωρίς την ανάληψη κανενός ρίσκου – αφού γνώριζαν ότι, η τιμή του θα διατηρούνταν σταθερή (κάτι που προφανώς δεν ισχύει για τίποτα στον κόσμο, εάν δεν «χειραγωγείται» η τιμή του).

(γ) Στη συνέχεια, επένδυαν τα έσοδα από την «ανοιχτή» πώληση του χρυσού σε κρατικά ομόλογα (ανοιχτή θεωρείται μία πώληση ενός αντικειμένου, ακόμη και αν δεν είναι στην κατοχή σου, αλλά το αγοράζεις όταν πρέπει να το επιστρέψεις – πρόκειται λοιπόν για πραγματικό «αέρα») – ή συμμετείχαν στις κερδοσκοπικές αγορές των παραγώγων, οι οποίες υπόσχονταν τεράστια κέρδη, με χαμηλές επενδύσεις (μόνο το 2005, η J.P.Morgan κατείχε παράγωγα αξίας 25 τρις $).

Εάν λοιπόν δεν συνέβαινε κάτι απρόβλεπτο, οι τράπεζες που συμμετείχαν σε αυτό το παιχνίδι (Colpo Grosso) κέρδιζαν στην κυριολεξία τεράστια ποσά. Εάν όμως κατέρρεαν τα χρηματιστήρια ή εάν αυξανόταν η τιμή του χρυσού, τον οποίο είχαν δανεισθεί και όφειλαν να επιστρέψουν αργότερα, τότε οι τράπεζες θα έχαναν αντίστοιχα τεράστια ποσά, οδηγούμενες στη χρεοκοπία – πόσο μάλλον αφού, μαζί με την άνοδο της τιμής του χρυσού, θα αυξάνονταν και οι τόκοι που πλήρωναν για τις ποσότητες που είχαν δανεισθεί, σε επίπεδα που θα αδυνατούσαν να πληρώσουν.

Η GATA ανέφερε επίσης ότι, μεταξύ των ετών 1998 και 2001 η ζήτηση του χρυσού ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από τις ετήσιες ποσότητες εξόρυξης, γεγονός που όφειλε να οδηγήσει στην αύξηση της τιμής του. Κατά την ίδια, το κέρδος του Καρτέλ των τραπεζών, με τη βοήθεια της χειραγώγησης της τιμής του χρυσού, ήταν της τάξης των 42 δις $.

Φυσικά η αγωγή απορρίφθηκε από το αμερικανικό δικαστήριο, το οποίο θεώρησε ότι ο κατήγορος δεν είχε έννομο συμφέρον! Εμείς βέβαια δεν μπορούμε να έχουμε σαφή άποψη, αν και οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, τα τελευταία δέκα χρόνια η τιμή του χρυσού σχεδόν οκταπλασιάστηκε (από τα 250 $ στα 1.870 $) – κάτι που μάλλον θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά, σχετικά με την πραγματική ισοτιμία του δολαρίου και την μητέρα των κρίσεων που προβλέπεται.

Όπως λοιπόν γράφαμε το 2010, “Εάν συνειδητοποιήσουμε ότι, η άνοδος της δύσης, η ανάπτυξη και η πρόοδος της, κυρίως εις βάρος άλλων λαών, στηρίχθηκε στο τραπεζικό σύστημα, στην πίστωση καλύτερα, με την ταχυδακτυλουργική δημιουργία νέων χρημάτων από το πουθενά, ενδεχομένως να καταλάβουμε ότι τα θεμέλια, επάνω στα οποία οικοδομούμε αδιάκοπα το μέλλον μας, δεν είναι τόσο σίγουρα, όσο νομίζουμε.

Ίσως λοιπόν κάποια στιγμή πάψει ο πλανήτης να ανταλλάσσει τα χωρίς αντίκρισμα χαρτονομίσματα, με τα «πραγματικά» προϊόντα της φύσης και με την εργασία, σε μη ισορροπημένες, «χειραγωγημένες» από το Καρτέλ, ισοτιμίες ανταλλαγής – πόσο μάλλον όταν οι συνολικοί τόκοι επί των συνεχώς αυξανομένων χρεών, για τους οποίους δεν «κατασκευάζονται» παραδόξως νέα χρήματα (ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα της διαδικασίας), ξεπεράσουν τα συνολικά κεφάλαια, τα οποία ολόκληρη η ανθρωπότητα οφείλει στους, ελάχιστους σχετικά, κυρίαρχους του σύμπαντος.”

Η σύγχρονη εποχή

Η τιμή του χρυσού αυξάνεται συνεχώς από το 2001 και εντεύθεν, ενώ είναι πολύ πιθανόν να καταγράψει επίπεδα ρεκόρ, αφού πολλοί υποθέτουν πως εισερχόμαστε με μεγάλη ταχύτητα στη φάση του υπερπληθωρισμού – η οποία ενδεχομένως θα συνοδευθεί από την πλήρη απαξίωση των χαρτονομισμάτων, σε ένα χρονικό διάστημα που κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει. Η τιμή μίας ουγγιάς χρυσού (31,1 γραμμάρια) έχει ανέλθει στα 1870 $ (περί τα 1.300 €), ενώ ακριβαίνει σχεδόν καθημερινά.

Η αιτία δεν είναι ουσιαστικά η άνοδος της αξίας του χρυσού, αλλά το ότι τα χρήματα (τόσο τα χαρτονομίσματα, όσο και τα πολλαπλάσια τους λογιστικά), με τα οποία πληρώνουμε το χρυσό, χάνουν συνεχώς σε αξία. Όπως λέγεται, στην αρχαία Ρώμη κόστιζε ένα ακριβό ένδυμα της εποχής, με τη ζώνη του και ένα ζευγάρι σαντάλια, μία ουγγιά χρυσού. Σήμερα, 2000 χρόνια αργότερα, κοστίζουν σχεδόν το ίδιο σε χρυσό, μία ουγγιά δηλαδή (1.870 $), ένα ακριβό κοστούμι, η ζώνη και ένα ζευγάρι παπούτσια.

Επομένως, ο χρυσός δεν μπορεί να θεωρηθεί ακριβός, παρά το ότι η τιμή του έχει οκτααπλασιαστεί σε δολάρια, μέσα στα δέκα τελευταία χρόνια (αν και σε ελβετικά φράγκα έχει «μόλις» τριπλασιαστεί – γεγονός που δημιουργεί ορισμένες μεγάλες, «διπλής ανάγνωσης» απορίες). Εάν δε σημειώσουμε ότι, τον Ιανουάριο του 1980 μία ουγγιά χρυσού κόστιζε περί τα 850 $ (αποπληθωρισμένα σήμερα 2.300 $), τότε δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για μία ακόμη υπερβολή (φούσκα) της εποχής μας. Απλούστατα, η χειραγώγηση της τιμής του χρυσού ήταν η αιτία της μέχρι πρόσφατα χαμηλής ισοτιμίας του – κυρίως απέναντι στο δολάριο και δευτερευόντως απέναντι στο ευρώ.

Εάν δε υπολογίσει κανείς τι αγόραζε πριν από μερικά χρόνια με 340 δραχμές, με ένα μάρκο ή με ένα δολάριο, συγκρίνοντας το με τι αγοράζει σήμερα, θα κατανοήσει την τεράστια «υποτίμηση» των χαρτονομισμάτων – επομένως το πραγματικό μέγεθος του πληθωρισμού, το οποίο τοποθετείται σε αρκετά υψηλά επίπεδα στο χώρο του ευρώ (πολύ υψηλότερα στο χώρο του δολαρίου, πολύ χαμηλότερα στην Ελβετία ή στη Νορβηγία – τη μοναδική ευρωπαϊκή χώρα με θετικό προϋπολογισμό).

Εκτός αυτού, όσο δεν προβλέπεται άνοδος του ευρώ, λόγω της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης, επίσης όχι άνοδος του δολαρίου, λόγω των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων των Η.Π.Α., δεν μπορεί λογικά να αναμένεται «φυσιολογική» (μη χειραγωγημένη) μείωση της τιμής του χρυσού (αν και ποτέ δεν πρέπει να κάνουμε προβλέψεις, για αξίες που διαπραγματεύονται σε μανιοκαταθλιπτικές, έντονα κερδοσκοπικές αγορές).

Περαιτέρω, χωρίς καμία αμφιβολία ο χρυσός αποτελεί ανέκαθεν τη βασική μονάδα μέτρησης της κατάστασης μίας Οικονομίας – επομένως, του συναλλάγματος (νομίσματος) της. Το Ευρώ, δέκα χρόνια μετά την εισαγωγή του, χάνει απέναντι στο χρυσό περί το 15% ετησίως – αν και οι μεταβολές αυτές μπορούν να υπολογιστούν μόνο σε ευρύτερα χρονικά διαστήματα, όπου η αγορά αφενός μεν ισορροπεί, αφετέρου δεν είναι δυνατόν να χειραγωγηθεί. Η συμπεριφορά του δολαρίου είναι κατά πολύ χειρότερη – γεγονός που τεκμηριώνει ακόμη μία φορά τη δυσμενέστερη οικονομική θέση των Η.Π.Α., σε σύγκριση με την Ευρωζώνη.

Η πτώση της αξίας του Ευρώ, η οποία ουσιαστικά οφείλεται στον πληθωρισμό, τοποθετείται επίσημα στο 2-3% ετησίως. Εν τούτοις, όπως αναφέραμε, με κριτήριο την τιμή του χρυσού, ο πληθωρισμός τα τελευταία δέκα έτη στην Ευρωζώνη ήταν κατά μέσον όρο 15% ετησίως – ποσοστό που εμείς τουλάχιστον, κρίνοντας από την αύξηση του κόστους ζωής, θεωρούμε πολύ πιο αντιπροσωπευτικό από τις μάλλον «ιδιοτελείς» μετρήσεις της Κομισιόν.

Συνεχίζοντας, μόλις πριν από μερικά έτη επιτρέπεται να αγοράζουν χρυσό και ασήμι οι Κινέζοι – κάτι που έχει οδηγήσει τους περισσότερους στην απόκτηση και αποταμίευση των δύο ευγενών μετάλλων. Έκτοτε δεν εξάγεται καθόλου κινεζικός χρυσός στο εξωτερικό, αφού δεν φθάνει για την κάλυψη των τοπικών αναγκών. Με δεδομένο λοιπόν ότι η Κίνα είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς χρυσού παγκοσμίως, ο μηδενισμός των εξαγωγών της θα περιορίσει σημαντικά τις ποσότητες του χρυσού – πόσο μάλλον αφού η εξόρυξη χρυσού μειώνεται διεθνώς. Στον Πίνακα ΙΙΙ που ακολουθεί φαίνονται τα (επίσημα) αποθέματα χρυσού ορισμένων κρατών:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙII: Αποθέματα χρυσού σε τόνους και ποσοστό του στα συνολικά συναλλαγματικά αποθέματα ορισμένων χωρών.

Χώρα

2000

2010

Μερίδιο σε %

Η.Π.Α.

8.137,9

8.133,5

72,1

Γερμανία

3.468,6

3.402,5

67,4

Ιταλία

2.451,8

2.451,8

66,2

Γαλλία

3.024,6

2.435,4

65,7

Κίνα

395,0

1.054,1

1,5

Ελβετία

2.419,4

1.040,1

15,1

Ιαπωνία

763,5

765,2

2,7

Ρωσία

384,4

726,0

5,7

Ινδία

357,8

557,7

7,4

Πορτογαλία

606,7

382,5

79,6

Μ. Βρετανία

487,5

310,3

15,6

Τουρκία

116,3

116,1

5,6

Ελλάδα

132,6

111,7

76,5

Πηγή: WP-IMF
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Η ζήτηση του χρυσού, στο 2ο τετράμηνο του 2011, ανήλθε στους 919,8 τόνους (44,5 δις $). Η Κίνα και η Ινδία ήταν οι κυριότεροι αγοραστές, με συνολικά 52% της παγκόσμιας ζήτησης σε ράβδους χρυσού και νομίσματα – 55% για τη βιομηχανία κοσμημάτων. Η ζήτηση εκ μέρους της Ινδίας αυξήθηκε κατά 38% σε σχέση με το αντίστοιχο τετράμηνο του προηγούμενου έτους (παρά την άνοδο της τιμής), ενώ της Κίνας κατά 25% – γεγονότα που δεν μπορεί να θεωρηθούν τυχαία.

Η Ελλάδα, με κριτήριο το ποσοστό χρυσού σε σχέση με τα συνολικά αποθέματα αξιών της, κατατάσσεται διεθνώς στην 2η θέση, μετά την Πορτογαλία (ενώ διαθέτει τα ίδια σχεδόν αποθέματα χρυσού, με την πολύ μεγαλύτερη της Τουρκία). Σε απόλυτα μεγέθη, είναι η 30η στην παγκόσμια κατάσταση – αν και ουσιαστικά η 27η μεταξύ κρατών, αφού στον κατάλογο συμπεριλαμβάνονται το ΔΝΤ (3ο), η ΕΚΤ (12η) και η BIS (28η). Ειδικά όσον αφορά το ΔΝΤ, κρίνοντας από τη συμπεριφορά της Ν. Κορέας (στην εποχή του ΔΝΤ, οι κάτοικοί της υποχρεώθηκαν να λιώσουν το χρυσό από τα κοσμήματα τους για να τον δώσουν στο κράτος, έτσι ώστε να αποφευχθεί η χρεοκοπία του), υποθέτουμε ότι ένα μεγάλο μέρος των αποθεμάτων χρυσού που διαθέτει προέρχεται από τις «επιδρομές» του.

Συνεχίζοντας στην Ελλάδα, ο χρυσός που έχει στην κατοχή της είναι ένα ακόμη θετικό στοιχείο, το οποίο επίσης συνηγορεί στο ότι, πρόκειται για μία πολύ πλούσια χώρα, την οποία πρέπει να προστατεύσουμε από τη λεηλασία που επιχειρείται (ελπίζοντας βέβαια ότι ο ελληνικός χρυσός δεν έχει πουληθεί από τις κυβερνήσεις εν αγνοία μας, δεν έχει δοθεί σαν εγγύηση στους τοκογλύφους-δανειστές μας και υπάρχει πράγματι στα θησαυροφυλάκια της, δυστυχώς μη κρατικής, ΤτΕ).

Περαιτέρω, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες στον κόσμο πουλούσαν μέχρι το 2007 μεγάλες ποσότητες χρυσού – με στόχο να διατηρήσουν χαμηλή την τιμή του, όπως αναφέραμε παραπάνω. Εκτός αυτού, οι τράπεζες εμπόδιζαν ανέκαθεν την επιστροφή στον κανόνα του χρυσού, δημιουργώντας μυστικά Καρτέλ με επί πλέον στόχους αφενός μεν τη χειραγώγηση της τιμής του, αφετέρου να καταστήσουν μη ελκυστικό το χρυσό, σαν επενδυτικό προϊόν, στους ιδιώτες.

Μεταξύ άλλων, είχε απαγορευθεί στις Η.Π.Α. η κατοχή χρυσού για πολλές δεκαετίες – ενώ θεωρείται ότι τα αποθέματα του χρυσού (Πίνακας ΙΙΙ), έτσι όπως καταγράφονται από τις κεντρικές τράπεζες, δεν είναι σωστά. Υπάρχουν μάλιστα αρκετές ενδείξεις, σύμφωνα με τις οποίες τόσο οι Η.Π.Α., όσο και η Γερμανία ή άλλα κράτη, δεν διαθέτουν καθόλου αποθέματα σε χρυσό.

Τέλος, αρκετοί ειδικοί ισχυρίζονται ότι, σύντομα θα απαγορευθεί ξανά η κατοχή χρυσού – αφού διαφορετικά δεν μπορεί να εξηγηθεί η αυστηρότατη επίβλεψη του χρυσού που αγοράζεται από τους ιδιώτες, στα κράτη που διαμένουν. Ο Πίνακας ΙV καταγράφει την πρόσφατη εξέλιξη των τιμών των δύο βασικότερων μετάλλων, με ιστορική «ανταλλακτική» χρήση:

ΠΙΝΑΚΑΣ IV: Η εξέλιξη των τιμών του χρυσού και του ασημιού, σε δολάρια ανά ουγγιά

Μέταλλο*

20.08.2001

2006

2008

19.08.2011

Χρυσός**

250

500

1.000

1.853

Ασήμι***

5

10

20

43

* Τιμές κατά προσέγγιση και στρογγυλοποιημένες, επειδή προέρχεται από διάγραμμα.
** Ο χρυσός σχεδόν οκταπλασιάστηκε από το 2001 σε δολάρια, ενώ μόλις τριπλασιάστηκε σε ελβετικά φράγκα.
*** Ακολουθεί τις τιμές του χρυσού (ο αντιβασιλέας των νομισμάτων), ενώ έχει πολύ περισσότερες χρήσεις.

Πηγή: Ελβετία
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Κλείνοντας, ίσως οφείλουμε να συμπληρώσουμε ότι, εάν υπολογίσει κανείς τα δάνεια της Κίνας (1,2 τρις $) ή της Ιαπωνίας (0,91 τρις $) σε χρυσό, σε σχέση με τις 20.08.2001 (τιμή μίας ουγγιάς 250 $), θα συμπεράνει αβίαστα πόσα χρήματα έχουν χάσει οι δύο αυτές χώρες.

Σε όρους χρυσού λοιπόν τόσο η Κίνα, όσο και η Ιαπωνία, επίσης οι υπόλοιποι δανειστές των Η.Π.Α. (Μ. Βρετανία, Βραζιλία, Γερμανία, τράπεζες, επενδυτικά κεφάλαια, συνταξιοδοτικά ταμεία, Fed κλπ.) έχουν χάσει πάνω από το 80% των απαιτήσεων τους – αφού για παράδειγμα η Κίνα, με τα 1,2 τρις $ που έχει δανείσει στις Η.Π.Α., αγοράζει 7,5 φορές λιγότερο χρυσό, από αυτόν που θα αγόραζε το 2001 (μείον τους τόκους). Ενδεχομένως λοιπόν πρόκειται για τη μεγαλύτερη, νόμιμη ληστεία όλων των εποχών – μεγαλύτερη και από αυτήν της Lehman Brothers.

Τα Εθνικά Αποθέματα Χρυσού

Ο σκοπός των εθνικών αποθεμάτων χρυσού, αυτών δηλαδή που διατηρεί μία χώρα στα δικά της ή ξένα θησαυροφυλάκια, ήταν στο παρελθόν το αντίκρισμα απέναντι στα χαρτονομίσματα και στα κέρματα που έθετε σε κυκλοφορία (κανόνας του χρυσού). Σήμερα όμως, τα εθνικά αποθέματα χρυσού χρησιμοποιούνται αφενός μεν σαν ρεζέρβα για εποχές κρίσης, αφετέρου για την εξισορρόπηση του ρίσκου των διακυμάνσεων του δολαρίου.

Ακριβώς για το δεύτερο αυτό λόγο, η τιμή του χρυσού αυξάνεται αυτόματα, όταν μειώνεται η αξία του δολαρίου και το αντίθετο. Εκτός των παραπάνω λόγων, τα αποθέματα του χρυσού προσδίδουν σε μία χώρα μεγάλη ανεξαρτησία, αφού ο χρυσός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανά πάσα στιγμή σαν ανταλλακτικό μέσον – ενώ δεν «χρεοκοπεί» (πλήρης απαξίωση) ποτέ.

Τα τελευταία χρόνια, ο μεγαλύτερος αριθμός των κεντρικών τραπεζών παγκοσμίως μείωσε ριζικά τα αποθέματα του χρυσού που διατηρούσε, με στόχο των περιορισμό των δημοσίων χρεών. Κατά μέσον όρο λοιπόν, το μερίδιο του χρυσού στα συναλλαγματικά αποθέματα των κρατών μειώθηκε από 60% το 1980, στο 10% το 2006. Οι χώρες με τα μεγαλύτερα αποθέματα χρυσού, έχουν αποφασίσει να μην διαθέτουν στην αγορά το κίτρινο μέταλλο, χωρίς προηγουμένως να έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους – έτσι ώστε να αποφεύγονται οι μεγάλες διακυμάνσεις στην τιμή του.

Στις 26. Σεπτεμβρίου του 1999, οι 15 ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες (μεταξύ των οποίων και η ΕΚΤ), ψήφισαν στην Ουάσιγκτον την ονομαζόμενη «Central Bank Gold Agreement» (CBGA 1), η οποία ρύθμιζε τον όγκο των πωλήσεων χρυσού για τα έτη 1999-2004. Με βάση τη συγκεκριμένη συμφωνία, οι 15 κεντρικές τράπεζες επιτρεπόταν να πουλούν ανά έτος χρήσης (άρχιζε στις 27.09 κάθε χρόνο), έως 400 τόνους χρυσού. Στα πλαίσια της επόμενης συμφωνίας (CBGA 2), η οποία αφορούσε την επίσης πενταετή περίοδο 2004-2009, οι ποσότητες αυξήθηκαν στους 500 τόνους ετήσια – ενώ αργότερα (CBGA 3, 2009-2014), συμφωνήθηκαν ξανά 400 τόνοι.

Περαιτέρω οι πλεονασματικές χώρες (ειδικά η Γερμανία φυσικά), αύξησαν τα αποθέματα τους σε χρυσό, μέσω της «μεταφοράς» (αγοράς) των αποθεμάτων χρυσού άλλων κρατών – τα οποία έτσι πλήρωναν για τις «ελλειμματικές» εισαγωγές τους. Στο παράδειγμα της Γερμανίας, επειδή η κεντρική τράπεζα της δεν ήθελε να δημιουργήσει νέους αποθηκευτικούς χώρους (θησαυροφυλάκια) ή/και να χρεωθεί με το μεταφορικό κόστος, ο χρυσός τοποθετήθηκε στις εγκαταστάσεις της Fed Νέας Υόρκης (εκεί φυλάσσονται, εκτός από το Fort Knox, 550.000 ράβδοι χρυσού, ιδιοκτησίας περίπου 60 κρατών – μία ράβδος ισοδυναμεί με 12,5 κιλά), στην Τράπεζα της Αγγλίας στο Λονδίνο και στην Τράπεζα της Γαλλίας στο Παρίσι.

Κατά την άποψη μας, πρόκειται για ένα αρκετά «αξιοσημείωτο» γεγονός με πολλές δυνητικές «μεταφράσεις», αφού οι τρεις τράπεζες ανήκουν στις πρώην δυνάμεις κατοχής της Γερμανίας – πόσο μάλλον αφού η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, η κρατική Bundesbank, αρνείται συστηματικά να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες, για τα πραγματικά αποθέματα της.

Ειδικά όσον αφορά την αποθήκευση του χρυσού τόσων πολλών χωρών στις Η.Π.Α., αξίζει να σημειώσουμε ότι, πολλοί θεωρούν πως «βάλλαμε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα». Εκτός αυτού, το συγκεκριμένο γεγονός δημιουργεί αρκετούς προβληματισμούς, αφενός μεν όσον αφορά το μέγεθος της επιρροής της υπερδύναμης παγκοσμίως, μόνο και μόνο λόγω της αποθήκευσης του χρυσού, αφετέρου την «πλανητική» καταστροφή που θα μπορούσε να προκαλέσει μία ενδεχόμενη οικονομική κατάρρευση των Η.Π.Α. – μέσα από εσωτερικές κοινωνικές αναταραχές, εμφυλίους πολέμους, φυλετικές διαμάχες, εθνικιστικές εξάρσεις ή οτιδήποτε άλλο.

Συνεχίζοντας, τα αποθέματα χρυσού που διατηρούνται στις τράπεζες παγκοσμίως υπολογίζονται στους 30.000 τόνους – ενώ η μεγαλύτερη ποσότητα χρυσού που εξορύχθηκε εντός ενός έτους ήταν 165.000 τόνοι (2009). Τα περισσότερα αποθέματα χρυσού ανήκουν σε ιδιώτες – όπου μόνο στην Ινδία, για παράδειγμα, υπολογίζονται περίπου στους 20.000 τόνους.

Ολοκληρώνοντας, το 70% του χρυσού παγκοσμίως επεξεργάζεται από τους κοσμηματοπώλες, το 11% από τη βιομηχανία (ειδικά την ηλεκτρονική) και την ιατρική (θεραπεία δοντιών), ενώ μόλις το 13% από τις τράπεζες και τους ιδιώτες επενδυτές – για μονεταριστικούς λόγους, στη μορφή νομισμάτων και ράβδων.

Επίλογος

Με κριτήριο την παραπάνω ιστορική αναδρομή και ανάλυση των ιδιαιτεροτήτων του κίτρινου μετάλλου, σε σχέση με τα κυκλοφορούντα νομίσματα (χάρτινα, μεταλλικά και ειδικά τα «ψεύτικα» λογιστικά, τα οποία πλησιάζουν στο 90% των συνολικών), δεν μπορεί παρά να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι, η επιστροφή στον κανόνα του χρυσού θα μπορούσε να είναι ίσως η μοναδική λύση για την καταπολέμηση των μανιοκαταθλιπτικών αγορών, της υπερχρέωσης, των κρίσεων, του υπερπληθωρισμού και της δικτατορίας των τραπεζών – κυρίως όμως, για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης.

Με την επιστροφή στον κανόνα του χρυσού είναι δυνατόν να αποφευχθούν οι συναλλαγματικοί και λοιποί πόλεμοι, στους οποίους μάλλον θα οδηγηθούμε πολύ πιο σύντομα από όσο φανταζόμαστε – αφού υποθέτουμε ότι χώρες, όπως η Κίνα για παράδειγμα, δεν θα υπομένουν για πολύ ακόμη την κλοπή των αποταμιεύσεων τους από τις Η.Π.Α. ή από οποιοδήποτε άλλο κράτος. Φυσικά η ισοτιμία δεν μπορεί να είναι η ίδια με αυτήν του Bretton Woods, αφού έκτοτε έχουν αυξηθεί κατά πολύ τόσο τα περιουσιακά στοιχεία, όσο οι ανάγκες σε χρήματα, αλλά και το ΑΕΠ πολλών κρατών.

Ειδικά όσον αφορά την Ευρωζώνη, η οποία κατά την υποκειμενική μας άποψη δεν πρόκειται να διατηρηθεί για πολλά χρόνια ακόμη (εκτός εάν ενωθεί άμεσα πολιτικά και δημοσιονομικά – κάτι που φυσικά ευχόμαστε, αλλά δεν το πιστεύουμε, όσο κυριαρχεί ο εχθρός της Ευρώπης), τυχόν επιστροφή της στα εθνικά νομίσματα, παράλληλα με την εισαγωγή του κανόνα του χρυσού για όλα, θα μπορούσε να διευκολύνει κάπως τη μετάβαση – η οποία είναι μάλλον ανέφικτη, χωρίς μία τέτοια σύνδεση και «ασφαλιστική δικλείδα».

Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος επείγει για τη Δύση, η οποία δεν θα αποφεύγει για πολύ ακόμη την καταστροφή (χρεοκοπίες επί μέρους κρατών, υπερπληθωρισμούς, αθετήσεις πληρωμών, πολέμους κλπ.) αφού, όπως φαίνεται από τον Πίνακα V («δυτικό χρέος» 27.999 δις €), οκτώ μόλις δυτικές χώρες είναι υπεύθυνες για το 75% σχεδόν των παγκοσμίων χρεών (υπολογίζονται στο 80% του συνολικού ΑΕΠ).

ΠΙΝΑΚΑΣ V: Πρωταθλητές δημοσίων χρεών σε δις €, για το έτος 2010 – συγκριτικά με το παγκόσμιο ΑΕΠ, συνολικού ύψους 47.081 δις €

Χώρα

Δημόσιο Χρέος

Ποσοστό στο παγκόσμιο ΑΕΠ

Η.Π.Α.

10.040

21,32%

Ιαπωνία

9.840

20,90%

Γερμανία

2.080

4,42%

Ιταλία

1.843

3,91%

Βραζιλία

1.822

3,87%

Γαλλία

1.591

3,38%

Μ. Βρετανία

1.351

2,87%

Ινδία

900

1,91%

Κίνα

799

1,70%

Ισπανία

639

1,36%

Καναδάς

615

1,30%

Σύνολα

31.520

66,37%

Πηγή: Κομισιόν, ΔΝΤ
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Η θέση αρκετών δυτικών χωρών, όπως οι Η.Π.Α., η Γερμανία και η Μ. Βρετανία, είναι πολύ χειρότερη από τις υπόλοιπες, αφού αφενός μεν έχουν μεγάλο ιδιωτικό χρέος, αφετέρου μηδαμινή δημόσια περιουσία, έχοντας ιδιωτικοποιήσει τα πάντα.

Ολοκληρώνοντας, αντί ο περιπλανώμενος Ευρωθίασος να μας οδηγεί συνεχώς σε αδιέξοδους δρόμους, χωρίς προοπτική και τέρμα (άρθρο μας), επιτρέποντας στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο να κερδοσκοπεί εις βάρος όλων των Πολιτών της δύσης (οι οποίοι οδηγήθηκαν κυριολεκτικά στο ικρίωμα από μία σειρά ανεπαρκών κυβερνήσεων), θα ήταν καλύτερα να αναζητήσει, από κοινού με τις υπόλοιπες παγκόσμιες δυνάμεις, ένα καινούργιο χρηματοπιστωτικό σύστημα – ικανό και κατάλληλο να ανταπεξέλθει ειρηνικά με τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί παγκοσμίως.

Εάν η επαναφορά του κανόνα του χρυσού θα συντελούσε πράγματι σε κάτι τέτοιο (δυστυχώς δεν θα είχε μόνο πλεονεκτήματα, αλλά και αρκετά μειονεκτήματα – ειδικά εάν ήταν «μονομερής», όπως στο παρελθόν), πριν ακόμη οι Πολίτες αναλάβουν μόνοι τους τα ηνία, επιλέγοντας οι ίδιοι το συγκεκριμένο ανταλλακτικό μέσον και χωρίς να ρωτήσουν κανέναν (επαναφέροντας παράλληλα τόσο τις αχόρταγες τράπεζες, όσο και τα «άπατρη» κερδοσκοπικά κεφάλαια, στην αρχική τους κατάσταση), δεν είμαστε προφανώς σε θέση να το γνωρίζουμε με σαφήνεια.

Αυτό όμως που πιστεύουμε απόλυτα, είναι η ανάγκη αλλαγής του υφιστάμενου χρηματοπιστωτικού συστήματος – η οποία πρέπει να είναι μεθοδική μεν αλλά ταυτόχρονα γρήγορη, ριζική και με γνώμονα το συμφέρον της συντριπτικής πλειοψηφίας των Πολιτών, το οποίο δυστυχώς δεν είναι ταυτόσημο με αυτό των κυβερνήσεων, της παγκόσμιας οικονομικής ελίτ και των τραπεζών.

Κλείνοντας, οφείλουμε να επισημάνουμε την πιθανότητα μίας ραγδαίας, τεχνητής (χειραγωγημένης) υποχώρησης της τιμής του χρυσού, επειδή πιθανολογούμε πως οι κυβερνήσεις και οι τράπεζες δεν θα θελήσουν να χάσουν το υπέρτατο προνόμιο της παραγωγής χρημάτων από το πουθενά – την «κότα με τα χρυσά αυγά» καλύτερα, η οποία τους διευκολύνει σημαντικά στη «ληστεία» κρατών και Πολιτών.

Βασίλης Βιλιάρδος ©,
viliardos@kbanalysis.com

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων με πολλά συγγράμματα και μελέτες, ενώ έχει εκδώσει πρόσφατα το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Η κρίση των κρίσεων»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ